ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χρ. Βωνιάτης για Στ. Ιερωνυμίδη, για τον αιτητή Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-05-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΗΡΟΤΥΡΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1219/2010, 12/5/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D309

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1219/2010

 

 

 

12 Μαϊου, 2014

 

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΗΡΟΤΥΡΗΣ

Αιτητής

 

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

 

Χρ. Βωνιάτης για Στ. Ιερωνυμίδη, για τον αιτητή

Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

.............................

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Με την υπό εξέταση προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να μη του αναγνωριστούν ως συντάξιμα 16 χρόνια, 3 μήνες και 13 ημέρες απασχόλησης του στον Ελληνικό Στρατό, ως η επιστολή τους ημερ. 29/6/10.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπεβλήθησαν στο Δικαστήριο, ο αιτητής προσελήφθηκε με σύμβαση στο Στρατό της Δημοκρατίας την 14/3/1989 και την 9/5/1990 διορίστηκε στη μόνιμη θέση Ταγματάρχη.

 

Με επιστολή του ημερ. 20/10/1995 προς το ΓΕΕΦ/ΔΤΘ ζήτησε όπως αναγνωρισθεί ως συντάξιμη η υπηρεσία του στον Ελληνικό Στρατό με βάση Διμερή Σύμβαση που συνομολογήθηκε μεταξύ των δυο κρατών, Κυπριακής και Ελληνικής Δημοκρατίας για τη συνταξιοδότηση των κρατικών υπαλλήλων.

 

Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με απαντητική του επιστολή ημερ. 14/12/95 πληροφόρησε ότι η φιλοσοφία της Σύμβασης ήταν ο επιμερισμός της δαπάνης για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα μεταξύ των δυο συμβαλλομένων κρατών ώστε έκαστο να καταβάλλει στους δικαιούχους τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που αναλογούν στα έτη υπηρεσίας τους στην κάθε χώρα. 

 

Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου το αίτημα του στο Υπουργείο Άμυνας το οποίο με τη σειρά του υπέβαλε το αίτημα στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.  Το τελευταίο με επιστολή του απήντησε ότι οι απόψεις του παραμένουν ως εκφραστηκαν στην προηγούμενη επιστολή ημερ. 14/12/95.

 

Ο αιτητής αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας από το Στρατό της Δημοκρατίας την 1/6/2010.  Το Γενικό Λογιστήριο υπολόγισε και κατέβαλε συνταξιοδοτικά ωφελήματα στον αιτητή σύμφωνα με την πραγματική του υπηρεσία στον Κυπριακό Στρατό ήτοι για την περίοδο από 14/8/1989 μέχρι 31/5/2010 χωρίς να του υπολογιστούν και/ή αναγνωριστούν ως συντάξιμος ο χρόνος που υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό.  Η απόφαση αυτή του κοινοποιήθηκε την 29/6/10 και είναι αυτή που προσβάλλει με την προσφυγή του αυτή.

 

Με την ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των σχετικών νόμων μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίδει ο νόμος σ' αυτούς, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής είναι ότι παραβιάστηκε το Κοινοτικό Δίκαιο και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 7 του Κανονισμού 1612/68 και το άρθρο 39 (πρωην 48) της Συνθήκης Ίδρυσης της ΕΚ για την ισότητα μεταχείρισης και την άσκηση απασχόλησης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών πολιτών σε κράτη μέλη της ΕΕ καθώς και το άρθρο 6 του Κανονισμού 883/2004(ΕΚ) που αφορά στον συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικών Ασφαλίσεων των κρατών μελών της ΕΕ. Επικαλείται επίσης παραβίαση των αρχών της ισότητας και ισονομίας καθώς και των δικαιωμάτων του στην βάση του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υποστηρίζει ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα στην βάση του Κοινοτικού Δικαίου και ότι η διοίκηση λειτούργησε υπό πλάνη.

 

Παραπέμπει σε νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) Commission of the European Communities v. Italian Republic C-371/04, Commission of the European Communities v.  Hellenic Republic C-187/96.  Στην πρώτη το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας υπόψη την επαγγελματική πείρα και την προϋπηρεσία που αποκτήθηκαν κατά την άσκηση παρόμοιας δραστηριότητας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους από κοινοτικό εργαζόμενο απασχολούμενο στην ιταλική δημόσια διοίκηση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 της Συνθήκης ΕΚ και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68(ΕΚ) περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

 

Στη δεύτερη κρίθηκε ότι  οι διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, που κατά την εφαρμογή τους, αποκλείουν κάθε δυνατότητα να συνυπολογισθεί, για τη μισθολογική εξέλιξη ενός εργαζομένου και τη χορήγηση χρονοεπιδόματος, χρόνος προϋπηρεσίας διανυθείς στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους εκτός της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ ο διανυθείς χρόνος προϋπηρεσίας στη δημόσια διοίκηση της ελληνικής διοικήσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνυπολογίζεται,  λειτουργεί σαφώς εις βάρος των διακινουμένων εργαζομένων που έχουν διανύσει μέρος της σταδιοδρομίας τους σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους εκτός της Ελληνικής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου,  προσβάλλει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία καθιερώνουν το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7,παράγραφος 1, του Κανονισμού 1612/68.

 

Η δικηγόρος των καθ' ών η αίτηση αντιτείνει την εφαρμογή της Σύμβασης μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας για τη συνταξιοδότηση των κρατικών υπαλλήλων που προνοεί για τους δικαιούχους που βρίσκονται στην υπηρεσία κατά την ημερομηνία ισχύος της (1.6.95) ή αποχώρησαν από την υπηρεσία από 1.1.93, θα γίνεται επιμερισμός της δαπάνης για τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα μεταξύ των δυο συμβαλλόμενων χωρών και κάθε χώρα θα καταβάλλει στους δικαιούχους τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που δικαιούται για τα έτη υπηρεσίας τους στην χώρα αυτή. Είναι η θέση της ότι ίδιες πρόνοιες έχουν και οι Κοινοτικοί Κανονισμοί. Αναφορικά με την παρατεθείσα από τον αιτητή ευρωπαϊκη νομολογία και το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο  των οποίων η υπεροχή δεν αμφισβητείται, οι καθ' ών η αίτηση θεωρούν είναι εφαρμοστέο από την ημερομηνία προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ και όχι προηγουμένως.   Ειδικότερα σε ότι αφορά τον ΕΚ883/2004 που εφαρμόστηκε από 1.5.10,υποστηρίζει ότι ο αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται παράβαση του διότι δεν ασκήθηκε το δικαίωμα διακίνησης του ως εργαζομένου εντός της ΕΕ μετά που η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ αλλά προηγουμένως , ήτοι στις 14/3/89.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο επιχείρημα των καθ' ών η αίτηση με το οποίο προσπαθούν να δικαιολογήσουν την μη εφαρμογή του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου που επικαλείται ο αιτητής, στην περίπτωση του, είμαι της γνώμης ότι δεν ευσταθεί.

 

Σημασία έχει ότι κατά  τον ουσιώδη χρόνο που ο αιτητής υπέβαλε το αίτημα επανεξέτασης από το πρίσμα του κοινοτικού Δικαίου και εκδόθηκε η επίδικη απόφαση (2006 και 2010 αντίστοιχα), οι κοινοτικές αρχές που απαγορεύουν άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών και διακινούμενων υπηκόων άλλων κρατών/μελών καθώς και οι σχετικοί κοινοτικοί κανονισμοί ήταν σε εφαρμογή.

 

Παρόμοιο ζήτημα ηγέρθηκε στην υποθ. αρ.1057/10 Γιώργος Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας ημερ. 30/1/12. Εκεί η άποψη των καθ' ών η αίτηση, ότι η αναγνώριση και προσμέτρηση  προϋπηρεσίας σε άλλο κράτος/μέλος για σκοπούς αρχαιότητας, μισθολογικής κατάταξης και σύνταξης, εξαρτάται από το αν ασκήθηκε δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης δηλαδή, αν ο κάτοχος της διακινήθηκε ως εργαζόμενος μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με το εξής σκεπτικό, το οποίο υιοθετώ αυτούσιο:

 

«Η υπηκοότητα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης παρέχει σε κάθε υπήκοο της ΄Ενωσης δικαίωμα διακίνησης και ελεύθερης διαμονής εντός της εδαφικής επικράτειας των κρατών μελών, βεβαίως υπό τους περιορισμούς και τις πρόνοιες που καθορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Σημειώνεται ότι η  «υπηκοότητα της ΄Ενωσης» τονίζει κατά την άποψή μου, την έννοια της κοινής ευρωπαϊκής υπηκοότητας και την ανάγκη ίσης αντιμετώπισης όλων των υπηκόων της ενωμένης Ευρώπης. Λανθασμένα η ΕΔΥ προσανατολίστηκε στην άσκηση δικαιώματος διακίνησης και στο χρόνο μετακίνησης. Το δικαίωμα που διασφαλίζεται από τον επίμαχο Κανονισμό άπτεται της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών που διαμένουν και εργάζονται στην χώρα υποδοχής. Δεν επιδέχεται χρονικούς περιορισμούς ούτε και προϋποθέσεις όπως αυτή που τέθηκε από τη Νομική Υπηρεσία που θα μπορούσε να απολήγουν σε έμμεση δυσμενή διάκριση. Επεκτείνεται δε στην αναγνώριση προηγούμενης υπηρεσίας ή πείρας που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς αρχαιότητας δημοσίων υπαλλήλων, έστω και αν αυτή αποκτήθηκε πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

(Βλ. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, C-187/96, ημερ.12.03.98).

 

Συνεπώς εκτιμώ ότι οι καθ' ών η αίτηση όφειλαν στα πλαίσια της δέουσας έρευνας να αντιμετωπίσουν την περίπτωση κάτω από τις υπερνομοθετικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου και να εξετάσουν κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής οποιουδήποτε σχετικού κοινοτικού Κανονισμού. Στον διοικητικό φάκελο και στα έγγραφα της ένστασης δεν υπάρχει οτιδήποτε σχετικό προς αυτή την κατεύθυνση πέραν του συμπεράσματος του Τμήματος Δημόσιας Διοικήσεως και Προσωπικού ότι ''τα δεδομένα που αφορούν την περίπτωση δεν έχουν διαφοροποιηθεί''. Η αναφορά αυτή δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.

 

Ο αιτητής αναφέρεται στον (ΕΚ)883/2004 ο οποίος  εφαρμόζεται, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού εφαρμογής, (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284, σ. 1), ήτοι από 1η Μαϊου 2010.  (βλ. C-282-11 ConcepcionSalgado Gronzalez v.Instituto Nacional dela Seguridad Social(INSS). 21/2/13.)

 

Συνεπώς κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και υπολογισμού της σύνταξης του αιτητή από 29/6/10, ο επίμαχος Κανονισμός ήταν σε ισχύ. Συνάγεται ότι είναι ratione temporis εφαρμοστέος στην υπόθεση.

 

Η νομολογία του ΔΕΕ υπαγορεύει ότι κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και το ύψος των παροχών αυτών και την περίοδο για την οποία καταβάλλονται , οφείλουν εντούτοις να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ(C-135/99, Elsen(Συλλογή  2000 σ.Ι-10409).

 

Η αναφορά των καθ' ών η αίτηση στην απόφαση Κυριάκος Κουδουνά ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 592/2009, ημερ. 30.12.10 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού η απόφαση αυτή πραγματεύθηκε ζήτημα αναγνώρισης πραγματικής υπηρεσίας δημοσίου υπαλλήλου στην Ελλάδα για σκοπούς σύνταξης στην Κύπρο από την σκοπιά της περί Συντάξεων Νομοθεσίας και της προαναφερόμενης Διμερούς Σύμβασης. Δεν τέθηκε εκεί θέμα παραγνώρισης κοινοτικού δικαίου και  διαπιστώθηκε πλήρης έρευνα της Διοίκησης πέραν της Σύμβασης και για τους Κοινοτικούς Κανονισμούς. (βλ. σελ.10 της απόφασης).

 

Η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη έρευνας και λήφθηκε κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο