ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D526
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1524/2010)
16 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ/Ή
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευσταθίου (κα.), για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 15.9.2010 και με την οποίαν οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν την απόρριψη του αιτήματος του για καταβολή, σ΄ αυτόν των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων πλέον νόμιμους τόκους, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Κατά τον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, μεταξύ άλλων, πεπλανημένη, στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παραβιάζει κεκτημένα και νόμιμα δικαιώματα του αιτητή και είναι παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα, τους Νόμους και τους Κανονισμούς.
Ο αιτητής κατείχε τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και στις 11.3.1999 του επεβλήθη από την ΕΔΥ η ποινή της απόλυσης. Με την επιβολή της προαναφερόμενης ποινής ο αιτητής στερήθηκε των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων. Εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης της ΕΔΥ ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή 890/2000 στην οποία δόθηκε απόφαση στις 20.5.2004. Στα πλαίσια της απόφασης εκείνης το δικαστήριο αναφέρθηκε στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν 1/90) και ειδικά στο άρθρο 79(7). Αναφέρθηκε επίσης στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην Υπόθεση Azinas v. Cyprus, 566679/00 της 20.6.2002 παρατηρώντας ότι στην υπόθεση εκείνη το ζήτημα που εξετάστηκε ήταν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και μόνο, ενώ στην Υπόθεση 890/2000 το αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου ήταν η νομιμότητα της επιβληθείσας ποινής της απόλυσης.
Στις 19.7.2010 ο αιτητής υπέβαλε προς τους καθ΄ ων η αίτηση αίτημα όπως του καταβληθούν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και στις 15.9.2010 οι καθ΄ ων η αίτηση απάντησαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Άνευ βλάβης της προδικαστικής ενστάσεως οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προϊόν άσκησης διακριτικής ευχέρειας αλλά αποτέλεσμα εφαρμογής του άρθρου 79(7) του Ν 1/90.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία. Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι απλά πληροφοριακού χαρακτήρα, εφόσον μετά την πληροφόρηση του αιτητή για τις πρόνοιες του άρθρου 79(7) του Ν 1/90, οι καθ΄ ων η αίτηση αναφέρουν και τα εξής, στην παράγραφο (4) της επιστολής τους ημερ. 15.9.2010 (Παράρτημα 5 στην ένσταση):
«Ενόψει της πιο πάνω ισχύουσας Νομοθεσίας, αλλά και της σχετικής Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το αίτημα του πελάτη σας για καταβολή σ΄ αυτόν των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Εκτιμώ ότι η παράγραφος (4) της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 15.9.2010 εμπεριέχει εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας χωρεί αίτηση ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και επομένως η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Ως προς την ουσία συμφωνώ με τους καθ΄ ων η αίτηση. Το εδάφιο (7) του άρθρου 79 του Ν 1/90, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί τα εξής:
«Η απόλυση συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης:
Νοείται ότι στο σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα, αν υπάρχουν, υπαλλήλου που απολύθηκε, καταβάλλεται σύνταξη, σαν αυτός να είχε πεθάνει κατά την ημερομηνία της απόλυσης του, που θα υπολογίζεται πάνω στη βάση των πραγματικών ετών υπηρεσίας του.»
Όπως ήδη ανέφερα η ΕΔΥ έκρινε ότι η συμπεριφορά του αιτητή ήταν τέτοια που δικαιολογούσε την επιβολή της ποινής της απόλυσης. Η ποινή της απόλυσης, σύμφωνα με το προαναφερόμενο εδάφιο, συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης με την επιφύλαξη της καταβολής σύνταξης στο/στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα. Η απόφαση της ΕΔΥ προσβλήθηκε και επικυρώθηκε στην Προσφυγή 890/2000. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε και επικυρώθηκε στην Α.Ε. 3819, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 12.1.2007 (μη δημοσιευθείσα). Στην απόφαση της Ολομέλειας υιοθετήθηκε εξολοκλήρου το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, ως ορθό, και λέχθηκε ότι, αναφορικά με την επιλογή της ποινής από την ΕΔΥ, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αρχίζει από την υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR, 210, που ακολουθήθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων.
Στην υπόθεση Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 ΑΑΔ, 241, έγινε ανάλυση της κυπριακής νομολογίας αλλά και της νομολογίας του ΕΔΔΑ αναφορικά με τις συντάξεις. Κρίθηκε ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το οποίο χρήζει σεβασμού και προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ. Το άρθρο 79(7), όμως, του προαναφερόμενου νόμου, δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1. «Η στέρηση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το Άρθρο 79(7), δεν είναι ποινή η οποία μπορεί να επιβληθεί από μόνη της, αλλά είναι συνέπεια της επιβολής της ποινής της απόλυσης».
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, άσκησαν, ουσιαστικά, δέσμια εξουσία η οποία επιβαλλόταν από το Νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 79(7), και δεν είχαν διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν διαφορετικά, αναφορικά με τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή, εφόσον αυτά, με την ποινή της απόλυσης που του είχε επιβληθεί από την ΕΔΥ, χάνονταν οριστικά, για τον αιτητή. Επομένως η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει εφόσον δεν έχει αποδειχθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους ακυρότητας τους οποίους επικαλείται ο αιτητής στην αίτησή του. Συναφώς παρατηρώ ότι, στην αίτηση ακυρώσεως του αιτητή, δεν γίνεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 79(7) του Ν 1/90. Δεδομένης, επομένως, της εγκυρότητας του άρθρου εκείνου θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, υπό τις περιστάσεις, επιβεβλημένη και δεν μπορεί να θεωρηθεί για οποιοδήποτε λόγο ως υποκείμενη σε ακυρότητα. Ούτε πλάνη υπάρχει, ούτε έλλειψη δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη παραβίαση νόμου ή του Συντάγματος έχει καταδειχθεί.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200.- έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.