ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Χρ. Πατσαλίδης, για τους Αιτητές. Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση αρ. 1. Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-02-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο VELISTER LTD ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 933/2010, 28/2/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D156

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ. 933/2010)

 

28 Φεβρουαρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

VELISTER  LTD,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄  ων η αίτηση.

____________________

 

Χρ. Πατσαλίδης, για τους Αιτητές.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση αρ. 1.

Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση

αρ. 2.


Κ. Χ΄΄ Ιωάννου, για το Ε/Μ αρ. 1, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου.

Αλ. Μαρκίδης, για το Ε/Μ αρ. 2, LRG Enterprises Ltd.

_______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Η παρούσα προσφυγή αφορά το διαγωνισμό με αρ. ΤΗΕ/ΓΕΡΙΕΤ 2/2009 (ο διαγωνισμός) για τον «πλειστηριασμό για την χορήγηση εξουσιοδότησης για τη χρήση φάσματος ραδιοσυχνοτήτων και την ίδρυση και λειτουργία δικτύου επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης και την  παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κύπρο».   Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄  ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στο Διαδίκτυο στις 14.5.2010, και με την οποία οι καθ΄  ων η αίτηση αποφάσισαν ότι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) και η LRG Enterprises Ltd (LRG) (Ενδιαφερόμενα Μέρη), πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του διαγωνισμού και εγκρίνονται για να συμμετάσχουν στον προαναφερόμενο πλειστηριασμό, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

 

Θεωρώ ότι τα προαναφερόμενα δύο σκέλη της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων του διαγωνισμού και ως προς την έγκριση για συμμετοχή στον πλειστηριασμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και επομένως είναι δυνατό να προσβληθούν με μια προσφυγή.  Εν πάση περιπτώσει δεν εγέρθηκε οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με το δικόγραφο της προσφυγής. 

 

Είναι η θέση των αιτητών ότι,  κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής και έγκρισης των αιτήσεων τους, τα Ε/Μ δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής καθότι δεν είχαν, μεταξύ άλλων, τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις που ανελάμβαναν με βάση τους όρους του διαγωνισμού. Η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τους αιτητές, λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως η δέουσα και/ή επαρκής έρευνα, είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο και λήφθηκε καθ΄  υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.   Ακόμα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι προσφορές των Ε/Μ δεν πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις του διαγωνισμού, όπως εσφαλμένα έκριναν οι καθ΄ ων η αίτηση. 

 

Οι καθ΄  ων η αίτηση προκήρυξαν τον  προαναφερόμενο διαγωνισμό κατά ή περί τις 4.12.2009.    Οι αιτητές υπέβαλαν εμπρόσθεσμα την αίτηση/προσφορά τους στα πλαίσια του διαγωνισμού.  Αίτηση/προσφορά υπέβαλαν και τα Ε/Μ.   Οι καθ΄ ων η αίτηση ανακοίνωσαν, στην επίσημη ιστοσελίδα του Τμήματος Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, της 14.5.2010, ότι η αξιολόγηση των αιτήσεων που υποβλήθηκαν ολοκληρώθηκε και ότι κρίθηκε πως τόσο οι αιτητές όσο και τα Ε/Μ πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις των όρων του διαγωνισμού και εγκρίνονταν για να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό.  Αυτή την απόφαση προσβάλλουν ως παράνομη και συνεπώς ακυρώσιμη, οι αιτητές, με την παρούσα προσφυγή τους.

 

Οι καθ΄  ων η αίτηση, με την κοινή ένσταση που καταχώρησε ο καθ΄ ου η αίτηση 2, προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις:

 

(α)  Ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την παρούσα προσφυγή, εφόσον συμμετείχαν, χωρίς επιφύλαξη, στον πλειστηριασμό ο οποίος ξεκίνησε στις 28.6.2010, χωρίς να εγείρουν  ένσταση κατά της συμμετοχής των Ε/Μ, και

 

(β)    Ότι η πράξη που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή ότι έχασε την εκτελεστότητα της διότι ενσωματώθηκε και απορροφήθηκε από την τελική απόφαση επί του πλειστηριασμού, η οποία εξάλλου είναι ευνοϊκή για τους αιτητές.   Η τελική απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 5.11.2010 και με αυτήν η εξουσιοδότητη ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ραδιοεπικοινωνιών, χορηγήθηκε στους αιτητές, οι οποίοι ήταν και ο υψηλότερος προσφοροδότης.   Σημειώνεται ότι το Ε/Μ ΑΤΗΚ είχε αποχωρήσει από τη μέση του πλειστηριασμού, ενώ το Ε/Μ LRG Enterprises Ltd  (LRG) παρέμεινε μέχρι τον προτελευταίο γύρο του πλειστηριασμού.

Άνευ βλάβης των δύο προδικαστικών ενστάσεων οι καθ΄  ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτήσεις/προσφορές των Ε/Μ πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις για συμμετοχή στον πλειστηριασμό και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη.  Διάφορες ενστάσεις που είχαν υποβληθεί μετά τον 1ο γύρο του πλειστηριασμού εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν.  Μεταξύ των ενστάσεων ήταν και αυτή των αιτητών εναντίον της ΑΤΗΚ, που υποβλήθηκε μετά τη λήξη του 1ου γύρου του πλειστηριασμού και αφορούσε στην κατ΄ ισχυρισμό οικονομική ανεπάρκεια της ΑΤΗΚ να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, ενόψει της παγοποίησης, από τη Βουλή, ποσού €3.000.000.- υπέρ της ΑΤΗΚ, για τους σκοπούς της εκτέλεσης του επίδικου έργου.  

 

Τα Ε/Μ πρόβαλαν την επιχειρηματολογία τους η οποία υποστηρίζει και ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία των καθ΄  ων η αίτηση.  Η ΑΤΗΚ συμφωνεί με τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄  ων η αίτηση και προσθέτει ότι στην πραγματικότητα δεν έγινε παγοποίηση του προαναφερόμενου ποσού των €3.000.000.- προς την ΑΤΗΚ, σε σχέση με την ψηφιακή πλατφόρμα, αλλά η δαπάνη εκείνη τέθηκε μόνο υπό τον όρο της ενημέρωσης και της συγκατάθεσης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού.  Το Ε/Μ LRG επίσης συμφωνεί με τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ ων η αίτηση και προβάλλει επιχειρηματολογία, υποστηριζόμενη από νομολογία, προς επίρρωση των προδικαστικών ενστάσεων.   Ως προς την ουσία της υπόθεσης το Ε/Μ LRG ισχυρίζεται ότι η αίτηση/προσφορά του πληρούσε τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού και ότι είχε την οικονομική δυνατότητα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. 

 

Οι αιτητές, απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις, λέγουν ότι εξεδήλωσαν, από την αρχή, τις ενστάσεις τους στην απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να κρίνουν ότι τα Ε/Μ πληρούσαν τους όρους του διαγωνισμού.  Αρχικά προσέφυγαν στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών με την υπ. αρ. 67/10 ιεραρχική προσφυγή τους με την οποίαν ζητούσαν αναστολή εκτέλεσης και ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών και την απέρριψε.   Στη συνέχεια, οι αιτητές προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή στις 13.7.2010, δηλαδή πολύ πριν συμπληρωθεί η διαδικασία του πλειστηριασμού και κατακυρωθεί η προσφορά σ΄ αυτούς. 

 

Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία.   Μελέτησα τόσο τις προδικαστικές εντάσεις όσο και την ουσία της υπόθεσης, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. 

 

Θα ασχοληθώ καταρχάς με τις προδικαστικές ενστάσεις.  Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο του εννόμου συμφέροντος το οποίον οι αιτητές  απώλεσαν, σύμφωνα με τους καθ΄  ων η αίτηση και τα Ε/Μ, ένεκα της συμμετοχής τους, χωρίς επιφύλαξη, στον πλειστηριασμό, στις 28.6.2010, και χωρίς να εγείρουν οποιαδήποτε ένσταση κατά της συμμετοχής των Ε/Μ.   Είναι αρχή του διοικητικού δικαίου ότι δεν μπορεί να επιδοκιμάζεται και να αποδοκιμάζεται μια πράξη, ταυτόχρονα.   Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές φέρονται ως συμμετέχοντες στον πλειστηριασμό, παρά την αντίθεση τους στη συμμετοχή των Ε/Μ, και κατ΄ αυτό τον τρόπο ως στερούμενοι εννόμου συμφέροντος να προωθήσουν την παρούσα προσφυγή.   Δεν συμφωνώ με την  πρώτη προδικαστική ένσταση.  Καταρχάς οι αιτητές καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ζητώντας αναστολή και ακύρωση του πλειστηριασμού.  Δεν το πέτυχαν.  Στη συνέχεια, μετά τη λήξη του 1ου γύρου του πλειστηριασμού στις 28.6.2010, υπέβαλαν ένσταση εναντίον της ΑΤΗΚ ισχυριζόμενοι ότι η ΑΤΗΚ δεν ικανοποιούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις για συμμετοχή στον πλειστηριασμό, ενόψει της προαναφερόμενης στάσης της Βουλής με την οποίαν το ποσό των €3.000.000.- προς την ΑΤΗΚ τέθηκε υπό την προϋπόθεση της έγκρισης του, από την Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.  Μετά από αυτή την ενέργεια οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή στις 13.7.2010, δηλαδή σχεδόν 4 μήνες πριν την κατακύρωση της προσφοράς σ΄ αυτούς.    Ενόψει των προαναφερόμενων ενεργειών των αιτητών δεν θεωρώ ότι αυτοί επιδοκίμασαν και αποδοκίμασαν, ταυτόχρονα, την πράξη των καθ΄ ων η αίτηση να κρίνουν τα Ε/Μ ως πληρούντα τις προϋποθέσεις για συμμετοχή στον πλειστηριαμό.  Κατά την εκτίμηση μου, οι αιτητές εκδήλωσαν την ένσταση τους στη συμμετοχή των Ε/Μ και ειδικά της ΑΤΗΚ από το αρχικό στάδιο της διαδικασίας.    Κατ΄ αυτόν τον  τρόπο δεν επιδοκίμασαν την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν έχασαν το έννομο τους συμφέρον.

 

Το δεύτερο προδικαστικό θέμα είναι το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και αν συνεχίζει να διατηρεί την εκτελεστότητα της και  μετά την κατ΄ ισχυρισμό ενσωμάτωση της στην τελική απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να κατακυρώσουν την προσφορά στους αιτητές.  Υπάρχει πλούσια νομολογία και αυθεντίες αναφορικά με το τί συνιστά σύνθετη διοικητική πράξη και αναφορικά με το πότε μια πράξη χάνει την εκτελεστότητα της εξαιτίας της ενσωμάτωσης της σε μεταγενέστερη εκτελεστή διοικητική πράξη (Δέστε:  Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 439, Chrikar Trading Ltd κ.α. v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 541 και Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 9η έκδοση, παραγ. 157, σελ. 162).  Σύνθετη διοικητική ενέργεια υπάρχει όταν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι για την επέλευση του τελικού έννομου αποτελέσματος απαιτούνται περισσότερες διαδοχικές διοικητικές πράξεις, η έκδοση κάθε μιας από τις οποίες είναι προϋπόθεση για την έκδοση της επόμενης και η τελευταία πράξη ενσωματώνει όλες τις προηγούμενες, οι οποίες, κατ΄  αυτόν τον τρόπο, χάνουν την αυτοτέλεια τους. 

 

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, στη σελ. 244 αναγράφεται ότι, μετά την έκδοση της διοικητικής πράξης που αποτελεί το τέρμα της όλης σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η μόνη προσβλητή πράξη είναι η τελευταία και όλες οι ενδιάμεσες χάνουν την αυτοτέλεια τους ως συγχωνευθείσες στην τελική πράξη.  Εφόσον  προσβληθεί η τελική πράξη, μπορούν να εγερθούν και  λόγοι αναγόμενοι στις ενδιάμεσες, συγχωνευθείσες, πράξεις.  Σχετική είναι και η απόφαση στην Pavlos Varellas Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 615.

 

Έχοντας τα προαναφερόμενα υπόψιν, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 14.5.2010 δεν συνιστά μέρος σύνθετης διοικητικής πράξης και δεν απώλεσε την αυτοτέλεια της εξαιτίας της ενσωμάτωσης της σε μεταγενέστερη «εκτελεστή» διοικητική πράξη και ειδικά εκείνη της κατακύρωσης της προσφοράς στους αιτητές στις 5.11.2010.  Κατά την εκτίμηση μου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αυτοτελής, εκτελεστή  διοικητική πράξη η οποία δημιουργεί, από μόνη της, έννομα αποτελέσματα και δεν απαιτούνται περισσότερες διαδοχικές διοικητικές πράξεις για να παραχθούν έννομα αποτελέσματα.   Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση ημερ. 14.5.2010 με την οποίαν κρίθηκαν τα Ε/Μ ως πληρούντα τις ελάχιστες απαιτήσεις του διαγωνισμού και εγκρίθηκαν για να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό.  Αυτή η απόφαση είχε έννομα αποτελέσματα τα οποία  επηρέασαν αρνητικά το έννομο συμφέρον των αιτητών, εφόσον οι αιτητές είχαν να συναγωνιστούν με άλλους δύο προσφοροδότες, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού της προσφοράς των αιτητών, από τις €850.000.-, που ήταν η αρχική ελάχιστη προσφορά, στα €10.000.000.-, που ήταν η τελική προσφορά των αιτητών.  Αν θεωρηθεί ότι η απόφαση της 14.5.2010 ενσωματώθηκε στην απόφαση της 5.11.2010 και δεδομένου ότι η προσφορά τελικά κατακυρώθηκε στους αιτητές, είναι πολύ πιθανόν οι αιτητές να αποστερηθούν του δικαιώματος προσβολής της απόφασης ημερ. 14.5.2010, εφόσον αυτοί είναι οι τελικοί νικητές του πλειστηριασμού και άρα, θεωρητικά, δεν θίγεται οποιοδήποτε έννομο τους συμφέρον.   Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οποία, λόγοι αναγόμενοι στις ενδιάμεσες πράξεις , που ενσωματώθηκαν στην τελική, μπορούν να εγερθούν και κατά την προσβολή της τελικής πράξης στην οποία ενσωματώθηκαν.  Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ήταν ότι οι αιτητές μπορούν να προσβάλουν την αρνητική, γι΄ αυτούς, πλευρά της, κατά τα άλλα, ευνοϊκής απόφασης της 5.11.2010.  Έχω αμφιβολίες κατά πόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει.   Αμφιβολίες έχω και ως προς την εκτελεστότητα της τελικής απόφασης κατακύρωσης της προσφοράς στους αιτητές, στις 5.11.2010.   Η απόφαση εκείνη δεν φαίνεται να ήταν προϊόν άσκησης διακριτικής ευχέρειας, αλλά μάλλον δέσμια ενέργεια-απόρροια του γεγονότος ότι οι αιτητές ήταν οι ψηλότεροι (και τελικά οι  μόνοι) προσφοροδότες. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρώ ότι οι προδικαστικές ενστάσεις δεν μπορούν να επιτύχουν και θα  προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. 

 

Οι προϋποθέσεις συμμετοχής στον πλειστηριασμό αναγράφονται στον όρο 27 των όρων του διαγωνισμού.  Ο όρος 27.4 προνοεί ότι οι αιτητές πρέπει να έχουν στη διάθεση τους επαρκείς οικονομικούς πόρους για να υλοποιήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο για τα πρώτα 4 χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης των εξουσιοδοτήσεων ραδιοεπικοινωνιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως καθορίζεται στον όρο-παράγραφο 28.6.3.  Η παράγραφος 28.6.3 προνοεί για την χρηματοδότηση του έργου.   Συγκεκριμένα στην υποπαράγραφο (β) υπάρχει πρόνοια για τις πηγές χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων του κάθε αιτητή, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν  ξένα ή ίδια κεφάλαια, υπό όρους όμως οι οποίοι αναγράφονται υπό στοιχεία (ι), (ιι) και (ιιι).   Στην προκείμενη περίπτωση η ένσταση των αιτητών αναφορικά με το Ε/Μ LRG είναι ότι η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του θα γινόταν με ξένα κεφάλαια, τα οποία δεν προέρχονταν από δανειοδότηση από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, και σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τον όρο 28.6.3 (β) (ιι), η LRG όφειλε να υποβάλει υπογεγραμμένη δήλωση σύμφωνα με το Παράρτημα 9Β των όρων, όπως και έπραξε.  Στο Παράρτημα 9Β γίνεται δήλωση από την εταιρεία Mediterranean Telecoms and Technology Investments Corporation Ltd (MT&Τ) ότι προτίθεται να υποστηρίξει οικονομικά το έργο της εταιρείας LRG Enterprises Ltd, μέχρι του ποσού των €5.500.000.- «με την προϋπόθεση της τελικής συμφωνίας χρηματοδότησης, στη βάση του επιχειρησιακού σχεδίου του αιτητή, που υποβάλλεται με την αίτηση συμμετοχής στον πλειστηριασμό ..».    Το ζήτημα που τίθεται είναι εάν η δήλωση οικονομικής υποστήριξης της ΜΤ&Τ προς την LRG, υπό την προαναφερόμενη προϋπόθεση, της τελικής συμφωνίας χρηματοδότησης, καθιστούσε την προσφορά της LRG, προσφορά υπό αναβλητική αίρεση και επομένως μή συνάδουσα με τους όρους του διαγωνισμού.   Θεωρώ ότι η προαναφερόμενη προϋπόθεση, τελικής συμφωνίας χρηματοδότησης, είναι ουσιαστική, εφόσον αν δεν υπογραφόταν τελική συμφωνία χρηματοδότησης (που προϋποθέτει συμφωνία επί όλων των θεμάτων π.χ. επιτόκιο, όρους αποπληρωμής κλπ), προφανώς δεν θα ίσχυε η δήλωση οικονομικής υποστήριξης του έργου της LRG από την ΜΤ&Τ μέχρι του ποσού των €5.500.000.-.   Αυτό βέβαια θα επηρέαζε, κατά πάσα πιθανότητα, τη δυνατότητα της LRG να αντεπεξέλθει οικονομικά στις υποχρεώσεις της για τα πρώτα 4 χρόνια.  Το όλο ζήτημα της προαναφερόμενης προϋπόθεσης για τελική συμφωνία χρηματοδότησης και πώς αυτό θα επηρέαζε την εκπλήρωση των όρων του διαγωνισμού από την LRG ήταν ζήτημα που, κατά την κρίση μου, θα έπρεπε να διερευνηθεί (περισσότερο) από τους καθ΄ ων η αίτηση πριν καταλήξουν στην απόφαση τους ότι η LRG πληρούσε τις ελάχιστες προϋποθέσεις για συμμετοχή στον πλειστηριασμό.  Το συμπέρασμα μου αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η ΜΤ&Τ θα εξασφάλιζε τους οικονομικούς πόρους για να χρηματοδοτήσει το συγκεκριμένο έργο για το οποίο είχε υποβάλει προσφορά η LRG, από άλλη εταιρεία, την Bridge Asset Management LLP (η Bridge).  Η όλη διευθέτηση,  όμως μεταξύ ΜΤ&Τ και Bridge ήταν «subject to contract», δηλαδή υπόκειτο στη σύναψη και υπογραφή συμφωνίας μεταξύ των δύο (Δέστε το τεκμήριο 20Δ του Παραρτήματος 6Ε  στο Παράρτημα Ε της ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση 2 και τη σελ. 12 της αγόρευσης των καθ΄ ων η αίτηση).  Επομένως ήταν δύο οι αβέβαιοι και  αστάθμητοι παράγοντες τους οποίους, κατά την εκτίμηση μου, θα έπρεπε να είχαν ερευνήσει περαιτέρω,  και συνυπολογίσει οι καθ΄ ων η αίτηση, πριν καταλήξουν στην απόφαση τους αναφορικά με την εκπλήρωση των όρων από την LRG:

 

(α)  Η προϋπόθεση της τελικής συμφωνίας χρηματοδότησης μεταξύ ΜΤ&Τ και LRG, και

 

(β) Η προϋπόθεση σύναψης και υπογραφής συμφωνίας χρηματοδότησης του έργου μεταξύ της Bridge και της ΜΤ&Τ.

 

Όσον αφορά την προσφορά της ΑΤΗΚ, επίσης συμφωνώ με τους αιτητές ότι οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να είχαν μελετήσει περαιτέρω το ζήτημα της μή αποδέσμευσης του ποσού των €3.000.000.- για την ΑΤΗΚ σε σχέση με τη ψηφιακή πλατφόρμα.  Το ποσό αυτό είχε τεθεί υπό την έγκριση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και επομένως ήταν αβέβαιο.  Υπό το φως αυτού του όρου, κατά την κρίση μου, θα έπρεπε να είχαν προχωρήσει οι καθ΄ ων η αίτηση σε εξέταση του κατά πόσον η ΑΤΗΚ είχε πράγματι  επαρκείς οικονομικούς πόρους για χρηματοδότηση του έργου κατά τα πρώτα 4 χρόνια, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους 27.4 και 28.6.3 του διαγωνισμού, και τούτο κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της αίτησης/προσφοράς.    Επομένως δεν τίθεται ζήτημα κατά πόσον η ΑΤΗΚ θα ήταν σε θέση να καταβάλει το ποσό της προσφοράς εντός 30 ημερών από την ημερομηνία ανακήρυξης της ως προσωρινού  νικητή, αλλά το θέμα τίθεται ως προς το εάν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού όταν κρίθηκε η αίτηση/προσφορά της από τους καθ΄ ων η αίτηση.   Τα Ε/Μ εγείρουν και ζήτημα σύγκρισης των οικονομικών δυνατοτήτων τους με τις οικονομικές δυνατότητες των αιτητών, όμως το ζήτημα στην παρούσα προσφυγή δεν είναι αν οι αιτητές ικανοποιούσαν τους όρους του διαγωνισμού αλλά εάν τα Ε/Μ τους ικανοποιούσαν.   Αυτό το ζήτημα, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα έπρεπε να είχε κριθεί στο στάδιο υποβολής και έγκρισης των αιτήσεων (πριν την έναρξη του πλειστηριασμού) και δεν επηρεάζεται από την αιτιολογία που έδωσαν οι καθ΄  ων η αίτηση, μετά τη συμπλήρωση του 1ου γύρου του πλειστηριασμού, όταν οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στην προσφορά της ΑΤΗΚ και οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν την ένσταση και έδωσαν αιτιολογία γιατί δεν θεώρησαν ότι «η δέσμευση» του κονδυλίου από τη Βουλή δεν επηρέασε τη δυνατότητα της ΑΤΗΚ να θεωρηθεί ως υποψήφιος που ικανοποιούσε τους όρους του διαγωνισμού. 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω και αφού έλαβα υπόψιν όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, και αυτά ήσαν ογκώδη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν, ενώ οι ισχυρισμοί των αιτητών για ανεπαρκή έρευνα των καθ΄ ων η αίτηση, αναφορικά με την ικανότητα των Ε/Μ  να εκπληρώσουν τους όρους του διαγωνισμού, ευσταθούν.  Επίσης θεωρώ και την αιτιολογία που έδωσαν οι καθ΄ ων η αίτηση, για την προσβαλλόμενη απόφαση, ως ανεπαρκή,  αναφορικά με τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των Ε/Μ. 

 

Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής.  ΄Εξοδα €1.500.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.  Καμιά διαταγή για έξοδα αναφορικά με τα Ε/Μ.

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο