ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή. Α. Ζερβού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-04-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο NIKΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΥΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1371/2012, 16/4/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D275

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1371/2012)

 

16 Απριλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NIKΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΥΡΗ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Ζερβού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

H θεραπεία 

O Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 25.6.2012 με την οποία του απέρριψαν το αίτημα για παραχώρηση αποζημίωσης συνεπεία της απόπειρας φόνου εναντίον του.

 

Τα γεγονότα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, στις 18.1.2008 διαπράχθηκε απόπειρα φόρου εναντίον του Αιτητή, ο οποίος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Λεμεσού και μετά στο Ισραήλ.  Ο δράστης αμέσως μετά την απόπειρα, αυτοπυροβολήθηκε και πέθανε επιτόπου.  Το αδίκημα καταγγέλθηκε άμεσα στην Αστυνομία και η υπόθεση λόγω του θανάτου του δράστη ταξινομήθηκε ως «άλλως διευθετηθείσα».  Κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος εις βάρος του, ο Αιτητής από τις 26.9.2006, λάμβανε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη ανικανότητας, η οποία από την 1.12.2010 μετατράπηκε σε σύνταξη γήρατος.

 

Μετά από 4 χρόνια και συγκεκριμένα στις 5.1.2012, ο Αιτητής υπέβαλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης αίτηση για αποζημίωση, δυνάμει του περί Αποζημίωσης Θυμάτων Βίαιων Εγκλημάτων Νόμου του 1997 (Ν. 51(Ι)/97), στο εξής «ο Νόμος» και της ΚΔΠ 328/2006.  Το αίτημα του διαβιβάστηκε στις 30.3.2012 στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων μαζί με Έκθεση της Αστυνομίας και σχετικό Ιατρικό Πιστοποιητικό.

 

Στις 25.6.2012 οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του για το ότι η σχετική νομοθεσία δια του άρθρου 7(1) «προνοεί την υποβολή αίτησης για αποζημίωση .. εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την παρέλευση δύο χρόνων αφότου προκλήθηκε η σωματική βλάβη», ενώ στην περίπτωση του Αιτητή παρήλθε το καθορισμένο χρονικό διάστημα.  Οι Καθ' ων η αίτηση σημείωσαν επίσης ότι ακόμα και αν το αίτημα είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα «και πάλι θα είχε απορριφθεί, διότι η προαναφερόμενη νομοθεσία άρθρο 4(1)(β) προνοεί την καταβολή αποζημίωσης μόνο στην περίπτωση που δεν παρέχεται αποζημίωση από άλλες πηγές ή εάν παρέχεται να είναι μικρότερη από την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 6 της εν λόγω νομοθεσίας».  Οι Καθ' ων η αίτηση θεώρησαν ότι ο Αιτητής λάμβανε σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε μεγαλύτερο ύψος.

 

Στις 5.7.2012 ο δικηγόρος του Αιτητή με επιστολή του ζήτησε από τους Καθ' ων η αίτηση όπως κατ' εξαίρεση του άρθρου 4(1)(β) του Νόμου επανεξετάσουν την περίπτωση του Αιτητή.  Στην επιστολή ζήτησε από τους Καθ' ων η αίτηση να λάβουν υπόψη ότι η επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης η οποία «διασαφήνισε το θέμα», λήφθηκε στις 30.3.2012 και άρα το εύλογο του χρόνου εξαρτάται από αυτή την παραδοχή των Καθ' ων η αίτηση.  Οι Καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 2.8.2012 πληροφόρησαν το δικηγόρο του Αιτητή ότι η απόρριψη του αιτήματος ήταν οριστική, εφόσον δεν είχαν διαφοροποιηθεί οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα.

 

Οι νομικοί ισχυρισμοί

Ο Αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης:- (1) ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, (2) ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας, επαρκούς αιτιολογίας και παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, (3) ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην έννοια του «ευλόγου χρόνου» είναι αντίθετη με την αρχή του κράτους δικαίου, (4) ότι παραβιάζει την «αρχή της επιείκειας» και (5) ότι το άρθρο 7(1) του σχετικού Νόμου παραβιάζει τα Άρθρα 9 και 28 του Συντάγματος.

 

 

Η κατάληξη

Ως προς την αναρμοδιότητα του οργάνου, ο Αιτητής προβάλλει δύο επιχειρήματα.

 

Το πρώτο αφορά στο ότι η έρευνα διεξήχθη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος ήταν αναρμόδιος και στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στο αρμόδιο Υπουργείο, το οποίο την δέχθηκε  χωρίς το ίδιο να διεξάγει τη δική του έρευνα.  Η αρμοδιότητα ενός οργάνου αφορά στη λήψη και έκδοση μιας διοικητικής πράξης.  Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε από το όργανο που προβλέπεται από το Νόμο, ήτοι το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Το ότι διατάχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς το οποίο ο ίδιος ο Αιτητής απευθύνθηκε για ετοιμασία Έκθεσης από την Aστυνομία ώστε να αποφασιστεί ο περαιτέρω χειρισμός του αιτήματος, δεν βλέπω πώς μπορεί να επηρεάσει την έρευνα που στη συνέχεια διεξήγαγε το αρμόδιο Υπουργείο.  Η Έκθεση της Aστυνομίας περιορίστηκε στην έκθεση γεγονότων και δεν περιλάμβανε καμία σύσταση.  Επομένως, δεν πρόκειται για περίπτωση υιοθέτησης ή απλής έγκρισης σύστασης ώστε να θεωρηθεί ότι συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιοτήτων.  Η απλή υιοθέτηση γεγονότων που περιλαμβάνονται σε μια Έκθεση ή Σημείωμα, τα πλείστα των οποίων δεν αμφισβητούνται, δεν συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας.  Ούτε η υποβολή μιας τέτοιας Έκθεσης από άλλο όργανο της διοίκησης είναι μεμπτό, εφόσον εντάσσεται στα πλαίσια της δέουσας έρευνας.  Σημασία έχει η μετέπειτα άσκηση ουσιαστικής αρμοδιότητας από το αρμόδιο όργανο, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.  Οι αποφάσεις (βλ. Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 ΑΑΔ 433 και άλλες) στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή δεν είναι βοηθητικές, εφόσον αφορούν στη μεταβίβαση εκ του Νόμου εξουσίας, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ.

 

Με το δεύτερο επιχείρημα ο δικηγόρος του Αιτητή με αναφορά στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β ΑΑΔ 987, Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β ΑΑΔ 576 και δύο άλλες υποθέσεις οι οποίες δεν είναι σχετικές, προβάλλει ότι η απορριπτική επιστολή του Διευθυντή, ο οποίος ήταν σύμφωνα με το άρθρο 7 το αρμόδιο όργανο, δεν υπογράφεται από τον ίδιο, αλλά από άλλο Λειτουργό «για Διευθυντή».  Εισηγείται δε ότι στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκε από το Διευθυντή που ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο.  Πέραν τούτου ανέφερε ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση προς άλλο όργανο ή Λειτουργό να ενεργεί εκ μέρους του Διευθυντή.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή.  Όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, η απορριπτική επιστολή ημερ. 25.6.2012 ξεκινά με τη φράση «Έχω οδηγίες» και ολοκληρώνεται με υπογραφή εκ μέρους του Διευθυντή Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Δεν συμφωνώ ότι υπό τις περιστάσεις εκτοπίζεται το τεκμήριο της κανονικότητας ή ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.  Όπως εξηγείται στις αποφάσεις Θρασυβούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/98, ημερ. 18.9.2001, Carlors Services Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 582/2007, ημερ. 21.5.2009 και Κασάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 138/10, ημερ. 31.1.2012 η έννοια του «Έπαρχου» ή του «Γενικού Διευθυντή» ή του «Διευθυντή» δεν είναι ταυτισμένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση αυτή.

 

Το θέμα της έρευνας προβάλλεται και ως ξεχωριστός λόγος ακυρότητας.  Έχω ήδη αποφασίσει επί του θέματος και δεν προτίθεμαι να επεκταθώ.  Περιορίζομαι να αναφέρω ότι το γεγονός ότι στην απορριπτική επιστολή ημερ. 25.6.2012 γίνεται εκ παραδρομής αναφορά στη «σύνταξη ανικανότητας» που αρχικά λάμβανε αντί σε «σύνταξη γήρατος» που μετέπειτα λάμβανε, ουδόλως επηρεάζει το θέμα της έρευνας και ούτε αποτελεί ουσιώδη πλάνη ώστε να επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της πράξης.  Από τη στιγμή που είναι δεκτό ότι ο Αιτητής λάμβανε σύνταξη γήρατος η οποία ήταν ψηλότερη από την αποζημίωση που θα λάμβανε δυνάμει του άρθρου 6 του Νόμου 51(Ι)/97, κατά την κρίση μου η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση συνάδει απόλυτα με την πρόνοια του άρθρου 4(1)(β) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι δεν καταβάλλεται αποζημίωση δυνάμει του Νόμου στις περιπτώσεις που παρέχεται από το κράτος άλλη αποζημίωση η οποία είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπει το άρθρο 6, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Αιτητή.  Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή ότι η σύνταξη γήρατος δεν περιλαμβάνεται στον όρο «αποζημίωση από άλλες πηγές», όπως προβλέπει στο άρθρο 4(1)(β).  Ούτε συμφωνώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση στα πλαίσια αιτιολόγησης της απόφασης τους να επισυνάψουν οποιαδήποτε έγγραφα ή αποδείξεις για το ποσό που ο ίδιος ο Αιτητής λάμβανε από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, το οποίο εν πάση περιπτώσει ο ίδιος γνώριζε.  Κατά την κρίση μου η έρευνα που έγινε ήταν η δέουσα, ενώ η αιτιολογία που δόθηκε ήταν επαρκής. 

 

Ούτε βλέπω ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η διοίκηση είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να καλέσει τον Αιτητή σε ακρόαση, εφόσον ο Νόμος δεν όριζε κάτι τέτοιο και εν πάση περιπτώσει όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον της διοίκησης.  Η δυνατότητα που προβλέπει ο Νόμος διά του άρθρου 7(2) είναι δυνητική και όχι επιτακτική.

 

Ο Αιτητής προβάλλει επίσης ότι οι Καθ' ων η αίτηση με την ερμηνεία που έδωσαν στην προϋπόθεση του άρθρου 7(1) του Νόμου για την υποβολή αίτησης «εντός ευλόγου χρόνου», παραβίασαν την αρχή της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, του κράτους δικαίου και της αρχής της επιείκειας.

 

Ούτε αυτοί οι λόγοι ακυρότητας ευσταθούν.  Το άρθρο 7(1) του Νόμου 51(Ι)/1997 προβλέπει ότι:-

«7(1) Η αίτηση για αποζημίωση δυνάμει του παρόντος Νόμου υποβάλλεται στο Διευθυντή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την παρέλευση δύο χρόνων αφότου προκλήθηκε η σωματική βλάβη ή ο κλονισμός της υγείας ή επήλθε θάνατος, ανάλογα με την περίπτωση.».

 

Είναι φανερό ότι η προϋπόθεση της υποβολής αίτησης εντός «ευλόγου χρόνου» περνά σε δεύτερη μοίρα, εφόσον το ίδιο το άρθρο προβλέπει ρητά ότι «εν πάση περιπτώσει» η αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί μετά την παρέλευση δύο χρόνων αφότου προκλήθηκε η σωματική βλάβη.

 

Στην ουσία εκείνο που αμφισβητεί ο Αιτητής, είναι τη σοφία του νομοθέτη.  Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να προβεί σε επέκταση ή διαφοροποίηση ρητών προνοιών σε νομοθετική ρύθμιση (βλ. Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550).  Στην προκειμένη περίπτωση η σωματική βλάβη επήλθε στις 18.1.2008 και η αίτηση υποβλήθηκε σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια μετά.  Κατά την άποψή μου νόμιμα η διοίκηση στηρίχθηκε στη συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου για να απορρίψει το αίτημα.  Στην ουσία οι Καθ' ων η αίτηση δεν έκαμαν τίποτε άλλο από του να συμμορφωθούν με τις ρητές επιταγές του Νόμου.  Η αρμοδιότητα τους ήταν δέσμια και η αντίληψη του δικηγόρου του Αιτητή ότι οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ευχέρεια να ενεργήσουν διαφορετικά, είναι κατά την κρίση μου εσφαλμένη (βλ. Αναστ. Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η Έκδοση, σελ. 471).  Υπό τις περιστάσεις, αν οι Καθ' ων η αίτηση αποδέχονταν την αίτηση, αυτό θα συνιστούσε παραβίαση των ρητών προνοιών του Νόμου ως προς τις προθεσμίες και παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη.  Κάτω από τον μανδύα της αρχής της επιείκειας δεν μπορούν να προάγονται λύσεις που στην ουσία είναι αντίθετες με ρητές πρόνοιες του Νόμου.

 

Τέλος, ο Αιτητής προβάλλει ότι η διετής προθεσμία που τίθεται από το άρθρο 7(1) του Νόμου είναι αντισυνταγματική και αυτό γιατί έρχεται σε σύγκρουση με τα Άρθρα 9 και 28 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν στο δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και ισότητας, αντίστοιχα.  Με αναφορά σε μεγαλύτερες χρονικές προθεσμίες που προβλέπονται σε άλλες χώρες, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι η προθεσμία των δύο ετών είναι τόσο περιοριστική, που αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.

Ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.  Η προθεσμία των δύο ετών δεν είναι τέτοια που να δημιουργεί σοβαρό περιορισμό των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων του Αιτητή.  Η παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να ενταχθεί στα όσα νομολογήθηκαν στη Fekkas v. EAC (1968) 1 CLR 173 στην οποία έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή.  Εκεί η προθεσμία που κρίθηκε ότι αντίκειται στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος ήταν τρεις μήνες και δεν αφορούσε στην υποβολή αίτησης, αλλά στην έγερση αξίωσης εναντίον του δημοσίου με άμεση διασύνδεση με το υπέρτατο δικαίωμα του πολίτη να έχει πρόσβαση στο Δικαστήριο. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η προθεσμία των δύο ετών για υποβολή αίτησης είναι αδικαιολόγητα περιοριστική ώστε να πλήττει το δικαίωμα για αποκατάσταση των θυμάτων.  Ούτε βλέπω πώς το θέμα μπορεί να διασυνδεθεί με την αρχή της ισότητας και το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού η συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου εφαρμόζεται με αντικειμενικό τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση ή αυθαίρετη διαφοροποίηση.

 

Ο Νόμος 51(Ι)/97 θεσπίστηκε μετά από υπογραφή αντίστοιχης Ευρωπαϊκής Σύμβασης.  Η ίδια η Σύμβαση προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν την προθεσμία εντός της οποίας θα μπορεί να υποβληθεί αίτηση για αποζημίωση.  Δεν καθορίζει όμως συγκεκριμένα ελάχιστα χρονικά όρια.  Επομένως το κάθε κράτος μέλος αποφασίζει ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σ' αυτό.  Το κίνητρο του Νομοθέτη όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, εκτός αν η σχετική πρόνοια παραβιάζει το Σύνταγμα.  Ο Αιτητής ο οποίος είχε υποχρέωση να αποδείξει την αντισυνταγματικότητα της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας κατά την άποψή μου απέτυχε να το πράξει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Υπό τις περιστάσεις που βρίσκεται ο Αιτητής, περιορίζω τα έξοδα που επιδικάζονται υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, στα €800.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο