ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D276
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 187/2011)
16 Απριλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Α. Ευσταθίου (κα), για τους Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 3/11/2010, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Γιαννάκης Λαζάρου, Ελένη Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου και Ρένα Πετρίδου-Βραχίμη, προήχθησαν στη μόνιμη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, από 15/12/2010.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή, τα οποία δεν αμφισβητούνται, έχουν σε συντομία ως πιο κάτω.
Μέσα στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης τριών κενών θέσεων Εισαγγελέα (Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) στη Νομική Υπηρεσία, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3/7/2009, υποβλήθηκαν δώδεκα αιτήσεις οι οποίες εξετάστηκαν σε πρώτο στάδιο από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.
Εννέα προσοντούχοι υποψήφιοι - όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων και οι διάδικοι που, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσαν ως Ανώτεροι Δικηγόροι της Δημοκρατίας, υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση και στη συνέχεια αξιολογήθηκαν με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα, την αρχαιότητα, την επαγγελματική πείρα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των αιτήσεων τους.
Ο αιτητής αξιολογήθηκε ως εξαίρετος, το ενδιαφερόμενο μέρος Ρ. Πετρίδου-Βραχίμη, ως σχεδόν εξαίρετη και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου και Γ. Λαζάρου ως πάρα πολύ καλοί.
Οι διάδικοι μαζί με άλλους τέσσερις υποψηφίους συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο συστηνομένων που προτάθηκαν στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»).
H έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατατέθηκε στη συνέχεια ενώπιον της ΕΔΥ, η οποία αφού διαπίστωσε κάποια κενά και παραλείψεις αναφορικά με τη σύνθεση και την αιτιολογία, επέστρεψε τις αιτήσεις στη Συμβουλευτική Επιτροπή μαζί με τις παρατηρήσεις της.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε με γραπτή επιστολή της, τις θέσεις της επί των συγκεκριμένων ζητημάτων, οι οποίες εξετάστηκαν από την ΕΔΥ και ακολούθως οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ στην παρουσία και του Γενικού Εισαγγελέα.
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Εισαγγελέας αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη Γ. Λαζάρου και Ρ. Πετρίδου-Βραχίμη ως εξαίρετους και την ενδιαφερόμενη Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου ως σχεδόν εξαίρετη, σύστησε δε τους τρεις πρώτους και αποχώρησε.
Ακολούθησε η αξιολόγηση της ΕΔΥ, η οποία υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Εισαγγελέα, χαρακτήρισε ως εξαίρετα τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη και ως σχεδόν εξαίρετο τον αιτητή, αιτιολογώντας, κατά περίπτωση το χαρακτηρισμό.
Στο καταληκτικό μέρος της διαδικασίας, η ΕΔΥ, κατόπιν γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων και αφού, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, καθώς και την απόδοση τους στην ενώπιον της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, επέλεξε ως καταλληλότερα για προαγωγή, τα ενδιαφερόμενα μέρη, καταγράφοντας το σκεπτικό της.
Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στις θέσεις που ο αιτητής προβάλλει στα πλαίσια των λόγων ακύρωσης που εγείρει και με τις γραπτές αγορεύσεις του συνηγόρου του, προωθεί, κατέχει η θέση ότι αυτός υπερείχε έκδηλα των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία, προσόντα και σχετική πείρα, στοιχεία που τον καθιστούσαν καταλληλότερο και επομένως, κακώς δεν επελέγη.
Ο αιτητής υποβάλλει ότι το στοιχείο της αρχαιότητας, στη βάση του οποίου προτιμήθηκαν, κατά την άποψη του, τα ενδιαφερόμενα μέρη, έχει σε περίπτωση πλήρωσης υψηλόβαθμων ιεραρχικά θέσεων, όπως η επίδικη, πολύ περιορισμένη σημασία και υποστηρίζει ότι η οριακή διαφορά στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο παράγοντα επιλογής.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι αγνοήθηκαν τα πρόσθετα προσόντα του μεταξύ των οποίων και η άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας, όπως επίσης και το προβάδισμα που του έδιδε η άσκηση των καθηκόντων της επίδικης θέσης, υπό την ιδιότητα του ως υπεύθυνου Τομέα της Νομικής Υπηρεσίας από το 2003.
Τέλος, σε σχέση με την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου αντί του ιδίου, ο οποίος διέθετε και τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι απόψεις των καθ'ων η αίτηση, κεντρικό άξονα των οποίων συνιστά η θέση ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερόμενων μερών, έτσι ώστε να δικαιολογείται δικαστική επέμβαση. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων κρίσης και ήταν, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων, εύλογα επιτρεπτή.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, έκδηλη υπεροχή μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο μετά από συσχετισμό του συνόλου των στοιχείων των υποψηφίων που άπτονται της καταλληλότητας τους για διορισμό ή προαγωγή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η υπεροχή πρέπει να είναι συντριπτική, σε βαθμό που παραγνώρισή της να στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο η νομολογία μας προσεγγίζει το θέμα, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329:
«Η φράση "έκδηλη υπεροχή" έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία μας. Λέχθηκε ότι σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Λέχθηκε, επίσης, ότι για να ευσταθήσει ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79 (απόφαση Πική, Δ., ως ήταν τότε).
Όπως έχει λεχθεί στην Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Γ) 1253, 1261 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):
"Το κριτήριο που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Hadjisavvas v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76 έχει καθιερωθεί από μεταγενέστερη νομολογία ως το κριτήριο για τον καθορισμό της ύπαρξης καταφανούς υπεροχής (βλέπε Hadjioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826). Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (self evident)."
(Βλ. και Ρ.Ι.Κ. v. Κωνσταντινίδη, Α.Ε. 2294/30.9.97: «η υπεροχή για να είναι έκδηλη πρέπει να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση». Βλ. επίσης Γρηγορίου v. A.H.K., Α.Ε. 2134/25.9.98)."
Στην παρούσα περίπτωση, εκείνο που αναδεικνύεται, μέσα από τους σχετικούς φακέλους και συγκεκριμένα μέσα από τις αξιολογήσεις, είναι πως πρόκειται για ουσιαστικά ισοδύναμους υποψηφίους. Συγκεκριμένα:
Αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία της πενταετίας 2004-2008, στην οποία ευλόγως, όπως είναι σταθερά νομολογημένο, δόθηκε έμφαση, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Λαζάρου συγκέντρωσαν από 40 "εξαίρετα", το ενδιαφερόμενο μέρος Ρ. Πετρίδου-Βραχίμη, 39 "εξαίρετα" και 1 "πολύ ικανοποιητικά", ενώ για την ίδια περίοδο το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου αξιολογήθηκε με 38 "εξαίρετα" και 2 "πολύ ικανοποιητικά". Σημειώνεται ότι στο τελευταίο πριν από την επίδικη διαδικασία έτος, το 2009, η βαθμολογία των διαδίκων ήταν "εξαίρετη" σε όλα τα στοιχεία.
Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις, συνιστούν οριακές διαφορές μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή ενός υποψηφίου σε αξία, έναντι των άλλων. Αντίθετα, αναδεικνύουν υποψηφίους ουσιαστικά ισοδύναμους σε αξία. Η ορθή αντιμετώπιση του θέματος είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, να εξετάζεται η γενική εικόνα ενός υποψηφίου και όχι να γίνεται αριθμητική φόρμουλα για να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα "εξαίρετος". (Βλ. Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Πατσαλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 738 και Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438). Αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, ουσιαστική σημασία.
Επομένως, οι ισχυρισμοί του αιτητή για υπεροχή του σε βαθμολογημένη αξία πάνω στη βάση των εντελώς οριακών διαφορών που επισημάνθηκαν πιο πάνω, κρίνονται ανεδαφικοί.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι αγνοήθηκαν τα πρόσθετα προσόντα του, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει και η άριστη γνώση του, στη γαλλική γλώσσα.
Τα προσόντα των διαδίκων καταγράφονται αναλυτικά στους σχετικούς πίνακες που τέθηκαν ενώπιον της ΕΔΥ.
Ο αιτητής κατείχε πρόσθετους ακαδημαϊκούς τίτλους οι οποίοι σημειώθηκαν από την ΕΔΥ (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στο Δημόσιο Δίκαιο και Προδιδακτορικό Δίπλωμα Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου ) και είναι γεγονός ότι λόγω της κατοχής αυτών των μη απαιτούμενων αλλά συναφών ακαδημαϊκών διπλωμάτων, υπερείχε των ενδιαφερόμενων μερών στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων. (Bλ. Δημοκρατία v. Διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3 Α.Α.Δ 871).
Αναφορικά με την κατοχή της γαλλικής γλώσσας και το άριστο επίπεδο της γνώσης της, που επικαλείται σαν επιπρόσθετο προσόν ο αιτητής λόγω της φοίτησης του σε γαλλικό πανεπιστήμιο, το στοιχείο αυτό ήταν ενώπιον της ΕΔΥ και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μη ακαδημαϊκά προσόντα.
Όπως έχει υποδειχθεί σε πληθώρα αποφάσεων, πρόσθετα προσόντα που λογίζονται ως ιδιαίτερης σημασίας για σκοπούς στάθμισης, αποτελούν μόνο πτυχιακά ή μεταπτυχιακά (ακαδημαϊκά) πρόσθετα προσόντα (Βλ. Σταύρος Λάμπρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 783/2002, ημερομηνίας 9/4/2004, Γιαννάκης Καναράς v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1509/2008, ημερομηνίας 26/10/2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1386/2007, ημερομηνίας 23/12/2008 Γεώργιος Ταλιώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1317/2010, ημερομηνίας 26/1/2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1207/2011, ημερομηνίας 15/2/2013).
Στο κριτήριο της αρχαιότητας υπερέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, με αναφορά στη θέση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας που προηγείται της επίδικης. Προήχθησαν και οι τρεις σε αυτή έχοντας υπηρετήσει προηγουμένως σε όλες τις κατώτερες βαθμίδες τις ιεραρχίας της Νομικής Υπηρεσίας.
Η Ρ. Πετρίδου-Βραχίμη προήχθη από 1/4/1994, ο Γ. Λαζάρου από 15/11/2000 και η Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου από 1/5/2001.
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, της Νομικής Υπηρεσίας, από 1/9/2002. Ο τίτλος της θέσης μετονομάστηκε αργότερα σε Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 1) του 2007, (Ν. 38(ΙΙ)/2007) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25/7/2007.
Πριν από το διορισμό του εργάστηκε ως δικηγόρος στον ιδιωτικό τομέα και ως συνεργάτης της Νομικής Υπηρεσίας με σύμβαση (1999-2002).
Οι φάκελοι επίσης αποκαλύπτουν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη διέθεταν πολύ μεγαλύτερη άσκηση της δικηγορίας από τον αιτητή, η οποία όπως τονίσθηκε στη Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329 και στη Δημοκρατία κ.ά. v. Kόκκινου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199, συνιστά επαυξημένες νομικές γνώσεις και δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η σχετική πείρα και η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος από πλευράς διαδίκων καταγράφονται αναλυτικά στους σχετικούς πίνακες, οι οποίοι επισυνάπτοντο στην εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποτελούσαν μέρος των φακέλων των υποψηφίων που η ΕΔΥ είχε ενώπιον της, το περιεχόμενο των οποίων, ως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, αξιολόγησε.
Aποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είχε αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης (βλ. Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Ακκελίδου κ.ά. v. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278).
Είναι γεγονός ότι ο αιτητής μετά τον πιο πάνω διορισμό του τοποθετήθηκε από τον Απρίλιο του 2003 ως υπεύθυνος ενός από τους τομείς εργασίας της Νομικής Υπηρεσίας. Το γεγονός όμως αυτό και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο ασκούσε τα καθήκοντα του Εισαγγελέα, δεν ενισχύει την άποψη του ότι ήταν καταλληλότερος των ενδιαφερόμενων μερών.
Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, το είδος ή η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν αποτελεί μέτρο κρίσης της αξίας του, ούτε νόμιμο κριτήριο για την πρόκρισή του έναντι συναδέλφων του, γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση των υπαλλήλων, εκτός βέβαια εκεί όπου προκύπτει ότι στους τελευταίους ανατέθηκαν λόγω ανεπάρκειας, περιορισμένα καθήκοντα. Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ' εντολή των ανωτέρων τους (Βλ. Κούλη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362 και Αττάς κ.ά. (Αρ. 2) (πιο πάνω)).
Στην κρινόμενη περίπτωση η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της ουσιαστικής ισοδυναμίας των διαδίκων στις υπηρεσιακές εκθέσεις, της υπεροχής του αιτητή σε προσόντα και της υπεροχής των ενδιαφερόμενων μερών σε ουσιαστική αρχαιότητα και απόδοση στην προφορική εξέταση, που ήταν επίσης ένα από τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη δυνάμει του άρθρου 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε), που διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Έχω την άποψη ότι η υπεροχή του αιτητή σε προσόντα αντισταθμίστηκε από το προβάδισμα των ενδιαφερομένων στην αξιολόγηση της συνέντευξης και τη σημαντική υπεροχή τους σε αρχαιότητα στη θέση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, είναι επιτρεπτό για την ΕΔΥ να δώσει η ίδια την αξία που θεωρεί ορθή σε κάθε ένα από τα νόμιμα κριτήρια (βλ. Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165).
Στην απόφαση της η ΕΔΥ έδωσε και την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την απόκλιση της από τη σύσταση και την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Χατζηχρίστου-Λοϊζίδου, αντί του αιτητή.
Αναφέρθηκε ρητά στην ψηλότερη αξιολόγηση της στην ενώπιον της προφορική εξέταση και στην υπεροχή της σε αρχαιότητα κατά ένα χρόνο και τέσσερις μήνες στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης, θέση, η οποία όπως ήδη επισημάνθηκε προσέδιδε σ' αυτήν και το ανάλογο προβάδισμα της σχετικής πείρας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα και πείρα συνιστά ειδική αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση (Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 845).
Λαμβανομένου υπόψη και του στοιχείου του χρόνου εγγραφής και άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από τους διαδίκους, όπως προεκτέθηκε και που δεν μπορεί, κατά τη νομολογία να αγνοηθεί, κρίνω ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη.
Η ανάλυση που προηγήθηκε καταδεικνύει ότι ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερόμενων μερών και από την άλλη ότι η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της, η οποία σε περιπτώσεις θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, είναι πολύ ευρεία (βλ. Ζαπίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.1098).
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ