ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Χριστάκης Χριστάκη, για την Αιτήτρια. Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-03-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MAHARRY ENTERPRISES LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ Φ.Π.Α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1319/2010, 14/3/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D191

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1319/2010)

 14 Μαρτίου, 2014

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 26, 28 και 146

 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MAHARRY ENTERPRISES LTD,

Αιτήριας,

-     ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ Φ.Π.Α.,

                                                           Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

Χριστάκης Χριστάκη, για την Αιτήτρια.

Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:   Οι  αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία αποφάσισαν να τους επιβάλουν Φ.Π.Α ύψους €13.766,60, αφού εξέτασαν την ένσταση των αιτητών που υποβλήθηκε με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 25.9.2009 εναντίον της αρχικής βεβαίωσης φόρου ημερ. 17.9.2009.  Η απόφαση, με την οποία μειώθηκε το ποσό που βεβαιώθηκε, κοινοποιήθηκε με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ.12.8.2010.

 

Η  εταιρεία Maharry Agencies Ltd  εγγράφηκε στο Μητρώο Φ.Π.Α την 1.7.1992 με κύρια δραστηριότητα την εισαγωγή και πώληση ηλιακών συστημάτων, ταχυθέρμων νερού  και ηλεκτρικών θερμάνσεων.  Tην 1.9.2003 έγινε μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας στους αιτητές.  Με επιστολή ημερ. 12.1.2009 αρμόδια λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α Λεμεσού κάλεσε τους αιτητές όπως μέχρι 26.1.2009 παρουσιάσουν για έλεγχο όλα τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που αφορούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

 

Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α Λεμεσού, ασκώντας τις εξουσίες που τους παρέχονται με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 2000 μέχρι 2009 (στο εξής «ο Νόμος»), επισκέφθηκαν τα υποστατικά της επιχείρησης των αιτητών με σκοπό να επιβεβαιώσουν την ορθότητα των στοιχείων που περιέχονται στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές στον Έφορο Φ.Π.Α σε σχέση με τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που τηρούν.  Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε έρευνα στα υποστατικά της επιχείρησης των αιτητών, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκαν στοιχεία, αρχεία και εξωλογιστικά βιβλία, για τα οποία εκδόθηκε απόδειξη παραλαβής εγγράφων.  Στη συνέχεια διενεργήθηκε έλεγχος των φορολογικών δηλώσεων  που υπέβαλαν οι αιτητές σε σχέση με τα αρχεία και βιβλία που τηρούσαν για τις φορολογικές περιόδους από 1.9.2003 μέχρι 31.10.2008 καθώς και τις δηλώσεις που είχε υποβάλει η εταιρία Maharry Agencies Ltd  και αφορούν την περίοδο από 1.2.2002 μέχρι 31.8.2003.

 

Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία περιλήφθηκαν σε έκθεση ελέγχου:

 

(α)  Οι αιτητές εξέδιναν παράλληλα με τα μηχανογραφημένα τιμολόγια πώλησης και άλλα έγγραφα όπως χειρόγραφα τιμολόγια και χειρόγραφες αποδείξεις εισπράξεως τα οποία δεν καταχωρούνταν στα βιβλία τους και ως εκ τούτου δεν καταχωρήρθηκαν ούτε στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν στον Έφορο Φ.Π.Α.

 

(β)   Από την αξιολόγηση των στοιχείων που παραλήφθηκαν από τα υποστατικά των αιτητών και ειδικότερα των βιβλίων με τις ονομασίες «Παραγγελίες» και «Εγκαταστάσεις» διαπιστώθηκε ότι στα εν λόγω βιβλία καταχωρούνταν πωλήσεις εμπορευμάτων από τον Οκτώβρη 1997 μέχρι τον Μάιο 2009.  Δίπλα σε κάθε περίπτωση αναγραφόταν αριθμός τιμολογίου και σε μερικές περιπτώσεις αναγραφόταν και το ποσό που εισπράχθηκε. Οι αρμόδιοι λειτουργοί ερεύνησαν τις καταχωρήσεις στο λογαριασμό Φ.Π.Α εκροών (στο μερίδιο του καταβλητέου Φ.Π.Α) για να εντοπίσουν τους αριθμούς των τιμολογίων που αναγράφονταν δίπλα από κάθε πώληση που καταχωρήθηκε στα πιο πάνω βιβλία.  Διαπιστώθηκε ότι αριθμός τιμολογίων ήταν καταχωρημένος στο λογαριασμό Φ.Π.Α. όμως σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν καταχωρημένα στο λογαριασμό Φ.Π.Α. τιμολόγια που αφορούσαν την χρέωση της εγκατάστασης των εμπορευμάτων που πωλούνταν.  Οι αιτητές δεν τηρούσαν το αρχείο του καταβλητέου φόρου ενημερωμένο και δεν συμμορφώθηκαν με τις διατάξεις των Κανονισμών 22 και 23 των περί Φ.Π.Α. (Γενικών) Κανονισμών του 2001-2009.

 

(γ)   Στα βιβλία και αρχεία των αιτητών καταχωρήθηκαν τιμολόγια που είχαν τον ίδιο αύξων αριθμό, έφεραν διαφορετικές ημερομηνίες, διαφορετικά ποσά και εκδόθηκαν σε διαφορετικά ονόματα πελατών.  Δηλαδή οι αιτητές χρησιμοποιούσαν σειρές τιμολογίων με τους ίδιους αριθμούς.

 

(δ)   Οι αιτητές δεν καταχωρούσαν στα βιβλία και αρχεία τους στοιχεία για τις αποκτήσεις αγαθών στη Δημοκρατία από άλλα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα που ανήκουν σε άλλα κράτη μέλη.  Με βάση το άρθρο 12Α του Νόμου, επιβάλλεται Φ.Π.Α. επί οποιασδήποτε απόκτησης οποιωνδήποτε αγαθών από άλλο κράτος μέλος όταν η απόκτηση είναι φορολογητέα απόκτηση και πραγματοποιείται στο εσωτερικό της Δημοκρατίας και  το πρόσωπο που πραγματοποιεί την απόκτηση είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.

 

(ε)    Στη φορολογική περίοδο 1.8.2005-31.10.2005, ο φόρος εκροών που δηλώθηκε είναι λιγότερος κατά €780,00 σε σχέση με τις πωλήσεις που δηλώθηκαν στην ίδια φορολογική περίοδο.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο Έφορος Φ.Π.Α έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές, κατά τις περιόδους από 1.2.2002 μέχρι 31.10.2008, ήταν ελλιπείς και/ή ανακριβείς και προέβη σε βεβαίωση φόρου κατά την καλύτερη κρίση με βάση το άρθρο 49 του Νόμου.  Ο Έφορος Φ.Π.Α., με επιστολή ημερομηνίας 17.9.2009, γνωστοποίησε στους αιτητές ότι όφειλαν να καταβάλουν ποσό ύψους €19.208,09.

 

Οι αιτητές ακολούθως υπέβαλαν ένσταση  με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51Α του Νόμου μέσω των δικηγόρων τους, προβάλλοντας σωρεία ισχυρισμών.  Η ένσταση εξετάστηκε διεξοδικά από τον πρώτο Λειτουργό Φ.Π.Α και μετά από συναντήσεις με τη διευθύντρια των αιτητών, τον νομικό τους σύμβουλο και τους λογιστές τους, η ένσταση έγινε μερικώς αποδεκτή και η βεβαίωση φόρου μειώθηκε κατά €5.441,49 και αναθεωρήθηκε στο ποσό των €13.766,60.  Η απόφαση του Εφόρου γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 12.8.2010.

 

Προσβάλλοντας την τελική αυτή απόφαση με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές διατείνονται στην αγόρευση τους πρωτίστως ότι η παρ. 8, υποπαράγραφοι (3) και (6) του Δεκάτου Παρατήματος του Νόμου, αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος που προστατεύει το απαραβίαστο της ιδιωτικής κατοικίας.  Επικαλούμενοι νομολογία του ΕΔΑΔ οι αιτητές, ισχυρίζονται ότι ο όρος «κατοικία», στην έννοια του άρθρου 16 του Συντάγματος, επεκτείνεται και σε επαγγελματική στέγη. Συνεπώς η δυνάμει της παρ. 8 (3) και (6) του Δεκάτου Παραρτήματος του Νόμου, είσοδος στα υποστατικά τους και η κατάσχεση περιουσιακών τους στοιχείων όπως εγγράφων και βιβλίων, χωρίς την έκδοση δικαστικού εντάλματος, είναι αντισυνταγματική. Επίσης οι αιτητές, αντιπαραβάλλοντας συγκριτικά τις υποπαραγράφους 3 και 4 της παραγράφου 8 του Δέκατου Παραρτήματος[1], θεωρούν ότι οι καθ' ων η αίτηση επέλεξαν την ευκολότερη για αυτούς διαδικασία της υποπαραγράφου 3 παρά να καταφύγουν στην δικαστική οδό που επιβάλλει η υποπαραγράφος 4, χωρίς μάλιστα να αιτιολογήσουν αυτή την επιλογή και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Υπέρ της συνταγματικότητας των Νόμων λειτουργεί τεκμήριο, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Έχει δε κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι για να δικαιολογείται εξέταση θεμάτων αντισυνταγματικότητας, θα πρέπει τα θέματα αυτά να εξειδικεύονται, να διατυπώνονται με λεπτομέρεια και να εγείρονται ευκρινώς στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας αρ. 2 (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).  Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, στη σελ. 675:

 

«Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή.  Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

 

Παρατηρώ ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν προβάλλεται στα νομικά σημεία της Αίτησης, κατά παράβαση του Κ.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 οποιοδήποτε παράπονο των αιτητών, για παραβίαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος ή για αντισυνταγματικότητα των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου σε αυτή τη βάση.  Ως εκ τούτου, το τεκμήριο συνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων παραμένει αλώβητο.  

 

Οι εξουσίες ελέγχου των καθ΄ ων η αίτηση θεμελιώνονται, κατ΄ αρχήν, στις υποπαραγράφους 1 και 2 της παραγράφου 8 του Δέκατου Παραρτήματος.  Με τις υποπαραγράφους 3 και 4 διαβαθμίζονται κλιμακωτά οι εξουσίες ελέγχου, ο νομοθέτης διακρίνοντας μεταξύ επιθεωρήσεων σε υποστατικά επιχειρήσεων μόνο, εξαιρούμενων των κατοικιών, στην παρ. 8(3) και των περιπτώσεων εισόδου και διευρυμένων ελέγχων (συμπεριλαμβανομένων και κατοικιών) μετά από δικαστική εντολή όπως ορίζει η παρ. 8(4).  Συνεπώς δεν έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής οι παρ. 8(3) και 8(4), αλλά η παρ. 8(4)  συμπληρώνει χωρίς να αναιρεί το πεδίο εφαρμογής της παρ. 8(3).  Οι καθ' ων η αίτηση,  κατά τον έλεγχο των υποστατικών των αιτητών, έδρασαν νόμιμα σύμφωνα και με την αρχή υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος. Δεν υπεισέρχεται  θέμα αιτιολόγησης της δράσης τους ή της μη επιλογής εξασφάλισης δικαστικού εντάλματος (παρ. 8(4)), εφόσον κάτι τέτοιο δεν είναι νομοθετικά επιτακτικό στις περιπτώσεις υποστατικών ή τόπου που δεν περιλαμβάνουν κατοικία.

 

Οι αιτητές θέτουν περαιτέρω θέμα παράνομης εισόδου των λειτουργών του Φ.Π.Α χωρίς εξουσιοδότηση και παράνομης κατάσχεσης τεκμηρίων λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων της παρ. 8(3) του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου.  Επίσης υποστηρίζουν ότι η έρευνα και κατάσχεση των τεκμηρίων, είναι αναιτιολόγητη και προσκρούει στα άρθρα 15 και 23 του Συντάγματος και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

 

Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι οι συγκεκριμένοι λειτουργοί στους οποίους αναφέρθηκε ονομαστικά, ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένοι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, επισυνάπτοντας αντίγραφα σχετικών εξουσιοδοτήσεων ημερ. 14.4.2005 και 3.1.2007 στην γραπτή της αγόρευση.

 

Το άρθρο 4 εδάφιο (2) του Νόμου καθορίζει:

 

«(2)   Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Έφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.»

 

            (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

 

Επί του προκειμένου, με βρίσκουν σύμφωνη τα όσα λέχθηκαν σχετικά στην Café Citypath Entertainment Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 874/2004, ημερομηνίας 1.2.2006, στην οποία προβλήθηκε ο ίδιος ισχυρισμός:

 

«Ο Νόμος επιτρέπει σε λειτουργό να ενεργεί εκ μέρους του Εφόρου χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε εξουσιοδότηση.  Η εξουσιοδότηση παρέχεται ρητά από το Νόμο.  Οι λέξεις «δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου» αφορούν τις λέξεις «άλλο πρόσωπο» και όχι τον «λειτουργό».  Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη πρόταση του εδαφίου (2) που αναφέρεται σε «πρόσωπο» που «ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης», και δεν αναφέρεται σε λειτουργό.»

 

 

Ως προς τα όρια εξουσιοδότησης των εν λόγω λειτουργών, δεν προκύπτει ούτε από την ένσταση ούτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου να προέβησαν σε πράξεις κατά την διερεύνηση των υποστατικών των αιτητών που να υπερέβαιναν τα όρια που ο ίδιος ο Νόμος ορίζει. Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Στη συνέχεια οι αιτητές ισχυρίζονται ότι προκειμένου να προχωρήσουν σε κατάσχεση, οι καθ' ων η αίτηση θα έπρεπε αφενός να θεμελιώσουν την εύλογη αιτία βάσει της οποίας πιστεύεται ότι διαπράχθηκε ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το Φ.Π.Α, η οποία να διαφαίνεται και στο διοικητικό φάκελο, και αφετέρου να προσδιορίσουν και να συσχετίσουν τα κατασχεθέντα με το διερευνώμενο αδίκημα, γεγονός που επίσης θα έπρεπε να διαφαίνεται στο διοικητικό φάκελο.  Όφειλαν επίσης να τους ενημερώσουν για το συγκεκριμένο αδίκημα, για το οποίο τους «υποψιάζονται». Αναφέρθηκαν κατ' αναλογία στις δικλείδες ασφαλείας των δικαστικών ενταλμάτων έρευνας  κατά της ενδεχόμενης κατάχρησης της εξουσίας των κρατικών λειτουργών κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, λέγοντας πώς οι πρόνοιες του Νόμου δυνάμει του οποίου διενεργήθηκε ο φορολογικός έλεγχος θεσπίζει ανεξέλεγκτη εξουσία για τους λειτουργούς του Φ.Π.Α, οι οποίοι λειτούργησαν αυθαίρετα και όχι σύμφωνα με τη νόμιμη ανακριτική διαδικασία.

 

Οι καθ' ων η αίτηση στην προκειμένη περίπτωση άσκησαν διοικητικές αρμοδιότητες φορολογικού ελέγχου.  Δεν λειτούργησαν ανακριτικά και δεν τίθεται  θέμα αναλογικής εφαρμογής των προνοιών της Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αφού δεν προκύπτει οποιαδήποτε οιονεί ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, εφαρμόστηκε η διοικητική διαδικασία συλλογής τεκμηρίων που προβλέπεται από την παρ. 6 του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου («Παροχή πληροφοριών και προσαγωγή εγγράφων») - βλ. ιδιαίτερα την παρ. 6(2)(β) και 6(5) & (6) -  και την παρ. 8 («Είσοδος και έρευνα υποστατικών ή τόπων ή προσώπων») - βλ. παρ. 8(6)(α) & (β).

 

Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η μόνη περίπτωση που λειτουργοί του Φ.Π.Α έχουν εξουσία να λειτουργούν ως ανακριτές και να λαμβάνουν καταθέσεις,  είναι κατά τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος που προνοείται στα άρθρα 46 ή 47 του Νόμου (παρ. 9(6) του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου).  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, οι λειτουργοί περιορίστηκαν στην άσκηση διοικητικής εξουσίας με σκοπό την λήψη διοικητικής απόφασης, ήτοι της βεβαίωσης φόρου, και δεν λειτούργησαν ως ανακριτές στα πλαίσια διερεύνησης ποινικού αδικήματος.

 

Σε ό,τι αφορά τη θέση των αιτητών ότι οι παρ. 8(3) και 8(6) επιτρέπουν σε λειτουργούς του Φ.Π.Α. «να ψάξουν και να κατάσχουν .... το καθετί», ενέργεια που, ως διατείνονται, αντίκειται στα άρθρα 15, 16 και 23 του Συντάγματος και στο Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να διατυπώνονται με λεπτομέρεια. Οι αιτητές δεν έχουν εξειδικεύσει σε ποιες συγκεκριμένες πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων αντίκεινται οι ενέργειες των λειτουργών του Φ.Π.Α.  Στην απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης, θεωρώ ότι δεν μπορώ να εξετάσω ζήτημα παραβίασης των εν λόγω άρθρων.

 

Οι αιτητές παραπέμπουν επίσης στην παρ. 9 του Δεκάτου Παραρτήματος του Νόμου, προκειμένου να υποστηρίξουν το παράνομο της κατάσχεσης και την παραβίαση του άρθρου 23 του Συντάγματος. Η παρ.9 όμως δεν αφορά την περίπτωση των αιτητών, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αλλά περιπτώσεις δικαστικού διατάγματος με το οποίο παραχωρείται πρόσβαση σε καταχωρημένες πληροφορίες σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και που εξουσιοδοτεί την παραλαβή και κατακράτηση οποιουδήποτε εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου.

 

Είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι έχει παραβιαστεί σωρεία συνταγματικών και νομίμων δικαιωμάτων  τους, όπως το τεκμήριο αθωότητας και το προνόμιο της μη αυτοενοχοποίησης.

 

Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν με την προσέγγιση αυτή και αντιτάσσουν ότι τα ατομικά δικαιώματα αυτοπεριορίζονται  με σκοπό την συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία, στην προκειμένη περίπτωση η φορολογική.  Εξ΄ ου και η ιδιοκτησία εγγράφων ως περιουσιακό δικαίωμα υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς κατά το άρθρο 23 του Συντάγματος και κατ' εξουσιοδότηση Νόμου.

 

Επαναλαμβάνω εδώ συνοπτικά ότι είναι ατυχής ο παραλληλισμός από τους αιτητές με τη μη επίστηση της προσοχής υπόπτου προσώπου στο Νόμο πριν από την ανάκριση του κατά παρέκκλιση των Δικαστικών Κανόνων ή τη σύλληψη φυσικού προσώπου κατά παράβαση του άρθρου 12 του Συντάγματος.  Στην προκειμένη περίπτωση διενεργήθηκε συνήθης φορολογικός έλεγχος κατά τις γενικές πρόνοιες της παρ. 8 του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου για σκοπούς συμμόρφωσης με το Νόμο. Η εξουσία λήψης εγγράφων και στοιχείων ως τεκμηρίων ενεργοποιήθηκε λόγω της ανεύρεσης παραλείψεων και ασαφών στοιχείων στα βιβλία των αιτητών και πάντα στα πλαίσια του διοικητικού ελέγχου που νομιμοποιείται στην βάση των πιο πάνω διατάξεων. Συνεπώς δεν προκύπτει παραβίαση περιουσιακών δικαιωμάτων των αιτητών ή αποστέρηση των ατομικών τους δικαιωμάτων.

 

Οι αιτητές περαιτέρω θέτουν ως λόγο ακύρωσης την ασάφεια δικαίου και την παραβίαση της αρχής της νομικής βεβαιότητας που ενέχει το άρθρο 49 του Νόμου. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι δεν καθορίζονται με σαφήνεια τα κριτήρια με βάση τα οποία ο Έφορος διαμορφώνει την υποκειμενική του κρίση, αρκεί να την ασκεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Οι αιτητές εγείρουν τον λόγο αυτό κατά τρόπο γενικό χωρίς να στοιχειοθετούν πώς ζημιώθηκαν οι ίδιοι από την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της κρίσης του Εφόρου. Ο νομοθέτης αφήνει περιθώριο στη Διοίηκηση στην περίπτωση του Φ.Π.Α, ο οποίος υπογραμμίζω, είναι αυτοεπιβεβαιούμενος  φόρος, να ασκήσει, ανάλογα με την περίπτωση, την κρίση της. Η αιτιολογία και η έρευνα που περιχαρακώνουν το σκεπτικό κατά την βεβαίωση φόρου σε κάθε περίπτωση κρίνεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά αναλυτικά περιλαμβάνονται στην Έκθεση Ελέγχου (Παράρτημα Γ στην ένσταση), αλλά και από την εξέταση της ένστασης (Παράρτημα Στ στην ένσταση),  αποδεικνύουν ότι έγινε η δέουσα έρευνα και ότι η βεβαίωση φόρου ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία συμπληρώνεται επαρκώς από το Κυανούν 29, ημερ. 27.2.2009, στο οποίο αναλύονται οι διαφορές μεταξύ των ηλεκτρονικών τιμολογίων και αυτών που εδίνοντο χειρόγραφα, αλλά και από τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση.

 

Κανένας από τους προσβαλλόμενους λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης δεν ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Π. Παναγή, Δ

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]  «(3)  Ανεξάρτηρα από οποαδήποτε άλλη εξουσία που παρέχεται από τον παρόντα Νόμο, εάν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το Φ.Π.Α. σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο ή ότι θα ανεβρεθεί εκεί απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε οποιοδήοτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται να εισέλθει στα εν λόγω υποστατικά ή τον τόπο εξαιρουμένων των κατοικιών, και να τα ερευνήσει.

      (4)  Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της υποπαραγράφου (3) οποιασδήποτε άλλης εξουσίας που παρέχεται από τον παρόντα Νόμο, όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση εξουσιοδοτημένου προσώπου ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το Φ.Π.Α. σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο ή ότι θα αναβρεθεί εκεί απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί το πρόσωπο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που κατονομάζεται στο ένταλμα να εισέλθει και να ερευνήσει τα υποστατικά ή τον τόπο που κατονομάζεται στο ένταλμα έρευνας.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο