ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D279
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 642/2011)
16 Απριλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΗΛΕΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Κωνσταντίνου (κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στόχος της παρούσας προσφυγής, είναι η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 25/2/2011, την εγκυρότητα της οποίας ο αιτητής αμφισβητεί. Με την εν λόγω απόφαση προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος Όλγα Παλάτου στη μόνιμη θέση Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Α΄, Βουλή των Αντιπροσώπων, από 15/3/2011, αντί του αιτητή.
Α. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Οι διάδικοι ανήκουν στο υπαλληλικό προσωπικό της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ο αιτητής, γεννήθηκε στις 25/8/1977, είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Westminster (Βachelor of Arts in Economics) και κατέχει επίσης το μεταπτυχιακό τίτλο Μaster of Science in Investment Management, του Πανεπιστημίου City of London.
To ενδιαφερόμενο μέρος, γεννήθηκε στις 11/9/1976 και είναι διπλωματούχος Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εγγεγραμμένη δικηγόρος στην Κύπρο (2001).
Διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία, (1/7/2005) στη θέση του Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών και διεκδίκησαν στη συνέχεια, ως προσοντούχοι υποψήφιοι, προαγωγή στην ανώτερη θέση του Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Α΄ (στο εξής «η επίδικη θέση»).
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») επιλήφθηκε του θέματος, το οποίο διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, ( Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί), κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 25/2/2011.
Όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της διαδικασίας, η ΕΔΥ εξέτασε αρχικά τον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων και στη συνέχεια έλαβε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων (στο εξής «ο Διευθυντής»), ο οποίος πρότεινε το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε.
Ακολούθησε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με αναφορά στα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής και με κατάληξη την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Αιτιολογώντας την προτίμησή της η ΕΔΥ ανέφερε ότι η επιλεγείσα «προηγείται όλων σε αρχαιότητα, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, αξιολογηθείσα στα τρία έτη για τα οποία έχει αξιολογηθεί με 22 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι, ουδενός υστερεί σε προσόντα και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων».
Αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων, η ΕΔΥ παρατήρησε ότι «τόσο η επιλεγείσα όσο και οι μη επιλεγέντες ανθυποψήφιοι της κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, συνεπώς, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα».
Β. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Εισηγούμενος την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής προβάλλει ότι τόσο η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η επίδικη κρίση της ΕΔΥ που την υιοθέτησε, πάσχουν λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας καθώς και πλάνης περί τα πράγματα.
Το άρθρο 35 του Ν. 1/90, που ρυθμίζει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων προαγωγής, απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση προϊσταμένου.
Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση του Διευθυντή είχε ως εξής:
"Οι υποψήφιοι έχουν τύχει της ίδιας αξιολόγησης όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα έχουν την ίδια ημερομηνία διορισμού στη μόνιμη θέση Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που είναι και η θέση Πρώτου Διορισμού τους.
Συστήνω για προαγωγή την Παλάτου Όλγα, η οποία κατέχει και επιπρόσθετο προσόν, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι (Εγγραφή Δικηγόρου), αλλά είναι και μεγαλύτερη σε ηλικία."
O αιτητής εισηγείται ότι η πιο πάνω σύσταση είναι γενική και αόριστη, με στοιχεία πλάνης γιατί, αφενός, εμφανίζει ως πρόσθετο προσόν την εγγραφή του ενδιαφερόμενου μέρους ως δικηγόρου, χωρίς τούτο να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας και αφετέρου, κατ' άνιση μεταχείριση, δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά στο μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή, ούτε αξιολόγηση και σύγκριση των δύο προσόντων, ούτως ώστε να διαφανεί η κατά περίπτωση σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Επιπρόσθετα, κατά τον αιτητή, η σύσταση πάσχει και λόγω έλλειψης αιτιολογίας γιατί η απλή αναφορά στην εγγραφή δικηγόρου και στην ηλικιακή αρχαιότητα της συστηθείσας που έχει πολύ περιορισμένη σημασία, αποτελεί αναπαραγωγή των στοιχείων του φακέλου και δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου και της νομολογίας για αιτιολογημένη σύσταση.
Εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υποβάλλεται ότι η εγγραφή δικηγόρου ήταν ένα επαγγελματικό προσόν άμεσα σχετικό με συγκεκριμένα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας τα οποία επικαλούνται, ενώ το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή δεν ήταν συναφές και ότι ο Διευθυντής αιτιολόγησε δεόντως τη σύσταση του χωρίς να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση να αναφερθεί και στον αιτητή ο οποίος δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, που θα δικαιολογούσε τη δικαστική επέμβαση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εγγραφή δικηγόρου αποτελούσε ένα προσόν που δεν μπορούσε να αγνοηθεί, ενόψει και της σχετικής νομολογίας, ότι επαυξάνει τις γνώσεις ενός υποψηφίου στα νομικά (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Δημοκρατία κ.ά. v. Κόκκινου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199).
Το πρόβλημα όμως έγκειται στη σύγκριση και αντιπαραβολή των δεδομένων των διαδίκων.
Το σχέδιο υπηρεσίας δεν προέβλεπε για οποιοδήποτε πρόσθετο προσόν, όμως ο Διευθυντής επέλεξε να αναφερθεί σε αυτά με ένα πολύ λακωνικό και γενικόλογα διατυπωμένο τρόπο και χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση και συσχετισμό τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Εφόσον επρόκειτο για δύο ανόμοια προσόντα (επαγγελματική άδεια και μεταπτυχιακός τίτλος), ήταν αναμενόμενη μια προκαταρκτική τοποθέτηση του Διευθυντή, ένας εκ των προτέρων προσδιορισμός σε σχέση με το τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν συναφές με την άσκηση των καθηκόντων της επίδικης θέσης (Βλ. Κωνσταντίνος Μ. Δημητρίου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 254/2008 κ.ά., ημερομηνίας 26/7/2012, Ευριπίδης Μαλλιώτη κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 635/2003, ημερομηνίας 27/1/2005 και Τάσος Αναστασίου κ.ά. v. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 1612/2009, ημερομηνίας 25/7/2013).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο αιτητής κατείχε το μεταπτυχιακό τίτλο "Master of Science in Investment Management". Σε αντίθεση με τη ρητή αναφορά του στην εγγραφή δικηγόρου ως πρόσθετου προσόντος για το ενδιαφερόμενο μέρος, ο Διευθυντής πέραν της γενικόλογης αναφοράς του ότι όλοι οι υποψήφιοι διέθεταν επιπρόσθετο προσόν, ουδέν ανέφερε για το μεταπτυχιακό τίτλο του αιτητή.
Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι εφόσον ο Προϊστάμενος επιλέγει να επεκταθεί και σε άλλα στοιχεία εκτός των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συσταθμίζει τα ανάλογα προσόντα και των υπόλοιπων υποψηφίων. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία v. Αφροδίτης Ευαγγέλου κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 38/2011, ημερομηνίας 6/6/2013).
Στην Κασκίρης κ.ά. v. Γεωργίου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 660, η Ολομέλεια αποδοκίμασε την απουσία σχολιασμού των προσόντων του εφεσίβλητου-αιτητή και υπέδειξε ότι είναι υποχρέωση του Διευθυντή του Τμήματος να παρουσιάζει ορθή εικόνα των υποψηφίων. (Βλ. επίσης, Φραγκουλίδου v. Χριστοδούλου κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 85 και Παπαντωνίου v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ. 305).
Επομένως και στην παρούσα υπόθεση, θα έπρεπε να γίνει ένας συγκριτικός συσχετισμός για να διαφανεί ποιος κατείχε τα πλέον σχετικά πρόσθετα προσόντα, εφόσον όπως είναι προφανές από το πρακτικό, η αναφορά στην εγγραφή δικηγόρου αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της επιλογής.
Οι εισηγήσεις στις αγορεύσεις των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους για τη σχετικότητα των προσόντων των διαδίκων, αποτελούν απλά απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων και ως εκ τούτου δεν είναι αποδεκτές. Οι σχετικές εκτιμήσεις και η συγκριτική θεώρησή τους θα έπρεπε να είχαν γίνει από το Διευθυντή και την Ε.Δ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Περικλέους v. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 674).
Η σύσταση όμως πάσχει και για ακόμα ένα λόγο. Στην πραγματικότητα συνιστά μια απλή αναπαραγωγή των στοιχείων των φακέλων, χωρίς καμία αντιπαραβολή ή στάθμιση και χωρίς την επισήμανση από τον προϊστάμενο κάποιου συγκεκριμένου κριτηρίου που θα δικαιολογούσε πειστικά την επιλογή του. Αποτελεί ουσιαστικά απλή αναφορά των βασικών θεσμοθετημένων κριτηρίων, χωρίς καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση του συλλογισμού, κατά παράβαση πάγιας σχετικής νομολογίας. Στη Λεοντίου v. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 450, τονίστηκε ότι η έγκυρη σύσταση είναι συνυφασμένη με δεδομένα που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά και παρέχουν προβάδισμα και ότι θα πρέπει αυτή, μακριά από γενικότητες που θα μπορούσαν να ταιριάσουν σε κάθε περίπτωση, να καθιστά διακριτή και ελεγκτή την υπεροχή που αποδίδεται στο συστηνόμενο.
Στην επί του θέματος δεσμευτική αυθεντία, Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η Πλήρης Ολομέλεια αποφάνθηκε τα εξής:
"Ο προϊστάμενος του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ' αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά."
Η αναγκαιότητα να επισημαίνεται στη σύσταση κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο ή στοιχείο της σταδιοδρομίας του υποψηφίου που συστήνεται, ώστε να δικαιολογείται επαρκώς η προτίμηση του Διευθυντή, επιβεβαιώθηκε στη Χρυσάνθου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 494 με αναφορά στη Μοδίτης (πιο πάνω).
Οι πιο πάνω καθοδηγητικές γραμμές, δεν έχουν τηρηθεί στην παρούσα περίπτωση.
Η σύσταση εξαντλείται στην παρουσίαση της ισοδύναμης βαθμολογημένης αξίας και ουσιαστικής αρχαιότητας των διαδίκων και στην επιγραμματική μνεία, χωρίς συγκριτική αντιπαραβολή, του προσόντος της εγγραφής δικηγόρου που κατείχε η ενδιαφερομένη και της ηλικιακής της αρχαιότητας, η οποία, κατά τη νομολογία, έχει συμβολική επίδραση και δύσκολα λαμβάνεται υπόψη, χωρίς περαιτέρω αιτιολογία (Βλ. Ρέα Αλευρά κ.ά. v. Kων. Ι. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85).
Το λακωνικό σχόλιο του Διευθυντή συνιστά αναπαραγωγή - ελλιπή μάλιστα, όπως ήδη επισημάνθηκε, των στοιχείων των φακέλων και δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογημένη σύσταση.
Επομένως, η σύσταση του Διευθυντή πάσχει και ως τέτοια συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της ΕΔΥ που την υιοθέτησε.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα €1.350 επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ