ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΜΟΔΕΣΤΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπoθεση Αρ. 354/2010, 8/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D481

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 354/2010)

 

 

8 Ιουλίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

 

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ'ης η αίτηση.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), που κοινοποιήθηκε σε όλο το προσωπικό με γνωστοποίηση ημερομηνίας 3/2/2010 και με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Δάμαλου- Χατζηγεωργίου προήχθη στη θέση Διευθυντή Α΄ (Οικονομικό Προσωπικό) - (στο εξής «η επίδικη θέση»).

 

Τα γεγονότα της προσφυγής.

H διαδικασία προαγωγής του προσωπικού της Αρχής διέπεται από                τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82 όπως τροποποποιήθηκε) - (στο εξής «οι Κανονισμοί»).

 

Τα κριτήρια προαγωγής καθορίζονται στον Κανονισμό 10(7), ο οποίος προβλέπει τα ακόλουθα:

 

"Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους."

 

 

Τα ειδικά προσόντα της επίδικης θέσης, η οποία κενώθηκε λόγω προαγωγής του κατόχου της και εμπίπτει στο Ανώτατο Προσωπικό, καθορίζονται στον Κανονισμό 8(1)(Α)(β) ως ακολούθως:

 

"Το Ανώτατον Οικονομικόν Προσωπικόν δέον να έχει Πανεπιστημιακόν τίτλον εις τα Οικονομικά ή ισοδύναμον Πανεπιστημιακόν τίτλον αναγνωριζόμενον υπό της Αρχής ή τον Επαγγελματικόν Τίτλον CHARTERED ACCOUNTANT ή Certified Accountant ή Cost and Works Accountant."

 

 

Το θέμα απασχόλησε το Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 7/1/2010.

 

 Ενώπιον του Συμβουλίου τέθηκε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, δυνάμει του Κανονισμού 10(5).

 

Το Συμβούλιο Προσωπικού, κατόπιν εξέτασης των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων όλων των υποψηφίων, σε συνδυασμό με την υπηρεσιακή τους κατάσταση (εξέλιξη και υπηρεσία στα διάφορα τμήματα της Αρχής), διαπίστωσε ότι μόνο τρεις υποψήφιοι κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Α)(β).

 

Αυτοί ήταν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος οι οποίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχαν τη θέση του Διευθυντή Β΄ (Οικονομικό Προσωπικό) και ένας άλλος υποψήφιος που επίσης κατείχε τη θέση του Διευθυντή Β΄ (Εμπορικό Προσωπικό) και ο οποίος δεν είναι διάδικος. 

 

Στη συνέχεια, όπως κατεγράφη στα πρακτικά του, το Συμβούλιο Προσωπικού, αφού διεξήλθε του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων, προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των πιο πάνω τριών υποψηφίων μετά το πέρας της οποίας, διατυπώθηκαν τρεις διαφορετικές απόψεις:

 

Ο Πρόεδρος έκρινε ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσαν του τρίτου υποψηφίου και ήταν ουσιαστικά καταλληλότερες και  εισηγήθηκε στην Αρχή την προαγωγή μίας εκ των δύο.

 

Τέσσερα μέλη που αποτελούσαν και την πλειοψηφούσα άποψη, έκριναν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ουσιαστικά καταλληλότερη και συμβούλευσαν την Αρχή να προχωρήσει στην προαγωγή της, ενώ ένα μέλος πρότεινε ως καταλληλότερη την αιτήτρια.

 

Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής στην εισήγηση του, αφού όπως ανέφερε, μελέτησε διεξοδικά όλα τα δεδομένα των κρινόμενων υπαλλήλων, σημείωσε ότι οι διάδικοι υπερείχαν του τρίτου υποψηφίου λόγω πολύ μεγαλύτερης εμπειρίας σε οικονομικά θέματα και αφού περιόρισε την αξιολόγησή του μόνο σε ό,τι αφορούσε τις δύο συγκεκριμένες υποψήφιες, κατέληξε ότι ήταν ισάξιες και πλήρως ικανές να ασκήσουν τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και εισηγήθηκε στο Συμβούλιο της Αρχής, να καλέσει και τους τρεις σε συνέντευξη, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 10(7).

 

Αποδεχόμενο την εισήγηση, το Συμβούλιο της Αρχής διενήργησε προσωπικές συνεντεύξεις στις 2/2/2010 με στόχο, όπως σημείωσε, τη στάθμιση της καταλληλότητας των υποψηφίων, μέσω της διαπίστωσης των ηγετικών και διευθυντικών τους ικανοτήτων.

 

Μετά το πέρας των συνεντεύξεων η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου αξιολόγησαν την αιτήτρια ως σχεδόν εξαίρετη και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετη, αιτιολογώντας την κρίση τους, ενώ ένα μέλος σημείωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν άρτια κατάρτιση και άριστη γνώση των δυνατοτήτων, των προβλημάτων και των προοπτικών του Οργανισμού και ότι δεν διαπίστωσε προβάδισμα οποιουδήποτε υποψηφίου σε ηγετικές και διευθυντικές ικανότητες.

 

Κατά το τελικό στάδιο, το Συμβούλιο της Αρχής, αφού έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις που απεκόμισε από την απόδοση κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη, την ουσιαστική καταλληλότητα τους όπως αυτή προέκυπτε από τους προσωπικούς φακέλους και τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, προέβη σε συγκριτική αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων και κατέληξε ομόφωνα στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Β. Οι λόγοι ακύρωσης.

Εκ μέρους της αιτήτριας υποβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση για τους πιο κάτω λόγους:

 

(α) Παράνομη και αναιτιολόγητη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού  αναπλάθουσα την αντικειμενική εικόνα των υποψηφίων κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας.

 

(β) Αυθαίρετη και παράνομη στάση του Προέδρου του Συμβουλίου Προσωπικού.

 

(γ) Αυθαίρετη και παράνομη στάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

(δ) Παραγκωνισμός του πρόσθετου προσόντος και της ευρείας πείρας της αιτήτριας.

 

(ε) Πάσχουσα αξιολόγηση και υπέρμετρη βαρύτητα των προσωπικών συνεντεύξεων.

 

(στ) Aόριστη και ελλιπής αιτιολογία της απόφασης της Αρχής.

 

Προτού ασχοληθώ με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω σε συντομία τα προς σύγκριση υπηρεσιακά στοιχεία των διαδίκων.

 

Σύμφωνα με τα έντυπα αξιολόγησης τους, οι διάδικοι εμφανίζονται ως ισοδύναμοι στις βαθμολογίες της περιόδου 1/1/2006 - 31/12/2008 με μέσο όρο 5,00 σε κάθε κριτήριο.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι βαθμολογίες αποτελούν το διαχρονικό δείκτη της αξίας (βλ. Κωνσταντίνου v. Ξενίδη κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 375).

 

Αναφορικά με τα προσόντα το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει B.Sc. in Economics and Accountancy (Honours) και επίσης τον επαγγελματικό τίτλο Αssociate Member of the Institute of Chartered Accountants in England and Wales. Eίναι επίσης μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου.  

 

H αιτήτρια κατέχει Diploma Accounting Foundation, Master of Business Administration, και είναι εγγεγραμμένη ως Fellow of the Association of the Chartered Association of Certified Accountants και ως μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου.

 

Αμφότερες διαθέτουν διάφορα άλλα πιστοποιητικά ξένων γλωσσών, GCE  και πληθώρα συμμετοχών σε εκπαιδευτικά προγράμματα.

 

Στο στοιχείο της αρχαιότητας, οι διάδικοι κατείχαν την προηγούμενη της επίδικης, θέση του Διευθυντή Β΄ από 1/8/2003, όμως η αιτήτρια υπερέχει στην ημερομηνία πρόσληψης στην Αρχή, που είναι η 15/11/84, ενώ η αντίστοιχη ημερομηνία για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι η 10/6/85.   

 

 Η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή (Λόγος ακύρωσης (γ)).

 

 Υποβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, κατά πλάνη περί τις αρμοδιότητες του, αυθαίρετα και παράνομα δεν σύστησε κάποια εκ των δύο υποψηφίων, αλλά, αντίθετα, θεώρησε και τις δύο ισάξιες και ικανές να ασκήσουν τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, εισηγούμενος τόσο την αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η πιο πάνω θέση της αιτήτριας απορρίπτεται από τους καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των διαδίκων, φέρνουν στο προσκήνιο την ερμηνεία του Κανονισμού 10(5), σύμφωνα με τον οποίο «προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του».

 

Η πιο πάνω πρόνοια, επιβάλλει στην Αρχή τη λήψη των εισηγήσεων του Διευθυντή, ο οποίος πρέπει μέσα σ' αυτά τα πλαίσια να ασκήσει το βοηθητικό - καθοδηγητικό του ρόλο, συμβάλλοντας, ως ο κατ' εξοχήν γνώστης των δεδομένων και της γενικής αξίας των υποψηφίων αλλά και των απαιτήσεων της υπό πλήρωση θέσης, στην επιλογή του καταλληλότερου.

 

Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Κανονισμού 10(5), θα πρέπει και οι εισηγήσεις του Διευθυντή να περιέχουν το στοιχείο της επιλογής ή της προτίμησης και της εισήγησης ή σύστασης ενός συγκεκριμένου υποψηφίου ως του καταλληλότερου γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει στη συνέχεια η Αρχή, έχοντας υπόψη της όλα τα δεδομένα, να ασκήσει την αποφασιστική της αρμοδιότητα.

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής αφού χαρακτήρισε αρχικά και τους τρεις υποψηφίους ως καθόλα άριστους, υπέδειξε στη συνέχεια ως καταλληλότερες, την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω της ευρύτερης πείρας τους στο αντικείμενο της επίδικης θέσης και προέβη σε αξιολόγηση τους με βάση τα υπηρεσιακά δεδομένα. Καταλήγοντας δε στην άποψη ότι οι διάδικοι ήταν ισάξιοι, εισηγήθηκε να κληθούν και οι τρεις υποψήφιοι σε συνέντευξη ενώπιον της Αρχής.

 

Υπό τις περιστάσεις, ο Διευθυντής, με το να κρίνει ως ισάξιες τις δύο υποψήφιες και να προτείνει την κλήση και των τριών, δηλαδή ακόμη και του τρίτου ατόμου, που, κατά την άποψη του, υστερούσε ουσιωδώς σε πείρα, δεν έχει ουσιαστικά ασκήσει το συμβουλευτικό του ρόλο και κατ' επέκταση δεν αντεπεξήλθε στο καθήκον που εναποτίθεται σ' αυτόν από τον Κανονισμό 10(5).

 

Mε άλλα λόγια, όπως είναι διατυπωμένη η εισήγηση του Διευθυντή, δεν περιέχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση ή σύσταση. Ούτε και περιέχει οποιαδήποτε σύγκριση. Εξαντλείται στην απλή περιγραφή και των δύο, κατά την άποψη του επικρατέστερων, ως κατάλληλων για την επίδικη θέση, η οποία βεβαίως δεν μπορεί να εξισωθεί με σύσταση.

 

Η αναγκαιότητα της έκφρασης προτίμησης υπέρ ενός συγκεκριμένου υποψηφίου από το Διευθυντή, ακόμα και όταν οι υποψήφιοι εμφανίζονται ως ισότιμοι, υποδείχθηκε στην Α.ΤΗ.Κ. v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, παρόλο που εκεί δεν εξετάστηκαν οι συνέπειες τέτοιας παράλειψης.

 

Υπογραμμίστηκε όμως (σελ. 252) ότι σε αντίθετη περίπτωση, «θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και η επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής». 

 

Η υποβολή συγκεκριμένης εισήγησης από το Διευθυντή αποτελεί προπαρασκευαστική ενέργεια επιβαλλόμενη από το Νόμο, η οποία προηγείται της τελικής πράξης. Όπως τονίζεται από τον Γ. Μ. Παπαχατζή στο σύγγραμμα του «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Πρώτος, Έκτη Έκδοση, 1983, σελ. 616:

 

 "Ορισμένες προπαρασκευαστικές ενέργειες ή προπαρασκευαστικές «μη εκτελεστές» ως επί το πλείστον πράξεις είναι απαραίτητο κατά τον νόμο να προηγηθούν υποχρεωτικά κι ύστερα να ακολουθήσει η έκδοση της νομικής διοικητικής πράξεως, είτε «ειδική» είναι αυτή η τελευταία είτε είναι κανονιστική. Σε τέτοια περίπτωση αποτελούν οι προπαρασκευαστικές πράξεις «τύπους τεταγμένους περί την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως». Χωρίς δηλαδή την τήρησή τους δεν μπορεί η έκδοση αυτή να γίνει νομίμως."

 

 

Η παράλειψη που διαπιστώνεται, είχε ως συνέπεια, να στερηθεί η Αρχή, την προβλεπόμενη στο Κανονισμό 10(5) συγκεκριμένη εισήγηση, η οποία αποτελούσε «τύπον τεταγμένον περί την έκδοσιν» της τελικής απόφασης της, η οποία κατέστη ως εκ τούτου πάσχουσα, υποκείμενη σε απόρριψη. 

 

Ως εκ τούτου, ο λόγος ακύρωσης (γ) επιτυγχάνει.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, που σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής, θα προχωρήσω στην εξέταση και των ακόλουθων εγειρόμενων θεμάτων, ούτως ώστε να υπάρχει μια, όσο το δυνατό, πληρέστερη εικόνα για το Εφετείο, σε περίπτωση που η υπόθεση αχθεί ενώπιον του.

 

Ο κατ' ισχυρισμό παραγκωνισμός του πρόσθετου προσόντος και της ευρείας πείρας της αιτήτριας (Λόγος ακύρωσης (δ)).

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι αγνοήθηκε το πρόσθετο προσόν της (Master) που ήταν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, όπως και διάφορα άλλα πιστοποιητικά παρακολούθησης σεμιναρίων και συνεδρίων, η συμμετοχή της σε διαλέξεις και ομάδες εργασίας καθώς και η υπέρτερη, λόγω αρχαιότητας πείρα της.

 

Στα πλαίσια του πιο πάνω ισχυρισμού γίνεται εκτενής αναφορά σε εργασίες που εκτέλεσε μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων της στην Αρχή, οι οποίες, κατά την άποψη της αποδεικνύουν την υπέρτερη πείρα της και τις ηγετικές και διευθυντικές ικανότητες της.

 

Οι ισχυρισμοί δεν είναι αποδεκτοί. Αρχίζοντας από το τελευταίο σκέλος, της επίκλησης συγκεκριμένων καθηκόντων ως υποδηλούντα υπεροχή σε πείρα και σε συγκεκριμένες ιδιότητες και ικανότητες, αρκεί να επισημανθεί ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση υποψηφίων (βλ. Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (2000)   3 Α.Α.Δ. 145, Αντωνίου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβ.             Μ. Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 411).

 

Σε ό,τι αφορά την πείρα, όπως αναφέρεται στη Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και στη Μεστάνα v. Δημοκρατίας  (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, η πείρα που λαμβάνεται υπόψη και δυνατό να επηρεάσει τις προαγωγές πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που προηγείται της επίδικης, ενώ πείρα σε κατώτερες θέσεις δεν έχει αποφασιστική βαρύτητα.

 

Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένο ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προαχθεί στην προηγούμενη της επίδικης, θέση του Υποδιευθυντή/Διευθυντή Β΄ την ίδια ημερομηνία, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αξιόλογη διαφορά σε πείρα.

 

Το μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master) της αιτήτριας, λήφθηκε επίσης υπόψη και συνυπολογίστηκε σε όλα τα στάδια. Στην απουσία όμως, βασικού πανεπιστημιακού τίτλου, το μεταπτυχιακό της αιτήτριας, δεν μπορούσε να προσδώσει προβάδισμα ως πρόσθετο προσόν, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε Β.Sc. in Economics and Accountancy.

 

Τα δε πιστοποιητικά σεμιναρίων, παρουσιάσεων, διαλέξεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που διέθεταν αμφότερες, δεν περιλαμβάνονται στα ακαδημαϊκά προσόντα, που έχουν, σύμφωνα με τη νομολογία, ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς στάθμισης (βλ. Σταύρος Λάμπρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 783/2002, ημερομηνίας 19/4/2004, Γιαννάκης Καναράς v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1509/2008, ημερομηνίας 26/10/2010 και Μάριος Στεφανίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1207/2011, ημερομηνίας 15/2/2013).

 

Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η στάση του Προέδρου του (Λόγοι ακύρωσης (α) και (β)).

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι δεν έχει αιτιολογηθεί δεόντως η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, του οποίου τα μέλη επεξηγούσαν την προτίμηση τους με απλή επανάληψη των προνοιών του Κανονισμού 10(7) και χωρίς να δίδονται πειστικοί λόγοι που να επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο με δεδομένο ότι οι υποψήφιοι ήταν ίσοι σε αξία.

 

Επιπρόσθετα, υποβάλλει ότι το Συμβούλιο προέβη σε ανάπλαση των υπηρεσιακών στοιχείων των φακέλων μέσω των γενικόλογων παρατηρήσεων και διατυπώσεων που σημειώθηκαν για κάθε υποψήφιο, με αποτέλεσμα η σύσταση του να πάσχει κατά τα νομολογηθέντα στην Α.ΤΗ.Κ. v. Στασοπούλου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 157.

 

Σε σχέση με τη διαδικασία του Συμβουλίου Προσωπικού, προβάλλεται επίσης ότι η καταγεγραμμένη στα πρακτικά απόφαση του Προέδρου να θεωρήσει ως ισάξιες την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος και να προτείνει στην Αρχή την προαγωγή μιας εκ των δύο, ήταν το αποτέλεσμα πλάνης, αφού η διαδικασία αφορούσε μόνο μία κενή θέση και επομένως όφειλε να συστήσει έναν εκ των υποψηφίων.

 

Ο ισχυρισμός για πλάνη του Προέδρου ως προς τις αρμοδιότητες του δεν ευσταθεί. Σε αντίθεση με την περίπτωση της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, που εξετάστηκε πιο πάνω, η περίπτωση μιας άποψης εκφρασθείσας μέσα στα πλαίσια των διεργασιών του Συμβουλίου Προσωπικού, είναι διαφορετική. Το Συμβούλιο Προσωπικού αποτελεί συλλογικό όργανο και ως εκ τούτου η άποψη του Προέδρου ότι και οι δύο υποψήφιες ήταν κατάλληλες καθώς και η πρόταση του προς την Αρχή να προχωρήσει με προαγωγή μίας εξ αυτών, δεν συνιστούσε άποψη του συλλογικού οργάνου αλλά άποψη ενός μειοψηφήσαντος μέλους του.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αιτιολογίας της συμβουλής, πρέπει κατ' αρχή να έχουμε υπόψη ότι με βάση τους Κανονισμούς, αυτή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και ότι σύμφωνα με τη νομολογία, ελέγχεται μόνο όταν περιέχει αιτιολογία.

 

Στην παρούσα περίπτωση η άποψη της πλειοψηφίας, η οποία εκφράστηκε από τέσσερα μέλη, καταγράφηκε στα πρακτικά ως ακολούθως:

 

"Τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού κκ Α. Ριρής, Γ. Σουρουλλάς,                Μ. Καρατζιάς και Τ. Παρτζίλη προχωρώντας σε αξιολόγηση και σύγκριση των τριών (3) υποψηφίων μεταξύ τους και λαμβάνοντας και πάλιν υπόψη στο σύνολό τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την ΚΔΠ. 163/90-13.7.90, τους τομείς δραστηριότητας και έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην ΑΤΗΚ, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας (Έκθεση Προόδου /Προαγωγής) (ΦΠ/Π) και τα Έντυπα Αξιολόγησης, καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου, περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου, αποφάσισαν να συμβουλεύσουν την Αρχή να προχωρήσει στη πλήρωση της μιας (1) κενής θέσης Διευθυντή Α΄ (Οικονομικό Προσωπικό) προάγοντας την πιο κάτω υποψήφια την οποίαν θεωρούν ουσιαστικά καταλληλότερη.

_________________________________________________________

Α/Α         Όνομα               Αρ. Υπ             Αυξ. Αρ. στο Συνημμένο 3

 

1        Μαρία Δάμαλου       3171                         Β2

          Χατζηγεωργίου

............................."

 

  Είναι προφανές ότι στην πιο πάνω συμβουλή δεν προστίθεται οτιδήποτε πέραν των στοιχείων που το Συμβούλιο Προσωπικού έλαβε υπόψη.

 

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, η πλειοψηφία του Συμβουλίου Προσωπικού εξαντλείται σε μια γενικόλογη και τυποποιημένη αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), οι τομείς δραστηριότητας και τα έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι, η εν γένει πείρα που απέκτησαν στην Αρχή, οι βαθμολογίες, παρατηρήσεις και συστάσεις των προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας και τα Έντυπα Αξιολόγησης και το υπόλοιπο περιεχόμενο του φακέλου περιλαμβανομένων των προσόντων.

 

Πρόκειται για απλή επανάληψη, καταγεγραμμένων δεδομένων, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση, η οποία ουδόλως συνιστά αιτιολογία, εντός της εννοίας του Νόμου, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 274).

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και συνεπώς απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης (Λόγοι ακύρωσης (ε) και (στ)) κρίνω σκόπιμο, υπό τις περιστάσεις, και ιδιαίτερα ενόψει της επιτυχίας του λόγου ακύρωσης (γ), να μην ασχοληθώ με την ουσία τους.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.350 υπέρ της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο