ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D265
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 687/2012)
15 Απριλίου, 2014
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KARINA SLUSARE,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Χρ. Χριστοδουλίδης, για την Αιτήτρια.
Θ. Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα, συνταγματικότητα και νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση η οποία περιλαμβάνεται σε επιστολή ημερομηνίας 10.2.2012, με την οποία ειδοποιήθηκε ότι το δελτίο παραμονής της ακυρώθηκε λόγω του ότι ο γάμος της που τέλεσε με τον Livinus N. Francis από τη Νιγηρία είναι εικονικός και ότι θα πρέπει, με βάση το άρθρο 37 του Νόμου 7(1)/2007, να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός 30 ημερών.
Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου, η αιτήτρια είναι Λετονή, η οποία γεννήθηκε στις 13.8.1982. Στις 19.12.2008 τέλεσε γάμο στο Δημαρχείο Λύσης με τον Francis Livinus Nbubisi από τη Νιγηρία, ο οποίος γεννήθηκε στις 3.10.1987. Ο εν λόγω αλλοδαπός αφίχθηκε στην Κύπρο σε άγνωστο χρόνο περί τις αρχές του 2008 μέσω των κατεχομένων και, αφού υπέβαλε αίτηση, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως αιτητή πολιτικού ασύλου, με ισχύ μέχρι τις 29.10.2008. Μετά την τέλεση του γάμου του με την αιτήτρια, απέσυρε το αίτημά του για πολιτικό άσυλο στις 3.6.2009.
Στα πλαίσια έρευνας που έγινε σχετικά με τη γνησιότητα του γάμου, καθώς και από πληροφορίες που λήφθηκαν από την ΚΥΠ ότι ο γάμος τους είναι εικονικός και ότι τόσο η αιτήτρια όσο και ο αλλοδαπός σύζυγός της ενέχονται σε κύκλωμα λαθρομετανάστευσης, η αιτήτρια ανακρινόμενη προέβη σε θεληματική κατάθεση (Τεκμήριο 4 στην Ένσταση). Στην εν λόγω κατάθεση, η αιτήτρια επιβεβαίωσε τις πληροφορίες για συμμετοχή του συζύγου της σε κύκλωμα λαθρομετανάστευσης, καθώς και ότι ο γάμος τους αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει ο αλλοδαπός άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.
Η υπόθεση εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους και, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 14.2.2011, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι, «σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της ο γάμος είναι εικονικός, καθότι υπάρχει παραδοχή της Ευρωπαίας ότι εξαναγκάστηκε σε γάμο αφού ο ίδιος αντιμετώπιζε προβλήματα με την παραμονή του.» Ακολούθως, η Διευθύντρια, αφού έλαβε υπόψη το ιστορικό της παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία και βασιζόμενη στη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους, θεώρησε το γάμο ως εικονικό και απαγόρευσε «στο ζεύγος» να παραμείνει στη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η αίτηση του αλλοδαπού για άδεια παραμονής του ως σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίφθηκε και η βεβαίωση εγγραφής της αιτήτριας ακυρώθηκε. Δόθηκαν επίσης οδηγίες να ενημερωθεί «το ζεύγος» ανάλογα. Με επιστολή ημερομηνίας 30.8.2011 ειδοποιήθηκε η αιτήτρια για το ότι ο γάμος της κρίθηκε εικονικός και ότι θα έπρεπε να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για να αποχωρήσει από την Κύπρο αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου 7(1)/2007. Περαιτέρω, πληροφορήθηκε για το δικαίωμά της για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών εντός 20 ημερών.
Η αιτήτρια δεν υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή παρά μόνο, όπως προκύπτει από το Παράρτημα Η της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 20.9.2011 στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία ζητούσε όπως διευθετηθεί συνάντηση με τον Υπουργό Εσωτερικών για να παρουσιαστούν οι λόγοι έφεσης.
Στις 10.2.2012 απεστάλη προς την αιτήτρια δεύτερη επιστολή (Παράρτημα Α στην Αίτηση), με την οποία πληροφορείτο για το ότι ο γάμος της με τον αλλοδαπό κρίθηκε εικονικός και πως η βεβαίωση εγγραφής της ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ακυρωθεί και ότι θα πρέπει να φύγει από την Κύπρο εντός 30 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου 7(1)/2007. Περαιτέρω, πληροφορείτο για το δικαίωμά της για καταχώρηση προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Εγείρεται από τους καθ΄ων η αίτηση προδικαστική ένσταση, ότι η αιτήτρια κωλύεται να εγείρει την αίτηση ακύρωσης, καθότι αυτή είναι αλυσιτελής και, ως εκ τούτου, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για τη Δημοκρατία ότι η ουσιώδης πράξη που επηρεάζει καθοριστικά την αιτήτρια, ήτοι η κήρυξη του γάμου ως εικονικού, η οποία ανακοινώθηκε σ΄ αυτή με επιστολή ημερομηνίας 30.8.2011, έχει ενδυθεί αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας και κανονικότητας, δεδομένου ότι δεν προσεβλήθη εντός 75 ημερών και ότι η επιστολή ημερομηνίας 10.2.2012 είναι επιβεβαιωτική της πρώτης απόφασης. Συνακόλουθα, δεν μπορούν να ακουστούν στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής ζητήματα σχετικά με την εικονικότητα του γάμου της αιτήτριας.
Είναι προφανές από την επιστολή που απεστάλη στην αιτήτρια στις 30.8.2011 ότι γίνεται αναφορά για την εικονικότητα του γάμου, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην ακύρωση της βεβαίωσης εγγραφής της ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοιχείο το οποίο προσετέθη στην επιστολή αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, ημερομηνίας 10.2.2012. Έχοντας λοιπόν υπόψη την προσθήκη αυτού του στοιχείου, θεωρώ ότι η παρούσα προσφυγή δεν είναι αλυσιτελής και εκπρόθεσμη, ούτε και απλά επιβεβαιωτική της απόφασης που περιλαμβάνεται στην πρώτη επιστολή ως προς το ζήτημα της εικονικότητας του γάμου και, συνεπώς, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει.
Ως προς την ουσία της προσφυγής ο συνήγορος της αιτήτριας περιόρισε τους λόγους για τους οποίους αιτείται ακύρωση της απόφασης στην έλλειψη δέουσας έρευνας από τους καθ΄ων η αίτηση.
Σύμφωνα με τη νομολογία η διαδικασία και ο τρόπος έρευνας που θα ακολουθηθεί σε κάθε περίπτωση, ανάγεται στην ευχέρεια της Διοίκησης. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής. (Βλ. Victor Abe v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 144/2003, ημερομηνίας 22.2.2004).
Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Angela Atamaninc v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1197/1998, ημερομηνίας 29.11.1999:
«. Έχει νομολογηθεί ότι η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων «ανήκει στην διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως ήτις ως τοιαύτη είναι ανέλεγκτος υπό του ακυρωτικού» (βλ. Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 250. Βλ. και Republic v. Georghiades (1972) 3 CLR 394 / απόφαση της Ολομέλειας).
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τη Διοίκηση. Όπου απόφαση λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της Διοίκησης (Βλ. Droushiotis v. Republic (1966) 3 CLR 722 και Goulelis v. Republic (1970) 3 CLR 81.»
Στα πλαίσια της προσφυγής το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του. (Βλ. Anam Latif v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 533).
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι υπήρξε στα χέρια της Διοίκησης κατά τον επίδικο χρόνο κατάθεση που δόθηκε από την αιτήτρια ότι εξαναγκάστηκε να τελέσει γάμο. (Βλ. πρακτικά συνεδρίας Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους, Τεκμήριο 5 στην Ένσταση). Όπως ορθά υπεδείχθη από την κα Πιπερή στην αγόρευσή της, σε υποθέσεις εικονικού γάμου τα γεγονότα και οι μαρτυρίες που υπάρχουν στα χέρια της Διοίκησης έχουν καθοριστική σημασία. (Βλ. Υπόθεση αρ. 972/2002, Kariyanasan S.S. Priyanka v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.9.2004).
Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7Α(3) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπονται τα στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός ως ακολούθως:
«(3) Στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός είναι κυρίως τα ακόλουθα:
(α) Το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη·
(β) οι σύζυγοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ πριν από το γάμο τους·
(γ) η έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο·
(δ) οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με στοιχεία της ταυτότητάς τους (όνομα, διεύθυνση διαμονής, ιθαγένεια και επάγγελμα), τις περιστάσεις της πρώτης τους γνωριμίας ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν είναι αντιφατικές·
(ε) οι σύζυγοι δε μιλούν μια γλώσσα που να είναι αντιληπτή και από τους δύο·
(στ) έχει καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη σύναψη του γάμου (εκτός όπου τα χρήματα δίνονται υπό μορφή προίκας στις περιπτώσεις πολιτών χωρών όπου η καταβολή προίκας είναι συνήθης πρακτική)·
(ζ) υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν στο παρελθόν συνάψει εικονικό γάμο ή παρουσιάζουν προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία.»
Όπως δε προνοείται από το άρθρο 7(Α)(4) του ιδίου Νόμου, οι πιο πάνω πληροφορίες δυνατό να προέρχονται από:
«(α) Δηλώσεις από οποιοδήποτε από τους συζύγους ή από τρίτα πρόσωπα·
(β) έρευνες και συνεντεύξεις που διεξάγει ο Διευθυντής·
(γ) έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του Διευθυντή.»
Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία που κατείχε η Διοίκηση κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, περιλαμβανομένου του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (Τεκμήριο 1) και ειδικότερα τις σελίδες 50 και 51, καθώς και το περιεχόμενο της κατάθεσης της αιτήτριας (Τεκμήριο 4 στην Ένσταση) ως προς τις περιστάσεις που αυτή ήρθε στην Κύπρο και τις ενέργειες που έγιναν για την τέλεση του επίδικου γάμου, θεωρώ ότι η Διοίκηση δικαιολογείτο πλήρως να λάβει την επίδικη απόφαση. Το γεγονός ότι ο αλλοδαπός σύζυγος της αιτήτριας τελικά αθωώθηκε και απαλλάχθηκε στην ποινική υπόθεση με αριθμό 7999/2010 όπου αντιμετώπιζε αδικήματα σχετικά με τη λαθρομετανάστευση, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα ότι η κατάθεση που είχε ενώπιόν της κατά τον επίδικο χρόνο η Διοίκηση δεν αποτελούσε ικανοποιητικό στοιχείο για απόφαση περί εικονικότητας του γάμου.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η διοικητική απόφαση λήφθηκε εντός των πλαισίων του Νόμου.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ