ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D345
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1431/2012)
23 Μαΐου 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 28, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΛΩΡΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Μ. Κοτσώνη (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για την αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα αίτηση αποτελεί απότοκο της απόφασης της πειθαρχικής επιτροπής των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία επιβλήθηκε κατά συνοπτική διαδικασία στην αιτήτρια η πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης για διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Εξ υπαρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το υπό κρίση ζήτημα: η διεξαχθείσα πειθαρχική διαδικασία ήταν συνοπτικής φύσεως και διεξήχθη στη βάση των προδιαγραφών του άρθρου 82. Το Μέρος VII του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε, συμπεριλαμβάνει τον Πειθαρχικό Κώδικα των Δημοσίων Υπαλλήλων. Το υπό κρίση ερώτημα καλύπτεται από τα άρθρα 73-86. Η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που συμπεριλαμβάνονται στο Μέρος Ι του πρώτου πίνακα και στη συνέχεια να επιβάλλει οποιεσδήποτε ποινές, άρθρο 82. Αν η αρμόδια αρχή κρίνει μετά από την διεξαχθείσα ενδοτμηματική έρευνα, κάτω από το άρθρο 81, ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο είναι επιδεκτικό συνοπτικής εκδίκασης παρέχονται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων, αν υπάρχουν, και στη συνέχεια του δίνεται η ευκαιρία να ακουστεί. Αφού ακουστεί ο υπάλληλος, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του πρώτου πίνακα αφού προηγουμένως τον ακούσει για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής (άρθρο 82(2) και (3)).
Στην αιτήτρια επεβλήθη ποινή αυστηρής επίπληξης σύμφωνα με άρθρα 79(3) και 80(1) του Νόμου, αυστηρή επίπληξη που γίνεται γραπτώς και καταχωρείται στον προσωπικό φάκελο, ενώ μετά από παρέλευση πέντε χρόνων από την επιβολή της, διαγράφεται και αποσύρεται. Η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι της επιβλήθηκε ποινή με την επιστολή της πρώτης Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, η οποία εξουσιοδοτήθηκε να προχωρήσει στη συνοπτική εκδίκαση του πειθαρχικού παραπτώματος. Το ιστορικό και η πορεία που πήρε η υπόθεση μέχρι και τη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας δεν θα αποτελέσει πεδίο διερεύνησης εφόσον ουσιαστικά τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι τις 21.5.2012, μετά από ολοκλήρωση της έρευνας η ερευνώσα λειτουργός μετά που πήρε δεκατρείς καταθέσεις από διάφορα άτομα, τα οποία σχετίζονταν άμεσα με το υπό διερεύνηση ζήτημα, και μετά από προσωπική συνάντηση στις 30.4.2012 με την αιτήτρια κατά την οποία η τελευταία ενημερώθηκε για τη σχετική διαδικασία, έλαβε από αυτήν γραπτή κατάθεση και προχώρησε στη διερεύνηση του ζητήματος. Αναφέρει στην έκθεση της η ερευνώσα λειτουργός, δεν αμφισβητείται, ότι στις 15.5.2012 δόθηκαν στην αιτήτρια αντίγραφα των γραπτών καταθέσεων και η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να απαντήσει με γραπτή επιστολή της ημερ. 18.5.2012 και να τοποθετηθεί στις υπό διερεύνηση κατηγορίες, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί μέσα από τις γραπτές καταθέσεις. Με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία η ερευνώσα λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια «φαίνεται να διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της». Έτσι στις 5.6.2012 εξουσιοδοτήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η κα Μαρία Κυρατζή, πρώτη Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών να προχωρήσει σε συνοπτική εκδίκαση του παραπτώματος και να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ του πρώτου πίνακα του Νόμου. Ακολούθησε και πάλι 21.6.2012 συνάντηση με την αιτήτρια έτσι ώστε η τελευταία να ακουστεί και για σκοπούς επιβολής της ποινής. Ο συνήγορος της αιτήτριας αμφισβήτησε την νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, της έρευνας και εν τέλει καταδίκης της αιτήτριας, προβάλλοντας ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης σε όλη τους την έκταση κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος και των δικαιωμάτων που αυτό διασφαλίζει: ουσιαστικά, είναι η θέση του, χωρίς διεξαγωγή δίκης, αλλά στη βάση πειθαρχικής έρευνας και συλλογής των σχετικών καταγγελιών και καταθέσεων η λειτουργός προχώρησε σε τελική κρίση ενοχής. Ό,τι ακολούθησε μέχρι την επιβολή ποινής πάσχει πολλαπλώς. Ουσιαστικά προωθήθηκε μια διαδικασία που σαφέστατα δεν συνιστούσε πειθαρχική δίκη αλλά παρέμεινε στο ζήτημα επιβολής ποινής χωρίς να δικαστεί πειθαρχικά η αιτήτρια την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση ήδη θεωρούσαν ένοχη γιατί έτσι έκριναν άλλοι στη βάση μόνο πειθαρχικής έρευνας με αποτέλεσμα να περιοριστούν τα δικαιώματα της αιτήτριας η οποία ακούστηκε μόνο στο στάδιο επιβολής της επιμέτρησης της ποινής.
Οι καθ΄ ων η αίτηση επικεντρώνονται στη φύση της διαδικασίας και του συνοπτικού της εκδίκασης των συγκεκριμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά την οποία δεν διεξάγεται ουσιαστική δίκη. Παρά ταύτα, εισηγούνται, ότι τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα της διαδικασίας και τα όσα προβλέπονται στο σχετικό Νόμο πριν η ερευνώσα λειτουργός να προχωρήσει στην επιβολή της ποινής.
Είναι σαφές ότι οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και τα δικαιώματα ενός κατηγορούμενου κατά τη διεξαγωγή ποινικής δίκης εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τη διαδικασία πειθαρχικής δίωξης (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690). Δεν μπορεί να μας διαφεύγει ότι η πειθαρχική διαδικασία ήταν συνοπτικής φύσεως στη βάση των προδιαγραφών του άρθρου 82 και όχι διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 83, ώστε να απαιτείται να ακολουθηθεί η πρόνοια του εδ. (6) όπου ρητά προνοείται ότι σε υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά παρέχεται η ευκαιρία να ακουστεί, τόσο πριν από τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και πριν από την επιβολή ποινής.
Από τα πρακτικά της συνάντησης της Λειτουργού με την αιτήτρια στην παρουσία του Επαρχιακού Λειτουργού Ευημερίας Λάρνακας, της συντονίστριας των Κρατικών Ιδρυμάτων της ίδιας επαρχίας ως άμεσα διοικητικά προϊσταμένων της αιτήτριας, δόθηκε η ευκαιρία στην τελευταία να τοποθετηθεί και να εκφράσει τις απόψεις της ως προς το πόρισμα της ερευνώσας λειτουργού και κατέληξαν ότι διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Η αιτήτρια, μη αποδεχόμενη το αποτέλεσμα, πρόβαλε ότι όλα αυτά είναι συκοφαντίες μελών του προσωπικού, συναδέλφων και άλλων, αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις ως προς την μέθοδο άσκησης των καθηκόντων. Εν γένει ότι η αιτήτρια τηρούσε αρνητική στάση και δεν αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Καταγράφεται επίσης ότι μετά τη λήξη της συνάντησης και της αποχώρησης των παρευρισκομένων, η Λειτουργός συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία, εκθέσεις και σχετικά έγγραφα, όπως διαβιβάστηκαν με επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 5.6.2012, συμπεριλαμβανομένων των όσων η αιτήτρια ανέφερε στη συνάντηση ημερ. 25.6.2012, για να καταλήξει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα. Για να συνεχίσει: «Σύμφωνα με τα πιο πάνω κατέληξα στην απόφαση της επιβολής ποινής της αυστηρής επίπληξης . Η κα Σωτηρίου ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση αυτή.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση ακολούθησαν το γράμμα του Νόμου και προχώρησαν στη δέουσα και ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις και τη φύση της υπόθεσης έρευνα πριν καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση. Το γεγονός ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα στην αιτήτρια να ξανακουστεί κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής όπως προκύπτει από τα γεγονότα δεν μπορεί να ληφθεί καν υπόψη.
Εκείνο που ουσιαστικά προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης είναι ότι η αιτήτρια καταδικάστηκε για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, αλλά στη βάση πειθαρχικής έρευνας και συλλογής των σχετικών καταγγελιών και καταθέσεων, κάτι όμως που δεν ευσταθεί. Ουδέποτε τέθηκε ζήτημα ότι στερήθηκε του δικαιώματος της να ακουστεί για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής αλλά αντιθέτως σημειώνεται και τονίζεται ότι η αιτήτρια ακούστηκε μόνο για σκοπούς επιβολής ποινής.
Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεων του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Ανθούση ν. Δημοκρατίας (2005) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 1709).
Η αίτηση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ