ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D378
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 364/2014
6 Ιουνίου, 2014
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. DANIEL BOAFO BOATENG,
2. LUCIA ZATKOVA
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
....................................
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 19/3/14
Νικ. Χαραλαμπίδου (κα), για τους αιτητές
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Οι αιτητές καταχώρησαν την 19/3/14 προσφυγή με την οποία επιζητούν την ακύρωση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή 1, ημερ. 16/3/2014 όπως και διατάγματος της αυτής ημερομηνίας με το οποίο απαγορεύεται η είσοδος του αιτητή στη Δημοκρατία για περίοδο 10 ετών από την ημερομηνία απέλασης του.
Παράλληλα με την καταχώρηση της άνω προσφυγής οι αιτητές καταχώρησαν την ίδια ημέρα και μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνται την αναστολή εκτέλεσης των άνω διαταγμάτων ημερ. 16/3/2014 όπως και διάταγμα με το οποίο να εμποδίζονται οι καθ' ων η αίτηση από του να λάβουν οποιαδήποτε νέα μέτρα και/ή διαδικασίες για την κράτηση και απέλαση του αιτητή 1 από την Κύπρο μέχρι της τελικής εκδίκασης της προσφυγής.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την μονομερή αίτηση ο αιτητής αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι κατάγεται από την Γκάνα και ήλθε στην Κύπρο τον Φεβρουάριο 2005 ως φοιτητής του Intercollege στη Λάρνακα. Η τελευταία άδεια παραμονής του υπό την ιδιότητα του φοιτητή έληξε την 31/1/2006. Αίτηση του για ανανέωση της δεν έτυχε απάντησης.
Με την αιτήτρια 2, η οποία κατάγεται από τη Σλοβακία τέλεσε γάμο την 10/4/2008 και έκτοτε διαμένουν μαζί. Την 12/6/2009 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή και ο αιτητής, αίτηση για παραχώρηση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την 8/12/2000 η αίτηση του αιτητή 1 απορρίφθηκε με τη δικαιολογία μη υποβολής όλων των αναγκαίων εγγράφων και περί το Μάϊο του 2011 συνελήφθη πλην όμως αφέθη ελεύθερος την 16/6/2011. Περί την 22/5/13 υπέβαλε νέα αίτηση για παραχώρηση δελτίου διαμονής, ως άνω, η οποία απορρίφθηκε την 22/11/13 και διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία εντός 1 μηνός με τη δικαιολογία ότι προσπάθησε να εξαπατήσει τις αρχές. Με την προσφυγή τους, αρ. 19/2014, οι αιτητές προσέβαλαν την άνω απόφαση ημερ. 22/11/13. Την 16/3/14 ο αιτητής 1 συνελήφθη από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης με βάση διάταγμα κράτησης και απέλασης του. Στη συνέχεια της ένορκης δήλωσης, ο αιτητή αναφέρεται στην παρανομία που εντοπίζει στην έκδοση των άνω διαταγμάτων και καταλήγει ότι αυτά θα του προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά καθ' ότι δεν θα μπορεί να ζει με τη σύζυγο του η οποία διαμένει και εργάζεται στην Κύπρο.
Με την ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν δυο προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν την εγκυρότητα της ενόρκου δηλώσεως επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση όπως και αριθμό άλλων λόγων που εστιάζονται στη μη στοιχειοθέτηση από τον αιτητή έκδηλης παρανομίας ή ανεπανόρθωτης βλάβης, αναγκαίων προϋποθέσεων για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.
Η ένσταση, η οποία αποτελείται σε 12 λόγους, στηρίζεται σε μια μακροσκελή ένορκη δήλωση η οποία έγινε από Λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπου αναφέρεται το ιστορικό του αιτητή από την άφιξη του στην Κυπριακή Δημοκρατία και τους λόγους για τους οποίους ώθησαν το Τμήμα της να τον θεωρήσει, την 16/3/2014, απαγορευμένο μετανάστη και να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης.
Ο αιτητής, μετά την καταχώρηση της ένστασης, έκρινε αναγκαίο και ζήτησε προς τούτο άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ενόρκου δηλώσεως. Το Δικαστήριο, συναινούντων και των καθ' ων η αίτηση, παραχώρησε άδεια για το σκοπό αυτό.
Στη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση ημερ. 17/4/2014 ο αιτητής αναφέρεται στον τόπο διαμονής του ίδιου και συζύγου του, αιτήτριας 2, όπως και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο γάμο τους. Μεταξύ αυτών η σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης υπό της συζύγου του και διαμονής της μετά τρίτου προσώπου. Τα προβλήματα αυτά, σύμφωνα με τον αιτητή, επιλύθησαν και από τον Οκτώβριο του 2013 διαμένει με τη σύζυγο του στη Λάρνακα, Στασίνου 49.
Να σημειωθεί ότι οι δυο προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται με την ένσταση δεν προωθήθηκαν κατά την ακρόαση και συνεπώς θεωρούνται ως εγκαταλειφθείσες.
Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή ημερ. 16/3/14, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο τους εξεδόθησαν διότι αυτός:
«......θεωρήθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (Κ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2012 και αποφασίστηκε η απέλαση του δυνάμει του άρθρου 27 του περί του δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 έως 2014, καθ' ότι δεν πληρεί τις προϋποθέσεις παραμονής του στη Δημοκρατία.»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ασκώντας τις εξουσίες του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2012 και το άρθρο 188(3) του Συντάγματος, όπως τις εκχωρήθησαν, διέταξε αντίστοιχα την κράτηση και απέλαση του αιτητή στην Γκάνα.
Η ευπαίδετη σύνήγορος των αιτητών στην ικανή αγόρευση της εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΚ στην υπόθεση C136/03 Dorr και Unal, επιβάλλεται η αυτόματη αναστολή της εκτέλεσης των μέτρων απέλασης με την καταχώρηση της προσφυγής εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ως και με την καταχώρηση της προσφυγής αρ. 19/14 εναντίον της απόρριψης της αίτησης παραχώρησης δελτίων διαμονής του αιτητή 1.
Η όλη εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών στηρίζεται επί της υποθέσεως C 136/03, Dorr και Unal. Στην υπόθεση αυτή ο μεν πρώτος ήταν γερμανός υπήκοος και ο δεύτερος Τούρκος υπήκοος. Τέθησαν δυο ερωτήματα, το πρώτο αφορούσε τον Dorr και το δεύτερο τον Unal. Το πρώτο είχε ως ακολούθως:
«Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 64/221 έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας, αφενός, απόφαση περί απομακρύνσεως από την εθνική επικράτεια ληφθείσα κατά υπηκόου άλλου κράτους μέλους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, κατά την εξέταση των δικαστικών προσφυγών που ασκούνται κατά μιας τέτοιας αποφάσεως, μόνο μιας περί της νομιμότητας εκτιμήσεως και, αφετέρου, οι εν λόγω προσφυγές δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.»
Όπως φαίνεται από το άνω ερώτημα αλλά και κατάληξη του Δικαστηρίου στη σκέψη «57», το θέμα αφορούσε απόφαση απομάκρυνσης από ένα κράτος μέλος, υπηκόου άλλου κράτους μέλους. Συνεπώς τα όσα ανέφερε η συνήγορος σε σχέση με τα όσα είπε το Δικαστήριο στις σκέψεις «49», και «52» δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην υπό εξέταση αίτηση καθ' ότι αυτά αφορούν υπήκοο τρίτης χώρας, υπήκοο Γκάνας. Η εισήγηση συνεπώς δεν μπορεί να επιτύχει.
Είναι επίσης εισήγηση της συνηγόρου των αιτητών ότι η περίπτωση του αιτητή 1 εμπίπτει στις πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών του Νόμου του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007) και δεν μπορεί να θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Αμφότερες οι διατάξεις επί των οποίων στηρίζεται η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων δεν συντρέχουν κατά τη συνήγορο. Επίσης ότι ο λόγος απόρριψης της αίτησης του αιτητή 1 για παραχώρηση δελτίου διαμονής και έκδοσης των προσβαλλομένων διαταγμάτων δεν εμπίπτει στους λόγους απόρριψης τέτοιας αίτησης σύμφωνα με το Ν. 7(Ι)/2007 αλλά ούτε μπορούσαν να εκδοθούν τα άνω διατάγματα εναντίον μέλους της οικογένειας ευρωπαίου πολίτη σύμφωνα με τον άνω νόμο πριν από την άσκηση αποτελεσματικού ένδικου μέσου εναντίον της απόφασης για απόρριψη της αίτησης. Περαιτέρω είναι εισήγηση της ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν σεβάστηκαν τις διαδικασίες εγγυήσεις του Ν. 7(Ι)/2007 και δεν σεβάστηκαν το δικαίωμα πρόσβασης των αιτητών σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, συλλαμβάνοντας τον αιτητή 1 ενόσω οι αιτητές άσκησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να μην παραχωρήσουν δελτίο διαμονής. Είναι η εισήγηση της επίσης ότι η κράτηση του αιτητή 1 με σκοπό την απέλαση είναι παράνομη αφού απαγορεύεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο ενώ κανένας νόμος δεν την ρυθμίζει ή την επιτρέπει. Επίσης είναι η εισήγηση της ότι η κράτηση του αιτητή 1 είναι παράνομη γιατί παραβιάζει μεταξύ άλλων τις αρχές του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ διότι δεν εξετάστηκε κατά πόσο μπορούν να επιβληθούν άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Συμπλήρωσε περαιτέρω ότι μετά την καταχώρηση της προσφυγής και εξεταζομένης της αίτησης του για αναστολή του διατάγματος απέλασης του αιτητή 1, είναι πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης του, και ως εκ τούτου παύουν να ισχύουν οι όροι του εδαφίου (1) και η κράτηση παύει να δικαιολογείται. Δεδομένης δε της αναστολής του διάταγματος απέλασης θα έπρεπε να ανασταλεί και το διάταγμα κράτησης του εφόσον αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρώτο και είναι νόμιμο μόνο εφόσον η κράτηση διατάσσεται μέχρι την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Όλα τα πιο πάνω σύμφωνα με τη συνήγορο συνιστούν έκδηλη παρανομία και ως εκ τούτου η αίτηση θα πρέπει να επιτύχει.
Αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Σύμφωνα με αυτή οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καθ' όλα ορθά, νόμιμα και σύμφωνα με το νόμο.
Η έκδοση διατάγματος κάτω από τις πρόνοιες του Καν. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι δυνατή εφ' όσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης. Θα πρέπει η παρανομία αν δεν αναδύεται αυτόματα να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. (βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 Α.Α.Δ. 32).
Η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων στηρίζεται και στο άρθρο 27 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία, Νόμου του 2007 έως 2013, Ν. 7(Ι)/2007, το οποίο στο εδάφιο 2 ορίζει μεταξύ άλλων, ότι τα μέλη της οικογένειας πολίτη της ένωσης έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 20 ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Συνεπώς η επίκληση της ιδιότητας μέλους οικογένειας πολίτη της ένωσης, από μόνη της δεν είναι αρκετή να προσδώσει στον αιτητή το δικαίωμα διαμονής. Η ισχυριζόμενη υπό αυτού παρανομία είναι υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης και συνεπακόλουθα έξω από την εμβέλεια της έννοιας, έκδηλης παρανομίας. Αυτό βέβαια οδηγεί και σ' ένα περαιτέρω θέμα. Η έκδηλη παρανομία δεν θα μπορούσε να κριθεί, στα στενά πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, εκ προοιμίου, εφ' όσον αυτή συναρτάται προς την ουσία της προσφυγής που αφορά την ουσιαστική διάγνωση της νομιμότητας της βάσης έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων.
Αναφορικά με την διαζευκτική προϋπόθεση στήριξης του αιτήματος και που αφορά την ενδεχόμενη πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στους αιτητές εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, παρατηρώ ότι κατά το στάδιο της ακρόασης δεν προωθηθεί το θέμα στο δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου είμαι της γνώμης ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι τυχόν ζημιά που θα υποστούν οι αιτητές από την κράτηση και απέλαση του αιτητή 1 δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής βάσει του δικαιώματος που του παρέχει το Σύνταγμα, Άρθρο 146.
Η αίτηση απορρίπτεται με €500 έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ