ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημητριάδη Aνθή Δημήτρη και Άλλοι ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 ΑΑΔ 85
Χριστοδούλου Γεώργιος και Άλλοι ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΧΑΠΕΡΗ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1283/2007, 17 Δεκεμβρίου 2008
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1564/2012)
24 Ιουνίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΚΟΥΛΕΝΤΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Μ. Κοτσώνη (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση διώροφης κατοικίας στο τεμάχιό της στις Πάνω Πλάτρες. Αίτημα για έκδοση πολεοδομικής άδειας με απόκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της Εντολής 1/1994 ως προς την προσπέλαση του τεμαχίου απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Εν τέλει, απορρίφθηκε και η αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή και η προσφυγή στρέφεται κατά των πιο πάνω απορριπτικών αποφάσεων.
Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών περιέχεται στην επιστολή του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου προς τον Επαρχιακό Λειτουργό Λεμεσού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (αρμόδια Πολεοδομική Αρχή). Στην απόφασή του ο Υπουργός κατέληξε αφού έλαβε υπόψη πως «η ανάπτυξη προτείνεται σε ζώνη προστασίας Ζ1, καθώς και κοντά σε κρατικό δάσος ενώ τυχόν έγκρισή της θα συμβάλει στη διασπορά μεμονωμένων κατοικιών εκτός των καθορισμένων ορίων ανάπτυξης, ανατρέποντας, κατά συνέπεια, τη βασική Στρατηγική Ανάπτυξης της Δήλωσης Πολιτικής, η οποία είναι η επιδίωξη της συμπαγούς και συγκεντρωμένης ανάπτυξης εντός των καθορισμένων ζωνών ανάπτυξης, δημιουργώντας παράλληλα κακό προηγούμενο και το ενδεχόμενο συσσώρευσης τέτοιων αναπτύξεων στη συγκεκριμένη περιοχή με συνεπαγόμενες αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα υλοποίησης των στρατηγικών στόχων του Σχεδίου Ανάπτυξης (πέραν του διαβλεπομένου κινδύνου πρόκλησης ατυχημάτων δεδομένου του μακρού μήκους του δικαιώματος διάβασης, το οποίο υπερβαίνει το μέγιστο καθοριζόμενο από τους σχετικούς κανονισμούς)» και συνεπώς «έκρινε ότι το αίτημα χορήγησης απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94, ώστε η προσπέλαση του τεμαχίου να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για σκοπούς ανάπτυξης, δεν είναι δικαιολογημένο».
Στη Γνωστοποίηση Αρνήσεως Χορηγήσεως Πολεοδομικής Άδειας περιέχονται οι λόγοι αρνήσεως ενώ γίνεται και αναφορά στην πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ως ακολούθως:-
«(500) Η προτεινόμενη ανάπτυξη (κατοικία) δεν μπορεί να επιτραπεί επειδή κρίνεται ότι η χωροθέτηση της εκτός ορίου ανάπτυξης και σε μεγάλη απόσταση από αυτό δυνατό να επηρεάσει αρνητικά την Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης ενθαρρύνοντας την διάσπαρτη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σοβαρών λειτουργικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων (Κεφ. 2, παρ. 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής. Επίσης καταστρατηγούνται οι αρχές της αειφόρου ανάπτυξης με την μη προγραμματισμένη και αλόγιστη χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του τόπου και ειδικά της γης, του νερού και του υπόγειου πλούτου (Κεφ. 1, Παρ. 1.8(β) της Δήλωσης Πολιτικής).
(501) Το τεμάχιο δεν διαθέτει κατάλληλη, ικανοποιητική, άνετη και ασφαλή δημόσια προσπέλαση, απαραίτητη προϋπόθεση για την προτεινόμενη ανάπτυξη (κατοικία) σε αντίθεση με την Πολιτική 3.1(γ) - Κεφάλαιο 3 των Γενικών Προνοιών Πολιτικής της Δήλωσης Πολιτικής και όπως αυτή επεξηγείται με την Εντολή 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών.
Σημειώσεις:
(α) Σχετικό με τους Λόγους Άρνησης (500) και (501) πιο πάνω είναι και το περιεχόμενο της απαντητικής προς εμάς επιστολής του Υπουργείου Εσωτερικών σε αίτημα δικό σας για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 ώστε να καταστεί δυνατή η χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας για ανέγερση κατοικίας,
(β) Ενόψει των πιο πάνω Λόγων Άρνησης η αίτηση δεν μελετήθηκε σε παραπέρα λεπτομέρεια.»
Η αιτήτρια στη συνέχεια, ασκώντας το δικαίωμά της με βάση το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή. Το Υπουργείο Εσωτερικών, έχοντας αξιολογήσει τα επιχειρήματα της αιτήτριας καθώς και την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής, υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή για εξέταση Ιεραρχικών Προσφυγών σχετικό Σημείωμα. Η Υπουργική Επιτροπή αφού μελέτησε το εν λόγω Σημείωμα και εξέτασε τα σχετικά γεγονότα, την απόφαση και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, τους λόγους οι οποίοι υποστήριζαν την Ιεραρχική Προσφυγή της αιτήτριας, καθώς και το γεγονός ότι τυχόν έγκριση της προτεινόμενης ανάπτυξης θα συμβάλει στη διασπορά μεμονωμένων κατοικιών εκτός των καθορισμένων Ορίων Ανάπτυξης, δημιουργώντας παράλληλα κακό προηγούμενο και το ενδεχόμενο συσσώρευσης τέτοιων αναπτύξεων στη συγκεκριμένη περιοχή καθώς και ότι αίτημα για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/1994, ώστε η προσπέλαση του τεμαχίου να θεωρηθεί ικανοποιητική για σκοπούς ανέγερσης απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και της Δήλωσης Πολιτικής.
Εγείρεται αριθμός λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης με κυρίαρχο, όπως προκύπτει από τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, την πλάνη στην κρίση τόσο της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής όσο και της Υπουργικής Επιτροπής εφόσον το τεμάχιο της αιτήτριας διαθέτει ικανοποιητική προσπέλαση. Επικαλείται τροποποιημένη την Εντολή 1/1994, τροποποίηση η οποία αγνοήθηκε ενώ εν πάση περιπτώσει ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμος, ο οποίος προβλέπει για προσπέλαση απόσταση γύρω στα 300μ (της αιτήτριας ήταν 330) υπερέχει της Εντολής και ως εκ τούτου έπρεπε οι πρόνοιές του να ληφθούν υπόψη αντί της Εντολής. Περαιτέρω, πως εσφαλμένα η Υπουργική Επιτροπή εξομοίωσε την ιεραρχική προσφυγή με έφεση χωρίς να προβεί η ίδια σε εξ αρχής εκτίμηση των δεδομένων της αίτησης. Ενώ εξάλλου, με την απόρριψη της αίτησης παραβιάζεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος, εφόσον η αιτήτρια παρανόμως στερείται έτσι της περιουσίας της. Επίσης, η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή δεν άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα εφόσον αναιτιολόγητα και χωρίς τη δέουσα έρευνα, δέχθηκε απλώς ως είχαν τις εισηγήσεις της πρότασης. Παραβιάζεται δε το Άρθρο 28 του Συντάγματος εφόσον δόθηκαν άδειες στην ίδια περιοχή που ανήκει και το τεμάχιο της αιτήτριας λίγους μήνες πριν την υποβολή της αίτησης της αιτήτριας, σε τεμάχια τα οποία η αιτήτρια περιγράφει, «για σκοπούς ιδιοκατοίκησης, ως η περίπτωση της αιτήτριας». Αυτό μάλιστα, παρά το ότι πριν καν αγοράσει το επίδικο τεμάχιο, είχε τις διαβεβαιώσεις τόσο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού και της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού πως μπορούσε να ανεγείρει εξοχική κατοικία εάν εξασφάλιζε διάβαση και κατασκεύαζε δρόμο.
Η τελική δε πάσχουσα κρίση της Υπουργικής Επιτροπής, παραβίασε επίσης το δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας, οι απόψεις της οποίας δεν ζητήθηκαν καν, ενώ λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις του «αντιδίκου» της, δηλαδή της Πολεοδομικής Αρχής, επί νέων μάλιστα στοιχείων τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η αιτήτρια βάλλει περαιτέρω κατά της παράνομης όπως την περιγράφει, παρουσίας «του ήδη μεροληπτικά προαποφασισμένου Υπουργού Εσωτερικών» καθώς και της μη τήρησης άρτιων πρακτικών αφού στο πρακτικό της 17.9.2012 καταγράφονται μόνο τα προκαταρκτικά θέματα χωρίς να διαφαίνεται τι ακριβώς λέχθηκε ή οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που δόθηκαν από διάφορους λειτουργούς και οι οποίες οδήγησαν την Υπουργική Επιτροπή στην απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής της αιτήτριας.
Στη δε απόρριψη της αίτησης για απόκλιση από τον Υπουργό Εσωτερικών εσφαλμένα δεν λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις του Επάρχου Λεμεσού και του Κοινοτικού Συμβουλίου οι οποίοι εισηγήθηκαν έγκριση της ζητούμενης απόκλισης, μη έχοντας ένσταση σε σχέση με το συγκεκριμένο μήκος δικαιώματος διάβασης. Οπότε, χωρίς δέουσα έρευνα και αναιτιολόγητα, ο Υπουργός Εσωτερικών απέρριψε την αίτηση με απλή αναφορά στο ότι το τεμάχιο βρίσκεται σε ζώνη προστασίας Ζ1. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται η εντολή για να απαντήσει ο συγκεκριμένος λειτουργός ο οποίος υπογράφει για Αν. Γενικό Διευθυντή, αντί του Υπουργού.
Στο Κεφ. 3.1(γ) των Γενικών Προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής αναφέρεται ότι η ανάπτυξη επιτρέπεται μόνο εφόσον το ακίνητο διαθέτει «ικανοποιητική προσπέλαση». Με σχετική υποσημείωση διευκρινίζεται ότι ο όρος «ικανοποιητική προσπέλαση», ερμηνεύεται με Εντολή του Υπουργού. Η Εντολή του Υπουργού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 6 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 Ν. 90/1972.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2.5 της σχετικής Εντολής 1/1994:-
«2.5. Δικαίωμα διόδου, ελάχιστου πλάτους και μέγιστου μήκους όπως καθορίζονται με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών, εκτός όπου καθορίζεται διαφορετικά σε Σχέδιο Ανάπτυξης, νοουμένου ότι καταλήγει σε αποδεκτή μορφή προσπέλασης, ανάλογα με τη σκοπούμενη ανάπτυξη. Σε περίπτωση που το δικαίωμα διόδου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απρόσκοπτα και άνετα από οχήματα, δυνατό να μη θεωρείται ως ικανοποιητική προσπέλαση για σκοπούς χορήγησης πολεοδομικής άδειας, ανάλογα με τα δεδομένα της περίπτωσης».
Προκύπτει συνεπώς, πως η Εντολή, στην οποία τόσο η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή στηρίχθηκε στην απόρριψη της αίτησης για πολεοδομική άδεια όσο και η Υπουργική Επιτροπή στηρίχθηκε στην απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής, είναι στις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου που παραπέμπει καθώς και στις πρόνοιες των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, θεωρώ ορθή τη θέση των καθ' ων η αίτηση πως οι πρόνοιες του άρθρου 4Α(β) εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής αφού ο αναφερόμενος στο εν λόγω άρθρο Νόμος περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (∆ιακατοχή, Εγγραφή και Εκτίµησις) τέθηκε σε ισχύ σε κατοπινή του διαχωρισμού του τεμαχίου ημερομηνία, ο διαχωρισμός έχοντας γίνει το 1944. Συνεπώς, ο ισχυρισμός πως υπό πλάνη ο Υπουργός Εσωτερικών θεώρησε πως το τεμάχιο προέκυψε από διαίρεση μεγαλύτερου τεμαχίου δυνάμει του Κανονισμού 15Β των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών και όχι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 4Α(β)(iii) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου δεν ευσταθεί.
Βάσει των εν λόγω Κανονισμών, για την ανέγερση κατοικίας, όπως στην παρούσα περίπτωση, απαιτείται η ύπαρξη δικαιώματος διόδου γύρω στα 180 μέτρα και πλάτους 3,65 μέτρων. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, κρίνω ως εύλογη τη διοικητική κατάληξη πως ενόψει της έκτασης των 330 μέτρων της αναφερόμενης διόδου, παρατηρείται σοβαρή απόκλιση από τις πρόνοιες της Εντολής 1/1994 στην οποία και, όπως λέχθηκε, καθορίζεται η ερμηνεία του όρου «ικανοποιητική προσπέλαση».
Γι' αυτό το λόγο η Πολεοδομική Αρχή απέστειλε αίτημα της αιτήτριας στον Υπουργό Εσωτερικών για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως ο Υπουργός Εσωτερικών όφειλε να λάβει υπόψη τροποποίηση της σχετικής Εντολής δεν μπορεί να γίνει δεκτός καθότι η εν λόγω τροποποίηση αναφέρεται σε ανέγερση της πρώτης κατοικίας και το έχουμε πως η αιτήτρια είναι στην ανέγερση εξοχικής κατοικίας που θα προέβαινε.
Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως παρανόμως συμμετείχε στην Υπουργική Επιτροπή ο «ήδη μεροληπτικά προαποφασισμένος Υπουργός Εσωτερικών» ευσταθεί.
Στην Ανδρέας Σκαπούλλαρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 696/2009, ημερ. 20.4.2011 υιοθετήθηκαν τα ακόλουθα από την Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85 τα οποία εν προκειμένω τυγχάνουν και εδώ εφαρμογής και ως εκ τούτου υιοθετούνται αντί οποιουδήποτε άλλου σχολιασμού:-
«Ως προς τη δεύτερη πτυχή του θέματος, η οποία αναφέρεται στη διπλή εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών, τόσο στη συλλογή στοιχείων και υποβολή σημειώματος προς την Υπουργική Επιτροπή, όσο και στη συμμετοχή του στη σύνθεση της Επιτροπής, και αυτό το θέμα εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 975/2007. Στη σελ. 8 της απόφασης είχαν λεχθεί και τα εξής:-
"Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής διότι σ΄ αυτή συμμετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (ΚΔΠ 53/96) ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο στους Επαρχιακούς Λειτουργούς. Επί του θέματος σχετική είναι η απόφασή μου στην Χαπέρη ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Προσφυγή 1283/2007, 17.12.2008, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:
Προβάλλεται, τέλος, στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, καθότι δεν φαίνεται στο σχετικό πρακτικό εάν συμμετείχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Εάν όντως συμμετείχε, τότε η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) "η Πολεοδομική Αρχή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες". Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων θεσμοθετήθηκε με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (Κ.Δ.Π. 53/96) από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ότι, στις περιοχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στα δημοτικά όρια των Δήμων, οι οποίοι κατονομάζονται στη διάταξη, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Παραλιμνίου, οι εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για πολεοδομικό έλεγχο, στο υπό συζήτηση ζήτημα, εκχωρήθηκαν στους "κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς". Πολεοδομική Αρχή, στην περίπτωση της αιτήτριας, ήταν ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Όχι ο Υπουργός Εσωτερικών. Το ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είναι η προϊσταμένη αρχή δεν επηρεάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια, ως Πολεοδομική Αρχή, ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή συνέβαλε στη δημιουργία δυσμενών αποτελεσμάτων για την αιτήτρια, ότι, δηλαδή, ο Υπουργός Εσωτερικών εστερείτο των εχέγγυων αμεροληψίας. (Βλ. Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ)."»
Αναφορικά με το παράπονο της αιτήτριας πως παραβιάζεται το Άρθρο 28 του Συντάγματος εφόσον δόθηκαν άδειες στα περιγραφόμενα τεμάχια στην ίδια περιοχή που ανήκει και το τεμάχιό της, παρατηρώ πως ενόψει του ότι αυτές οι λεπτομέρειες τίθενται για πρώτη φορά από την αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι ενώπιον της διοίκησης ώστε να υπάρχει επί τούτων διοικητική κρίση την οποία το Δικαστήριο να ελέγξει, δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να τοποθετηθεί πρωτογενώς.
Ούτε και είναι αντιφατική η συμπεριφορά της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής, ως είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας, όταν από τη μια εισηγήθηκε προς τον Υπουργό Εσωτερικών τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά απόκλιση ενώ στη συνέχεια απέρριψε την αιτούμενη πολεοδομική άδεια. Είναι καθαρό πως η Πολεοδομική Αρχή δεν νομιμοποιείτο να εκδώσει πολεοδομική άδεια κατά απόκλιση, δεν υπήρχε όμως οτιδήποτε το οποίο να την περιορίζει να εισηγηθεί την τέτοια έκδοση από το αρμόδιο όργανο.
Περαιτέρω, δεν διαπιστώνω ανεπάρκεια στη διεξαχθείσα έρευνα από την Υπουργική Επιτροπή και ακριβώς το σημείωμα του Υπουργού Εσωτερικών εντάσσεται στα πλαίσια της έρευνας αυτής. Σκοπός του σημειώματος δεν ήταν η δέσμευση της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής. Με αυτό, τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής οι λεπτομέρειες της υποβληθείσας αίτησης οι οποίες περιλάμβαναν τις θέσεις της αιτήτριας στην Ιεραρχική Προσφυγή της. Συνοψίζονταν οι θέσεις των αρμόδιων φορέων έναντι της Ιεραρχικής Προσφυγής, μεταξύ αυτών οι απορριπτικές απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής και του Υπουργείου Εσωτερικών και το γεγονός ότι ο Έπαρχος Λεμεσού δεν τοποθετήθηκε επί της Προσφυγής ενώ ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως θα τοποθετείτο κατά την προκαταρκτική συνεδρία, τέθηκαν τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου και επεξηγήθηκαν οι λόγοι άρνησης της πολεοδομικής άδειας.
Έχουν δε προεκτεθεί τα όσα η Υπουργική Επιτροπή έλαβε υπόψη ώστε εν τέλει να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και της Δήλωσης Πολιτικής. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η τελική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής συμπίπτει με τις εισηγήσεις του Υπουργείου Εσωτερικών δεν αποκαλύπτει, ούτε απεμπόληση εξουσίας, ούτε αποποίηση εκτέλεσης καθηκόντων (βλ. Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., ανωτέρω).
Ούτε διαπιστώνεται αναρμοδιότητα στην ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών, ως είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας, ζήτημα το οποίο, όπως έχει λεχθεί στη Σκαπούλλαρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1768/2009, ημερ. 30.12.2010, έχει ήδη πλειστάκις απαντηθεί μέσα από σαφή προς τούτο νομολογία και κακώς επαναφέρεται προς συζήτηση. Συναφής είναι και η απόφαση της Ολομέλειας Χριστοδούλου κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810, στην οποία διευκρινίστηκε ότι:-
«Ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει" εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου.»
Το δε δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας θεωρώ πως δεν παραβιάστηκε εφόσον η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις της, είναι δε δυνητική και όχι υποχρεωτική η εξουσία της Υπουργικής Επιτροπής να ακούσει τον ενδιαφερόμενο αν το κρίνει σκόπιμο (Καν. 7(4) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90). Η εξουσία αυτή δεν ασκήθηκε πλημμελώς και συνεπώς δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Πολύ εύστοχα εξηγείται στη Σκαπούλλαρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, πως η απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής δεν δημιουργεί περιορισμό του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη του τεμαχίου, έξω από τα καθοριζόμενα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, κριτήρια. Ειδικότερα, λέχθηκαν τα ακόλουθα:-
«. η απόρριψη αίτησης για πολεοδομική άδεια έχει πλειστάκις κριθεί ως μη αποτελούσα περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας, αλλά εμπίπτει στο δικαίωμα της διοίκησης να επιβάλει όρους και προδιαγραφές που στοχεύουν στην όσο το δυνατό καλύτερη πολεοδομική ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εφαρμόζεται, για παράδειγμα, το οικείο Τοπικό Σχέδιο».
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παρανομία στη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής εγκαταλείφθηκε μετά την προσκόμιση των σχετικών πρακτικών από τους καθ' ων η αίτηση. Διατηρήθηκε όμως ο ισχυρισμός για μη τήρηση άρτιων πρακτικών τα οποία θα φανέρωναν ποιες ήταν οι «επεξηγήσεις και διευκρινίσεις» που δόθηκαν από διάφορους λειτουργούς και πόσον αυτές επηρέασαν την τελική απόφαση ώστε να καθίστατο εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη της αιτήτριας ούτε επί του προκειμένου. Οι καθ' ων η αίτηση παρουσίασαν πλήρες πρακτικό στο οποίο κατονομάζονται οι τρεις αρμόδιοι Υπουργοί οι οποίοι ήταν παρόντες κατά τη συνεδρία της 17.9.2012 με σκοπό την εξέταση διάφορων ιεραρχικών προσφυγών, μεταξύ αυτών και της αιτήτριας. Παρευρίσκονταν επίσης υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι παρουσίασαν τις Ιεραρχικές Προσφυγές, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, τα έγγραφα που σχετίζονταν με την κάθε Προσφυγή και έδωσαν στην Επιτροπή επεξηγήσεις και διευκρινίσεις επί θεμάτων που σχετίζονταν κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή των υποθέσεων που εξετάσθηκαν. Πριν την εξέταση των Ιεραρχικών Προσφυγών από την Επιτροπή, οι υπηρεσιακοί παράγοντες αποχώρησαν από τη συνεδρία. Δεν θεωρώ πως ο δικαστικός έλεγχος είναι ανέφικτος επειδή δεν καταγράφηκαν λεπτομερώς οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από τους υπηρεσιακούς παράγοντες προς την Επιτροπή με αποτέλεσμα το πρακτικό αυτό να κρίνεται άρτιο (βλ. 1. Θεοδώρα Κυπριανού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1558/2008, ημερ. 30.6.2010). Στην κρίση αυτή συνέτεινε και η ομοφωνία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι δεν υπήρχαν συγκρουόμενες απόψεις των μελών οι οποίες ενδεχομένως να απαιτείτο να καταγράφονταν στο σχετικό πρακτικό (βλ. σχετικά Φάρμα Ανδρέου και Κωστή Λίμιτεδ κ.ά. ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. 62/06, ημερ. 23.1.2008).
Παρατηρώ επίσης πως στο ίδιο πρακτικό καταγράφεται πως, ενόψει της κατάληξης της Επιτροπής ως προς την ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, η αιτιολογία της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής αποτελεί την αιτιολογία της Απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής. Διαφαίνεται συνεπώς, και το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην 1. Golden Coast Ltd κ.α. ν. 1. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 1487/2010, ημερ. 24.5.2012 έκρινα συναφώς τα ακόλουθα τα οποία υιοθετούνται και στην παρούσα:-
«Τα επίδικα πρακτικά περιέχουν ικανοποιητικές λεπτομέρειες ώστε σε συνδυασμό με το Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο γίνεται αναφορά στο ίδιο το πρακτικό, να αποκαλύπτονται όχι μόνο οι αποφάσεις που λήφθηκαν, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε σ' αυτές. Πέραν τούτου, αναφέρεται ρητά στα πρακτικά ότι η Υπουργική Επιτροπή υιοθετεί την αιτιολογία της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής την οποία θεώρησε ορθή. Τα πρακτικά αν και θα μπορούσαν να είναι διατυπωμένα με διαφορετικό τρόπο, εντούτοις δεν στερούνται της ελάχιστης απαιτούμενης σαφήνειας ως προς τις αποφάσεις που λήφθηκαν και εν πάση περιπτώσει δεν στερούν από το Δικαστήριο την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου επί της νομιμότητας της πράξης».
Περαιτέρω, σε σχέση με τον ισχυρισμό πως στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά απόκλιση δεν φαίνεται να μελετήθηκαν οι θετικές απόψεις άλλων φορέων και ειδικότερα του Επάρχου Λεμεσού, του Κοινοτικού Συμβουλίου καθώς και της Πολεοδομικής Αρχής παρατηρείται πως ο αρμόδιος Υπουργός «αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία», εννοείται, καθώς αντιλαμβάνομαι, και τις θετικές αυτές απόψεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Τέλος, δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί ο ισχυρισμός ότι ελλείπει η εντολή για σύνταξη της επιστολής από λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών για Αν. Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών η οποία μεταφέρει την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για απόρριψη της αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά απόκλιση καθότι δεν περιέχεται τέτοιος λόγος ακύρωσης στην προσφυγή της αιτήτριας. Καταγράφεται μόνο στο νομικό σημείο αρ. 21 της Αίτησης πως «εσφαλμένα ο Υπουργός Εσωτερικών απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για απόκλιση από την Εντολή 1/94» κατά σαφή, καθώς αντιλαμβάνομαι, παραδοχή πως υπάρχει τέτοια απόφαση από τον αρμόδιο Υπουργό πράγμα το οποίο συγκρούεται με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί ανυπαρξίας της μεταφερθείσας από το λειτουργό απόφασης.
Κατά τα λοιπά, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η εν τέλει απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και καθόλα αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ των Καθ' ων η αίτηση €1.300 έξοδα.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ