ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Ιωάννη Ιωνά Αγγελή και Άλλης (1999) 3 ΑΑΔ 161
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D550
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1648/2011
22 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η αίτηση.
_______________________________
Δ. Στεφανίδης για Ιεροθέου, Καμπέρης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Καθ'ης η αίτηση.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής η Αρχή), ημερομηνίας 15/11/2011, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστάκης Α. Χρίστου, προήχθη στη θέση Τεχνίτη Βοηθητικών Υπηρεσιών Σταθμού, Κλίμακα Α2-Α5-Α7, από 1/12/2011, αντί του ιδίου.
Τα γεγονότα της προσφυγής, τα οποία να σημειωθεί δεν αμφισβητούνται, συνοπτικά, έχουν ως εξής.
H θέση του Τεχνίτη Βοηθητικών Υπηρεσιών Σταθμού που ανήκει στο Τεχνικό Προσωπικό και είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, συμπεριλήφθηκε σε σχετική «Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ. 13/2009», του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, ημερομηνίας 16/6/2009, η οποία κοινοποιήθηκε στο προσωπικό της μέσω των οικείων Διευθυντών.
Τόσο ο αιτητής, που κατείχε τη θέση του Εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη Σταθμού, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, που κατείχε τη θέση του Βοηθού Τεχνίτη και πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, αποτάθηκαν για προαγωγή.
Η διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/86 ως έχουν τροποποιηθεί) - (στο εξής οι Κανονισμοί).
Σε πρώτο στάδιο, του θέματος επιλήφθηκε η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (στο εξής «η Επιτροπή Επιλογής»), η οποία άκουσε και κατέγραψε στα πρακτικά της, τις απόψεις και συστάσεις του προϊσταμένου των υποψηφίων, σύμφωνα με τις οποίες οι διάδικοι είχαν «ευρυτάτη πείρα» στον τομέα εργασίας τους, διέθεταν «ικανότητα εκτέλεσης χειρωνακτικής εργασίας με τη δέουσα δεξιοτεχνία, σε ψηλά μέρη», είχαν «εξαιρετική απόδοση» και κρίνονταν ως «κατάλληλοι για προαγωγή».
Στη συνέχεια η Επιτροπή Επιλογής μελέτησε και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία (προσωπικούς φακέλους, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα, επίδοση, εμπιστευτικές εκθέσεις και φύλλα αξιολόγησης) των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής και τις συστάσεις των προϊσταμένων.
Λόγω διιστάμενων απόψεων που σημειώθηκαν κατά την επιλογή των επικρατέστερων υποψηφίων η Επιτροπής Επιλογής, υπέβαλε στην Αρχή «Από Κοινού Έγγραφο», δυνάμει του Κανόνα 15(1) του Δεύτερου Πίνακα (Μέρος Ι) των Κανονισμών με βάση το οποίο, ο Πρόεδρος και ένα μέλος της, επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλους υποψήφιους, ενώ τρία μέλη επέλεξαν ως επικρατέστερους τον αιτητή και δύο άλλους υποψήφιους.
Στο επόμενο στάδιο, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (στο εξής «η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία των υποψηφίων, κάλεσε για σκοπούς σύστασης, το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, με έμφαση στην αρχαιότητα του.
Ακολούθως η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, αφού υιοθέτησε το σκεπτικό του Γενικού Διευθυντή αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Αρχή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Κατά τη λήψη της τελικής απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, κάλεσε ενώπιον του το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε το ενδιαφερόμενο μέρος υιοθετώντας τη σύσταση και το σκεπτικό που εξέφρασε στο προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση του, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι ο αιτητής υστερούσε του ενδιαφερόμενου σε αρχαιότητα αναγόμενη στην ημερομηνία πρόσληψης τους στην Αρχή, καθώς και στη συνολική βαθμολογία και τέλος ότι όλοι οι υποψήφιοι, κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.
Όπως, μέσα από τους προβλεπόμενους λόγους ακύρωσης προκύπτει, η κεντρική θέση του αιτητή είναι πως, τόσο η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Γενικού Διευθυντή, όσο και η τελική απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητες, καθότι στερούνται οποιουδήποτε συσταθμιστικού συλλογισμού και παραγνωρίζουν τα σχετικά πρόσθετα προσόντα του.
Πρόκειται για απολυτήριο Β΄ Τεχνικής Σχολής Λεμεσού (Κλάδος: Δομικά, Ειδίκευση: Οικοδόμοι), απολυτήριο Τεχνικής Σχολής Λεμεσού (Κλάδος: Δομικά, Ειδίκευση: Τεχνικοί Βοηθοί Δομικών Έργων και μια βεβαίωση της A΄ Τεχνικής Σχολής Λεμεσού ότι ο αιτητής έχει εγγραφεί και φοιτά κανονικά στο Β΄ έτος, του κλάδου Μηχανολογίας, Ειδίκευση: Υδραυλικών - Θερμικών - Ψυκτικών Συστημάτων (απογευματινά μαθήματα, σχολικό έτος 2010 - 2011).
Είναι η θέση του αιτητή ότι, με δεδομένη την κατοχή των πιο πάνω πρόσθετων προσόντων, το προβάδισμα αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους δεν μπορούσε να αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα.
Δημιουργούνται επίσης, κατά τον αιτητή, ερωτηματικά και αμφιβολίες, σε ό,τι αφορά την επιρροή του «Από Κοινού Εγγράφου» της Επιτροπής Επιλογής, το οποίο, όπως ήδη σημειώθηκε περιείχε διιστάμενες απόψεις, αλλά λήφθηκε «δεόντως υπόψη», από την Αρχή, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2):
"Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον δια την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως τα ̔ παραδεδεγμένα κριτήρια ̓ ) αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οποιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου."
Ο Κανονισμός 23(4) προβλέπει τα ακόλουθα:
"Κατά την προαγωγήν εις θέσιν ετέραν των εν τη παραγράφω (3) αναφερομένων θέσεων, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν -
(α) τας συστάσεις και απόψεις της αρμοδίας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντού και οιουδήποτε Διευθυντού Υπηρεσίας Περιφερείας ή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού, η Αρχή ήθελεν κρίνει σκόπιμον να συμβουλευθή·
(β) τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις,
και αποφασίζει εντός δύο μηνών από της υποβολής της ̔Εισηγήσεως της Επιτροπής Επιλογής ̓ ή εντός τριών μηνών από της υποβολής του ̔ Από Κοινού Εγγράφου ̓ , ως θα είναι η περίπτωσις."
Στους Κανονισμούς 18 και 19, οι οποίοι προβλέπουν τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τονίζεται ότι ο ρόλος των εν λόγω Επιτροπών, στην προαγωγική διαδικασία είναι «μόνον συμβουλευτικός» και ότι η λήψη της τελικής απόφασης ανήκει στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα της Αρχής, η οποία δε δεσμεύεται από οποιαδήποτε σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Στην παρούσα περίπτωση, η εξέταση των φακέλων αποκαλύπτει ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισοδύναμοι στις ετήσιες αξιολογήσεις.
Για τα χρόνια 2004 - 2008 που λήφθηκαν υπόψη, ο αιτητής είχε βαθμολογηθεί με 27Α (Εξαιρετικός) και 13Β+ (Πολύ Ικανοποιητικός), ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε συγκεντρώσει 28Α και 14Β+.
Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, πως μικρές διαφορές στην αξιολόγηση, συνιστούν οριακές διαφορές μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή σε αξία στους υποψηφίους. Αντίθετα, αναδεικνύουν υποψηφίους ουσιαστικά ισοδύναμους σε αξία (βλ. Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438). Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, η οριακή, γιατί για οριακή πρόκειται, διαφορά κατά ένα «Α» υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν μπορεί να συνιστά υπεροχή στη βαθμολογημένη αξία.
Αναφορικά με την αρχαιότητα των διαδίκων, η οποία αποτέλεσε και τον καθοριστικό παράγοντα της επιλογής, αυτή ανάγεται στην ημερομηνία του διορισμού τους στην Αρχή, στη θέση Εργάτη. Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει το προβάδισμα αφού διορίστηκε την 1/8/1998, ενώ η αντίστοιχη ημερομηνία για τον αιτητή είναι η 1/2/2001. Ακολούθως το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη θέση του Βοηθού Τεχνίτη την 1/5/2007, θέση στην οποία ο αιτητής ανελίχθηκε τρεις μήνες αργότερα την 1/8/2007.
Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει βεβαίωση φοίτησης στη Β΄ Τάξη του Γυμνασίου Αγίου Αντωνίου Λεμεσού και Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Μαθητείας του Συμβουλίου Μαθητείας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στα προσόντα του αιτητή έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, για σκοπούς προαγωγής σ' αυτήν απαιτείται, μεταξύ άλλων, απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, πολύ καλή γνώση της ελληνικής και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Ωστόσο, με βάση τη «Σημείωση 3» του σχεδίου, υπάλληλοι οι οποίοι ανήκαν στο μόνιμο ή έκτακτο προσωπικό της Αρχής κατά την 30/3/2007 και δεν είναι κάτοχοι των πιο πάνω προσόντων, θα είναι δικαιούχοι κρίσεως για προαγωγή, νοουμένου ότι πληρούν τα υπόλοιπα προσόντα και είναι απόφοιτοι Δημοτικού Σχολείου.
Είναι προφανώς με βάση την πιο πάνω «Σημείωση» που κρίθηκε ως προσοντούχο το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο υστερεί του αιτητή στο συγκεκριμένο τομέα, αφού όπως ήδη σημειώθηκε, ο αιτητής κατέχει δύο απολυτήρια Τεχνικής Σχολής, το πρώτο με ειδίκευση οικοδόμου και το δεύτερο με ειδίκευση τεχνικού βοηθού δομικών έργων.
Στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης, περιλαμβάνεται η εκτέλεση εργασιών αναφορικά με τη συντήρηση οικοδομών και εγκαταστάσεων, τοποθέτηση μονωτικών υλικών και επενδύσεων, κατασκευή βοηθητικών κτιρίων, ανέγερση σκαλωσιάς κλπ.
Τα πιο πάνω φαίνονται συναφή με τα θέματα της ειδικότητας των απολυτηρίων του αιτητή και θα ήταν συνεπώς αναμενόμενος ο σχολιασμός και η αξιολόγηση τους, από τα αρμόδια όργανα, αφού δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση τους.
Το ζήτημα όμως παρακάμφθηκε, αρχικά από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η οποία παρόλο που σημείωσε ότι αξιολόγησε και σύγκρινε τους υποψηφίους λαμβάνοντας μεταξύ άλλων «τα προσόντα τους, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης», κατέληξε στη γενικόλογη παρατήρηση ότι «όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο Υπηρεσίας Προσόντα».
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος στη σύσταση του, αρκέστηκε στη δήλωση ότι «όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα» και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την Αρχή, η οποία ενσωμάτωσε το ίδιο λεκτικό στην επίδικη απόφαση της, με αποτέλεσμα να υφίσταται ένα κενό αιτιολογίας που δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Στη σχετική απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, ο εφεσείων - αιτητής οποίος, υστερούσε μάλιστα οριακά σε αξία, κατείχε ανωτέρου επιπέδου πρόσθετο προσόν αλλά δεν επελέγη αφού η ΕΔΥ μεταξύ άλλων προέβη σε εκτίμηση ότι δεν υπερείχε στο συγκεκριμένο κριτήριο. Το Δικαστήριο επεσήμανε τα ακόλουθα (σελ. 476):
"Ως προς τα προσόντα, η ΕΔΥ περιορίστηκε στη διατύπωση της εκτίμησής της πως ο Μ. Σκλάβος δεν υπερείχε. Όμως, ο Μ. Σκλάβος, εκτός από το απολυτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου, είχε και απολυτήριο Εργοδηγού Δομικών Έργων της Προτύπου Τεχνολογικής Σχολής Αθηνών, στην οποία φοίτησε τρία χρόνια και, περαιτέρω πτυχίο Εργοδηγού Δομικών Έργων από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας, που απέκτησε το 1974, έπειτα από περαιτέρω εξετάσεις, όπως μας λέχθηκε. Ενώ οι ενδιαφερόμενοι ήταν απόφοιτοι της Τεχνικής Σχολής Λεμεσού και Λευκωσίας, αντιστοίχως. Σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση το ορθό πως η ΕΔΥ δεν αναφέρθηκε καν σ' αυτά τα προσόντα και ενώ, όπως προτείνει η εφεσείουσα, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως τα είχε υπόψη η ΕΔΥ και τα συνυπολόγισε, σε κάθε περίπτωση ελλείπει η οφειλόμενη, όπως κρίνουμε, αιτιολόγηση που θα καθιστούσε εφικτό και το δικαστικό έλεγχο, ώστε εκείνα που όντως εμφανίζονται ως πρόσθετα, να δικαιολογείται να θεωρηθούν ως μη προσθέτοντα στις διεκδικήσεις του Μ. Σκλάβου, με αναφορά στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων."
Στην επίσης σχετική, Δημοκρατία κ.ά. v. Aγγελή κ.ά. (1999) 3 A.A.Δ. 161, υποδείχθηκε ότι «δεν παραγνωρίζονται προσόντα που δεν προβλέπονται μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως συναφή με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Τα επιπρόσθετα αυτά προσόντα συνεκτιμούνται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου».
Στην παρούσα περίπτωση, η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα θα μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο λόγο επιλογής του, με δεδομένο ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2), όλα τα «παραδεδεγμένα κριτήρια» προαγωγής έχουν την ίδια βαρύτητα. Αυτό όμως θα ίσχυε εφόσον θα είχε προηγηθεί η δέουσα αξιολόγηση των προσόντων του αιτητή «εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον δια την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας», ώστε να συνυπολογίζονταν και αυτά, εφόσον κρίνονταν ως σχετικά, κατά τη σύγκριση που θα ακολουθούσε.
Πέραν τούτου, η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, δεν είναι αρκετή, ούτε και παρέχει καμιά πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης (βλ. Δημοκρατία v. Xατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).
Ενόψει των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση πάσχει. Κρίνεται αναιτιολόγητη και ως τέτοια, θα πρέπει να ακυρωθεί. Επισημαίνεται πως η διαπιστωμένη έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, μέχρι και την τελική απόφαση της Αρχής, στοιχειοθετεί λόγο ακύρωσης.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350 υπέρ του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ