ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον αιτητή Μ. Κυπριανού (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-06-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 753/2011, 17/6/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D404

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 753/2011

 

 

17 Iουνίου, 2014

 

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΟΣ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον αιτητή

Μ. Κυπριανού (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

.............................

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ο αιτητής είναι κάτοχος διπλώματος στον κλάδο/ειδίκευση Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Υπολογιστών από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Στις 13.12.10 υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του διπλώματος του, ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στην ειδίκευση Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και ταυτόχρονα ως τίτλου ισότιμου προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

 

Με βάση τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2003 (ΚΔΠ 594/2003), οι καθ΄ ων η αίτηση(εφεξής το Συμβούλιο) , υιοθέτησαν ορισμένες προϋποθέσεις για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών πενταετούς διάρκειας που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα Ανωτάτης εκπαίδευσης που λειτουργούν σε χώρες μέλη της ΕΕ είτε σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται  με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών, ως τίτλους ισότιμους και αντίστοιχους προς πτυχία σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως μεταπτυχιακά επιπέδου Master.  Οι προϋποθέσεις είναι οι ακόλουθες:

 

«- Ο τίτλος σπουδών να ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτούνται για την αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας του ως πρώτου καταληκτικού τίτλου επιπέδου πτυχίου.  Το αίτημα για την αναγνώριση του και ως Μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου Master θα μελετάται εφόσον ικανοποιηθεί η προαναφερθείσα προϋπόθεση.

 

-         Το πρόγραμμα σπουδών να περιλαμβάνει, τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης, μαθήματα ή/και Διπλωματική Εργασία μεταπτυχιακού επιπέδου.

-        Σε περίπτωση διπλωματικής εργασίας, αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό, το οποίο να βεβαιώνει ότι έχει εξεταστεί και εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή.

 

-         Ο κάτοχος του τίτλου να έχει αποκτήσει επαρκή εξειδίκευση σε ένα τομέα του πεδίου φοίτησης.»

 

 

 Μετά την 31.12.09, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα εξετάζει αιτήσεις για διπλή αναγνώριση συνδυασμένων προγραμμάτων σπουδών (πενταετούς διάρκειας), όπως η περίπτωση του αιτητή, εφόσον οι υποψήφιοι προσκομίσουν πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα όπου φοιτούσαν, το οποίο να πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών τους αναγνωρίζεται ως τίτλος ισότιμος μεταπτυχιακού επιπέδου Master .Oι υποψήφιοι σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για τυχόν απονομή Πιστοποιητικού Μεταπτυχιακών Σπουδών.

 

Η αίτηση του αιτητή εξετάστηκε στη 108η συνεδρία του Συμβουλίου ημερ.15/2/11.  Αποφασίστηκε να μην εγκριθεί το αίτημα για αναγνώριση του εν λόγω τίτλου σπουδών , ως ισότιμου προς Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, διότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας προέλευσης, το οποίο να πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών του αναγνωρίζεται ως τίτλος επιπέδου Master.

 

Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 5.4.11 και αυτή είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση.

 

Η αίτηση ακολούθως στις 2.5.11 απεστάλη στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως με γνωστικό αντικείμενο «Μηχανικής» για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων προς το Συμβούλιο. Η αίτηση του μαζί με την έκθεση Αξιολόγησης της Επιτροπής Κρίσεως εξετάστηκαν τελικά στις 21.11.11 και αναγνωρίστηκε ως τίτλος ισότιμος προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας προωθεί σειρά λόγων ακύρωσης όπως την πραγματική και νομική πλάνη και κατάχρηση εξουσίας από το Συμβούλιο. Συγκεκριμένα παραπέμπει στο άρθρο 13(3) και στο 15(1)και (2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου Ν.68(Ι)/96 (εφεξής ο ''Νόμος'') όπως τροποποιήθηκε, προκειμένου να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα εξέτασης της αίτησης μέσα από απρόσωπους κανόνες και θέσπισης Κανονισμών που θα καθορίζουν τα εκάστοτε κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας για λόγους ασφάλειας Δικαίου. Επίσης παραπέμπει στα πάγια ουσιαστικά κριτήρια που υιοθετούσε το Συμβούλιο από το 2003, δυνάμει του Καν.3(4) της ΚΔΠ 594/03 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«»(4)  Για τη χορήγηση ισοτιμίας και ισοτιμίας και αντιστοιχίας πρώτου καταληκτικού τίτλου μπορεί να γίνει προσθετική συνεκτίμηση διαφορετικών τίτλων σπουδών:

 

Νοείται ότι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν -

 

(ι) σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε

 

(ιι) σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών, και τα οποία χορηγούν τίτλους δευτέρου επιπέδου, χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να τύχουν και αναγνώρισης του τίτλου τους ως ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου «πτυχίου» σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως «μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου MASTER

 

Ισχυρίζεται ότι η απόφαση αλλαγής πολιτικής αναφορικά με την εξέταση τέτοιων αιτήσεων που ελήφθη από το νέο Συμβούλιο στις 28/4/09,είναι αυθαίρετη αναιτιολόγητη και δεν εντάχθηκε σε Κανονισμούς. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τον Καν.4(1)(στ) [1], εφόσον το πτυχίο του αιτητή εκδόθηκε ως master από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Καν.3 παρ.1) και ο αιτητής είχε προσκομίσει σχετική πιστοποίηση από τη Πολυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης (συνημμένο 3 στην αίτηση ακυρώσεως), πληρούνταν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης χωρίς περαιτέρω έρευνα. Η απόφαση ελήφθη κατά παραγνώριση του Νόμου και της πάγιας κανονιστικής πρακτικής που εφαρμοζόταν επί 7 χρόνια, εισάγοντας καταχρηστικά αυθαίρετο κριτήριο αξιολόγησης και μάλιστα από μια τυχαία ημερομηνία που καθορίστηκε καταχρηστικά στις 31/12/09.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακύρωσης ότι η απόφαση παραβιάζει την αρχή της Χρηστής Διοίκησης, διότι από το 2003 απονέμονται πιστοποιητικά αναγνώρισης σε αποφοιτήσαντες από Πανεπιστήμια 5ετούς διάρκειας, μεταξύ των οποίων και από το Πανεπιστήμιο αποφοίτησης του αιτητή με ακριβώς το ίδιο πτυχίο ενώ με την επίδικη απόφαση εκδηλώθηκε ασυνεπής στάση της Διοίκησης χωρίς την απαραίτητη νόμιμη αιτιολογία.

 

Τέλος εισηγείται ότι πάσχει όλη η διαδικασία αξιολόγησης του πτυχίου του αιτητή, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι Καν.6(1),(5),7 και 8 αναφορικά με την σύγκληση τριμελούς Επιτροπής Κρίσεως η οποία θα υπέβαλε εισήγηση για το πτυχίο του αιτητή στο Συμβούλιο. Παραπονείται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε τεκμηριωμένη εισήγηση ούτε πρακτικό συνεδρίασης τέτοιας Επιτροπής που θα έπρεπε να συνεδριάζει σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την λειτουργία του συλλογικού οργάνου. Αντ' αυτού παραπέμφθηκε στην Επιτροπή μετά την λήψη της επίδικης απόφασης αίτημα εξέτασης ως προς την ισοτιμία προς ''Πιστοποιητικό μεταπτυχιακών σπουδών'', αίτημα που δεν υπέβαλε ποτέ ο ίδιος ο αιτητής.

 

Στον αντίποδα των πιο πάνω θέσεων, η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση τονίζει την διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου να παρέχει τέτοιου είδους αναγνώριση στην βάση του Καν.3(4) και να μεταβάλει την σχετική προς τούτο πολιτική/τακτική, εφόσον κρίνει ότι αυτή ήταν λανθασμένη. Επικαλείται την αρχή ότι δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία.

 

Εξάλλου υποστηρίζει ότι εάν κάποιος τίτλος σπουδών δεν αναγνωρίζεται στην χώρα προέλευσης ως τίτλος επιπέδου master, είναι απόλυτα θεμιτό να μην αναγνωρίζεται ούτε από το ΚΥΣΑΤΣ ως τέτοιος.

 

Kαταρχάς σχολιάζοντας τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό της δικηγόρου των καθ' ών η αίτηση, παρατηρώ ότι δεν αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο και στα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει έρευνα ως προς την επίσημη αναγνώριση του Διπλώματος του αιτητή από τον αρμόδιο φορέα αναγνώρισης της Ελλάδας ως μεταπτυχιακού επιπέδου Master.  Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να το λάβει υπόψη ως αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

 

Εξετάζοντας τις εκατέρωθεν απόψεις, κρίνω ότι αυτές που προβάλλει ο αιτητής ευσταθούν.

 

Η αίτηση του υποβλήθηκε το 2010 και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν περιείχε οποιαδήποτε πρόνοια που να θέτει ως προϋπόθεση της συγκεκριμένης αναγνώρισης που ζητούσε ο αιτητής, την προσκόμιση πιστοποιητικού από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της Ελλάδας. Το κριτήριο που εισήγαγε η γενική απόφαση (94η συνεδρία ημερ.28.4.09) και εφαρμόστηκε στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν εκτός των κανονιστικών διατάξεων και υφίστατο χωρίς θεσμική κατοχύρωση, μέσω της θέσπισης τροποποιητικών Κανονισμών.

 

 Βεβαίως το Συμβούλιο έχει την εξουσία να αλλάζει την πολιτική που εφαρμόζει στα πλαίσια των Κανονισμών για το συγκεκριμένο θέμα, εφόσον όμως αυτό γίνεται στα πλαίσια της Χρηστής Διοίκησης και αιτιολογεί ειδικά την αλλαγή της στάσης της. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αρχές αναγνώρισης(Καν.3) καθώς και οι επιμέρους προϋποθέσεις αναγνώρισης των συγκεκριμένων τίτλων σπουδών πενταετούς διάρκειας που τέθηκαν με την γενική απόφαση(54η συνεδρία 11.5.04) επέβαλλαν την εξέταση τέτοιων αιτήσεων επί της ουσίας σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στους Κανονισμούς για την αναγνώριση αντιστοιχίας και ισοτιμίας με την παραπομπή σε αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως. Αυτή ήταν η πρακτική που ακολουθούσε το Συμβούλιο σταθερά για πολλά χρόνια και η οποία μετεβλήθη από 31.12.09.Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, ως προς τους λόγους και την επάρκεια τους που επέβαλαν την αλλαγή στάσης της Διοίκησης.

 

Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου ''Δίκαιο των διοικητικών Πράξεων'' 1971, σελ.19-20 αναφέρεται σχετικά με την πρακτική που ακολουθείται από την Διοίκηση:

 

''Εις την δευτέραν περίπτωσιν, καθ' ην η διοικητική πρακτική έχει ως περιεχόμενον την άσκησιν διακριτικής εξουσίας καθ' ωρισμένον τρόπον εφ' ωρισμένου θέματος, η επί μακρόν χρόνον διάρκεια μιας τοιαύτης διοικητικής πρακτικής είναι δυνατόν να έχη ωρισμένας συνεπείας εν τω δικαίω των διοικητικών πράξεων. Ούτε π.χ. εάν η Διοίκησις επί μακρά έτη χορηγή ωρισμένης φύσεως αδείας εις άτομα ωρισμένης κατηγορίας, δεν δύναται, εγκαταλείπουσα την τακτικήν ταύτην αιφνιδίως, να αρνηθή ομοίας φύσεως άδειαν εις πρόσωπον ανήκον εις την αυτήν κατηγορίαν, χωρίς να αιτιολογήση την άρνησιν ταύτην. Εάν αναιτιολογήτως αρνηθή, η άρνησις αύτη θα ήτο ακυρωτέα δι' έλλειψιν της αιτιολογίας. Όθεν η διοικητική πρακτική δύναται να αποτελέση την προϋπόθεσιν διά την εφαρμογήν γενικών τινών αρχών του δικαίου των διοικητικών πράξεων, αι οποίαι τείνουν ιδίως να εξασφαλίσουν την ορθήν άσκησιν της διακριτικής εξουσίας των διοικητικών οργάνων. Ουδέποτε όμως η διοικητική πρακτική δύναται ν' αποτελέση πηγήν τοιούτων γενικών αρχών.

 

Άλλωστε, η διοικητική πρακτική δεν δύναται να δεσμεύη την Διοίκησιν, ειμή μόνον από της ανωτέρω εκτεθείσης απόψεως της υποχρεώσεως αύτης όπως αιτιολογή την μεταστροφήν της τηρηθείσης τακτικής αυτής."

 

(βλ. σχετικά Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 432, Υπόθ. αρ.60/2010 Κωνσταντίνος Αττικης ν. Δημοκρατίας ημερ. 20/06/11, ΕΤΕΚ ν. Μαριου Κασινου (2010)3 Α.Α.Δ. 54)

 

 Θεωρώ ότι το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να εξηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί τίτλος σπουδών ή παρόμοιοι τίτλοι σπουδών από ελληνικά πανεπιστήμια που είχαν τύχει της αιτούμενης ακαδημαϊκής αναγνώρισης προηγουμένως, εξετάζοντας μια σειρά ουσιαστικών κριτηρίων, τώρα δεν θα αναγνωρίζεται παρά μόνο μετά την προσκόμιση σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης από τον αρμόδιο φορέα της χώρας απόκτησης τους. Αυτή η έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της αλλαγής στάσης της, εδραζόμενης αποκλειστικά σε ένα τυπικό κριτήριο, εξωγενές των θεσμοθετημένων κριτηρίων, συνιστά κατά την άποψη μου αντιφατική συμπεριφορά και συνεπώς κλονισμό της επιβαλλόμενης συνέπειας του δικαίου και της εμπιστοσύνης που πρέπει ο διοικούμενος να έχει έναντι της Διοίκησης.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω ο Νόμος 68(Ι)/96, άρθρα 13(3), 15(1)(2), 10(1) σε συνδυασμό με τον Κανονισμό, Κ.Δ.Π. 593/03 σαφώς καθόρισαν τα κριτήρια εξέτασης των αιτήσεων.  Οι καθ' ων η αίτηση από μόνοι τους τροποποίησαν τα κριτήρια αυτά για εξέταση  και λήψη απόφασης χωρίς ένταξη τους στους σχετικούς κανονισμούς ως άνω.  Συνεπώς η διαδικασία και κριτήρια που εφαρμόστηκαν κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή ήταν εκτός των όσων προέβλεπαν οι σχετικοί Κανονισμοί και εκτός ασφαλώς της μέχρι τότε πάγιας πρακτικής.  ΄Επεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

/ΚΑΣ

 

 

 



[1]   (στ)  Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου MASTER» που σημαίνει τον τίτλο που χορηγείται μετά από επιτυχή ολοκλήρωση προγράμματος σπουδών επιπέδου «MASTER» του Πανεπιστημίου Κύπρου ή άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που πληρούν τις αρχές αναγνώρισης, όπως καθορίζονται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 3.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο