ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D512
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 159/2013)
11 Ιουλίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής διατείνεται ότι η απόφαση του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς, ημερ. 2.1.2013, με την οποία κρίθηκε ένοχος τριών συναπτών πειθαρχικών παραπτωμάτων και επεβλήθη σ΄ αυτόν η ποινή της δεκαήμερης φυλάκισης και η ποινή της πενθήμερης κράτησης αντίστοιχα, είναι άκυρη.
Η πειθαρχική τιμωρία έλαβε χώραν ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης ελλειμμάτων, πλεονασμάτων και απώλειας οικονομικών εντύπων της διαχείρισης υλικού του 51 ΤΕΘ, μετά από έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Ο αιτητής στον ουσιώδη χρόνο εκτελούσε χρέη διαχειριστή υλικού από 10.11.1999 μέχρι 23.1.2007. Στο πλαίσιο ποινικής ανάκρισης από το 5ο Τάγμα Πεζικού προέκυψε ευθύνη του αιτητή ο οποίος κλήθηκε σε διοικητική απολογία ως προς το ότι δεν προέβαινε σε συστηματικό έλεγχο των χρεωμένων σ΄ αυτόν υλικών, δεν εφάρμοζε ορθά το λογιστικό σύστημα διαχείρισης με ορθές καταχωρήσεις, δεν μεταφέρθηκαν ορθά τα υπόλοιπα υλικών σε καρτέλες για το επόμενο έτος, ενώ παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο χωρίς να φαίνονται δοσοληψίες και διακινήσεις, παραλείποντας να αναφέρει τον μηδενισμό αυτό.
Ο αιτητής στην υπηρεσιακή του αναφορά προς τον Αρχηγό ημερ. 22.8.2012, ανέφερε ότι είχε δώσει τρεις λεπτομερείς καταθέσεις στον ανακριτή της υπόθεσης και δεν είχε τίποτε να προσθέσει ή να αφαιρέσει, υιοθετώντας και επαναλαμβάνοντας τις θέσεις του. Ο Αρχηγός τον τιμώρησε με τις ως άνω ποινές αφού μελέτησε τους ισχυρισμούς του αιτητή.
Ο αιτητής λέγει τώρα ότι του είχε επιβληθεί μια ενιαία ποινή για «δύο κατάδηλα διαφορετικά πειθαρχικά αδικήματα αμέλειας καθήκοντος», γεγονός που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας, αλλά και την εγκυρότητα της απόφασης. Ότι, περαιτέρω, έχει επιβληθεί διπλή πειθαρχική ποινή για το ίδιο ουσιαστικό παράπτωμα. Ότι ο νομικός κανόνας που καθόριζε το καθήκον για την αμέλεια του οποίου τιμωρήθηκε ο αιτητής είναι μεταγενέστερος της αμέλειας που κατ΄ ισχυρισμόν επέδειξε. Ότι δεν εξειδικεύεται αυτός ο νομικός κανόνας στην προσβαλλόμενη πράξη. Ότι δεν αναφέρονται οι γενικές διατάξεις και διαταγές του διοικητή της Εθνικής Φρουράς κατά παράλειψη των οποίων ενήργησε ο αιτητής.
Η Δημοκρατία δεν απαντά σε όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή. Επαναλαμβάνει τα όσα αποτέλεσαν το υπόβαθρο της υπόθεσης, παραθέτει αυτούσια την δίωξη του αιτητή, την απολογία του και το σκεπτικό της καταδίκης και εισηγείται ότι ο Αρχηγός δεν επέβαλε ενιαία πειθαρχική ποινή, αλλά επέβαλε τη δεκαήμερη φυλάκιση σε σχέση με ένα πειθαρχικό παράπτωμα αποτελούμενο από δύο πράξεις.
Η νομολογία που έχει διαμορφωθεί στο ζήτημα δικαιώνει τις θέσεις του αιτητή. Οι υποθέσεις Περδίου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 731/98, ημερ. 27.9.1999, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2144/2006, ημερ. 21.3.2008, Λιασίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1578/2008, ημερ. 20.9.2010 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 717/2012, ημερ. 18.7.2013, έχουν σταθερά ακολουθήσει τη θέση ότι δεν είναι δυνατή η επιβολή μιας ποινής για δύο ξέχωρα πειθαρχικά παραπτώματα ή αδικήματα διότι κάθε καταδικασθείς δικαιούται να γνωρίζει ποιά ποινή του είχε επιβληθεί και για ποιο αδίκημα. Ιδιαίτερα αναφέρθησαν τα ακόλουθα στην Παπαγεωργίου - ανωτέρω - ως προς το ζήτημα της επιβολής ενιαίας ποινής για ξέχωρα αδικήματα:
«Η γνώση των πιο πάνω θα ήταν αναγκαία διότι ενδεχομένως κάθε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις επί μέρους γενικές διαταγές του Διοικητή στοιχειοθετεί ξέχωρο πειθαρχικό παράπτωμα ούτως ώστε να μην μπορούσε να επιβληθεί μια και μοναδική ποινή για δύο χωριστά τέτοια παραπτώματα. Δεν είναι δεκτή εν πάση περιπτώσει η εισήγηση της κας Ουστά ότι ένα ήταν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελούμενο από δύο πράξεις. Το πειθαρχικό παράπτωμα της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις γενικές οδηγίες συναρτάται με την εκάστοτε συγκεκριμένη παράλειψη η οποία και πρέπει να αποτελεί το υπόβαθρο για ξεχωριστή πειθαρχική κατηγορία και βεβαίως ποινή. Πρόκειται για ανάλογη ή αντίστοιχη διαδικασία όπως τη διατύπωση ποινικών κατηγοριών σε ξέχωρες παραγράφους ως προς την έκθεση κάθε αδικήματος με τις υποστηρικτικές λεπτομέρειες του. Προκύπτει άλλωστε από το τι καταλογίσθηκε στον αιτητή ότι εντελώς διαφορετικά ήταν τα πειθαρχικά παραπτώματα από την ίδια τη φύση τους, τα οποία και διαπράχθηκαν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Μιχάλη Περδίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 731/98, ημερ. 27.9.99, για παρόμοιο θέμα «.. ως ζήτημα γενικής αρχής στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται σφαιρικά υπόψη η συμπεριφορά από την οποία προέκυψαν τα διάφορα παραπτώματα αλλά η ποινή πρέπει εν τέλει να συσχετίζεται με το κάθε ένα χωριστά.». Αναφέρθηκε επίσης ότι νομικά ο αιτητής έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ποια ήταν η τιμωρία του για το κάθε καταλογισθέν πειθαρχικό παράπτωμα.»
Στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Κ.Δ.Π. 554/64) όπως τροποποιήθηκαν, δημιουργείται διά της παραγράφου (3) του Πρώτου Πίνακα - Πειθαρχικός Κώδιξ, το ευρύτερο πειθαρχικό παράπτωμα της «αμέλειας καθήκοντος». Αυτό συντελείται όμως με διάφορους τρόπους και επ΄ αυτού η υποπαράγραφος (α) της Παραγράφου 3, συναρτάται προς αμέλεια ή άνευ νομίμου και επαρκούς αιτίας παράληψη να επιληφθεί ο στρατιωτικός ταχέως και επιμελώς των καθηκόντων του, ενώ η υποπαράγραφος (ε), συναρτάται προς παράλειψη αναφοράς οποιουδήποτε ζητήματος όπερ έχει καθήκον αναφοράς το υπό δίωξη άτομο. Είναι πρόδηλο ότι δημιουργούνται στην ουσία δύο διαφορετικά παραπτώματα. Η παράγραφος 3(α) δημιουργεί παράπτωμα παράλειψης θετικής ενέργειας εκτέλεσης καθήκοντος, ενώ η παράγραφος 3(ε) καθορίζει ως παράπτωμα την παράλειψη αναφοράς ζητήματος που εκ καθήκοντος θα έπρεπε να είχε αναφερθεί.
Ο Αρχηγός κατέγραψε τα εξής όσον αφορά την κρίση του επί της ενοχής του αιτητή επί του Κανονισμού 3:
«α. Με 10ήμερη φυλάκιση διότι, ως αρμόδιο οικονομικό όργανο δεν προβαίνατε σε συστηματικό έλεγχο των δημοσίων υλικών, τα οποία είχατε χρεωθεί, ούτε και στην ορθή καταχώριση και εφαρμογή του λογιστικού συστήματος της Δχσης σας, ως οφείλατε, η οποία ήταν απόρροια των καθηκόντων σας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ελλείμματα αξίας €83.089.00. Ειδικότερα, δεν προβαίνατε στο συστηματικό έλεγχο των υλικών σας για την ορθή καταχώριση δοσοληψιών και διακινήσεων υλικού κατηγορίας Α1, παρά τα καθοριζόμενα στην ΠαΔ 6-15 του ΓΕΕΦ/ΔΥΠ. Συνέπεια της πιο πάνω παράλειψης σας ήταν, με τη λήξη του οικονομικού έτους 2004, να μη μεταφερθούν και καταγραφούν τα ορθά υπόλοιπα υλικών στις σχετικές καρτέλες για το επόμενο έτος, αλλά παρουσιάσατε μηδενικό υπόλοιπο, χωρίς ωστόσο να διαφαίνονται δοσοληψίες στα συγκεκριμένα υλικά. Παραλείψατε ως είχατε καθήκον να αναφέρετε τον μηδενισμό των συγκεκριμένων υπολοίπων υλικών στον τέως Δκτή της Μονάδας σας, ε.α. Τχη (ΠΖ) Κυπριανού Σάββα και ως εκ τούτου υποπέσατε στο πειθαρχικό παράπτωμα της «αμέλειας καθήκοντος», σύμφωνα με το κανονισμό 3 (3) (α), (ε).»
Είναι συνεπώς εμφανές ότι στην ουσία επεβλήθη μια ποινή, αυτή των δέκα ημερών φυλάκιση, για δύο διαφορετικά αδικήματα ή παραπτώματα, τα οποία και θα έπρεπε να είχαν ταξινομηθεί ως τέτοια και να επιβληθεί χωριστή πειθαρχική ποινή επί ενός εκάστου. Να σημειωθεί προς ολοκλήρωση της εικόνας ότι ο Αρχηγός χρησιμοποίησε το άρθρο 124 των περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου αρ. 40/1964, ως τροποποιήθηκε, το οποίο δίδει το δικαίωμα στον Διοικητή (ο οποίος με βάση το ερμηνευτικό άρθρο 2 είναι ο Αρχηγός του Στρατού ή ο Διοικητικός της Εθνικής Φρουράς, αναλόγως), όταν κρίνει από το φάκελο της ανάκρισης ότι προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από στρατιωτικό, να επιβάλει την αρμόζουσα πειθαρχική ποινή αφού δώσει σ΄ αυτόν τη δυνατότητα να ακουσθεί εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του που καθορίζεται από τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς. Αυτούς τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς χρησιμοποίησε ο Αρχηγός, οι οποίοι και προνοούν σε περίπτωση που η υπόθεση παραπέμπεται σε Πειθαρχική Επιτροπή, λόγω ανεπάρκειας των προβλεπομένων στον Κανονισμό 9 ποινών, την διά του Τέταρτου Πίνακα δυνάμει του Κανονισμού 13 κατάρτιση πειθαρχικού εντύπου όπου διατυπώνονται, ανάλογα, οι διάφορες κατηγορίες, όταν είναι πέραν της μιας, με τις αντίστοιχες λεπτομέρειες τους. Έστω λοιπόν και σε συνοπτική εκδίκαση, επιβάλλεται η τήρηση της αυτής διαδικασίας, δηλαδή, όπου ο στρατιωτικός τιμωρείται διά πλείονος του ενός παραπτώματα, να χωρίζουν οι κατηγορίες ώστε το υπό δίωξη άτομο να δύναται, όπου επιθυμεί, να τοποθετηθεί αναλόγως.
Επομένως η επιβληθείσα ποινή των 10 ημερών φυλάκισης είναι άκυρη.
Παραμένει να εξεταστεί η φυλάκιση των 5 ημερών, η οποία επίσης επεβλήθη στον αιτητή. Εδώ το παράπτωμα αφορούσε την παράλειψη συμμόρφωσης του αιτητή προς τις γενικές διαταγές του Διοικητή της Δυνάμεως σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(19)(2), τις οποίες ο αιτητής όφειλε να εφαρμόζει. Ο Κανονισμός 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικος, που είναι και η ορθή αναφορά, καθιστά ως παράπτωμα πειθαρχικής φύσεως «πάσα παράλειψη συμμορφώσεως προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού.».
Και επ΄ αυτής της επιβληθείσας ποινής προκύπτει πρόβλημα. Κατ΄ αρχάς υπάρχει ασάφεια και αοριστία στα δεδομένα της καταδίκης. Η παράβαση του Κανονισμού 19(2) αφορά γενικά κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τις Γενικές Οδηγίες του Διοικητή. Πρόκειται επομένως για μια γενικευμένη πρόνοια η οποία αναμφιβόλως διασπάται σε συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες όμως ουδόλως αναφέρονται. Στην Ζαχαρίας Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - ειπώθηκε ότι δεν είχαν αναφερθεί στο Δικαστήριο ποιες ήταν οι συγκεκριμένες σ΄ αυτή γενικές διαταγές του Διοικητή με αποτέλεσμα να είχε ακυρωθεί η πειθαρχική καταδίκη εφόσον οι γενικές οδηγίες δεν διατυπώθηκαν σε χωριστές παραγράφους με κάποια ιδιαίτερη κατάληξη ή ταξινόμηση και πώς η κάθε οδηγία ενδεχομένως συσχετιζόταν προς άλλη ή άλλες.
Το συνακόλουθο ερώτημα του συνηγόρου του αιτητή είναι επομένως εύλογο. Ο αιτητής φαίνεται να τιμωρήθηκε εκ νέου για τις ίδιες πράξεις που αποτέλεσαν το κατηγορητήριο επί της αμέλειας καθήκοντος κάτω από την παράγραφο 3(α) του Κώδικα. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του Αρχηγού ότι το σύνολο των ενεργειών του αιτητή είχαν οδηγήσει στα «προαναφερόμενα ελλείμματα υλικών», που είχε ως απόρροια την μη ορθή καταχώρηση και ενημέρωση του λογιστικού συστήματος, τη μη εφαρμογή συστηματικού ελέγχου των δημοσίων υλικών που είχαν οδηγήσει στη δεκαήμερη επιβολή φυλάκισης. Η πενθήμερη λοιπόν ποινή φυλάκισης επεβλήθη για το ίδιο ή ίδια πειθαρχικά παραπτώματα, γεγονός που απαγορεύεται από τον Κανονισμό 4(2), που προνοεί για την απαγόρευση «διττής πειθαρχικής ποινής αναφορικώς προς το αυτό παράπτωμα». Το ότι οι Γενικές Οδηγίες κατηγοριοποιούνται ως ξέχωρο παράπτωμα κάτω από την παρ. 19(2) σε σχέση με τα παραπτώματα που θεωρούνται ως εμπίπτοντα στην αμέλεια καθήκοντος κάτω από την παρ. 3 του Πειθαρχικού Κώδικα, δεν επιλύει το πρόβλημα της διπλής καταδίκης, διότι δεν είναι η σημειολογία που ενέχει σημασία, αλλά η ουσία των παραπτωμάτων. Εξ ου και ήταν αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των Γενικών Οδηγιών τις οποίες παρέβη ο αιτητής, ώστε να ήταν δυνατό να εξεταστεί κατά πόσο η παράβαση ή οι παραβάσεις αυτών παρέπεμπαν σε διαφορετικές συμπεριφορές του αιτητή από αυτές της αμέλειας καθήκοντος.
Δεν χρειάζεται να εξεταστεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ