ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Α. Κωνσταντίνου, για τις Αιτήτριες. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΡΕΒΕΚΚΑ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1950/2012, 4/4/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D243

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1950/2012)

 

4 Απριλίου 2014  

 

(ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.   ΡΕΒΕΚΚΑ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ,

2.   ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

3.   ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΝΑΡΗ,

Αιτήτριες

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τις Αιτήτριες.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

-------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Ε.Δ.Υ. με την πράξη της ημερ. 23.11.2012, προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Δώρα Ζήνωνος-Παρτασίδου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Χημικού, Γενικό Χημείο του κράτους από 15.12.2010.  Εναντίον αυτής της προαγωγής οι αιτήτριες κατέθεσαν την παρούσα προσφυγή προς ανατροπή της. 

 

Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερ. 17.10.2010, (Παράρτημα 4 στην ένσταση), η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της μιας κενής θέσης Ανώτερου Χημικού μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 19.11.2010 με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.  Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας με αναφορά στον ουσιώδη χρόνο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων προσφέροντας του προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Χημικού αναδρομικά από 15.12.2010.

 

         Η Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με την αιτήτρια Κατερίνα Κονάρη που είχε υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσο σε αξία με βάση τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και διέθετε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, δίπλωμα στην Τεχνολογία Τροφίμων Γερμανίας πτυχιακού επιπέδου, ισότιμου και με μεταπτυχιακό, στο οποίο δόθηκε η δέουσα βαρύτητα εφόσον δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά ούτε θεωρείτο πλεονέκτημα, ήταν όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Σε σχέση με την αρχαιότητα της Κονάρη κατά δύο χρόνια και οκτώ μήνες, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι αυτή η αρχαιότητα στην ουσία υποχωρούσε έναντι του επιπρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους που ήταν απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης προσδίδοντας στον παράγοντα αξία έναντι της Κονάρη που δεν διέθετε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν.

 

         Σε σχέση με την αιτήτρια Κοκκινόφτα που διέθετε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, η Ε.Δ.Υ. καταληκτικά ανεφέρθη απλώς στη σύγκριση του ενδιαφερομένου  μέρους με τους υπ΄ αρ. υποψήφιους 10, 12, 13, 16, 17 και 18 λέγοντας ότι διαθέτουν μεν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα, αλλά δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν αποτελούν πλεονέκτημα αποδίδοντας, επομένως, σε αυτά τη δέουσα βαρύτητα.  Η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ότι σε μια συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά όλων και ήταν καταλληλότερο για προαγωγή.

 

         Συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με την αιτήτρια Ελένη Δημητρίου, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι η Δημητρίου προηγείτο σε αρχαιότητα αναγόμενη στην ημερομηνία πρώτου διορισμού, επαναλαμβάνοντας ότι η Παρτασίδου υπερείχε σε προσόντα που προσέδιδε σ΄ αυτήν περαιτέρω αξία, ενώ δεν υστερούσε γενικά σε αξία στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Επομένως, η αρχαιότητα που είναι το τελευταίο αποφασιστικό κριτήριο για επιλογή δεν μπορούσε από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της Δημητρίου.

 

         Η αιτήτρια Κατερίνα Κονάρη γεννήθηκε στις 22.4.1951, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 2.10.1982, Χημικός 2ης Τάξης στις 2.7.1990 και Χημικός 1ης Τάξης την 1.8.1993.  Κατέχει B.Sc in Chemistry από το City University του Λονδίνου το 1975 και είναι από το 1979 Chartered Chemist του Royal Institute of Chemistry του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

         Η αιτήτρια Ελένη Δημητρίου γεννήθηκε στις 20.5.1958, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 15.7.1986, Χημικός 2ης Τάξης στις 2.3.1993, σε Χημικό 1ης Τάξης (υπεράριθμη θέση) την 1.4.1996 και Χημικός 1ης Τάξης σε μόνιμη θέση στις 15.9.2001. Κατέχει B.Sc in Chemistry του Πανεπιστημίου του Λονδίνου από το 1980.

 

         Η αιτήτρια Ρεβέκκα Κοκκινόφτα γεννήθηκε στις 2.7.1962, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 16.11.1992, Χημικός 2ης Τάξης στις 15.9.2001 και Χημικός 1ης Τάξης την 1.12.2004.  Κατέχει δίπλωμα Χημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1985, είναι εγγεγραμμένη Χημικός στην Κύπρο από το 1992, έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα Χημείας του Πανεπιστημίου Κύπρου από το 1998 και διδακτορικό τίτλο στη Χημεία από το ίδιο Πανεπιστήμιο το 2004.

 

         Το ενδιαφερόμενο μέρος Δώρα Ζήνωνος Παρτασίδου γεννήθηκε στις 22.5.1955, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 16.11.1992, Χημικός 2ης Τάξης στις 2.3.1993 και Χημικός 1ης Τάξης την 1.4.1996.  Κατέχει δίπλωμα Χημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1978 και Diplom Ingenieur (Τεχνολογία Τροφίμων) του Πανεπιστημίου Humboldt Βερολίνου το 1986.

 

         Οι αιτήτριες διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη για σειρά λόγων.  Συνοπτικά να αναφερθεί ότι η μεν αιτήτρια Κονάρη διαθέτει υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας που προσθέτει στην αξία της και η οποία σύσταση παραγνωρίστηκε χωρίς ειδική πειστική αιτιολογία, η δε αιτήτρια Κοκκινόφτα υπερέχει λόγω της κατοχής του πλεονεκτήματος που δίνει προβάδισμα σε αυτήν, το οποίο όμως η Ε.Δ.Υ. εν τέλει παραγνώρισε, καθώς επίσης και τα πρόσθετα της προσόντα, παρασιωπώντας ακόμη και το μεταδιδακτορικό της. Ως προς την αιτήτρια Δημητρίου παραγκωνίστηκε η υπεροχή της έναντι του ενδιαφερομένου μέρους με μόνο το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους.  Αρχαιότητα έχει επίσης η αιτήτρια Κονάρη, η οποία επίσης παραγνωρίστηκε.

 

         Η αντίθετη θέση της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ., καθώς και του δικηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους, είναι ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε μετά από δέουσα στάθμιση όλων των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων, της αξίας να είναι ίση μεταξύ τους και η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους για προαγωγή ήταν εντός της εύλογης διακριτικής της ευχέρειας.  Η σύσταση της Διευθύντριας εύλογα  δεν ακολουθήθηκε από την Ε.Δ.Υ. δίδοντας προς τούτο ειδική και πειστική αιτιολογία, όπως εύλογη και πειστική ήταν και η παραγνώριση του πλεονεκτήματος εφόσον η Ε.Δ.Υ. δεν είναι υποχρεωμένη να αναφέρεται ειδικά και ονομαστικά στον κάθε υποψήφιο.  Με βάση τη νομολογία ότι το διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει αποφάσεις διορισμού ή προαγωγής εφόσον αυτές λήφθηκαν εντός της εύλογης διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση ως προς την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, η Ε.Δ.Υ. στάθμισε ορθά τα διάφορα κριτήρια και ενήργησε εντός των ορθών παραμέτρων κρίσης της. 

 

         Είναι κοινό έδαφος ότι όλες οι αιτήτριες, καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισότιμες σε αξία με βάση τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών.  Η Ε.Δ.Υ. κατά ακολουθία είχε να επιλέξει σταθμίζοντας τα κριτήρια των προσόντων και της αρχαιότητας στα οποία οι υποψήφιες διέφεραν μεταξύ τους.  Αρχίζοντας από το κριτήριο της αρχαιότητας, η νομολογία είναι σταθερή ως προς το ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όπου τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης είναι τα ίδια.  Η νομολογία επίσης δίνει βαρύτητα στην αξία των υποψηφίων.  Ως προς την αιτήτρια Ελένη Δημητρίου, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι προηγείται σε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, αυτής αναγόμενης στην ημερομηνία πρώτου διορισμού τους.  Πράγματι η Δημητρίου διορίστηκε τον Ιούνιο του 1986 ως Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης, ενώ η Παρτασίδου τον Νοέμβριο του 1992 στην ίδια θέση.  Έναντι αυτής της αρχαιότητας η Ε.Δ.Υ.  θεώρησε ότι η Παρτασίδου μπορούσε  να  προαχθεί  κατά  προτεραιότητα λόγω της υπεροχής της σε επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν απόλυτα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης  και  συνεπώς  με  προβάδισμα  όσον αφορά την αξία.  Αυτή η επιλογή και κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη με βάση τη νομολογία ότι η  αρχαιότητα κάμπτεται έναντι υπέρτερων προσόντων.  Πρέπει όμως ταυτόχρονα να παρατηρηθεί    ότι   με  βάση  τον  πίνακα  των  στοιχείων των υποψηφίων, η Παρτασίδου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι  υπερτερεί  σε  αρχαιότητα έστω οριακώς  στην τελευταία   προ  της  προαγωγής  θέση,  αυτή  του   Χημικού   1ης Τάξης, εφόσον προήχθη στη θέση αυτή από την 1.4.1996, έναντι της Δημητρίου που προήχθη στη θέση αυτή με μόνιμο διορισμό στις 15.9.2001, με το διορισμό στην ίδια θέση του Χημικού 1ης Τάξης από την 1.4.1996, να ήταν σε υπεράριθμη θέση.  Σύμφωνα με  το  άρθρο  49(1)  του  περί  Δημοσίας  Υπηρεσίας  Νόμου  αρ. 1/1990, η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση κρίνεται με βάση την ημερομηνία κατοχής της θέσης αυτής, είτε δυνάμει διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης.  Δεν αναφέρεται διορισμός ή κατοχή θέσης υπεράριθμα.  Ο συνδυασμός των άρθρων 49(1) και 43(2) του Νόμου αρ. 1/90, δεν οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι ο διορισμός σε υπεράριθμη θέση είναι προσωρινός διορισμός για σκοπούς αρχαιότητας, εν τη εννοία του άρθρου 49. 

 

         Ως προς την αιτήτρια Κονάρη, αυτή είχε υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας, σύσταση η οποία κατά τη νομολογία επαυξάνει την αξία του υποψηφίου (Leonidou v. Republic(1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624 και Μαρίνος Μάρκου ν. Δημοκρατίας κ.ά., συνεκδ. υποθ. αρ. 950/2012 και 990/2010, ημερ. 22.3.2013).  Μάλιστα, η νομολογία προχωρεί στο να ζητά ειδική πειστική αιτιολογία για την παράκαμψη της σύστασης, αιτιολογία που θα πρέπει να είναι σαφής, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 95 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).  Η Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τη θέση της να μην ακολουθήσει τη σύσταση της Διευθύντριας, αλλά και να υπερσκελίζει την κατά δύο χρόνια και οκτώ μήνες αρχαιότητα της Κονάρη έναντι της Παρτασίδου, είπε συγκεκριμένα τα εξής:

 

     «Η Επιτροπή, προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση της Παρτασίδου-Ζήνωνος Δώρας με την υποψήφια με α/α 1, Κονάρη Κατερίνα, την οποία σύστησε η Διευθύντρια και η οποία προηγείται σε αρχαιότητα, παρατήρησε ότι η επιλεγείσα δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, με ιδιαίτερη έμφαση σ΄ αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, υστερεί σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα θέση και ανέρχεται σε δύο χρόνια και οκτώ μήνες, διαθέτει όμως επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, που η συστηθείσα Κονάρη Κατερίνα δεν διαθέτει και που είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και στο οποίο αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα.  Η Επιτροπή έκρινε ότι η από μέρους της επιλεγείσας κατοχή του επιπρόσθετου, μη απαιτούμενου μεν, απόλυτα σχετικού δε προσόντος, προσδίδει στον παράγοντα αξία και, ως εκ τούτου, η επιλεγείσα γενικά υπερέχει της συστηθείσας.»

 

Η πιο πάνω καταγραφή της απόφασης της Ε.Δ.Υ. αποκαλύπτει ότι στην ουσία το ίδιο επιπρόσθετο προσόν της Παρτασίδου - το Diplom Ingenieur στην Τεχνολογία Τροφίμων - χρησιμοποιήθηκε δύο φορές, μια για να παρακάμψει τη σύσταση και μια για να παρακάμψει την αρχαιότητα.  Προσέδωσε έτσι μεγαλύτερη από τη δέουσα υπεροχή στο κριτήριο της αξίας με ένα και μοναδικό πρόσθετο προσόν το οποίο δεν αποτελούσε καν πλεονέκτημα.  Η νομολογία ως προς το πρόσθετο προσόν αποκαλύπτει ότι το διοικητικό όργανο πρέπει να κινηθεί ανάμεσα σε δύο όρια: να μην δώσει στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα ώστε να πλησιάζει το σημείο της έκδηλης υπεροχής, αλλά ούτε και να το θεωρήσει ως εντελώς οριακό ως να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639).  Η στάθμιση αυτή, όχι πάντοτε ένα εύκολο εγχείρημα, εναπόκειται βεβαίως στο ίδιο το διοικητικό όργανο το οποίο εφσόσον αποτιμά ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν αντικαθίσταται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, το οποίο και ελέγχει τη νομιμότητα της παραγωγής της πράξης και δεν υπεισέρχεται στην ουσία της ορθότητας της κρίσης ως να ήταν το ίδιο διοικητικό όργανο ή ακόμη και δευτεροβάθμιο όργανο ενεργώντας δυνάμει ενδοστρεφούς ή ενδικοφανούς δίκης (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 C.L.R. 74, και Δημοκρατίας  ν. Ζαχαριάδη (1986) 3 Α.Α.Δ. 852).

 

Στα πλαίσια της αποτίμησης αυτής η Ε.Δ.Υ. εδώ έδωσε δύο διαφορετικές αποτιμήσεις της βαρύτητας του πρόσθετου προσόντος.  Αφενός το χαρακτηρίζει ως «σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης στο οποίο αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα».  Στη συνέχεια το χαρακτήρισε ως «απόλυτα σχετικό» προσδίδοντας στον παράγοντα αξία.  Η Ε.Δ.Υ. βεβαίως χρησιμοποιεί διαχρονικά τη φράση «δέουσα ή ανάλογη βαρύτητα» στα πλαίσια αποτίμησης και στάθμισης της εκτίμησης του οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - ).   Όμως ταυτόχρονα η θεώρηση του προσόντος ως «απόλυτα» σχετικού, χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση, φανερώνει προσπάθεια του διοικητικού οργάνου να υπερτονίσει το προσόν το οποίο αμέσως προηγουμένως χαρακτήρισε απλώς ως «σχετικό».  Η «απόλυτη» σχετικότητα χωρίς κάποια επί μέρους ανάπτυξη του θέματος, αφήνει ερωτηματικά, καθιστώντας την κρίση ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου. Αποκτά συνεπώς σημασία η νομολογία που αναζητά περαιτέρω την αιτιολογία της στερεότυπης φράσης και της λεκτικής απλώς αναγνώρισης ότι το προσόν είναι σχετικό, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - Νίκου Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 515/2012, ημερ. 21.12.2012 και Ζήσης Καλλένου ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 1280/2007, ημερ. 23.10. 2012).  Διαπιστώνεται, επομένως, πρόβλημα στη βαρύτητα που έδωσε το διοικητικό όργανο, καθώς και στην αιτιολογία.

 

Περαιτέρω, ενώ η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε το πρόσθετο προσόν για να παρεκκλίνει από τη σύσταση της Διευθύντριας, το χρησιμοποίησε ταυτόχρονα και να εξουδετερώσει την αρχαιότητα.  Η διπλή χρήση ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος και το οποίο δεν αποτελεί πλεονέκτημα είναι ανεπίτρεπτη για να υπερσκελίσει και τη σύσταση και την αρχαιότητα που είχε υπέρ της η Κονάρη.  Έπεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. για την προτίμηση της Παρτασίδου δεν ήταν ειδική, ή πειστική.  Στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - χρησιμοποιήθηκε η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη του ενδιαφερομένου μέρους για να παρακαμφθεί και η αρχαιότητα της αιτήτριας, η υπέρ της σύσταση του προϊσταμένου και το πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν, σχετικό όμως με τα καθήκοντα της θέσης.  Λέχθηκε ότι η καλύτερη προφορική εξέταση που στην ουσία ήταν οριακής και μόνο φύσης, έστω και αν η θέση ήταν υψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ουσιαστικά ο μόνος παράγων που λαμβάνεται υπόψη.  Η Ολομέλεια πρόσθεσε ότι οι πειστικοί ή ειδικοί λόγοι που θα πρέπει να δίδονται από το διοικητικό όργανο για την επιλογή υποψηφίου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου σκοπούν στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα ή τη σύσταση.

 

Έπεται ότι έναντι της Κονάρη, η επιλογή της Παρτασίδου από την Ε.Δ.Υ. δεν ήταν  σύμφωνη με τη νομολογία.

 

Τα ίδια ουσιαστικά ισχύουν και για την αιτήτρια Κοκκινόφτα.  Παρά το γεγονός ότι αυτή υστερεί σε αρχαιότητα έναντι της Παρτασίδου και μάλιστα κατά 8 έτη, που ενδεχομένως να έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, η πλάνη της Ε.Δ.Υ. στο ζήτημα ήταν ότι κατά την αναδίπλωση του σκεπτικού της παρασιώπησε το πλεονέκτημα της Κοκκινόφτα υπό την έννοια ότι αν και το αποδέχθηκε στη σελ. 3 του πρακτικού, λέγοντας μάλιστα ότι ήταν η μόνη από τους υποψηφίους που το κατείχε, εξηγώντας ότι απέκτησε το διδακτορικό της μετά το διορισμό της ως Τεχνικός Χημείου                   2ης Τάξης και άρα δεν χρησιμοποιήθηκε για το διορισμό της στην εν λόγω θέση, στη συνέχεια δεν το αποτίμησε, ούτε και το έθεσε προς σύγκριση  με το ενδιαφερόμενο μέρος ώστε να δώσει ειδική πειστική αιτιολογία για την επιλογή της Παρτασίδου που δεν είχε το πλεονέκτημα.  Η κατοχή του Diplom Ingenieur από το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε, υπενθυμίζεται, ως πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν σχετικό μα τα καθήκοντα της θέσης και όχι ως πλεονέκτημα.

 

Η νομολογία δίδει προβάδισμα στον κάτοχο πλεονεκτήματος και αυτό βέβαια σε συνάρτηση με το κριτήριο ή παράγοντα της αξίας (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας και Παντελίτσα Κουπεπίδου ν. Παναγή (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, Δημοκρατία ν. Γερμανού - ανωτέρω -, Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Βαρνάβας Κυριαζής ν. Θ.Ο.Κ., υπόθ. αρ. 274/2012, ημερ. 19.12.2013).  Η παράκαμψη του πλεονεκτήματος έναντι συνυποψηφίου που  δεν το κατέχει χρειάζεται ειδική πειστική αιτιολογία, (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Παρά λοιπόν τη μνεία του πλεονεκτήματος της Κοκκινόφτα, στη συνέχεια δεν υπήρξε σύγκριση με το πρόσθετο προσόν της Παρτασίδου ώστε να αποφασίσει η Ε.Δ.Υ. αναλόγως ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια συσταθμίζοντας τις δύο υποψήφιες.  Ενώ η Ε.Δ.Υ. προβαίνει στο σκεπτικό της σε ιδιαίτερη καταγραφή των συγκριτικών στοιχείων μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και της Κονάρη, της Κοντογιώργη, της Προκοπίου, της Αναστάση, της Χριστοδουλίδου (οι τέσσερεις τελευταίες όχι αιτήτριας στην  υπό κρίση προσφυγή) και της Δημητρίου, δεν το έπραξε σε σχέση με την Κοκκινόφτα.  Αυτό αποτελεί λάθος διότι το Δικαστήριο στερείται τώρα του αναγκαίου πραγματικού υπόβαθρου ώστε να προβεί σε αναθεωρητικό έλεγχο.  Η Κοκκινόφτα είχε αύξοντα αριθμό 14.  Η μόνη άλλη αναφορά της Ε.Δ.Υ., πέραν από την πίστωση του πλεονεκτήματος στη σελ. 3, βρίσκεται στην τελευταία σελίδα, στην προτελευταία παράγραφο, όπου αναφέρθηκε ότι η Κοκκινόφτα (όχι ονομαστικά, αλλά με αριθμό), διαθέτει «επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αν και δεν απαιτούνται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν, βάσει τούτου, πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, απέδωσε σ΄ αυτά τη δέουσα βαρύτητα ...».

 

Ο κ. Κωνσταντίνου λέγει στην αγόρευση του ότι η Ε.Δ.Υ. παρασιώπησε το μεταδιδακτορικό της Κοκκινόφτα στη Χημεία.  Δεν απορρέει από τα συνημμένα στην αγόρευση ότι το μεταδιδακτορικό είναι όντως ένας νέος τίτλος ή προσόν.  Αναφέρεται στις βεβαιώσεις ότι η Κοκκινόφτα είναι μεταδιδακτορική συνεργάτιδα.  Ίσως γι΄ αυτό το λόγο είναι που στον κατάλογο των προσόντων δεν εμφαίνεται παρόλο που υπήρχε στον προσωπικό της φάκελο αναφορά στη μεταδιδακτορική της συνεργασία (δέστε ερυθρά 135 και 119 του Τεκμηρίου «Α2»).  Όμως η Ε.Δ.Υ. όφειλε να εντοπίσει το ζήτημα και να αποφασίσει αν αυτό ήταν ακόμη ένα πρόσθετο ή όχι προσόν και αν του έδιδε κάποια βαρύτητα.  Το ότι δεν έτυχε καμιάς αναφοράς ήταν ένα πρόσθετο προϊόν πλάνης.

 

Η Ε.Δ.Υ. επίσης όταν αναφέρθηκε στα επιπρόσθετα προσόντα της Κοκκινόφτα με τη γενικότητα με την οποία αντιμετώπισε το ζήτημα, δεν ήταν σαφές πόσα ακριβώς πρόσθετα προσόντα έλαβε υπόψη.  Θεώρησε ότι το πλεονέκτημα ήταν μέσα στα πρόσθετα προσόντα τα οποία και δεν εξειδίκευσε στην προτελευταία παράγραφο της κρίσης της, υποβιβάζοντας έτσι ανεπίτρεπτα και αντιφατικά, το πλεονέκτημα το οποίο προηγουμένως της αναγνώρισε διαπράττοντας έτσι και έτερο λάθος ή εννοούσε άλλα πρόσθετα προσόντα, όπως το μεταπτυχιακό της δίπλωμα στη Χημεία και την ιδιότητα του Μέλους στο Royal Institute of Chemistry

 

Αυτά δεν διευκρινίζονται με σαφήνεια ή έστω επάρκεια, γεγονός που δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.  Εν πάση περιπτώσει, όπως και να έχει το ζήτημα, είναι σαφές ότι η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρθηκε ρητά, ως όφειλε, με ειδική πειστική αιτιολογία εξηγώντας την παράκαμψη του πλεονεκτήματος της Κοκκινόφτα.  Η θέση της Δημοκρατίας ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται σε κάθε ένα από τα πρόσθετα προσόντα ή σε ακόμη και σε κάθε ένα από τους υποψηφίους είναι βεβαίως ορθή, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει την Ε.Δ.Υ. από του να όφειλε να μνημονεύσει ρητά και να παρακάμψει, αν αυτό έκρινε ορθό, με ρητή αιτιολογία το πλεονέκτημα.  Το πλεονέκτημα δεν έχει το ίδιο «ειδικό» βάρος όπως ένα πρόσθετο προσόν.  Το πλεονέκτημα το οποίο απορρέει από το ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας δίδει, όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως, προβάδισμα στον κάτοχο του.  Και, επομένως, η παράκαμψη έναντι υποψηφίου που δεν το κατέχει χωρίς ειδική αιτιολογία αποτελεί πλάνη.  Ιδιαιτέρως διότι στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. ενεργώντας ορθά με βάση το δεδικασμένο δεν είχε πιστώσει την Παρτασίδου με τρίτο πτυχίο, όπως απορρέει από την τελεσίδικη στο θέμα απόφαση της Ολομέλειας στην Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, με αναφορά στο δεδικασμένο που απέρρεε από τις αποφάσεις στις προσφυγές υπ΄ αρ. 438/90 και 534/90.

 

Έπεται ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να συγκρίνει το πλεονέκτημα και τα πρόσθετα προσόντα της Κοκκινόφτα, με το πρόσθετο προσόν της Παρτασίδου, σε συνάρτηση με την αρχαιότητα και την αξία.  Απέτυχε στην ορθή συνεκτίμηση των στοιχείων, εφόσον στην ουσία δεν έλαβε υπόψη της το πλεονέκτημα της Κοκκινόφτα.

 

Η κατάληξη είναι ότι η προσφυγή αποτυγχάνει όσον αφορά την αιτήτρια αρ. 2. Ελένη Δημητρίου, με έξοδα εναντίον της κατά το ένα τρίτο, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, αλλά επιτυγχάνει όσον αφορά τις αιτήτριες αρ. 1 και 3, Ρεβέκκα Κοκκινόφτα και Κατερίνα Κονάρη, με έξοδα υπέρ τους, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη και η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Δώρας Ζήνωνος-Παρτασίδου ακυρώνεται έναντι των αιτητριών Ρ. Κοκκινόφτα και Κ. Κονάρη.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο