ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια. Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ΄ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΡΙΕΤΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 182/2012, 9/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D491

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 182/2012)

 

9 Ιουλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΡΙΕΤΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Η θεραπεία και τα γεγονότα   

Προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 3.1.2012 να διορίσουν τον Άντη Λοϊζου («ΕΜ») στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Θέματα Λογιστηρίου), στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου («ΤΕΠΑΚ») από 1.2.2012, αντί της αιτήτριας. Η θέση είναι πρώτου διορισμού.  Η αιτήτρια υπηρετούσε από τον Ιανουάριο του 2011 στο ΤΕΠΑΚ στην αντίστοιχη με την επίδικη θέση με σύμβαση εργοδότησης ορισμένου χρόνου ενώ το ΕΜ στην ίδια θέση και το ίδιο καθεστώς από τον Ιούλιο του 2009.

 

Διεξήχθη γραπτή εξέταση στην οποία η αιτήτρια κατέλαβε την πρώτη θέση με 89 μονάδες ενώ το ΕΜ τη δεύτερη με 88 μονάδες. Η αιτήτρια και το ΕΜ κλήθηκαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής όπου η μεν αιτήτρια βαθμολογήθηκε με 15/20 μονάδες το δε ΕΜ βαθμολογήθηκε με 19/20. Προστέθηκαν οι ανάλογες μονάδες σε άλλα ακαδημαϊκά προσόντα και στην πείρα σχετική με τα καθήκοντα και η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εισηγήθηκε το διορισμό του ΕΜ εφόσον συγκέντρωσε βαθμολογία 112.50/138 με επιλαχούσα την αιτήτρια η οποία συγκέντρωσε βαθμολογία 111.50/138.

 

Ακολούθως, η Διοικούσα Επιτροπή έλαβε γνώση της έκθεσης της Επιτροπής Επιλογής και αποφάσισε ομόφωνα την πρόσληψη του ΕΜ. Σε περίπτωση δε που ο διορισμός δε γινόταν αποδεκτός από το ΕΜ, η θέση θα προσφερόταν στην αιτήτρια.

 

Η δικηγόρος του ΕΜ υιοθέτησε πλήρως τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση.

 

Οι νομικοί ισχυρισμοί

Η σύνθεση

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ήγειρε στην απαντητική του αγόρευση ισχυρισμό για παρανομία στη σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής. Ειδικότερα, ήταν η θέση του πως δεν αποκαλύπτεται στο σχετικό πρακτικό κατά πόσο κλήθηκαν τα έξι από τα 13 μέλη της Διοικούσας Επιτροπής. Ο ισχυρισμός εν τέλει ορθά, κατά την κρίση μου, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.

 

 

 

Άρτια πρακτικά

Ηγέρθη ισχυρισμός πως τα πρακτικά που τηρήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής δεν ήταν άρτια γιατί απουσιάζει η συζήτηση που έπρεπε να γίνει με ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών και η αιτιολόγηση για το ποιος ήταν ο λόγος που η αιτήτρια ενώ ήταν πρώτη μέχρι εκείνη τη στιγμή, κρίθηκε πιο χαμηλά από το ΕΜ. Περαιτέρω, ενώ οι εργασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ολοκληρώθηκαν σε πέραν της μίας συνεδρίασης, καθώς φαίνεται στο πρακτικό της 14.12.2011, εν τούτοις δεν υπάρχει αντίστοιχος αριθμός πρακτικών για τις συνεδριάσεις αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).

 

Η κατάληξη

Εν προκειμένω, στο πρακτικό της 14.12.2011 ενσωματώνεται το πρακτικό της συνεδρίας της 27.9.2011 κατά την οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων, αξιολόγησε τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων αποφασίζοντας να καλέσει σε γραπτή εξέταση τους προσοντούχους υποψηφίους. Ακολούθως, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση οι πρώτοι πέντε επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση.  Η προφορική εξέταση διεξήχθη στις 14.12.2011 και οι εντυπώσεις της Επιτροπής καταγράφονται στο πρακτικό της ίδιας ημερομηνίας, όπως και η εν τέλει πρόταση προς τη Διοικούσα Επιτροπή για διορισμό του ΕΜ. Περαιτέρω, τα όσα συνοδεύουν το πρακτικό της 14.12.2011 (κατάλογος υποψηφίων που πληρούν τα προσόντα, κατάλογος επιτυχόντων στις γραπτές εξετάσεις, κατάλογος των πέντε υποψηφίων που κλήθηκαν σε προφορική εξέταση και των κριτηρίων στη βάση των οποίων έγινε η κατάταξή τους) φέρουν τις μονογραφές και των πέντε μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Στο τελευταίο πρακτικό έχουν εκτεθεί οι λόγοι για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής απέδωσε στους υποψηφίους την ανάλογη βαθμολογία για την επίδοσή τους στην προφορική εξέταση.

 

Από δε τα δύο πιο πάνω πρακτικά προκύπτει πως στις συνεδρίες παρόντα ήταν και τα πέντε μέλη της Επιτροπής και πως τα πρακτικά υπογράφονται από όλα τα μέλη.

 

Στη Μαρμαρά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθεση αρ. 1225/2007, ημερ. 14.4.2009, έκρινα πως:-

«Η υποχρέωση τήρησης άρτιων πρακτικών, επιβάλλεται από την ανάγκη διασφάλισης δικαστικού ελέγχου τόσο για την σύνθεση του διοικητικού οργάνου όσο και για τον έλεγχο της αιτιολογίας της απόφασης του. Όμως, με βάση πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η μη τήρηση πρακτικών δεν καθιστά, αφ' εαυτής, άκυρη τη συγκεκριμένη πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας. Σχετική είναι η Αντώνης Ράφτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 345, στην οποία επισημάνθηκαν τα πιο πάνω με αναφορά στα Ελληνικά συγγράμματα Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος 2, σελ. 26 και Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 223

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν εντοπίζω κενό στην αιτιολογία που να καθιστά ανεπίτρεπτο το δικαστικό έλεγχο και συνεπώς ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών απορρίπτεται.

 

Δέουσα έρευνα και πλάνη ως προς τα προσόντα

Ο δεύτερος νομικός ισχυρισμός της αιτήτριας αφορά στην έρευνα που έγινε σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα. Κατά την εισήγηση, υπό πλάνη η αιτήτρια κρίθηκε προσοντούχος με βάση το MBA, κρίση η οποία είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί επιπρόσθετων μονάδων για το MBA. Προσοντούχος μπορούσε να κριθεί στη βάση είτε του πτυχίου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων είτε στον κλάδο Financial Services τα οποία καλύπτουν την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για πτυχίο στα Οικονομικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Χρηματοοικονομικά ή Λογιστική. Δεν φαίνεται να διενεργήθηκε η ανάλογη έρευνα. Συνεπώς πιθανολογείται πλάνη η οποία οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

 

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν πως το δίπλωμα του Philips College στη Διοίκηση Επιχειρήσεων το οποίο εξασφάλισε η αιτήτρια το 1994 δεν είναι πανεπιστημιακού επιπέδου (Ιωάννα Αναστασιάδου Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 4Β ΑΑΔ 959).

 

Η κατάληξη

Η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση πως το δίπλωμα της αιτήτριας από το Philips College δεν είναι πτυχίο συγκρούεται με τη διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ότι η αιτήτρια «είναι κάτοχος πτυχίου του Philips College στον κλάδο Διοίκησης Επιχειρήσεων» όπως και «κάτοχος πτυχίου του UMIST στον κλάδο Financial Services».  Οπότε δεν χωρεί εισήγηση ως η πιο πάνω. Περαιτέρω, στην αιτήτρια αναγνωρίστηκε η κατοχή δύο μεταπτυχιακών τίτλων.

 

Γεννάται, συνεπώς, εύλογα το ερώτημα γιατί λήφθηκαν υπόψη μόνο τα δύο μεταπτυχιακά της αιτήτριας, το μεν ένα ως το βασικό το οποίο την κατέστησε προσοντούχο για τη θέση, το μεν άλλο ως πλεονέκτημα. Οι μονάδες που απονεμήθηκαν στους υποψήφιους έχουν ως ακολούθως:-

 

Αιτήτρια, 1,25 μονάδες για διετή πείρα και 2,25 μονάδες για κατοχή μεταπτυχιακού. Επίσης της απονεμήθηκαν 5 μονάδες για το σύνολο της επιπρόσθετης, πέραν της διετούς, πείρας της.

 

ΕΜ, 1,25 μονάδες για κατοχή τουλάχιστον ένα έτος σε ΙΑΕ, 1,25 μονάδες για διετή πείρα, 1 μονάδα για κατοχή επαγγελματικού τίτλου ACCA και 2 μονάδες για το υπόλοιπο, πέραν της τριετούς, πείρας του.

Δεν εξηγείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή σε όσα προηγήθηκαν αυτής ο λόγος της μη ενασχόλησης των καθ' ων η αίτηση με τα πιο πάνω πτυχία της αιτήτριας ώστε ένα από αυτά ενδεχομένως να αποτελούσε το απαραίτητο προσόν και το μεταπτυχιακό το οποίο θεωρήθηκε ως το βασικό να θεωρείτο ως δεύτερο πλεονέκτημα το οποίο θα διασφάλιζε στην αιτήτρια, σύμφωνα με τις Σημειώσεις στο Παράρτημα IV του Παραρτήματος 7 στην ένσταση, ακόμη 1 μονάδα. Ούτε και εξηγείται γιατί το δεύτερο πτυχίο της αιτήτριας δεν καταγράφηκε ως «άλλο ακαδημαϊκό προσόν» με ανάλογη απονομή μονάδων. Κατά την κρίση μου, έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, η κατανομή μονάδων για τα προσόντα της αιτήτριας είναι το αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητη και οδηγεί την προσβαλλόμενη πράξη σε ακύρωση.

 

Πλάνη ως προς την πείρα

Η πιο πάνω κατάληξη, φέρνει στο προσκήνιο και το εναρκτήριο σημείο υπολογισμού της πείρας της αιτήτριας η οποία, σύμφωνα με το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, έχει υπολογιστεί μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού της προσόντος το οποίο θεωρήθηκε ως το βασικό για νομιμοποίηση διεκδίκησης της θέσης. Εάν μετά από δέουσα έρευνα διαφανεί πως το πτυχίο της αιτήτριας από το Philips College είναι το βασικό για νομιμοποίησή της για διεκδίκηση της θέσης, τότε και η πείρα της αιτήτριας θα πρέπει να υπολογιστεί από την απόκτησή του και μετά, όχι μετά από την απόκτηση του πρώτου της μεταπτυχιακού τίτλου.

 

Η αιτήτρια εγείρει ως τρίτο λόγο ακύρωσης την εισήγηση πως υπό πλάνη και αναιτιολόγητα αποδόθηκαν στο ΕΜ 4.50 μονάδες για την πείρα ως πλεονέκτημα και ως πρόσθετη. Η πενταετής πείρα του ΕΜ προσμετρήθηκε, όπως ισχυρίζεται, δύο φορές τόσο ως πλεονέκτημα όσον και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αφού του δόθηκαν σύνολο 2.50 μονάδες ως πλεονέκτημα και άλλες 2 ως πείρα σχετική. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι στην αιτήτρια με πέραν των 14 χρόνων πείρα, και όχι 12 όπως υπό πλάνη υπολογίστηκε, δόθηκαν σύνολο 6.25 μονάδες. Περαιτέρω, παραπονείται ότι η απόφαση πάσχει διότι η πείρα του ΕΜ στο ΤΕΠΑΚ λήφθηκε υπόψη δύο φορές. Του δόθηκαν, όπως αναφέρει,  1.25 μονάδες για τη διετή πείρα του σχετική με τα καθήκοντα της θέσης μετά την απόκτηση του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών (προσόν ως πλεονέκτημα) και 1.25 μονάδες για την πείρα του στο ΤΕΠΑΚ (ως πείρα σχετική).

 

Ο τέταρτος και έκτος ισχυρισμός πως πλανήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ως προς την έκταση της πείρας της αιτήτριας, θεωρώ ότι υπερκαλύπτεται από τον τρίτο λόγο.

 

Η κατάληξη

Κατ' αρχήν, παρατηρώ πως οι 1,25 μονάδες από τις μονάδες που απονεμήθηκαν στο ΕΜ για πείρα οφείλονται στην πείρα του σε Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης κάτι το οποίο η αιτήτρια δεν διαθέτει. Περαιτέρω 1,25 μονάδες απονεμήθηκαν στο ΕΜ για διετή πείρα και επιπλέον 2 μονάδες για τα υπόλοιπα δύο περίπου χρόνια της πείρας του, πέραν των πιο πάνω πλεονεκτημάτων. Το ΕΜ εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για τρία χρόνια και μετά για τα επόμενα δύο, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, στο ΤΕΠΑΚ. Ο ισχυρισμός πως η πείρα του ΕΜ στο ΤΕΠΑΚ λήφθηκε υπόψη δύο φορές κρίνω ότι δεν ευσταθεί καθότι είναι ενόψει της συναφούς πείρας του στον ιδιωτικό τομέα που απονεμήθηκαν στο ΕΜ 1,25, πείρα ανεξάρτητη της αποκομισθείσας από την εργασία στο ΤΕΠΑΚ. Η τριετής αυτή πείρα αφαιρέθηκε κατά τον υπολογισμό της περαιτέρω πείρας και, σε αυτή την έκταση, δεν εντοπίζω οτιδήποτε το μεμπτό στο χειρισμό.

 

Στην αιτήτρια δόθηκαν 1,25 μονάδες για το πλεονέκτημα της διετούς πείρας και περαιτέρω πέντε μονάδες για τα υπόλοιπα περίπου 10 χρόνια της πείρας της, το μέγιστο των μονάδων που μπορούσε να απονεμηθεί για πείρα.

 

Είχε αποφασιστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ότι θα δινόταν 0,5 μονάδα ανά έξι μήνες με μέγιστο αριθμό τις πέντε, όπως προβλέπεται στον περί Αξιολόγησης των Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 2006 (Ν. 97(Ι)/2006) («ο Νόμος»). Η επιφύλαξη στο άρθρο 3(1)(β)(v) του Νόμου προβλέπει πως οι μονάδες για την πείρα (0-5) «απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο..αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας».

 

Οπότε, εφαρμοζόμενη η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για απόδοση 0,5 μονάδας ανά έξι μήνες με μέγιστο τις πέντε, ενώ είχε ως αποτέλεσμα  στο ΕΜ να απονεμηθούν 2 μονάδες για διετή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, για τη δεκαετή πείρα της αιτήτριας είχε ως αποτέλεσμα να απονεμηθούν οι 5 μονάδες. Θα αποδίδονταν έτσι οι ίδιοι βαθμοί σε όσους είχαν πέντε χρόνια πείρας και σε όσους είχαν 10 χρόνια πείρας. Επομένως, ο τρόπος τον οποίο επέλεξε η Επιτροπή να καταμερίσει τις προβλεπόμενες από το Νόμο πέντε μονάδες για την πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης απολήγει παράνομος διότι εξομοιώνει τους πιο έμπειρους με τους λιγότερο έμπειρους (Μιχαλόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4Β Α.Α.Δ 962) χωρίς να απονέμονται οι μονάδες «ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας» όπως η πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 3 του Νόμου προβλέπει.

 

Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης

Η αιτήτρια προβάλλει επίσης τη θέση πως ο καθορισμός των μονάδων που θα αποδίδονταν στο κάθε πλεονέκτημα, δηλαδή στα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα και την πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής όταν ήταν πλέον γνωστοί οι υποψήφιοι και ενώ κλήθηκαν ενώπιόν της σε προφορική συνέντευξη, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη. Αντιθέτως, τούτο έπρεπε να είχε γίνει, κατά την εισήγηση, απρόσωπα, στην έναρξη της διαδικασίας και να εφαρμοστεί χωρίς διαφοροποιήσεις την κατάλληλη στιγμή.

 

Η κατάληξη

Ο καθορισμός των μονάδων που θα απονέμονταν προβλέπεται στο Νόμο. Συγκεκριμένα, ορίζεται ως μέγιστο οι πέντε μονάδες για κατοχή πλεονεκτήματος. Ορθά παρατηρεί ο δικηγόρος της αιτήτριας πως η απόφαση για το ύψος των μονάδων που θα απονέμονταν για προσόντα που θεωρούνταν πλεονέκτημα στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας (διετής πείρα, πρόσθετη πείρα, επιτυχία σε εξετάσεις ECDL, μεταπτυχιακός τίτλος) λήφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής κατά την εξέταση των όσων συνόδευαν τις αιτήσεις των υποψηφίων. Όμως, δεν βλέπω πώς αυτό επηρέασε την αιτήτρια. Εξάλλου, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως η ίδια η αιτήτρια στηριζόμενη ακριβώς σε αυτή την απόφαση κατανομής, διεκδικεί απονομή περαιτέρω μονάδων για το μεταπτυχιακό της ως επιπλέον πλεονέκτημα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

 

Υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση

Στη συνέχεια η αιτήτρια εγείρει ισχυρισμό αναφορικά με την απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη, για άγνωστο, όπως εισηγείται, λόγο, ιδίως όταν η αιτήτρια υπερέχει σε όλα τα άλλα, αντικειμενικά, κριτήρια. Περαιτέρω, στο ΕΜ υποβλήθηκαν ερωτήσεις συναφείς με τα καθήκοντα της ετοιμασίας του προϋπολογισμού τα οποία εκτελούσε στο ΤΕΠΑΚ σε αντίθεση με την αιτήτρια στην οποία υποβλήθηκαν ερωτήσεις για το ίδιο θέμα και όχι για τα καθήκοντα στον τομέα των ερευνητικών προγραμμάτων τα οποία η αιτήτρια εκτελούσε, κατά άνιση μεταχείριση. Η υποκειμενική κρίση ότι η αιτήτρια κατά την προφορική εξέταση απάντησε γενικόλογα στην ερώτηση για τα στάδια ετοιμασίας του προϋπολογισμού συγκρούεται με την επίδοση της αιτήτριας στις αντικειμενικές γραπτές εξετάσεις οι οποίες συμπεριλάμβαναν και ερωτήσεις για τα στάδια προετοιμασίας του προϋπολογισμού.

 

Η κατάληξη

Η βαθμολογία την οποία έλαβε το ΕΜ στην προφορική συνέντευξη πράγματι καθόρισε το τελικό αποτέλεσμα αλλά όχι με τον τρόπο που η αιτήτρια εισηγείται. Η περίπτωση διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις στις οποίες παραπέμπει ο δικηγόρος της αιτήτριας όπου η βαρύτητα που δόθηκε στη συνέντευξη ήταν υπέρμετρη εφόσον εκεί ήταν το κύριο κριτήριο στο οποίο η διοίκηση στηρίχθηκε για να επιλέξει τα ΕΜ. Αντιθέτως, εδώ οι μονάδες που απονεμήθηκαν στη συνέντευξη του καθενός ευλόγως προστέθηκαν στο σύνολο των μονάδων για τα υπόλοιπα κριτήρια και δεν αποτέλεσαν αντιστάθμισμα έναντι της εξασφαλισθείσας βαθμολογίας των υποψηφίων στα υπόλοιπα κριτήρια. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί απόδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη δεν ευσταθεί.

 

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, αν και δεν απαντάται από τους καθ' ων η αίτηση, εν τούτοις παρατηρώ πως η αιτήτρια δεν εισηγείται ότι τέθηκαν ερωτήσεις έξω από τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας καθήκοντα και ευθύνες της θέσης αλλά πως έπρεπε να ερωτηθεί γύρω από τα καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί στο ΤΕΠΑΚ. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης βεβαίως δεν περιορίζεται στα καθήκοντα με τα οποία ασχολείτο η αιτήτρια ώστε και ο ισχυρισμός της να ευσταθούσε. Ο κάθε υποψήφιος οφείλει να γνωρίζει σφαιρικά τα όσα αφορούν στη θέση για την οποία εξετάζεται και συνεπώς δεν εντοπίζω διάκριση εις βάρος της αιτήτριας και ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

 

Σε σχέση με το τρίτο σκέλος του ισχυρισμού, παρατηρώ κατ' αρχήν ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να φανερώνει την πράγματι επανάληψη των ερωτήσεων. Αλλά εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί για δύο λόγους: πρώτον, διότι ως ορθά παρατηρούν οι καθ' ων η αίτηση, η νοητική λειτουργία των μελών της Επιτροπής δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο και, κυρίως, δεύτερον, η προφορική εξέταση, όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, δεν περιορίστηκε στην ερώτηση για τα στάδια ετοιμασίας του προϋπολογισμού αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα. Έχοντας αυτά υπόψη, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Μη άσκηση διακριτικής εξουσίας και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας

Η αιτήτρια περαιτέρω προβάλλει τη θέση ότι η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής πάσχει καθότι η Επιτροπή ενήργησε χωρίς δική της έρευνα ως προς το κατά πόσο έπασχε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής αλλ' απλώς λαμβάνοντας γνώση της Έκθεσης.  Περαιτέρω παραπονείται ότι ελλείπει η απαραίτητη αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ως ορθή την προηγηθείσα διαδικασία.

 

Η κατάληξη

Η θέση της αιτήτριας θα πρέπει να γίνει δεκτή. Υιοθετώ εν προκειμένω τα λεχθέντα συναφώς στη Δρουσιώτης ν. ΤΕΠΑΚ, Υπόθεση αρ. 1399/2008, ημερ. 22.6.2012:-

«Στην προσβαλλόμενη απόφαση δε φαίνεται να γίνεται καμιά αξιολόγηση των υποψηφίων, καμιά αναφορά σε κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη, καμιά αναφορά σε λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, ως καταλληλότερος για διορισμό. Στις αγορεύσεις τους, το καθ΄ου η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρονται και παραπέμπουν σε κάποιους σχολιασμούς και αιτιολογία η οποία δόθηκε για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους από την Επιτροπή Αξιολόγησης. Εδώ όμως, θα πρέπει να υπενθυμισθεί ότι το αποφασίζον διοικητικό όργανο δεν είναι η Επιτροπή Αξιολόγησης αλλά το καθ΄ ου η αίτηση Πανεπιστήμιο το οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εδιοικείτο από την Π.Δ.Ε. Ο ρόλος της Επιτροπής Αξιολόγησης (Ε.Α.) δεν είναι αποφασιστικός, αλλά συμβουλευτικός. Όπως δε ορθά είχε διατυπώσει η Ε.Α., αυτή "προτείνει και εισηγείται" τον κατά την άποψή της καταλληλότερο υποψήφιο προς την ΠΔΕ. Η δεύτερη όμως δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί την πρόταση και εισήγηση της Ε.Α., αλλ΄ οφείλει να προβεί στη δική της έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβανομένης υπόψη ή απορριπτομένης της πρότασης της Ε.Α. για λόγους οι οποίοι θα πρέπει να εξηγηθούν και με επαρκή αιτιολογία ως προς την τελική της απόφαση. Κάτι τέτοιο εδώ δεν έπραξε η Π.Δ.Ε. Αντίθετα, καταγράφοντας ότι ". με βάση την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης αποφάσισε ομόφωνα το διορισμό.", αυτό καταδεικνύει ότι η Π.Δ.Ε. ενήργησε ενδεχόμενα υπό αβασάνιστη αποδοχή της εισήγησης της Ε.Α. ως της μόνης βάσης για τη δική της απόφαση, χωρίς να εξηγήσει ή αιτιολογήσει πώς ήταν που άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Έδωσε δε την εντύπωση ότι ενήργησε, όχι ασκώντας διακριτική εξουσία, αλλ' ενεργούσα υπό δέσμια εξουσία.

 

 Υπάρχει ακόμα ένα σοβαρό στοιχείο που καθιστά την ελλιπέστατη αιτιολογία της Π.Δ.Ε. τρωτή. Όπως η ίδια προσθέτει στο προαναφερθέν κείμενο της απόφασής της:

 

"Σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η θέση από τον Χαράλαμπο Χρυσοστόμου (Σημ. δηλαδή το ενδιαφερόμενο μέρος) τότε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η θέση προτείνεται στον Εύη Δρουσιώτη. (Σημ. δηλαδή τον αιτητή.)"

 

Η πιο πάνω περικοπή δείχνει και πάλι ότι η Π.Δ.Ε. ενήργησε απλά και μόνο στη βάση των "αποτελεσμάτων", εννοώντας προφανώς των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης στην οποία είχε προβεί η Ε.Α. και όχι η ίδια».

 

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Στηρίχθηκε, εν πάση περιπτώσει, εξ ολοκλήρου, μάλιστα, στην πάσχουσα συμβουλή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής και ως εκ τούτου συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο