ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D488
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1046/2012)
9 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HANY AHMED,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Μ. Παπαντωνίου (κα.), για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ ων η αίτηση που του κοινοποιήθηκε κατά ή περί την 11.6.12 και με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση ακύρωσαν την άδεια επανεισδοχής του (return entry permit) με αρ. 194/12, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς τις παραδεδεγμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, ότι είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, είναι προϊόν κακής πίστης και αντίκειται στο άρθρο 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν 158(Ι)/1999). Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή είναι και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το Ν 158(Ι)/1999, γενικά.
Ο αιτητής κατάγεται από τη Συρία και ήρθε αρχικά στην Κύπρο το 1999. Στη συνέχεια ήρθε αρκετές άλλες φορές με διαφορετικά ονόματα, νυφεύθηκε πολιτογραφημένη πολίτιδα της Δημοκρατίας με την οποίαν απέκτησε παιδιά που γεννήθηκαν στην Κύπρο. Κατά καιρούς του απαγορεύθηκε η είσοδος στην Κύπρο, εκδόθηκαν εναντίον του εντάλματα κράτησης και απέλασης, απορρίφθηκε αίτημα του για παροχή ασύλου και γενικά έχει μια μακρόχρονη ιστορία προσπαθειών να επιτύχει τη νομιμοποίηση της παραμονής του στην Κύπρο, χωρίς ουσιαστική επιτυχία.
Τα σημαντικά όμως γεγονότα για την παρούσα προσφυγή είναι τα εξής:
Στις 16.5.12, ενώ βρισκόταν στην Κύπρο, ο αιτητής, εξασφάλισε από τους καθ΄ ων η αίτηση άδεια επανεισόδου. Συγκεκριμένα του δόθηκε η υπ΄ αρ. 194/12 άδεια επανεισόδου στην οποία αναγράφονται τα εξής: «Permited to re-enter Cyprus until: 15th July, 2012. Valid: for a single jurney. Category: Visitor, Date: 16.5.12».
Στις 17.5.12 (μια μέρα αργότερα) η δεύτερη καθ΄ ης η αίτηση έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση στην οποίαν αναγράφονται τα εξής: «Δεδομένου του βεβαρυμένου ιστορικού του αλλοδαπού στη Δημοκρατία απαγορεύω την επανείσοδο του. Οι οδηγίες για έκδοση άδειας επανεισόδου δόθηκαν χωρίς να αντιληφθώ περί ποιού αιτητή επρόκειτο».
Ο αιτητής ανεχώρησε από την Κύπρο την 21.5.12, έχοντας στο διαβατήριο του την προαναφερόμενη άδεια επανεισόδου και χωρίς να του έχει κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Προσπάθησε να επανέλθει στις 11.6.12. Στις 11.6.12 δεν του επιτράπηκε η είσοδος, του κοινοποιήθηκε ότι η άδεια επανεισόδου του είχε ακυρωθεί και τον περιόρισαν στην αίθουσα ανεπιθύμητων επιβατών του αεροδρομίου μέχρι την αναχώρηση του από την Κύπρο στις 15.6.12.
Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, στην τελευταία παράγραφο, αναγράφονται τα εξής: «Ο αιτητής στη συνέχεια φαίνεται ότι πέτυχε επανείσοδο, μέσω των κατεχομένων, και εξακολουθεί να διαμένει παράνομα σε άγνωστη διεύθυνση».
Βασιζόμενοι στην προαναφερόμενη τελευταία παράγραφο της ένστασης τους, οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει χάσει το αντικείμενο της και ο αιτητής δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να την προωθήσει, διότι ήδη βρίσκεται στο έδαφος της Δημοκρατίας από τα τέλη Ιουνίου του 2012. Δηλαδή μερικές μέρες πριν την απέλασή του, αυτός, κατ΄ ισχυρισμό, κατάφερε να επανεισέλθει στη Δημοκρατία από μή εγκεκριμένο λιμάνι, πράξη που συνιστά ποινικό αδίκημα. Επομένως ποιό θα είναι το όφελος του αιτητή αν επιτύχει στην παρούσα προσφυγή του, διερωτώνται οι καθ΄ ων η αίτηση, θέτοντας ουσιαστικά και ζήτημα αλυσιτέλειας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή στις αγορεύσεις της απαντά στην προδικαστική ένσταση και εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει δυσμενή για τον αιτητή πράξη για την οποία δεν δόθηκε οποιαδήποτε ή οποιαδήποτε επαρκής αιτιολογία. Η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, στη δική της πολυσέλιδη αγόρευση, αναφέρεται στο ιστορικό των αφίξεων και αναχωρήσεων του αιτητή στην Κύπρο από το 1999 μέχρι τον παρόντα χρόνο, στα ονόματα που αυτός, κατά καιρούς, χρησιμοποίησε και σε όλα τα σχετικά γεγονότα. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο ζήτημα της ακύρωσης διοικητικών πράξεων και στις συνθήκες υπό τις οποίες μια παράνομη ή και μια νόμιμη διοικητική πράξη μπορούν να ανακληθούν. Γίνεται επίσης μνεία σε σχετική νομολογία. Μεταξύ άλλων αναφέρονται οι αποφάσεις Σολέας & Υιός Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών (1993) 4 ΑΑΔ, 802, Hawai Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ, 2835 και πολλές αποφάσεις που περιλαμβάνονται στις δύο προαναφερόμενες υποθέσεις.
Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, οι καθ΄ ων η αίτηση πολύ ορθά ακύρωσαν την άδεια επανεισόδου του αιτητή λόγω του βεβαρυμένου ιστορικού του στη Δημοκρατία, το οποίο περιγράφεται στην ένσταση. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν αντιληφθεί για ποιόν αιτητή επρόκειτο ακριβώς και γι΄ αυτό εξέδωσαν την άδεια επανεισόδου. Μόλις αντιλήφθηκαν για ποιόν αιτητή επρόκειτο, δηλαδή ότι επρόκειτο για άτομο που δεν είχε άδεια παραμονής, προχώρησαν άμεσα στην ακύρωση της άδειας επανεισόδου.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία. Παρόλο που στην αίτηση ακυρώσεως δεν αναφέρεται ρητά το άρθρο 54 του Ν 158(Ι)/1999, γίνεται αναφορά σε παράβαση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου αλλά και του Ν 158(Ι)/1999 γενικά. Θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση, κατάναγκη και εξυπακουόμενα, εγείρεται ζήτημα ανάκλησης διοικητικής πράξης και μάλιστα νόμιμης διοικητικής πράξης. Το ζήτημα αυτό, εν πάση περιπτώσει, αναφέρεται ρητά και σε λεπτομέρεια, από τους καθ΄ ων η αίτηση, στη δική τους αγόρευση. Επομένως θα προχωρήσω στην εξέταση του ζητήματος αυτού, αφού πρώτα αναφερθώ στην προδικαστική ένσταση.
Με την προδικαστική ένσταση εγείρεται ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αλλά και αλυσιτέλειας υπό την έννοια του τι θα κερδίσει ο αιτητής αν επιτύχει στην παρούσα προσφυγή του. Ο αιτητής προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη και κατά την κρίση μου είχε και συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής του. Καταρχάς η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αιτητής φαίνεται να πέτυχε επανείσοδο μέσω των κατεχομένων, τίθεται όχι ως γεγονός αλλά ως πιθανότητα ή υποψία την οποία έχουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Δεν μπορώ επομένως να θεωρήσω το ενδεχόμενο επανεισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία, ως αποδεδειγμένο γεγονός. Έστω όμως και αν ο αιτητής επανήλθε στη Δημοκρατία, εκτιμώ ότι αυτός διατηρεί έννομο συμφέρον να επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι κάτι τέτοιο θα του ανοίξει το δρόμο για την αξίωση τυχόν αποζημιώσεων από τους καθ΄ ων η αίτηση, εξαιτίας της ανάκλησης της άδειας επανεισόδου του. Ως εκ τούτου απορρίπτω την προδικαστική ένσταση και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας.
Το ζήτημα της ανάκλησης διοικητικών πράξεων καλύπτεται από πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και από συγγράμματα Ελλήνων Συνταγματολόγων και Καθηγητών της Νομικής. Το ζήτημα αυτό διέπεται επίσης από τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Ν 158(Ι)/1999. Το εδάφιο (2) του άρθρου 54 προνοεί ότι, ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή (η παράνομη διοικητική πράξη) εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης, κατά το χρόνο της έκδοσης της, ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου προνοεί ότι η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοση της, δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Το εδάφιο (4) προνοεί ότι επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοσή της, ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το Νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοση της. Στο εδάφιο (6) προνοείται ότι οι προαναφερόμενες γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως ήδη ανέφερα, τίθεται ζήτημα ανάκλησης νόμιμης διοικητικής πράξης. Οι καθ΄ ων η αίτηση έδωσαν άδεια επανεισόδου στον αιτητή, στις 16.5.12, όπως είχαν δικαίωμα να πράξουν, και την ανακάλεσαν στις 17.5.12, για τον προαναφερόμενο λόγο. Δεν τίθεται ζήτημα παρέλευσης χρόνου, εφόσον η πράξη ανακλήθηκε σε μια μέρα, όμως η ανάκληση δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή μέχρι τις 11.6.12, όταν αυτός, μέσα στα χρονικά πλαίσια που του είχαν δοθεί (εφόσον είχε δικαίωμα επανεισόδου μέχρι 15.7.12), επιχείρησε να εισέλθει, νόμιμα, στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις θεωρώ ότι η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε νόμιμα να είχε γίνει για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, κάτι που δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση εφόσον οι καθ΄ ων η αίτηση ούτε επικαλέστηκαν αλλά ούτε και αιτιολόγησαν την απόφαση τους στη βάση συγκεκριμένου δημόσιου συμφέροντος, όπως είχαν υποχρέωση. Εκτός από, «για λόγους δημοσίου συμφέροντος» η ανάκληση θα μπορούσε να γίνει αν η άδεια επανεισόδου του αιτητή του είχε δοθεί υπό την επιφύλαξη ανακλήσεως και ασκείτο τέτοια επιφύλαξη, πράγμα που επίσης δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Ακόμα θα μπορούσε να γίνει ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης αν αυτό προβλεπόταν από τον νόμο. Κάτι τέτοιο επίσης δεν έχουν επικαλεστεί οι καθ΄ ων η αίτηση (Δέστε: Tatiana Pozdniakova v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 957/11, ημερ. 25.1.13 και D.G. Iacovou Group Limited κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1049/11, ημερ. 15.2.13). Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδοση, σελ. 385 κ.επ. τονίζεται ότι νόμιμες διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα ιδιωτών ή πραγματικές καταστάσεις μπορούν να ανακληθούν, καταρχήν, μόνο για λόγους «επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος».
΄Εχοντας υπόψιν τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως δέουσας αιτιολογίας και υπόκειται σε ακύρωση. Η δεύτερη καθ΄ ης η αίτηση, απλά αναφέρει ότι απαγορεύει την επανείσοδο του αιτητή, ουσιαστικά ακυρώνοντας και ανακαλώντας την άδεια επανεισόδου του αιτητή που είχε δοθεί την προηγούμενη ημέρα, επικαλούμενη ως λόγο ανάκλησης το γεγονός ότι δεν είχε αντιληφθεί περί ποιού αιτητή επρόκειτο. Στην αρχή της απόφασης της αναφέρεται γενικά και αόριστα στο βεβαρυμένο ιστορικό του αλλοδαπού (αιτητή) στη Δημοκρατία, αλλά δεν του επιρρίπτει οποιαδήποτε ευθύνη ή γνώση για το σφάλμα της. Θεωρώ ότι, ενόψει των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος και η νομολογία στην ανάκληση νόμιμων διοικητικών πράξεων, όπως η παρούσα, οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να είχαν επικαλεστεί συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος και θα έπρεπε να είχαν αιτιολογήσει την απόφαση τους, δεόντως, στη βάση του δημοσίου συμφέροντος. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε και όπως ήδη ανέφερα οι καθ΄ ων η αίτηση δεν επικαλέστηκαν ούτε και οποιοδήποτε άλλο νόμιμο λόγο για την ανάκληση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με την οποία η πράξη ακύρωσης της προαναφερόμενης άδειας επανεισδοχής του αιτητή με αρ. 194/12, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.