ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIALLOUROS ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 677
Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 2522
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντώνιου Ι. Αντωνίου και Άλλων (Αρ. 1) (2004) 3 ΑΑΔ 279
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D178
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 66/2012
και 213/2012
10 Μαρτίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
Υπόθεση Αρ. 66/2012
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
ΓΡΗΓΟΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητή,
και
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η αίτηση.
-----------
Υπόθεση Αρ. 213/2012
Μεταξύ:
ΖΗΝΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ
Αιτήτριας,
και
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η αίτηση.
Για αιτητή στην 66/2012, κ. Α. Κωνσταντίνου
Για αιτήτρια στην 213/2012, κ. Α. Σ. Αγγελίδης
Για καθ΄ ων η αίτηση: κα Μ. Σπανού
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι αιτητές των δύο συνεκδικασθέντων προσφυγών αποβλέπουν σε ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (στο εξής η Αρχή) ημερ. 24.10.11, με την οποία προήχθη στη μόνιμη θέση προαγωγής του Ανώτερου Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού (στο εξής η Θέση) ο Ιωάννης Ζένιος (το ενδιαφερόμενο μέρος) αντί οι ίδιοι.
Το πραγματικό πλαίσιο των προσφυγών δεν αμφισβητείται και σε συντομία έχει ως ακολούθως:-
Κατά τη συνεδρία ημερ. 9.5.11, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής (στο εξής το Συμβούλιο) αποφάσισε την πλήρωση της Θέσης και έκρινε πως θα μπορούσαν να τη διεκδικήσουν 12 Λειτουργοί 1ης Τάξεως, μεταξύ των οποίων οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Κατά την επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 30.5.11, η Πρόεδρος ανάφερε πως δυνατό να υπήρχε νομικό κώλυμα στην συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή της Αρχής στη διαδικασία πλήρωσης της Θέσης, καθότι η εκ των υποψηφίων Ζήνα Γαβριηλίδου - αιτήτρια στην προσφυγή 213/12 - ήταν κουμπάρα του. Ενόψει τούτου αποφασίστηκε να ζητηθεί νομική συμβουλή από τη Νομικό Σύμβουλο της Αρχής και το θέμα επανεξετάστηκε στην επόμενη συνεδρία ημερ. 27.6.11. Κατ΄ αυτήν αποφασίστηκε όπως (α) ο Γενικός Διευθυντής δεν θα μετείχε στη διαδικασία πλήρωσης της Θέσης, ούτε θα προέβαινε σε συστάσεις, (β) δεν θα διοριζόταν άλλος Λειτουργός να προβεί σε συστάσεις και (γ) το Συμβούλιο θα προήγαγε έναν εκ των 12 υποψηφίων βασιζόμενο στα τρία νομολογιακά κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - βάσει των στοιχείων που υπήρχαν στους φακέλους τους. Όμως, σ΄ ότι αφορά την υποψήφια Γαβριηλίδου, αποφασίστηκε όπως οι εκθέσεις που την αφορούσαν για τα έτη 1996-2010 δεν θα λαμβάνονταν υπόψη καθότι στην ομάδα αξιολόγησης συμμετείχε ως μέλος και ο Γενικός Διευθυντής, κάτι που δεν θα ίσχυε για τους άλλους 11 υποψηφίους που θα λαμβάνονταν υπόψη για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ τους, όχι όμως και για σύγκρισή τους με την Γαβριηλίδου.
Στη βάση των πιο πάνω αποφάσεων, η κρίσιμη για την πλήρωση της Θέσης συνεδρία ορίστηκε για τις 29.8.2011 και κατ΄ αυτή, σε πρώτο στάδιο, αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι πλην της Γαβριηλίδου και τελικά ισοψήφισαν οι Γρ. Δημητρίου - αιτητής στην προσφυγή 66/12 - και το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά με τη νικώσα ψήφο της Προέδρου προκρίθηκε στο δεύτερο στάδιο το ενδιαφερόμενο μέρος για να συγκριθεί με τη Γαβριηλίδου. Όπως και έγινε, με το Συμβούλιο τελικά να αποφασίζει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους με 5 ψήφους, έναντι 3 που πήρε η Γαβριηλίδου και 4 αποχές.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πιο πάνω απόφαση δεν ήταν προϊόν απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων κατά τη συνεδρία μελών του Συμβουλίου, αλλά σχετικής. Για το λόγο αυτό εμφιλοχώρησαν αμφιβολίες για τη νομική εγκυρότητα της προαγωγής και προς άρση τους ζητήθηκε νομική γνωμοδότηση. Γνωμοδοτήθηκε ότι η απόφαση έπασχε νομικά καθότι το ενδιαφερόμενο μέρος θα έπρεπε να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία 7 ψήφων και προτάθηκε η ματαίωση της προαγωγής και η επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής. Σ΄ ότι όμως αφορούσε τη διαδικασία των δύο σταδίων που ακολούθησε το Συμβούλιο, η Νομική Σύμβουλος εξέφρασε τη γνώμη ότι ορθά το Συμβούλιο, για σκοπούς ενιαίου μέτρου κρίσης, προχώρησε πρώτα στη σύγκριση των 11 υποψηφίων για επιλογή του επικρατέστερου και στη συνέχεια τον σύγκρινε με τη Γαβριηλίδου. Περαιτέρω, διατύπωσε την άποψη ότι εάν το Συμβούλιο στη νέα διαδικασία είχε πρόθεση να επιλέξει μεταξύ των 11 υποψηφίων μόνο ένα για να τον συγκρίνει στο δεύτερο στάδιο με τη Γαβριηλίδου, θα έπρεπε να καταγράψει την πρόθεσή του αυτή στα πρακτικά. Το ίδιο, υπέδειξε, θα έπρεπε να πράξει και στην περίπτωση που θα αποφάσιζε να επιλέξει πέραν του ενός υποψηφίου για σκοπούς σύγκρισης με τη Γαβριηλίδου στο δεύτερο στάδιο.
Το Συμβούλιο υιοθέτησε τη γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου και κατά τη συνεδρία του ημερ. 24.10.11 αποφάσισε τη ματαίωση της προαγωγής και την επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής. Με τη διαφορά ότι, στο πρώτο στάδιο, αποφάσισε να επιλέξει δύο εκ των 11 υποψηφίων για σύγκρισή τους στο επόμενο στάδιο με τη Γαβριηλίδου, καθώς και μεταξύ τους.
Έχοντας αποφασίσει όπως πιο πάνω, το Συμβούλιο προχώρησε και προήγαγε στη Θέση το ενδιαφερόμενο μέρος κατόπιν φανερής ψηφοφορίας, κατά την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος πήρε 6 ψήφους από τα 11 παρόντα μέλη του Συμβουλίου, η Γαβριηλίδου 4 και ο Δημητρίου 1. Παρατίθεται σχετικά αυτούσιο το μέρος των τηρηθέντων πρακτικών που ενδιαφέρει:-
«Το Συμβούλιο κατ' αρχή διαπίστωσε ότι και οι 12 υποψήφιοι πληρούσαν όλα τα κριτήρια και προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας για να δικαιούνται προαγωγή στην επίδικη Θέση. Ακολούθως ενημερώθηκε από τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων για τα παράπονα που είχαν υποβάλει 11 από τους 12 υποψηφίους για τις αξιολογήσεις τους και αφού διαπίστωσε ότι αυτά εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από τις ομάδες αξιολόγησης, αποφάσισε ότι οι εκθέσεις όλων (εκτός της υποψήφιας Γαβριηλίδου για τα έτη 1996-2010 ως προαναφέρθηκε) θα ληφθούν υπόψη ως έχουν.
Ακολούθως το Συμβούλιο προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των 11 υποψηφίων πλην της Γαβριηλίδου Ζήνας στην βάση των πιο πάνω στοιχείων. Έλαβε δε υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολο τους αλλά αποφάσισε να προσδώσει ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία έτη από το 2000 και μετά.
Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψη τα ζητούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, τις ευθύνες, τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Θέσης, κατέληξε ομόφωνα ότι οι επικρατέστεροι μεταξύ των 11 υποψηφίων, οι οποίοι θα συγκριθούν στο τελικό στάδιο μαζί με την υποψήφια Γαβριηλίδου Ζήνα είναι οι Ζένιος Ιωάννης και Δημητρίου Γρηγόρης. Η αιτιολογία για την πιο πάνω απόφαση καταγράφεται λεπτομερώς στο σχετικό πρακτικό.
Το Συμβούλιο, στην ίδια πιο πάνω συνεδρία του, με βάση όλα τα ενώπιον του στοιχεία και δεδομένα που αφορούσαν τους 3 πιο πάνω υποψηφίους τα οποία αξιολόγησε και λαμβάνοντας υπόψη τα ζητούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, τις ευθύνες και τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Θέσης όπως προκύπτουν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της, αποφάσισε με πλειοψηφία έξι εκ των έντεκα παρόντων μελών του Συμβουλίου, κατόπιν φανερής ψηφοφορίας, ότι ο υποψήφιος Ζένιος Ιωάννης υπερτερεί των άλλων δύο υποψηφίων και είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στη Θέση. Τέσσερις εκ των μελών του Συμβουλίου επέλεξαν ως καταλληλότερη την Γαβριηλίδου Ζήνα και ένας επέλεξε ως καταλληλότερο τον Δημητρίου Γρηγόρη.
Η πλήρης αιτιολογία της απόφασης της πλειοψηφίας του Συμβουλίου ως και η αιτιολογία των δύο αποφάσεων της μειοψηφίας καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό.
Εν όψει των πιο πάνω, και με βάση την απόφαση της πλειοψηφίας, το Συμβούλιο αποφάσισε την προαγωγή του υποψήφιου Ζένιου Ιωάννη στη Θέση Ανώτερου Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού, και έδωσε οδηγίες όπως μετά την επικύρωση των πρακτικών γίνει σ' αυτόν προσφορά προαγωγής στην εν λόγω Θέση και του ζητηθεί να απαντήσει αν αποδέχεται την προσφορά το συντομότερο δυνατόν, για να διενεργηθεί στη συνέχεια, η προαγωγή.»
Όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφερόμενο μέρος αποδέχτηκε την προσφορά και το Συμβούλιο όρισε ως ημερομηνία προαγωγής την 1.1.12 και στη συνέχεια ενημέρωσε σχετικά τόσο το ίδιο όσο και τους άλλους υποψηφίους.
Είναι στη βάση των πιο πάνω γεγονότων που προωθήθηκαν οι εκατέρωθεν θέσεις, υπέρ ή εναντίον της αποδοχής των προσφυγών, με γραπτές αγορεύσεις. Τις έχω μελετήσει και όπως προκύπτει από τις αγορεύσεις των αιτητών - αρχικές και απαντητικές - αυτές έχουν ως κοινό ακυρωτικό λόγο τον (κατ΄ ισχυρισμό) παράνομο αποκλεισμό του Γενικού Διευθυντή από τη διαδικασία της προαγωγής και ειδικά τον αποκλεισμό των συστάσεων του, χωρίς το διορισμό άλλου προϊστάμενου για σκοπούς συστάσεων. Πέραν του κοινού αυτού λόγου, ο μεν αιτητής της προσφυγής 66/12 παραπονείται ότι (α) οι ετήσιες εκθέσεις δεν αποκαλύπτουν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του, (β) δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας που ήταν υπέρ του και (γ) δεν λήφθηκε υπόψη η πείρα που προσέθετε στην αξία του, η δε αιτήτρια της προσφυγής 213/12 παραπονείται ότι (α) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους και (β) παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα και η πείρα της έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Προέχει κατά την άποψή μου η εξέταση του ακυρωτικού λόγου που είναι κοινός στις δύο προσφυγές. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(3)[1] των περί Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1977 (ΚΔΠ 266/77) και του άρθρου 13(3)[2] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(1)/1999, οι συστάσεις του Διευθυντή ήταν υποχρεωτικές και σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας τήρησης της διαδικασίας θα έπρεπε να ακολουθηθεί παραπλήσια διαδικασία με συστάσεις από προϊστάμενο, ο οποίος δεν ήταν απαραίτητο - κατ΄ αντίθεση με τη θέση του Συμβουλίου - να έχει γνώση ή εποπτεία των υποψηφίων. Αναλυτικά:-
Είναι θέση της Γαβριηλίδου ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο Διευθυντής έχει ιδιάζουσα θέση μαζί της. Τη θέση αυτή δεν την συμμερίζεται ο Δημητρίου, ο οποίος συμφωνεί με το Συμβούλιο ότι ο Γενικός Διευθυντής έχει ιδιάζουσα σχέση με την συνάδελφό του και κατά συνέπεια υπήρχε αντικειμενική αδυναμία να προβεί σε συστάσεις. Υπέδειξε όμως ότι η υποχρέωση για συστάσεις δεν εξέλειπε και από κοινού με τη συνάδελφο του εισηγήθηκαν ότι σε τέτοια περίπτωση ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 13(3) του Ν. 158(1)/1999 και στη θέση του Διευθυντή θα έπρεπε να δώσει συστάσεις ένας από τους δύο επικεφαλής των Διευθύνσεων της Αρχής, προς τoν οποίo ο Γενικός Διευθυντής μπορούσε να μεταβιβάσει τη σχετική αρμοδιότητα που έχει σύμφωνα με το άρθρο 13(4)[3]. Το ότι το Συμβούλιο αποφάσισε να μη ζητήσει συστάσεις από οποιονδήποτε απ΄ αυτούς, στη βάση ότι δεν είχαν προσωπική γνώση ή εποπτεία όλων των υποψηφίων, είναι λανθασμένο. Παρέπεμψαν σχετικά στις υποθέσεις Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Δημοκρατίας ν. Αντωνίου κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 279 και Δημοκρατίας ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.
Η καθ΄ ης η αίτηση αντέκρουσε τις θέσεις των αιτητών επί του ζητήματος, προτάσσοντας ότι ναι μεν ο Διευθυντής μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 13(4) του Ν.125(1)/99 να μεταβιβάσει αρμοδιότητές του σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής, αλλά εισηγήθηκε πως οι αρμοδιότητες που μπορεί να μεταβιβάσει δεν έχουν σχέση με το χειρισμό θεμάτων προσωπικού ή παροχή συστάσεων και προς τεκμηρίωση της θέσης της παρέπεμψε στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 13[4] του εν λόγω Νόμου.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις επί του υπό κρίση ζητήματος και θεωρώ ότι οι υποθέσεις Αργυρίδης και Αντωνίου (ανωτέρω) πράγματι το διαφωτίζουν. Παραθέτω σχετικά (κατά σειρά) αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από τις εν λόγω υποθέσεις που ομιλούν αφ΄ εαυτών.
«To άρθρο 44(3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, καθορίζει πως ένα από τα στοιχεία κρίσης που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την προαγωγή δημόσιων υπαλλήλων, είναι οι συστάσεις του προϊστάμενου του Τμήματος όπου υπάρχει η κενή θέση, που αποτελούν ουσιώδες στοιχείο.
....................................
....................................
Επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τα άρθρα 2 και 44(3) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1967-1987, ο προϊστάμενος τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις. Ο προϊστάμενος ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνα του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις.
................................................................................
Επομένως η σύσταση από το νέο Διευθυντή, σύμφωνα με το νόμο και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήταν αναγκαία».
και
«Εφόσον, λοιπόν, στην παρούσα υπόθεση, δεν ετίθετο θέμα αναπληρωματικού διορισμού ενώ, την ίδια ώρα, λόγω του κωλύματος ήταν αδύνατη η συμμετοχή του Προϊσταμένου του Τμήματος, εδημιουργείτο αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, με αποτέλεσμα να εγείρεται θέμα εφαρμογής της νομολογιακής αρχής σύμφωνα με την οποία η αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στη διοίκηση να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια ή τα πλησιέστερα δυνατά εχέγγυα με την προβλεπόμενη από το νόμο. (Βλ. σχετικά Γιάλλουρος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 ΑΑΔ 677, στη σελ. 684, Γιωργάκης ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 348, στη σελ. 359, Παναγιώτης Βανέζης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2522, στις σελ. 2537-2539, Ανδρέας Μακρής κ.α. ν. Δημοκρατίας, 28.2.1990). Ακολουθήθηκε ως παραπλήσια διαδικασία, για συμπλήρωση του κενού στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η τοποθέτηση στη θέση του κωλυομένου Προϊσταμένου του Τμήματος ενός επιπλέον λειτουργού στο επίπεδο των λοιπών συμμετεχόντων λειτουργών. Ορθά, κατά την άποψή μας. Ήταν η καλύτερη, υπό τις περιστάσεις, παραπλήσια διαδικασία η οποία, ουσιαστικά, εξασφάλιζε τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη
από το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 όπως τροποποιήθηκε).»
Έχω την άποψη ότι οι επισημάνσεις που έγιναν στις πιο πάνω υποθέσεις ισχύουν και στην παρούσα. Όταν ο Καν. 13(3) των περί Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (Κ.Δ.Π. 266/77), καθορίζει πως «Κατά την προαγωγή λαμβάνονται δεόντως υπ΄ όψιν αι περί των υποψηφίων συστάσεις του Διευθυντού», αυτό υποδηλεί ότι ο Νόμος θεωρεί τις «συστάσεις» ως ουσιώδες στοιχείο. Τόσο όμως γι΄ αυτό το ζήτημα, όσο και για τις αντίστοιχες θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση, θεωρώ ως ορθές τις θέσεις που διατυπώνει ο αιτητής της προσφυγής 66/2012 στην Απάντηση του στην αγόρευση της καθ΄ ης η αίτηση, τις οποίες υιοθετώ ως καταληκτικό μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου. Έχουν ως ακολούθως:-
«Στο άρθρο 13(1) ανωτέρω του Ν.125(1)/99 ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής έχει εκ του νόμου αρμοδιότητα να προϊσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής και να κατευθύνει την εργασία τους.
Οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή πηγάζουν από την αρμοδιότητα του να προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής. Εξ' άλλου, οι συστάσεις αυτές έχει επικρατήσει νομολογιακά να ορίζονται ως "συστάσεις Προϊσταμένου''.
Συνεπώς, ο Γενικός Διευθυντής είχε την εξουσία να ορίσει ένα από τους δύο Διευθυντές της Αρχής για να προβεί στις απαιτούμενες από το Νομοθέτη συστάσεις.
Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη της πιο πάνω εισήγησης, το ίδιο το καθ' ου η Αίτηση Συμβούλιο είχε δικαίωμα να διορίσει ένα εκ των δύο Διευθυντών της Αρχής για να προβεί σε συστάσεις. Και προς αυτή τη κατεύθυνση κινήθηκε ήδη το Διοικητικό Συμβούλιο.
|
Όπως φαίνεται στο σχετικό Πρακτικό, το Συμβούλιο εξέτασε το ενδεχόμενο να κληθεί άλλος Λειτουργός της Αρχής για να προβεί σε συστάσεις. Έκρινε, όμως, ότι ουδείς από τους δύο Διευθυντές ήταν κατάλληλος, όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο, αλλά γιατί κανένας από τους δύο Διευθυντές δεν προΐστατο, δεν είχε εποπτεία και δεν είχε γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων. Όμως, η πεπλανημένη αυτή εκτίμηση του Διοικητικού Συμβουλίου συγκρούεται και με τη Νομολογία (βλ. σελ. 14 της Γραπτής μου Αγόρευσης).
Υπάρχει πληθώρα Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θεώρησαν επιτρεπτή τη σύσταση Προϊσταμένου άρτι διορισθέντος στη θέση αυτή, έστω και αν δεν είχε γνώση των υποψηφίων. Ο Προϊστάμενος, ανεξαρτήτως χρόνου διορισμού του και γνωριμίας του με τους υποψήφιους, μπορούσε να αντλήσει τις πληροφορίες του από άλλες πηγές (περιεχόμενο φακέλων, παροχή πληροφοριών από άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων).»
Η υποβολή λοιπόν συστάσεων ήταν υποχρεωτική εκ του Νόμου και η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνω ότι θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλάνης του Συμβουλίου να αντιληφθεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του ζητήματος, με αποτέλεσμα την παραβίαση και της νομοθεσίας. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης και των υπολοίπων λόγων ακύρωσης. Θα πρόσθετα όμως, ότι σε περίπτωση νέας διαδικασίας για πλήρωση της Θέσης θα ΄ταν φρόνιμο να επανεξετασθεί κατά πόσο η διαδικασία των δύο σταδίων που ακολούθησε το Συμβούλιο συνάδει με την «παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα» του άρθρου 13(3) του Ν.158(1)/1999 ή όχι. Δεν θα προχωρήσω όμως περαιτέρω γιατί δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να υποδεικνύει οτιδήποτε σε σχέση με αυτά τα ζητήματα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα προς όφελος των αιτητών και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «13(3) Κατά την προαγωγήν λαμβάνονται δεόντως υπ΄ όψιν αι περί των υποψηφίων συστάσεις του Διευθυντού.»
[2] «(3) Αν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, η διοίκηση μπορεί να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη από το νόμο».
[3] «13(4). Ο Γενικός Διευθυντής δύναται, προς το σκοπό της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των εργασιών της Αρχής να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες τις οποίες έχει ο ίδιος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής».
[4] «13.-(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και με τους όρους που αυτό θα εγκρίνει, το Γενικό Διευθυντή της Αρχής ο οποίος προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής και κατευθύνει την εργασία τους.
................................
(2) Ο Γενικός Διευθυντής εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου εντός των ορίων που εκάστοτε τίθενται από αυτό και υπόκειται στον έλεγχό του.»