ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Αχ. Αιμιλιανίδης, για την αιτήτρια στην 1491/11 Δ. Κωνσταντίνου (κα), για τον αιτητή στην 1497/11 Φ. Κωμοδρόμος, για τους καθ΄ ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΒΟΥΝΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 1491/11 και 251497/11, 25/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D569

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ.  1491/11

και  1497/11

 

 

25 Ιουλίου,  2014

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

                                                  Υπόθεση Αρ. 1491/11

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

Μεταξύ:

ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΒΟΥΝΟΥ

                                                                      Αιτήτριας,

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

______

Υπόθεση Αρ. 1497/11

 

Μεταξύ:

ΣΑΒΒΑ ΒΙΟΛΕΤΗ

                                                                      Αιτητή,

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

______

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για την αιτήτρια στην 1491/11

Δ. Κωνσταντίνου (κα), για τον αιτητή στην 1497/11

Φ. Κωμοδρόμος, για τους καθ΄ ων η αίτηση

Ε. Ρήγα (κα) για κ. Α. Νεοκλέους, για το ενδ. μέρος Ε. Φοιτίδου

______

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:         Στις 31.12.10 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση πλήρωσης κενών θέσεων αστυφυλάκων στην Αστυνομία Κύπρου, με την οποία καλούνταν όσοι φιλοδοξούσαν να προσληφθούν να υποβάλουν αίτηση μέχρι 28.1.11.

 

     Το ενδιαφέρον που επιδείχθηκε ήταν πολύ μεγάλο, αλλά στη γραπτή εξέταση που έγινε στις 9.4.11 πέτυχαν μόνο 221 υποψήφιοι από τους 1283 που παρακάθισαν.  Μεταξύ αυτών και η Αγγελική Βουνού και ο Σάββας Βιολετής, οι οποίοι στο σχετικό κατάλογο επιτυχόντων κατέλαβαν κατά σειρά επιτυχίας την 94η και 34η θέση αντίστοιχα.

 

     Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάταξης των επιτυχόντων στις εξετάσεις στο σχετικό κατάλογο, ενεργοποιήθηκε η προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία αξιολόγησης τους κατά την οποία ο αιτητής της προσφυγής 1497/11 Σ. Βιολετής κρίθηκε κατόπιν ψυχιατρικής εξέτασης ακατάλληλος για εγγραφή στην Αστυνομία και σε σχέση με αυτόν η περαιτέρω διαδικασία αξιολόγησης τερματίστηκε.  Σ΄ ότι δε αφορά την αιτήτρια στην προσφυγή 1491/11 Α. Βουνού, η οποία γεννήθηκε το Μάιο του 1979, αυτή πέρασε με επιτυχία όλα τα στάδια αξιολόγησης και στις 8.9.11 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ενέκρινε τον κατάλογο διοριστέων που του υποβλήθηκε από τον Αναπληρωτή Αρχηγό Αστυνομίας για πλήρωση των 99 θέσεων αστυφυλάκων, μεταξύ των οποίων ήταν και η αιτήτρια που κατά σειρά επιτυχίας αξιολογήθηκε  στην 66η θέση.  Όμως αμέσως μετά ο διορισμός της ανακλήθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσε τις πρόνοιες του Καν. 4(1)(β)[1] των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89) για το χαρακτήρα της εφόσον από το 1998 μέχρι το 2002 απασχόλησε την Αστυνομία σε υποθέσεις κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ως επίσης και για διαρρήξεις και κλοπές.

 

     Η αιτήτρια αντέδρασε στην ανάκληση του διορισμού της - ο οποίος έγινε εσωτερικά και επομένως δεν συντελέστηκε - με προσφυγή όπου προσβάλλει τη  νομιμότητα διορισμού των 98 συνυποψηφίων της αντί της ίδιας, πλην όμως μετά την μελέτη των διοικητικών φακέλων συνέχισε την προσφυγή μόνο κατά της Eλεάνας Φοιτίδου (ενδιαφερόμενο μέρος) που διορίστηκε στη θέση της μετά την εσωτερική ανάκληση του διορισμού της.  Σ΄ ότι δε αφορά τον δεύτερο αιτητή Σ. Βιολετή, αυτός με την προσφυγή του αφενός προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στις εβδομαδιαίες Διαταγές του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 12.9.11 να διορίσει στη θέση του αστυφύλακα και τα 99 ενδιαφερόμενα μέρη αντί του ίδιου και, αφετέρου, τη νομιμότητα της προπαρασκευαστικής  πράξης των καθ΄ ων η αίτηση που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 1.9.11 ότι η διαδικασία πρόσληψής του δεν μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω.

 

     Έχοντας οριοθετήσει σε γενικές γραμμές το πραγματικό πλαίσιο των δύο συνενωμένων προσφυγών, προχωρώ σε εξέταση πρώτα της προσφυγής υπ΄ αρ. 1491/11 της αιτήτριας Α. Βουνού η οποία προωθήθηκε στη βάση δύο ακυρωτικών λόγων.  Ο πρώτος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και, ο δεύτερος, ότι συνιστά κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας και είναι αντίθετη στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

     Στο στόχαστρο του πρώτου ακυρωτικού λόγου βρίσκεται η επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 14.9.11 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία αποτέλεσε και τη βάση λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Όπως αναφέρεται στην επιστολή αυτή, κατά την περίοδο 1998-2002 η αιτήτρια είχε απασχολήσει την Αστυνομία σε σωρεία υποθέσεων που αφορούσαν κατοχή και χρήση ναρκωτικών ως επίσης και για διαρρήξεις και κλοπές.  Δίνονται συναφώς λεπτομέρειες των εν λόγω υποθέσεων στις οποίες εμπλεκόταν η αιτήτρια με άλλα πρόσωπα και διευκρινίζεται ότι για τις υποθέσεις αυτές, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρισε αναστολή ποινικής δίωξης για όσες απ΄ αυτές είχαν καταχωρηθεί στο Δικαστήριο, ενώ για τις υπόλοιπες έδωσε οδηγίες να μην  καταχωριστούν.  Επειδή δε η αιτήτρια υπηρετεί στην Αστυνομία Κύπρου από το 2007 ως ειδική αστυνομικός επεξηγείται στην επιστολή ότι, ναι μεν πριν την πρόσληψή της «.υπήρχε πληροφορία για χρήση ναρκωτικών, αλλά δεν έχει ανευρεθεί οποιοδήποτε πρακτικό του τότε Αρχηγού Αστυνομίας που αφορά την πρόσληψη της υποψήφιας ως Ειδικής Αστυνομικού στην Αστυνομία και κατά πόσο λήφθηκαν υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία κατά την πρόσληψη της, ώστε να διαφανεί κατά πόσο ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας ικανοποιήθηκε ότι η εν λόγω υποψήφια πληρούσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(1 )(β) των Περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και  Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ Π.216/2004). »

 

     Είναι θέση των συνηγόρων της αιτήτριας ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην πιο πάνω επιστολή είναι ελλιπή και δεν αντικατοπτρίζουν το πλήρες ιστορικό της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να προκύπτει το αβίαστο συμπέρασμα  ότι υπήρξε έλλειψη της δέουσας έρευνας.  Επισημαίνουν συναφώς πως ενώ ο Αρχηγός Αστυνομίας αναφέρει στην επιστολή του ότι δεν διευκρινίζεται κατά πόσο εξετάστηκε το ζήτημα της προηγούμενης χρήσης ναρκωτικών όταν η αιτήτρια προσλήφθηκε ως ειδική αστυφύλακας, εντούτοις στο φάκελο που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο υπάρχει επιστολή ημερομηνίας 17.9.2007 του τότε Βοηθού Αρχηγού Εκπαίδευσης και Προέδρου του Συμβουλίου Προσλήψεων προς την αιτήτρια, η οποία αναιρεί αυτή τη θέση και μάλιστα με την εν λόγω επιστολή ζητούνταν από την αιτήτρια να παράσχει πληροφορίες κατά πόσο το πρόβλημα της με τα ναρκωτικά εξακολουθούσε να υφίσταται.  Επεστήθη επί του προκειμένου και η απαντητική επιστολή της αιτήτριας ημερ. 19.9.07, όπου αναφέρει ότι παρασύρθηκε στη χρήση ουσιών στην ηλικία των 17 ετών  αλλά μετά από προσπάθειες απεξαρτήθηκε εντελώς και από το 2003 επανεντάχθηκε στην κοινωνία πλήρως καθαρή.  Μάλιστα το 2005 παντρεύτηκε και απέκτησε παιδί, ενώ στη συνέχεια απέκτησε δίπλωμα ψυχολογίας και δραστηριοποιήθηκε ως εθελόντρια σε τομείς, τους οποίους και αναφέρει, που προσφέρουν θετικό έργο στην κοινωνία γενικά.

 

    Επιπροσθέτως προς τα ανωτέρω, οι συνήγοροι της αιτήτριας παρέπεμψαν το Δικαστήριο και σε έγγραφο που υπάρχει στο φάκελο ημερ. 9.5.11, με το οποίο απονέμονται στην αιτήτρια συγχαρητήρια από τον Αστυνομικό Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας για τη διαγωγή που επέδειξε σε συγκεκριμένο περιστατικό.

 

    Στη βάση των πιο πάνω, υποδεικνύεται από τους συνηγόρους της ότι τα περιστατικά της υπόθεσης αναδεικνύουν ότι υπήρξε έλλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και υποβάλλεται  ότι δεν είναι θεμιτό ούτε και δίκαιο να γίνεται επίκληση  παραβατικής συμπεριφοράς που εκδήλωσε η αιτήτρια στην ηλικία των 17 χρόνων και να παραγνωρίζεται η μεταγενέστερη πορεία της και να θεωρείται ως πρόσωπο μη καλού χαρακτήρα.

 

     Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προώθησαν τη θέση ότι το περιεχόμενο της επιστολής του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 14.9.11 είναι άκρως διαφωτιστικό και καταλυτικό για την πορεία της προσφυγής.  Τα καθήκοντα της αιτήτριας ως ειδικού αστυφύλακα, υπέβαλαν, είναι σαφώς διαφορετικά από τα καθήκοντα του αστυφύλακα και στην περίπτωση της τυγχάνει εφαρμογής ο Καν. 4(1)(β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89) και κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα νόμιμη και ο ακυρωτικός λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί.

 

     Τώρα, όσον αφορά την πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους, έχει υποβληθεί εκ μέρους του ως προδικαστική ένσταση ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος έγερσης της παρούσας προσφυγής καθότι ενδεχόμενη ακύρωση της επίδικης πράξης θα είναι αλυσιτελής αφού δεν θα επιφέρει σ΄ αυτήν οποιοδήποτε όφελος.

 

    Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση του ενδιαφερόμενου μέρους.  Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  Όπως πολύ ορθά απαντούν οι συνήγοροι της αιτήτριας στην απαντητική τους αγόρευση, ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε εγκρίνει τον διορισμό της αιτήτριας στη θέση του αστυφύλακα και η ανάκληση του διορισμού έγινε στη βάση των προνοιών του Κανονισμού 4(1)(β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών λόγω χαρακτήρα.  Συνεπώς στην περίπτωση που η πράξη αποκλεισμού της αιτήτριας κριθεί ως παράνομη, παράνομη θα είναι και η πράξη διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση της. Όπως δε έχει νομολογιακά καθιερωθεί όταν αιτητής αμφισβητεί την προπαρασκευαστική πράξη αποκλεισμού του λόγω του ότι δεν πληρούσε τα απαραίτητα προσόντα, έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.  Σε περίπτωση δε ακύρωσης της προπαρασκευαστικής πράξης τότε ακυρώνεται και ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους που αποτελεί την τελική πράξη (βλ. Ιωνά ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1775, Χρυσοστόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, Πιερίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α. (2008) 3 Α.Α.Δ. 336).  Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω η προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται και ενόψει τούτου ακολουθεί η εξέταση του πρώτου ακυρωτικού λόγου που αφορά το ζήτημα της δέουσας έρευνας.

 

    Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις με την πρέπουσα προσοχή, όπως διεξήλθα και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα των εγγράφων στα οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών.  Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.  Η έκταση, όμως, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).  Όπως δε επισημάνθηκε, η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων ως και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου.  Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου πιο πάνω).  Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.  (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.

 

    Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στη βάση των προαναφερθέντων αρχών του Διοικητικού Δικαίου που αφορούν τη διεξαγωγή έρευνας, ο πρώτος ακυρωτικός λόγος ευσταθεί.  Υιοθετούνται επί του προκειμένου ως ορθά τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας προώθησαν επί του ζητήματος.  Κρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση δε διεξήχθηκε η αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα σε σχέση με το κατά πόσο το ζήτημα της προηγούμενης χρήσης ναρκωτικών από την αιτήτρια εξετάστηκε όταν προσλήφθηκε ως Ειδική Αστυνομικός.  Εάν κατά την άποψή μου διεξαγόταν γι  αυτό το ζήτημα στοιχειώδης έρευνα - το οποίο στοίχισε το μη διορισμό της αιτήτριας στην επίδικη θέση - θα εντοπιζόταν η επιστολή του τότε Προέδρου του Συμβουλίου Πρόσληψης προς την αιτήτρια ημερ. 17.9.07 καθώς επίσης και η απαντητική επιστολή της αιτήτριας ημερ. 19.9.07 και θα προέκυπτε ότι το υπό αναφορά ζήτημα όχι μόνο είχε εξεταστεί τότε, αλλά και δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην πρόσληψή της ως Ειδικού Αστυνομικού.  Δεν έγινε επομένως έρευνα εάν η προηγούμενη χρήση ναρκωτικών από την αιτήτρια και η εκ μέρους της εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς κατά τη χρονική περίοδο 1998-2002 είχε τύχει εξέτασης όταν προσλήφθηκε ως Ειδικός Αστυνομικός και κατά συνέπεια ο πρώτος ακυρωτικός λόγος ευσταθεί και προδιαγράφει και την επιτυχή κατάληξη της προσφυγής, χωρίς ανάγκη εξέτασης και του δεύτερου ακυρωτικού λόγου. Παρόλ΄ αυτά δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι, όπως φαίνεται, η προσέγγιση του κρίσιμου Καν. 4(1)(β) από τους καθ΄ ων η αίτηση δεν ήταν η ορθή υπό τις περιστάσεις.  Ο υπό αναφορά κανονισμός έχει σκοπό να αποτρέψει την πρόσληψη στην Αστυνομία προσώπων που στοιχεία του χαρακτήρα τους ενδεχομένως να μην συνάδουν με τη φύση των καθηκόντων της θέσης του αστυφύλακα.  Εξού και η προϋπόθεση για προσκόμιση από τους υποψηφίους ικανοποιητικών συστάσεων αναφορικά με το χαρακτήρα τους, ή, όπως στην παρούσα περίπτωση που ήδη η αιτήτρια υπηρετούσε στην Αστυνομία ως Ειδική Αστυνομικός, «. ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω προϋπηρεσίας ήταν καλής διαγωγής».  Αυτό θα έπρεπε κατά την άποψή μου να λειτουργήσει ως καθοδήγηση για αξιολόγηση του χαρακτήρα της αιτήτριας και όχι η παραβατικότητα που εκδήλωσε σε νεαρή ηλικία με γενεσιουργό αιτία τη μάστιγα των ναρκωτικών.  Εάν κατά την άποψή μου οι καθ΄ ων η αίτηση έστρεφαν την προσοχή τους σ΄ αυτό το στοιχείο θα εντόπιζαν ότι η αιτήτρια με το να αποστραφεί  παντελώς την όποια ανάμιξη είχε με τα ναρκωτικά επέδειξε δύναμη χαρακτήρος και η περαιτέρω πορεία της - σπούδασε ψυχολογία, παντρεύτηκε και έγινε μητέρα - ήταν υποδειγματική και κατά τη διάρκεια της τετράχρονης περίπου  υπηρεσίας της στην Αστυνομία επέδειξε άψογη διαγωγή για την οποία της απονεμήθηκαν από τον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας Λευκωσίας και συγχαρητήρια.  Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα, ουσιαστικά, θα έπρεπε να κριθεί ότι τα στοιχεία που οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους για το χαρακτήρα της αιτήτριας ικανοποιούσαν πλήρως τις πρόνοιες του Καν. 4(1)(β).

 

    Ακολουθεί η εξέταση της προσφυγής 1497/11 του αιτητή Σ. Βιολετή, εκ μέρους του οποίου προωθήθηκαν βασικά τέσσερεις ακυρωτικοί λόγοι.  Ότι δηλαδή (α) οι καθ΄ ων η αίτηση στηρίχθηκαν σε λανθασμένα κριτήρια σε σχέση με τα ψυχομετρικά τεστ  στα οποία υποβλήθηκε ο αιτητής, (β) η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και/ή καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (γ) οι καθ΄ ων η αίτηση βασίστηκαν σε άκυρα και/ή αναιτιολόγητα στοιχεία και η απόφαση τους για τερματισμό της διαδικασίας αξιολόγησης  είναι αόριστη, αναιτιολόγητη και/ή αυθαίρετη και, (δ) η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας και η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή να παραπεμφθεί σε Ιατροσυμβούλιο παραβιάζει την επί του προκειμένου αρχή της δέουσας έρευνας που επέβαλλε αποδοχή του αιτήματός του.

 

    Οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος απορρίπτουν τους προαναφερθέντες ακυρωτικούς λόγους, υποστηρίζοντας την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Περαιτέρω το ενδιαφερόμενο μέρος εγείρει και την ίδια προδικαστική ένσταση που είχε εγείρει και στην προσφυγή 1491/11, την οποία όμως δεν ανάπτυξε και ως εκ τούτου παρέλκει η εξέτασή της.  Εν πάση όμως  περιπτώσει η εν λόγω προδικαστική ένσταση δεν έχει προοπτική επιτυχίας για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε και στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής.  Ό,τι επομένως εγείρεται προς εξέταση είναι, ουσιαστικά, το παράπονο του αιτητή για την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να τερματίσουν τη διαδικασία αξιολόγησής του ως αποτέλεσμα της  ψυχιατρικής εξέτασης στην οποία υπεβλήθη και, στη συνέχεια, να απορρίψουν το αίτημά του να παραπεμφθεί στο Ιατρικό Συμβούλιο για επαναξιολόγηση της πνευματικής του κατάστασης.  Σημειώνεται συναφώς ότι όταν ο αιτητής πληροφορήθηκε τον τερματισμό της περαιτέρω αξιολόγησής του ζήτησε τόσο προσωπικά όσο και μέσω δικηγόρων να παραπεμφθεί στο Ιατροσυμβούλιο, αλλά το αίτημα του δεν έγινε αποδεκτό.

 

    Ο τερματισμός της διαδικασίας περαιτέρω αξιολόγησης του αιτητή, ο οποίος όπως σημειώθηκε κατετάγη 34ος στον πίνακα επιτυχόντων στις εξετάσεις, βασίστηκε στον Καν. 4(1)(δ)[2] ο οποίος, μεταξύ άλλων, προνοεί ότι για διορισμό στην Αστυνομία απαιτείται όπως ο υποψήφιος είναι σωματικά και πνευματικά κατάλληλος για να εκτελεί τα καθήκοντα στα οποία θα απασχολείται μετά την πρόσληψή του.

 

    Είναι θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ ων η αίτηση στήριξαν την απόφαση τους για τερματισμό της περαιτέρω διαδικασίας αξιολόγησης του στα αποτελέσματα «ψυχομετρικού τεστ», το οποίο δεν υπάρχει στους διοικητικούς φακέλους και ως εκ τούτου το Δικαστήριο έχει στερηθεί της δυνατότητας να διαπιστώσει περί τίνος πρόκειται και πάνω σε τι είδους ερωτήσεις βασίστηκε ο κυβερνητικός Νευρολόγος-Ψυχίατρος - και κατ΄   επέκταση οι καθ΄ ων η αίτηση - για να καταλήξει ότι είναι άτομο με « . με ψυχοσικόμορφα στοιχεία σε υπέδαφος ήσσονος ψυχικής δομής με πιθανότητα διπολικού τύπου διαταραχής».

 

    Σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση κρίνω ότι η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ο πρωτογενής έλεγχος τέτοιων θεμάτων.  Ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε πρωτογενή κρίση σε σχέση με τα θέματα αυτά, τα οποία εμπίπτουν αποκλειστικά  στον τομέα της λειτουργίας της διοίκησης (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 119, Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, Στόρεϋ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α. Υπόθεση 114/98 ημερ. 24.2.2000).  Επομένως, ακόμα κι αν περιλαμβανόταν αυτούσιο το ψυχομετρικό τεστ στους διοικητικούς φακέλους, το Δικαστήριο δεν θα είχε οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης και αξιολόγησης των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στον αιτητή στο πλαίσιο του υπό αναφορά τεστ καθότι αυτό συνιστά έργο της διοίκησης.  Κατά συνέπεια η υπό συζήτηση θέση κρίνεται ως ανεδαφική και απορρίπτεται.  Με καταλυτικές συνέπειες και στις υπόλοιπες θέσεις του αιτητή που αφορούν τους υπόλοιπους ακυρωτικούς λόγους.  Και αυτό καθότι στο στόχαστρο όλων βρίσκεται σε τελευταία ανάλυση η συμμόρφωση των καθ΄ ων η αίτηση στις πρόνοιες του Καν.4(1)(δ), οι πρόνοιες του οποίου είναι φανερό  πως δημιουργούν για τους καθ΄ ων η αίτηση δέσμια αρμοδιότητα να απορρίψουν υποψήφιο ο οποίος όπως πιστοποιείται ύστερα από εξέταση κυβερνητικού ιατρικού λειτουργού - όπως στην παρούσα περίπτωση - πάσχει από συγκεκριμένη ασθένεια η οποία δυνατό να επηρεάσει αρνητικά την ασφαλή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.  Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μου οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν στην προκείμενη περίπτωση διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν αν θα προέβαιναν ή όχι στο διορισμό του αιτητή και ως εκ τούτου η απόφαση τους να τερματίσουν την διαδικασία της περαιτέρω αξιολόγησης του είναι ορθή και νόμιμη.  Κάτω από αυτά τα περιστατικά η παρούσα προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

 

    Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των δύο προσφυγών και η μεν προσφυγή 1491/11 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.300 συν ΦΠΑ έξοδα  υπέρ της αιτήτριας, η δε προσφυγή 1497/11 αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.100 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

   

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ



[1] 4.(1) Υποψήφιος για εγγραφή ή διορισμό στη Δύναμη πρέπει-

 

          (α) να είναι πολίτης της Δημοκρατίας

         

           (β) να παρουσιάσει ικανοποιητικές συστάσεις αναφορικά με το χαρακτήρα του και, αν έχει προϋπηρεσία στο Στρατό της Δημοκρατίας, στην Ενική Φρουρά, στη Δημόσια Υπηρεσία ή σε οποιαδήποτε κυβερνητική θέση ή σε οποιαδήποτε αστυνομική δύναμη, να παρουσιάσει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω προϋπηρεσίας ήταν καλής διαγωγής.

[2] 4-(1) Υποψήφιος για εγγραφή ή διορισμό στη Δύναμη πρέπει-(α)   να είναι πολίτης της Δημοκρατίας·

 

...............

(δ)        να πιστοποιείται ύστερα από εξέταση από κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό η καλή κατάσταση της υγείας του, η άρτια  σωματική διάπλασή του και η σωματική και πνευματική του καταλληλότητα για να εκτελεί τα καθήκοντα στα οποία θα απασχολείται μετά την πρόσληψη του. Μεταξύ άλλων πρέπει—

  (ι)   να  διαπιστωθεί η  καλή  όραση του χωρίς τη χρήση διοπτρών και η καλή ακοή του χωρίς τη χρήση ακου­στικών

 (ιι)   να διαπιστωθεί, ότι δεν υποφέρει από αχρωματοψία, πλατυποδία ή οποιαδήποτε σωματική αναπηρία ή παρα­μόρφωση του σώματος του ή μέλους αυτού, και

 (ιιι)   να διαπιστωθεί γενικά η σωματική και πνευματική καταλληλότητα του.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο