ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για την Αιτήτρια. Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-06-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο HOAI THI LE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπoθεση Αρ. 580/2014, 11/6/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D383

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 580/2014)

 

 

11 Ιουνίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

HOAI THI LE,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 28/4/2014

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για την Αιτήτρια.

 

Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: H αιτήτρια, Βιετναμέζα υπήκοος, αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 13/1/2011, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια εισόδου και παραμονής μέχρι 3/4/2011, για να εργασθεί ως οικιακή βοηθός στην οικία της εργοδότριας της στη Λακατάμια.

 

Λίγο πριν εκπνεύσει η άδεια παραμονής της και συγκεκριμένα στις 16/3/2011, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της για εργασία στην ίδια εργοδότρια. Η αίτηση της έγινε αποδεκτή και στις 7/4/2011 της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, μέχρι 13/1/2015, με την ένδειξη "Final - Not Renewable".

 

Στις 9/1/2012, σύμφωνα με γραπτή καταγγελία της εργοδότριας της, η αιτήτρια εγκατέλειψε το χώρο εργασίας και διαμονής της χωρίς να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία.

 

Τρείς μέρες αργότερα, στις 12/1/2012, η αιτήτρια υπέβαλε παράπονο εναντίον της εργοδότριας της στην Υπηρεσία Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Διευθετήθηκε συνάντηση στις 20/1/2012 στην οποία παρέστησαν, ο γαμπρός της εργοδότριας, η αιτήτρια και αρμόδιος λειτουργός του Υπουργείου.

 

Ο τελευταίος, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι η αιτήτρια εργαζόταν κατά τις αργίες και με τη συναίνεση της κατά τις ημεραργίες επί πληρωμή και ότι της οφείλονταν ετήσιες άδειες. 

 

Συντάχθηκε ως εκ τούτου έκθεση με συμπέρασμα ότι υπήρξε παράβαση του συμβολαίου εκ μέρους της εργοδότριας, σε σημείο που δικαιολογούσε την αποχώρηση της αιτήτριας και εισήγηση προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για την παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία με σκοπό την εξεύρεση νέου εργοδότη και την αυστηρή επίπληξη της εργοδότριας.

 

Το θέμα απασχόλησε στη συνέχεια την Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών Αλλοδαπών Εργαζομένων στις 2/5/2012.

 

Η Επιτροπή κατέληξε ότι όντως υπήρξε παραβίαση των όρων εργοδότησης της αιτήτριας, διαπίστωσε όμως ότι αφενός αυτό γινόταν με τη συναίνεση της αιτήτριας για να αυξήσει το εισόδημα της και αφετέρου ότι υπήρξε και από πλευράς αιτήτριας παράβαση όρου του συμβολαίου λόγω της εγκατάλειψης του χώρου εργασίας και διαμονής της, χωρίς προειδοποίηση.

 

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων της, η Επιτροπή εισηγήθηκε όπως η αιτήτρια κληθεί να αναχωρήσει για τη χώρα της.

 

Στις 8/5/2012, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια»), κοινοποίησε ταχυδρομικώς επιστολή στη δηλωθείσα από την αιτήτρια διεύθυνση (Αρσινόης 10) στη Λευκωσία, με την οποία η αιτήτρια πληροφορείτο ότι δεν ήταν επιτρεπτή η εκ μέρους της αλλαγή εργοδότη και ότι θα έπρεπε εντός 14 ημερών από τη λήψη της επιστολής, να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία διότι η άδεια προσωρινής παραμονής της είχε ακυρωθεί.

 

Η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε και στις 7/6/2012 με οδηγίες του Λειτουργού Μετανάστευσης, το όνομα της τοποθετήθηκε στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Μερικούς μήνες αργότερα και ενώ η αιτήτρια δεν είχε εντοπιστεί, κοινοποιήθηκε από την οργάνωση ΚΙΣΑ, επιστολή εκ μέρους της αιτήτριας, ημερομηνίας 6/2/2013, προς τη Διευθύντρια, με αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και τις διαφορές με την εργοδότρια της και με τον ισχυρισμό ότι δεν της είχε κοινοποιηθεί οποιαδήποτε απόφαση της αρμόδιας αρχής.

 

Εκ μέρους της Διευθύντριας υποδείχθηκε εγγράφως στον Εκτελεστικό Διευθυντή της ΚΙΣΑ, ότι η αιτήτρια ήταν ήδη αναζητούμενο πρόσωπο βάσει της απόφασης της 8/5/2012, αντίγραφο της οποίας κοινοποιήθηκε στην ΚΙΣΑ, με την παράκληση να την συμβουλεύσει να αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο.

 

Εναντίον της απόφασης της 8/5/2012, καταχωρήθηκε στις 9/4/2013 η Προσφυγή αρ. 746/13 η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στις 24/4/2014 η αιτήτρια εντοπίστηκε από αστυνομικά όργανα στην οδό Περικλέους στη Λευκωσία και συνελήφθη.

 

Την επομένη, 25/4/2014, εκδόθηκαν εναντίον της αιτήτριας διατάγματα κράτησης και απέλασης της, επειδή κρίθηκε απαγορευμένη μετανάστρια. Η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή 25/4/2014, η οποία της επιδόθηκε την επομένη, 26/4/2014. Η αιτήτρια υπέγραψε για την παραλαβή της εν λόγω επιστολής, με την οποία αυτή πληροφορείτο επίσης ότι της απαγορεύθηκε η είσοδος στη Δημοκρατία.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, όπως και της απόφασης με την οποία της απαγορεύθηκε η είσοδος στη Δημοκρατία.

 

Με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε ταυτόχρονα με την προσφυγή στις 28/4/2006, η αιτήτρια επιδιώκει την αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της και επιπρόσθετα την έκδοση διατάγματος με το οποίο να εμποδίζονται οι καθ'ων η αίτηση να λάβουν οποιαδήποτε νέα μέτρα και/ή διαδικασίες για την κράτηση ή απέλαση της, μέχρι τελικής εκδικάσεως της υπόθεσης και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η ενδιάμεση αίτηση, η οποία όταν καταχωρήθηκε ήταν μονομερής, με οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους καθ'ων η αίτηση οι οποίοι και καταχώρισαν ένσταση.

 

Η αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, επί του Κανονισμού 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16/12/2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη που αφορούν στην επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της αιτήτριας, δεόντως μεταφρασμένη από τα Βιετναμέζικα στα Αγγλικά και κατόπιν στα Ελληνικά.             Σ' αυτή γίνεται αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, στις διαφορές που προέκυψαν με την εργοδότρια της, οι οποίες και την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη δηλωθείσα διεύθυνση της, στη συνάντηση που διευθετήθηκε από το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και στην άρνηση της εργοδότριας να της παραχωρήσει πιστοποιητικό απαλλαγής για να εξεύρει νέο εργοδότη.

 

Αναφέρεται στη συνέχεια η αιτήτρια, σε αίτημα για αλλαγή εργοδότη που υπέβαλε στο αρμόδιο τμήμα του οποίου, ανέμενε, χωρίς αποτέλεσμα την  απάντηση και ότι αποτάθηκε για βοήθεια στην ΚΙΣΑ, μέσω της οποίας πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την απόφαση της 8/5/2012.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες της σύλληψης της αναφέρει ότι άνδρες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, αφού παραβίασαν χωρίς ένταλμα την πόρτα του διαμερίσματος της, την οδήγησαν στα κρατητήρια Πέρα Χωρίου Νήσου, όπου της έδωσαν προς υπογραφή ένα χαρτί σε μη κατανοητή γλώσσα.

 

Ισχυρίζεται εν τέλει ότι η απόφαση για την κράτηση και απέλαση της               είναι έκδηλα παράνομη, ως παραβιάζουσα τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε) - (στο εξής «ο Νόμος») και την Οδηγία 2008/11/ΕΚ και επειδή δεν έχει ακόμη εκδικαστεί η προσφυγή της με αρ. 746/13.

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει, η πλευρά της Δημοκρατίας ενίσταται στην αίτηση. Η ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση αρμόδιας Λειτουργού του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και με  δήλωση ότι δεν υφίστανται οι απαιτούμενες για την περίσταση παράμετροι της έκδηλης παρανομίας και της ανεπανόρθωτης βλάβης.

 

Οι συνήγοροι ανέπτυξαν τις θέσεις τους μέσω γραπτών αγορεύσεων.

 

Από πλευράς αιτήτριας, η κα Χαραλαμπίδου, αφού αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται, υπό τις περιστάσεις ζήτημα πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στην αιτήτρια, μέσα στα πλαίσια που έχει προδιαγράψει η νομολογία, εστιάζει την επιχειρηματολογία της στον ισχυρισμό περί έκδηλης παρανομίας.

 

Είναι η θέση της ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων είναι έκδηλα παράνομη γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Κανονισμού 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/72, ως έχουν τροποποιηθεί), που προβλέπει ότι Λειτουργός Μετανάστευσης «όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απηγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώση εις αυτόν ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών».

 

Σύμφωνα με άλλη πτυχή της εισήγησης περί έκδηλης παρανομίας, δεν έχουν τηρηθεί στην εξεταζόμενη περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 18ΟΔ - 18ΠΘ  του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Kεφ. 105, οι οποίες αποτελούν πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2008/115/ΕΚ ενσωματωμένες στο εσωτερικό δίκαιο που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις παρανόμως παραμενόντων υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

Το παράπονο εστιάζεται στο άρθρο 18ΟΗ που προβλέπει την έκδοση από το Διευθυντή «απόφασης επιστροφής», για οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία και στο άρθρο 18ΠΔ που καθορίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της.

 

Υποβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι, στην περίπτωση της, δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση, καθώς επίσης και ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις των άρθρων 18ΟΘ[1] που προνοούν για την παραχώρηση χρονικού περιθωρίου για σκοπούς οικειοθελούς αναχώρησης πριν από την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής.  

 

Επικαλούμενη επιπρόσθετα τις διατάξεις του άρθρου 18ΟΗ(6)[2] που προβλέπει ότι η απόφαση λήξης νόμιμης παραμονής και επιστροφής λαμβάνεται υπό την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων που προβλέπονται μεταξύ άλλων και στο άρθρο 146 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που προβλέπει για την παροχή αποτελεσματικού ένδικου μέσου στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η έκδοση των επίδικων ενταλμάτων κράτησης και απέλασης της, πριν από την έκδοση της απόφασης στην Προσφυγή                     αρ. 746/13, αποτελεί έκδηλη παρανομία. 

 

Ειδικότερα για το διάταγμα κράτησης, του οποίου η εξέταση της νομιμότητας, χωριστά και ανεξάρτητα από την εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης, επιβάλλεται, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση της αιτήτριας, η αιτήτρια εισηγείται ότι, εφόσον δεν υπήρχε κίνδυνος διαφυγής της και η διεύθυνση της ήταν γνωστή, παραβιάστηκαν οι διατάξεις του                άρθρου 18ΠΣΤ[3] του Νόμου, που προβλέπουν τη λήψη άλλων, ηπιότερων εναλλακτικών μέτρων πριν την έσχατη λύση της κράτησης και επιβάλλουν την ενημέρωση του επηρεαζόμενου για τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της κράτησης του και για τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεση του.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αντικρούοντας τις θέσεις της αιτήτριας υποβάλλει, ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είτε εμπίπτουν στα θέματα της προσφυγής αρ. 746/2013, είτε άπτονται της ουσίας της διαφοράς και δεν μπορούν να εξεταστούν σ' αυτή την ενδιάμεση διαδικασία.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται μέσα στα ιδιαίτερα πλαίσια της διαδικασίας προσωρινού διατάγματος του Κ. 13 πρέπει να ασκείται με τη δέουσα προσοχή και φειδώ, ούτως ώστε να αποφεύγεται η επίλυση νομικών ζητημάτων και η επέμβαση στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης (Εconomides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837).

 

Σύμφωνα με πάγια αρχή της νομολογίας, για την στοιχειοθέτηση έκδηλης παρανομίας, πρέπει η παρανομία που εκ πρώτης όψεως διαπιστώνεται, να είναι προδήλως αναγνωρίσιμη ή εξόφθαλμη και οι παραβίαση να είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων               (βλ. Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857).

 

Από το υλικό που παρουσιάστηκε, προκύπτει ότι η αιτήτρια αφότου εγκατέλειψε την αρχική της εργοδότρια για σκοπούς υποβολής παραπόνου, δήλωσε ως νέα διεύθυνση της, την οδό Αρσινόης 10.

 

Στην εν λόγω διεύθυνση στάληκε ταχυδρομικώς η απόφαση της Διευθύντριας ημερομηνίας 8/5/2012 με την οποία πληροφορείτο η αιτήτρια ότι το αίτημα της για αλλαγή εργοδότη απορρίφθηκε και ότι η άδεια προσωρινής παραμονής της ακυρώθηκε με συνέπεια η περαιτέρω παραμονή της να εδράζεται σε μη νόμιμη βάση.

 

Με την ίδια επιστολή, της υποδείχθηκε ότι θα έπρεπε εντός 14 ημερών να αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κύπρο και ότι σε αντίθετη περίπτωση το Τμήμα θα κινούσε τη διαδικασία απέλασης της.

 

Η θέση της αιτήτριας ότι δεν έλαβε γνώση της πιο πάνω επιστολής, δεν ενισχύει τη θέση της αφού όπως ήδη σημειώθηκε, αντίγραφο της, στάλθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, το Μάρτιο του 2013, στην οργάνωση ΚΙΣΑ η οποία είχε προβεί σε διάβημα εκ μέρους της.

 

Η καταχώριση της προσφυγής αρ. 746/13 που ακολούθησε στις 9/4/2013, επιβεβαιώνει ότι η αιτήτρια είχε, τουλάχιστον από εκείνο το χρονικό σημείο, πλήρη γνώση της απόφασης της 8/5/2012 και του περιεχομένου της και άσκησε τα δικονομικά της δικαιώματα προσβάλλοντας την απόρριψη του αιτήματος της και την ακύρωση της άδειας παραμονής της. Η νομιμότητα βεβαίως αυτών των αποφάσεων δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας, αφού η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.

 

Αυτό που μπορεί εδώ να λεχθεί, σε σχέση με τα επίδικα διατάγματα είναι ότι η εκκρεμούσα προσφυγή δεν συνιστούσε κώλυμα στην έκδοση τους. Έχει εξάλλου νομολογηθεί ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο δεν επιτυγχάνεται δια της αναστολής διατάγματος απέλασης και ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει τις αρχές να επιτρέψουν την παραμονή ενός αιτητή γι' αυτό το σκοπό (βλ. Sayigh v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277).

 

Στην υπόθεση Μοyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, επισημάνθηκε με αναφορά στο άρθρο 30 του Συντάγματος ότι δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού εκκρεμούσης της δίκης του.

 

Κατά τα άλλα, δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αναδύεται έκδηλη παρανομία, τόσο κραυγαλέα που θα δικαιολογούσε την αναστολή των διαταγμάτων σε αυτό το προκαταρκτικό στάδιο.

 

Η αιτήτρια, ήταν ήδη αναζητούμενο πρόσωπο και απηγορευμένη μετανάστρια λόγω της ακύρωσης της άδειας παραμονής της, όταν εντοπίστηκε από μέλη της αστυνομίας, σε διεύθυνση άλλη από τη δηλωθείσα  και συνελήφθη στις 24/4/2014.

 

Είχε προηγουμένως παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (σχεδόν δύο χρόνια) κατά το οποίο η αιτήτρια, θα μπορούσε, αν επιθυμούσε, να αναχωρήσει οικειοθελώς.

 

Η παραμονή της αιτήτριας σε άγνωστη διεύθυνση επί μακρόν, τείνει, κατά την κρίση μου, να καταδείξει βάσιμο κίνδυνο διαφυγής της που δικαιολογούσε την έκδοση και του διατάγματος κράτησης της.

 

Αναφορικά με τις τυπικές προϋποθέσεις που αφορούν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι αυτές έχουν τηρηθεί. Συγκεκριμένα, τα διατάγματα που εκδόθηκαν και επιδόθηκαν στην αιτήτρια με την επιστολή 25/4/2012, περιλαμβάνουν τη νομική βάση και το πραγματικό υπόβαθρο της έκδοσης τους, στη δε επιστολή που της κοινοποιήθηκε στις 26/4/2014 στην Αγγλική γλώσσα την οποία, όπως προκύπτει από την αίτηση εξέτασης παραπόνου, ημερομηνίας 12/1/2012, η αιτήτρια αντιλαμβάνεται (η αίτηση έγινε προσωπικά από την αιτήτρια, είναι συνταγμένη στην Αγγλική γλώσσα και είναι υπογραμμένη από την ίδια), αναφέρεται το δικαίωμα προσφυγής, που έχει ήδη ασκηθεί από την αιτήτρια.   

 

Από το ενώπιον μου υλικό δεν έχω διαπιστώσει παραβίαση, υπό μορφή έκδηλης παρανομίας, δηλαδή ξεκάθαρη παράβαση της διαδικασίας των άρθρων 18ΟΔ - 18Π του Νόμου και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ αναφορικά με την αναγκαστική εκτέλεση απόφασης επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, ούτε και του Κανονισμού 19 σε σχέση με την κοινοποίηση ειδοποίησης σε πρόσωπο που έχει κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης.

 

Δεν έχω επίσης διαπιστώσει περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου που θα οδηγούσε σε συμπέρασμα έκδηλης παρανομίας (Frangos & Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53).

 

Η δυνατότητα διαφορετικού χειρισμού της περίπτωσης, κυρίως σε ό,τι αφορά το θέμα της κράτησης, μέσα στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο εμπίπτει αποκλειστικά στην κρίση των αρμόδιων διοικητικών αρχών, η δε δικαστική επέμβαση σε αυτό το στάδιο περιορίζεται στον έλεγχο της ύπαρξης              έκδηλης παρανομίας, που απετέλεσε και τον αποκλειστικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας.

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η ενδιάμεση αίτηση της αιτήτριας απορρίπτεται, με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 18ΟΘ.-(1) Η απόφαση επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (4). Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο παρόν εδάφιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να αναχωρήσουν ενωρίτερα.

 

[2] 18ΟΗ.-(6) Ο Διευθυντής δύναται να λαμβάνει απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 18ΠΔ μέχρι 18ΠΕ, στο Άρθρο 146 του Συντάγματος και σε άλλες συναφείς διατάξεις του κυπριακού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

[3] 18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν -

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

 

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

 

Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο