ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D482
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 666/2014
8 Iουλίου, 2014
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BEHZAD MOTMAEN FAAL
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
....................................
Αίτηση ημερ. 3/6/14 για προσωρινό διάταγμα
Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον αιτητή
Δ. Εργατούδη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας,, για τους καθ' ων η αίτηση
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή του προσβάλλει γι' αριθμό λόγων τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του που εξεδόθηκαν εναντίον του την 14/4/14. Την ίδια ημέρα καταχώρησης της προσφυγής, ήτοι την 13/5/14, καταχώρησε και αίτηση γι' έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής των ως άνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του, όπως επίσης ν' αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 2/6/14, απέρριψε την αίτηση για λόγους που δεν αφορούσαν την ουσία της αίτησης του. Αποτέλεσμα τούτου είναι ο αιτητής να επανέλθει με νέα πανομοιότυπη ως και η προηγούμενη αίτηση του για προσωρινό διάταγμα. Επίσης η ένορκη δήλωση του αιτητή, επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση, είναι σχεδόν η ίδια.
Τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούν τον αιτητή και δεν αμφισβητούνται, είναι κατά χρονολογική σειρά και όπως παρατίθενται από τους καθ' ων η αίτηση στην ένσταση τους, τ' ακόλουθα:
(α) Ο αιτητής αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία την 1/11/2000 με τουριστική θεώρηση με ισχύ μέχρι 15/11/2000.
(β) Στις 15/1/2001 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής, μέχρι την εξέταση της αίτησης του για πολιτικό άσυλο από την Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.
(γ) Του εκδόθηκε η σχετική άδεια στις 12/2/2001, με ισχύ μέχρι τις 28/2/2001. Η άδεια παραμονής του ανανεώθηκε αρχικά μέχρι τις 23/7/2001 και στη συνέχεια μέχρι τις 10/3/2002.
(δ) Η αίτηση ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής απορρίφθηκε αρχικά στις 12/1/2002 και κατόπιν επενεξέτασης, απορρίφθηκε οριστικά στις 10/4/2002.
(ε) Εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 4/7/2002. Τα διατάγματα δεν εκτελέστηκαν, καθώς ο αιτητής τέλεσε γάμο στις 20/5/2002 στο Δημαρχείο Αραδίππου, με την Ελληνοκύπρια Μαρία Στυλιανού.
(στ) Στις 14/8/2002 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κύπριας, αίτημα το οποίο επαναλήφθηκε στις 16/4/2003.
(ζ) Κατόπιν προκαταρκτικού ελέγχου αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου χορηγήθηκε στον αιτητή άδεια παραμονής στις 11/7/2003, με ισχύ μέχρι τις 31/1/2004.
(η) Η άδεια παραμονής που κατείχε ως σύζυγος Κύπριας, του ανανεώθηκε μέχρι τις 31/12/2004 και στη συνέχεια μέχρι τις 30/6/2007 αφού στο μεταξύ έγιναν πολλαπλές έρευνες για τη γνησιότητα του γάμου, καθώς υπήρχαν σαφείς υπόνοιες ότι επρόκειτο για γάμο σκοπιμότητας.
(θ) Στις 30/7/2007 διενεργήθηκε νέος έλεγχος αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου, κατά τον οποίο διεφάνη ότι το ζεύγος έπαψε να συμβιώνει. Καθώς όμως δεν είχε υποβληθεί αίτηση διαζυγίου, επετράπη στον αιτητή να υποβάλει νέα αίτηση στις 16/1/2008 για παραχώρηση άδειας παραμονής.
(ι) Στον αιτητή παραχωρήθηκε άδεια μέχρι 15/1/2009 η οποία στη συνέχεια του ανανεώθηκε μέχρι τις 14/1/2010.
(ια) Στις 30/10/2008 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, λόγω του γάμου του με την ελληνοκύπρια η οποία απορρίφθηκε στις 31/8/2010, λόγω παράνομης παραμονής.
(ιβ) Στις 25/2/2010 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής η οποία απορρίφθηκε στις 2/3/2011 καθώς ο αιτητής είχε καταδικαστεί στις 15/12/2010 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για υπόθεση επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης.
(ιγ) Νέα αίτηση που υπέβαλε για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής στις 28/3/2011 απορρίφθηκε στις 29/4/2011 για τους ίδιους λόγους.
(ιδ) Στις 7/7/2011 ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή υπ' αριθμό 889/2011, εναντίον της απόφασης του Τμήματος να απορρίψει την αίτηση του για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής.
(ιε) Στις 25/3/2012 ο δικηγόρος του αιτητή απευθύνθηκε προς την Υπουργό Εσωτερικών, με αίτημα όπως αναθεωρηθεί η απόφαση του Τμήματος να απορρίψει την αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής του αιτητή.
(κ) Το Τμήμα έστειλε επιστολή στον δικηγόρο του αιτητή στις 8/10/2013, απαντώντας σε επιστολές του με τις οποίες είχε υποβάλει αίτημα για επανεξέταση της απόφασης του Τμήματος να απορρίψει την αίτηση του αιτητή για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής, στην οποία το Τμήμα αναφέρει ότι το αίτημα δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, ιδιαίτερα λόγω του ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δεδομένης της καταδίκης του για σοβαρό ποινικό αδίκημα το 2011 (πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης).
(λ) Την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 8/10/2013 η Διευθύντρια αποφάσισε όπως εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή.
(μ) Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 8/10/2013, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία διαβιβάστηκαν στην αστυνομία για εκτέλεση στις 8/10/2013.
(ν) Ο αιτητής εντοπίστηκε στις 28/2/2014 και συνελήφθηκε για τροχαία αδικήματα.
(ξ) Κατά τον εντοπισμό του διαπιστώθηκε ότι εκκρεμούσαν εναντίον του εντάλματα πληρωμής προστίμων και μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές.
(ο) Ως εκ τούτου το διάταγμα κράτησης ημερ. 8/10/2013 ουδέποτε εκτελέστηκε και αμφότερα τα διατάγματα ακυρώθηκαν από τη Διευθύντρια στις 10/4/2014 οπόταν ενημερώθηκε για την κράτηση του στις Κεντρικές Φυλακές.
(π) Μετά από σχετικό διακανονισμό για την πληρωμή των ενταλμάτων, ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος από τις Κεντρικές Φυλακές στις 15/4/2014. Την ίδια μέρα, ήτοι στις 15/4/2014 εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας επίσης 15/4/2014, η οποία του επιδόθηκε στις 17/4/2014, αλλά αρνήθηκε να την υπογράψει.
(ρ) Στις 6/5/14 ο αιτητής υπέβαλε την αίτηση υπ' αρ. 79/14 για έκδοση προνομιακού διατάγματος φύσεως habeas corpus, η οποία και απορρίφθηκε την 5/6/2014 με απόφαση του Δικαστηρίου.
Το πρώτο θέμα που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή με την αγόρευση του προκειμένου να καταδείξει οφθαλμοφανή παρανομία είναι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης αναφέρονται σε λάθος όνομα ήτοι ότι το επίθετο του αιτητή είναι Faal ενώ αυτό που αναγράφεται στα διατάγματα είναι Fall.
Επίσης στήριζε το αίτημα στο ότι κατά τον ισχυρισμό του αιτητή δεν του επιδόθηκε η ειδοποίηση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 15/4/14 (τεκμ. 38 στην ένσταση) και ότι θα έπρεπε σύμφωνα με τον Καν. 19 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 242/72, να του είχε επιδοθεί πριν τη σύλληψη του ειδοποίηση ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης ώστε να έχει την ευχέρεια να λάβει μέτρα προς νομιμοποίηση του.
Έτερο σημείο που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος ήταν η συμπεριφορά των καθ' ων η αίτηση στο διάστημα που προηγήθηκε της σύλληψης του, η παραβαση του άρθρου 180θ του Κεφ. 1905 εφ' όσον δεν του δόθηκε το δικαίωμα για οικιοθελή αναχώρηση, ότι κρατείται παράνομα καθ' ότι ουδεμία πληροφόρηση δόθηκε στον αιτητή περί του λόγου που κηρύχτηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τον Καν. 19 και συνεπώς παράνομα εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του. Επίσης τα διατάγματα αυτά είναι παράνομα καθ' ότι παραβιάζουν το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου υπ' αρ.ρ. 7 της Σύμβασης, του άρθρου 18ΠΣτ (4) λόγω μη επανεξέτασης του θέματος κράτησης του αιτητή από τον Υπουργό Εσωτερικών.
Τέλος ο συνήγορος προκειμένου να καταδείξει ανεπανόρθωτη ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων εισηγήθηκε ότι τυχόν απέλαση του αιτητή στη χώρα που κατάγεται θα προκαλέσει σ' αυτόν ανεπανόρθωτη ζημιά διότι η σύζυγος του και τα τρία παιδιά της (από άλλο γάμο) δεν θα μπορέσουν να τον ακολούθησαν και με αυτό τον τρόπο επιχειρείται ο βίαιος χωρισμός τους και διάλυση του γάμου τους κατά παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και ειδικότερα του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άρθρα 15 και 22 του Συντάγματος.
Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Με αναφορά σε νομολογία και αναφορά στα γεγονότα εισηγήθηκε ότι ο αιτητής απέτυχε ν' αποδείξει την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας ή/και ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Οι αρχές που διέπουν την εξέταση προσωρινού διατάγματος στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχουν κατ' επανάληψη εξηγηθεί σε αποφάσεις της Ολομέλειας μεταξύ των οποίων είναι η Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, όπου λέχθηκαν τ' ακόλουθα:
« Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.»
Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, 36 λέχθηκαν:
«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»
Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα επί του οποίου δύναται να εδραιωθεί αίτημα της φύσεως υπό εξέταση και που είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση του διατάγματος, η πλούσια νομολογία υπαγορεύει ότι απαιτείται από τον αιτητή η απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η αναγκαία μαρτυρία προς τούτο θα πρέπει να εισηγείται και να αποδεικνύει ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν μπορεί να τύχει αποκατάστασης με τις θεραπείες που θα χορηγηθούν με την επιτυχία της προσφυγής του ή ακόμη με άλλο τρόπο. Η πρόκληση χρηματικής ζημιάς είναι κατά κανόνα μη υπολογίσιμος παράγοντας εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της είναι αδύνατος. Επίσης όπου η έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης, το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την έκδοση του (βλ. Μαρκουλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).
Σχετικά με το πρώτο θέμα που θίγεται με την αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή και αφορά το θέμα της ορθότητας του επώνυμου του αιτητή, εκείνο που μπορεί να λεχθεί είναι αυτό δεν εγείρεται με την προσφυγή αλλά ούτε με την αίτηση του αιτητή και συνεπώς δεν μπορεί να εγείρεται μ' αυτό τον τρόπο που ηγέρθη από τον συνήγορο του αιτητή ήτοι μέσω της αγόρευσης. Να σημειωθεί ότι απ' ότι μπορεί να διακριβωθεί και από την απόφαση στην Πολ. Αίτηση 79/14 ημερ. 5/6/14, ECLI:CY:AD:2014:D376 που αφορούσε αίτηση του αιτητή για την έκδοση εντάλματος της φύσεως habeas corpus και αφορούσε τα ίδια διατάγματα το θέμα αυτό δεν ηγέρθη ούτε σ' εκείνη τη διαδικασία.
Για τον ίδιο λόγο ήτοι ότι δεν εγείρεται ως επίδικο θέμα στην υπό εξέταση αίτηση το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει τυχόν συνέπειες που προκαλούνται στην παρούσα αίτηση από το γεγονός ότι στην προσφυγή γίνεται αναφορά σε διατάγματα ημερ. 14/4/14 και όχι 15/4/14 που είναι η ορθή ημερομηνία τους.
Σε σχέση με το έτερο των θεμάτων και που αφορά το θέμα επίδοσης σύμφωνα με τον Καν. 19 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 244/72) είμαι της γνώμης ότι εφόσον πρόκειται περί ερμηνείας Κανονισμού, δεν προσφέρεται για εξέταση στο στάδιο αίτησης όπως η παρούσα. Εκ του περισσού και μόνο θα έλεγα ότι δεν συμφωνώ με την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή. Το θέμα το εξέτασα στην υποθ. αρ. 6245/2013 Doina Anton κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 18/11/13 και η κρίση μου είχε ως ακολούθως:
«Σε σχέση με το πρώτο θέμα που ήγειρε ο συνήγορος των αιτητών είναι η κρίση μου ότι η εισήγηση του ότι βάσει του Καν. 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (ΚΔΠ. 244/72) και άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, θα έπρεπε πριν την κήρυξη του αιτητή αρ. 2 σε απαγορευμένο μετανάστη και έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του, να ειδοποιηθεί περί τούτου ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, είναι λανθασμένη.
Το άρθρο 14(6)(α) και Κανονισμός 19 προβλέπουν ως ακολούθως:
«Άρθρο 14(6)
Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και/ή διάταγμα κράτησης ή περιορισμού -
(α) Πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτό τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση εκτός εάν λόγοι εθνικής ασφάλειας καθιστούν κάτι τέτοιο ανεπιθύμητο. και
(β) ..............................
Kαν. 19
Λειτουργός μεταναστεύσεως, όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»
Στο Δεύτερο Πίνακα που αναφέρεται στον Καν. 19 αναφέρει:
«Διά της παρούσης ειδοποιείσθε ότι απεφάσισα ότι είσθε απηγορευμένος μετανάστης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105»
Με όλο το σεβασμό δεν συμφωνώ με τον αδελφό Δικαστή που αποφάσισε στις δυο πιο πάνω αποφάσεις ότι δηλαδή είναι αναγκαία η επίδοση πριν την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ειδοποίησης σύμφωνα με τον Καν. 19. Από την ανάγνωση και μόνο των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων που στηρίζεται ο αιτητής καταφαίνεται ότι η εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Ουδεμία υποχρέωση επιβάλλεται για προηγούμενη της εκδόσεως του διατάγματος πληροφόρησης και πολύ περισσότερο δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτηση με σκοπό την απέλαση.»
Σύμφωνα με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής από 14/1/2010 ήτοι πέραν των 4 ετών, διαμένει στη Δημοκρατία χωρίς άδεια παραμονής, παράνομα.
Στις 15/4/14 η Διευθύντρια μετά από αριθμό αιτήσεων του για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην Κύπρο (3 συνολικά) και διάφορα άλλα αιτήματα του προς άλλες κατευθύνσεις, αλλά με επιδίωξη του ίδιου σκοπού, κήρυξε τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, με το αιτιολογικό ως παράνομα διαμένοντα. Την απόφαση της αυτή η Διευθύντρια την γνωστοποίησε στον αιτητή την 17/4/14 με επιστολή της την οποία αυτός αρνήθηκε να υπογράψει ότι παράλαβε, αν και την διάβασε (βλ. τεκμ. 38 στην ένσταση). Την ίδια ημέρα ήτοι στις 15/4/14 η Διευθύντρια βάσει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 105 και άρθρο 188 (3)(γ) του Συντάγματος εξέδωσε ως αποτέλεσμα της κηρύξεως του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του. Από την απλή ανάγνωση των άρθρων 6(1)(κ) και 14(1) και χωρίς ν' αποφασίζω στο παρόν στάδιο οτιδήποτε, διαφαίνεται ότι η Διευθύντρια νομιμοποιείτο στις άνω ενέργειες της. Ούτε είναι ορθή η εισήγηση του συνηγόρου ότι τα άνω διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου. Το άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 18(ΙΙΙ)/2000 αναφέρεται σε αλλοδαπό που είναι «νόμιμος κάτοικος» στην επικράτεια του κράτους. Ο αιτητής ευρίσκεται στη Δημοκρατία παράνομα από 14/1/2010. (Βλ. Υποθ. Αρ. 80/2011 ημερ. 14/6/2013) και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επικαλείται τις άνω πρόνοιες του άρθρου 1. Επίσης δεν μπορεί να επικαλείται τις πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 έως 2013, Νόμος 7(Ι)/2007 καθ' ότι αυτός εφαρμόζεται «σε κάθε πολίτη της Ένωσης» ήτοι «πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλη από τη Δημοκρατία ...» (βλ. άρθρο 4 και 2 του Ν. 7(Ι)/2007).
Επίσης δεν μπορεί να τύχει εξέτασης η αίτηση και σε σχέση με το άρθρο 18 ΟΘ του Κεφ. 105 καθ' ότι αυτό δεν εγείρεται ως επίδικο θέμα με την ένορκη δήλωση του αιτητή επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση του αλλ' ούτε αναφέρεται στη νομική βάση της αίτησης. Η κρίση αυτή συμπαρασύρει και την Οδηγία 2005/85/ΕΚ κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 180θ λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υποχρεωτικής εφαρμογής πρόνοιες της ενσωματώθηκαν στο Κεφ. 105. Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι ορθό να εξετάσει αυτεπάγγελτα την αίτηση υπό το φως των προνοιών του άρθρου 18 ΟΘ και συγκεκριμένα ότι δεν δόθηκε στον αιτητή κατάλληλο χρονικό διάστημα για οικιοθελή αναχώρηση του. Στο εδάφιο (4) το άρθρο 180Θ παρέχεται η δυνατότητα στη Διευθύντρια να μην παράσχει τέτοιο χρονικό διάστημα για οικιοθελή αναχώρηση για λόγους που ρητά αναφέρονται. Εφ' όσον λοιπόν δεν ηγέρθη ως επίδικο θέμα με την αίτηση, πολύ ορθά δεν έτυχε απάντησης στην ένσταση. Συνεπώς για τους λόγους αυτούς δεν είναι ορθό και δίκαιο να εξετασθεί το θέμα αυτεπάγγελτα ή διότι ηγέρθη με την αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή.
Όσον αφορά την ισχυριζόμενη παράβαση του άρθρου 18 ΠΣΤ (4) περί μη επενεξέτασης του θέματος κράτησης του αιτητή από τον Υπουργό Εσωτερικών ως είχε υποχρέωση βάση του άνω άρθρου αρκεί ν' αναφερθεί ότι αυτή είναι εντελώς αβάσιμη. Σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(4) ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης (α) αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο και (β) σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα κατ' αίτησης του επηρεαζόμενου υπηκόου τρίτης χώρας.
Η επιστολή ημερ. 15/4/14, επί της οποίας στηρίζει την εισήγηση του ο αιτητής, απευθύνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με παράκληση την παρέμβαση του για ν' αφεθεί ελεύθερος ο αιτητής. Κοινοποιείται δε σε επτά άλλους μεταξύ των οποίων είναι και ο Υπουργός Εσωτερικών αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι η προβλεπόμενη από το άνω άρθρο αίτηση για επανεξέταση.
Προβλήθηκε περαιτέρω από τον αιτητή ότι τυχόν απέλαση του θα προκαλούσε σ' αυτόν ανεπανόρθωτη ζημιά διότι θα αποχωριζετο της συζύγου του η οποία για λόγους υγείας αλλά και των παιδιών της που απέκτησε από προηγούμενο γάμο της δεν μπορεί να τον ακολουθήσει. Ήταν επίσης η εισήγηση του ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην υπόθεση αρ. 1144/2008 Κashif v. Δημοκρατίας ημερ. 11/7/2008 παρόμοιο θέμα εξετάστηκε από το Δικαστή Ναθαναήλ και αποφάσισε τ' ακόλουθα με τα οποία συμφωνώ.
«... Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας. Το δικαίωμα αποκλεισμού αλλοδαπού υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αλλά ασκείται, εν πάση περιπτώσει, κυριαρχικά με την προϋπόθεση ότι ασκείται καλόπιστα στα πλαίσια μιας ομολογουμένως ευρείας εξουσίας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές από το σχετικό νόμο. Σχετικές είναι οι υποθεσεις Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ahmed v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 537. Στην Kedoum - πιο πάνω - έγινε επίσης ανάλυση των αποφάσεων που μνημονεύονται στα πιο πάνω συγγράμματα των Harris, Boyle, Warbrick, με την παρατήρηση ότι εκεί υπήρχαν πρόσωπα τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες στις οποίες είχαν εκδοθεί διατάγματα απέλασης και ήταν δεδομένο ότι θα διακόπτονταν οι οικογενειακοί δεσμοί με το μέλος που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα (δέστε Berrehab v. Netherlands A 138 (1988), Moustaquim v. Belgium, A 193 (1991) και Bedjoudi v. France, A 234/A (1992)]. Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο.»
(βλ. Υποθ. αρ. 80/11 Alan Augustine v. Δημοκρατίας ημερ. 14/6/2013).
Τα όσα σχετικά τέθηκαν από τον αιτητή στην παρούσα αίτηση ουδόλως διαφοροποιούν την κατάσταση προς όφελος του.
Η αίτηση απορρίπτεται με €500 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.