ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D470
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 496/2012)
7 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΙΟΥΤΟΥΛΑ ΣΩΤΟΥΛΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ-ΧΛΟΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα προσωπικά.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αυτοπροσώπως εμφανιζόμενη αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Λειτουργού Ευημερίας, ημερομηνίας 21/2/2012, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παροχή δημόσιου βοηθήματος.
Α. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.
Η αιτήτρια κατάγεται από την Κοζάνη, αλλά κατοικεί και εργάζεται στην Κύπρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, είναι διαζευγμένη και έχει μια ανήλικη θυγατέρα, την 14χρονη Ευαγγελία, με την οποία διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στο Στρόβολο.
Με αίτηση της ημερομηνίας 7/6/2011, η αιτήτρια αποτάθηκε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για την παροχή δημόσιου βοηθήματος, δηλώνοντας ότι τα έσοδα της, προερχόμενα αποκλειστικά από την εργασία της, ανέρχονταν σε €1.000 μηνιαίως, ενώ τα αντίστοιχα έξοδα της (ενοίκιο, μεταφορικά, φοίτηση παιδιού) ήταν €1.110.
Στη συνέχεια, την 1/8/2011 ενεγράφη ως άνεργη στο Γραφείο Εργασίας και αιτήθηκε επίδομα ανεργίας από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.
Της καταβλήθηκε ανεργιακό επίδομα ύψους €267,28 εβδομαδιαίως από 4/9/2011 μέχρι 27/10/2011.
Στα πλαίσια έρευνας που ακολούθησε, το Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας, πληροφόρησε το αρμόδιο Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, ότι η αιτήτρια είχε παραπεμφθεί σε τρεις διαφορετικές εταιρείες για εργοδότηση, χωρίς αποτέλεσμα.
Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση, είχε προσληφθεί στη θέση, άλλο άτομο, στη δεύτερη, η αιτήτρια, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τον εργοδότη και στην τρίτη που αφορούσε μια θέση σχεδιάστριας στην εταιρεία ΚΙΟΝΕΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΛΤΔ., ενώ αρχικά δεν εργοδοτήθηκε λόγω πρόσληψης άλλης υποψήφιας, στη συνέχεια όταν της προτάθηκε ξανά η θέση στις 9/11/2011, η αιτήτρια δεν την αποδέχθηκε αναφέροντας στο Γραφείο Εργασίας ότι δεν επιθυμούσε να αποταθεί εκ νέου για τη συγκεκριμένη θέση, αφού ο εργοδότης την απέρριψε την προηγούμενη φορά.
Σύμφωνα με έκθεση αρμόδιου λειτουργού, ημερομηνίας 7/12/2011, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας της Υπηρεσίας με τον πιο πάνω εργοδότη, ο τελευταίος ανέφερε ότι δεν προχώρησε στην πρόσληψη της αιτήτριας λόγω των απαιτήσεων που αυτή προέβαλε σε σχέση με τις μισθολογικές απολαβές και το ωράριο.
Ως αποτέλεσμα, ο Επαρχιακός Λειτουργός Ευημερίας, θεωρώντας ότι η αιτήτρια απέρριψε προσφορά εργασίας και κατέστη ως εκ τούτου εκουσίως άνεργη, πληροφόρησε με την επίδικη επιστολή του την αιτήτρια ότι η αίτηση της για παροχή δημοσίου βοηθήματος δεν ήταν δυνατό να εγκριθεί.
Οι θέσεις της αιτήτριας.
Η αιτήτρια υποβάλλει ότι λανθασμένα, καθ' υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα, θεωρήθηκε ότι είχε απορρίψει πρόταση για εργασία, καθότι όπως υποστηρίζει, ενώ η ίδια αποτάθηκε στο συγκεκριμένο εργοδότη, αυτός την απέρριψε για τους δικούς του λόγους και χωρίς να υπογράψει το παραπεμπτικό έντυπο (R215) του Τμήματος Εργασίας.
Προσθέτει ότι, η ίδια κατέβαλλε συνεχείς προσπάθειες για εξεύρεση εργασίας και ότι στις 7/3/2012, κατάφερε με δικές της ενέργειες, να εργοδοτηθεί στην εταιρεία Μ.Κ. Gruppo Casa Ltd, με ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές €1.000, όπως βεβαιώνεται στο σχετικό πιστοποιητικό που επισύναψε στην αγόρευση της.
Εισηγείται, εν κατακλείδι, ότι οι περιστάσεις και τα στοιχεία της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν το χαρακτηρισμό της ως εκουσίως άνεργης, μέσα στην έννοια που αποδίδεται στον όρο από τη σχετική νομοθεσία.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι λειτούργησαν εντός του νομοθετικού πλαισίου, πάνω στη βάση της διαπίστωσης ότι η αιτήτρια παρέμενε εκουσίως άνεργη, αφού είχε κατ' επανάληψη παραπεμφθεί προς εργοδότηση, χωρίς αποτέλεσμα.
Υποβάλλουν περαιτέρω, ότι τόσο η έρευνα όσο και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης τους είναι επαρκής και ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δική του, ούτε μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(10)(β) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006, Ν. 95(Ι)/2006 (ως έχει τροποποποιηθεί):
"Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:
(α)..............................
(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποίαν ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας.
«Εκούσια άνεργος», σημαίνει, κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου, «πρόσωπο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία την οποία αυτό είναι ικανό να εκτελέσει ή, αν ήδη απασχολείται σε πλήρη ή μερική βάση, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία την οποίαν είναι ικανό να εκτελέσει ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης ή αρνείται να υποστεί ιατρική περίθαλψη ή εξέταση, η οποία θα υποβοηθούσε αυτό να εξασφαλίσει προσοδοφόρα εργασία ή αρνείται να αποδείξει την ανικανότητα του για εργασία."
Η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως μοναδικό έρεισμα τα συμπεράσματα που προέκυψαν αφενός από την επιστολή του Γραφείου Εργασίας ημερομηνίας 28/11/2011 προς το Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών και αφετέρου από τηλεφωνική επικοινωνία της αρμόδιας Λειτουργού με έναν εκ των εργοδοτών στον οποίο είχε παραπεμφθεί η αιτήτρια.
Στη σχετική έκθεση ημερομηνίας 7/12/2011, που συντάχθηκε από συγκεκριμένη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας και υποβλήθηκε στον Επαρχιακό Λειτουργό, αναφέρονται τα εξής:
"Μετά από τηλ. επικοινωνία που είχα με τον εργοδότη κ. Ανδρέα (99643564), με ενημέρωσε ότι η αναφερόμενη την πρώτη φορά που είχε παραπεμφθεί κοντά του και δεν την είχε προσλάβει αφού του ζήτησε μισθό ύψους 1800 ευρώ/μηνιαίως και προμήθεια 5% επί των πωλήσεων. Επίσης του ζήτησε όπως δουλεύει μέχρι τις 16:00, ενώ το ωράριο εργασίας ήταν 9:00 - 13:00 και 15:00 -18:00. Στη συνέχεια επικοινώνησε τηλ. μαζί του και ζητούσε να μάθει αν την προσλάβει ενώ ο ίδιος της απάντησε αρνητικά λόγω των απαιτήσεων της."
Αμφισβητώντας την ακρίβεια των πιο πάνω στοιχείων, η αιτήτρια έχει παρουσιάσει δύο έντυπα (R215) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα οποία φέρουν την υπογραφή της Επαρχιακής Λειτουργού Εργασίας και αφορούν δύο περιπτώσεις παραπομπής της αιτήτριας σε υποψήφιους εργοδότες.
Το πρώτο, ημερoμηνίας 19/10/2011, αφορά την παραπομπή της στην εταιρεία ΚΙΟΝΕΣ, για τη θέση της Υπεύθυνης Καταστήματος και σε αυτό κατονομάζεται ως το άτομο που θα έκανε τη συνέντευξη εκ μέρους της εταιρείας, ο Ανδρέας Σουρολέτσης.
Πρόκειται προφανώς για το ίδιο άτομο με το οποίο έγινε αργότερα η τηλεφωνική επικοινωνία που αναφέρεται στην έκθεση της Λειτουργού που προεκτέθηκε.
Το Μέρος Β όμως του εντύπου που αφορά την απόφαση εργοδότη και σε περίπτωση μη πρόσληψης, τις παρατηρήσεις του, δεν έχει συμπληρωθεί.
Αντίθετα, στο δεύτερο έντυπο, ημερομηνίας 12/12/2011 που αφορά παραπομπή της αιτήτριας στην εργοδότρια Μαρία Κωνσταντινίδου-Χριστοφόρου για εργασία στο ταμείο και σιδέρωμα - καθάρισμα ρούχων, αναφέρεται με υπογραφή της εργοδότριας, ότι η αιτήτρια δεν εργοδοτήθηκε γιατί «δεν έχει πείρα».
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση δεν έχει τοποθετηθεί επί του θέματος.
Υπό τις περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι, από τις τρεις παραπομπές της αιτήτριας που αναφέρονται στο έγγραφο του Γραφείου Εργασίας, οι δύο αφορούσαν αντικειμενικά κωλύματα, (πρόσληψη άλλου ατόμου, αδυναμία εντοπισμού του εργοδότη) και η τρίτη η αμφισβητούμενη περίπτωση με την εταιρεία ΚΙΟΝΕΣ, αφορούσε περίπτωση μη συμπλήρωσης του ειδικού εντύπου, όπως και από το γεγονός ότι η Λειτουργός μετέφερε στην έκθεση τα όσα προέκυψαν ως αποτέλεσμα αποκλειστικά της τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τον εκπρόσωπο της εταιρείας ΚΙΟΝΕΣ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια παρέμενε εκουσίως άνεργη, δηλαδή αρνείτο επίμονα την εκτέλεση κατάλληλης εργασίας, είναι ακροσφαλές. Συνεπώς, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Στην αιτήτρια επιδικάζονται τα πραγματικά της έξοδα. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ