ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D15
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1675/2009)
10 Ιανουαρίου, 2014
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Κυπρίζογλου, για την Αιτήτρια.
Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 29/9/2009, με την οποία η αιτήτρια - καθηγήτρια Τέχνης - κρίθηκε ένοχη πειθαρχικών παραπτωμάτων και της επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 11/10/2009.
Εναντίον της αιτήτριας, η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στα Γυμνάσια Αγίου Αθανασίου και Αγίου Αντωνίου Λεμεσού, μετά από καταγγελίες, απαγγέλθηκαν δέκα πειθαρχικές κατηγορίες για παραβάσεις των ΄Αρθρων 48(1)(δ) και 63(1)(β) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και των Κ. 17(2) και 24(12) των περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 310/90). Τα αδικήματα αφορούσαν χειροδικία εναντίον μαθήτριας στις 15/5/2006, ανάρμοστη συμπεριφορά, προσβολή και εξύβριση μαθητή στις 15/6/2006, απρεπή και υβριστική συμπεριφορά προς μαθητές κατά την ώρα του μαθήματος κατά τη σχολική περίοδο 2005 - 2006, εκβιασμό και απειλές στους μαθητές συγκεκριμένου τμήματος για να μη δώσουν εναντίον της μαρτυρία για το περιστατικό της 15/5/2006 και ανάρμοστη συμπεριφορά εναντίον της μητέρας του μαθητή, ο οποίος είχε εμπλακεί στο επεισόδιο της 15/6/2006.
Ενώπιον της Επιτροπής, η αιτήτρια αρνήθηκε τις κατηγορίες και η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μάρτυρες, μεταξύ των οποίων ήταν οι εμπλεκόμενοι μαθητές και οι γονείς τους, άλλοι μαθητές και συνάδελφοι της αιτήτριας ως και ο Ερευνών Λειτουργός. Η ίδια έδωσε ένορκη κατάθεση, αρνούμενη όλες τις κατηγορίες.
Η Επιτροπή, αφού έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, κατέληξε ότι αυτή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλες τις κατηγορίες και ότι η αιτήτρια ήταν ένοχη των πειθαρχικών παραπτωμάτων που αντιμετώπιζε. Στη συνέχεια, αφού άκουσε το δικηγόρο της, της επέβαλε, στις 29/9/2009, την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από τις 11/10/2009.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, γιατί αυτή λήφθηκε κατά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, αποτελεί προϊόν νομικής πλάνης και είναι αντίθετη με τις προϋποθέσεις και/ή την ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας και, τέλος, γιατί η πειθαρχική διαδικασία που προηγήθηκε, ως και η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής είναι παράνομες, παράτυπες και εκτός των πλαισίων της δίκαιης δίκης. Εισηγείται ότι η έρευνα από τον Ερευνώντα Λειτουργό δεν ολοκληρώθηκε κατά τα προβλεπόμενα στο ΄Αρθρο 2, του Μέρους Ι, του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, δηλαδή εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από τη λήψη της εντολής. Η παρατυπία αυτή, υπέβαλε, συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη διαδικασία που ακολούθησε. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της αμεροληψίας, της χρηστής διοίκησης και της δίκαιης δίκης, επειδή ο Ερευνών Λειτουργός, ο οποίος κατέληξε σε διαπιστώσεις ενοχής της, εμφανίστηκε, στη συνέχεια, ενώπιον της Επιτροπής ως μάρτυρας κατηγορίας. Παράνομη θεωρεί και τη λήψη καταθέσεων από μαθητές, αφού κάθε μαθητής κατέθετε στην παρουσία των υπολοίπων μαθητών - μαρτύρων κατηγορίας. Επισημαίνει ότι δύο από τους μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι, αρχικά, είχαν δώσει ευνοϊκή για την ίδια μαρτυρία, μεταγενέστερα, διαφοροποίησαν, τη θέση τους και στράφηκαν εναντίον της. Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, κατ' αναλογία με τα εφαρμοζόμενα στην ποινική δίκη, ότι το Κατηγορητήριο πάσχει από πολλαπλότητα και αοριστία και ότι οι κλήσεις μαρτύρων που επιδόθηκαν στους μαθητές ήταν παράνομες, αφού αναγραφόταν σ' αυτές εκβιαστικά ότι, σε περίπτωση μη προσέλευσής τους, θα τους επιβαλλόταν χρηματική ποινή. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι κακόπιστα δεν κλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής ο Σύνδεσμος Γονέων, η μαρτυρία του οποίου θα οδηγούσε στην απαλλαγή της και ότι παραβιάστηκε η βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου, σύμφωνα με την οποία η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του.
Η αιτήτρια, σε σχέση με την ποινή που της επιβλήθηκε, παραπονείται ότι κακώς η Επιτροπή αναφέρθηκε σε προηγούμενα και ισχυρίζεται ότι αυτή δεν έλαβε υπόψη της μετριαστικούς παράγοντες, όπως την απουσία προηγούμενης πειθαρχικής καταδίκης, την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος - τριάμισι χρόνια - μεταξύ της έναρξης και της λήξης της διαδικασίας και, ιδιαίτερα, τις προσωπικές της περιστάσεις.
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικά ότι δεν μπορεί να εξεταστεί η νομιμότητα της καταδικαστικής απόφασης της Επιτροπής, για το λόγο ότι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι μόνο η απόφαση της επιβληθείσας ποινής, ημερομηνίας 29/9/2009. Σε ό,τι αφορά την ουσία της προσφυγής, προβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. ΄Ολοι οι ισχυρισμοί είχαν εγερθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και απορρίφθηκαν με αιτιολογημένη απόφαση. Σε σχέση με το ζήτημα του χρόνου ολοκλήρωσης της έρευνας από τον Ερευνώντα Λειτουργό, εισηγούνται ότι οι προθεσμίες στο διοικητικό δίκαιο, κατά κανόνα, είναι ενδεικτικές. Απορρίπτουν, επίσης, τις θέσεις για παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και υποστηρίζουν ότι ο ρόλος του Ερευνώντα Λειτουργού περιορίστηκε στα καθορισμένα από το νόμο πλαίσια.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Από τα γεγονότα και τα νομικά σημεία της προσφυγής, προκύπτει ότι η αιτήτρια αμφισβητεί τόσο την απόφαση για την ενοχή της όσο και την απόφαση σε σχέση με την ποινή που της επιβλήθηκε, στην οποία, ασφαλώς, ενσωματώθηκε και η καταδίκη.
Η πειθαρχική διαδικασία, τα πειθαρχικά αδικήματα και οι προβλεπόμενες ποινές εναντίον εκπαιδευτικών λειτουργών διέπονται από τις πρόνοιες του ΄Εβδομου Μέρους - (Πειθαρχικός Κώδιξ) - του Νόμου και τους σχετικούς - Πρώτο και Δεύτερο - Πίνακες αυτού. ΄Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Σ. Αντωνίου, Επιθεωρητής Φιλολογικών Μαθημάτων, ορίστηκε, στις 31/8/2006, από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να διερευνήσει καταγγελία που υποβλήθηκε εναντίον της αιτήτριας. Αφού έλαβε καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και από την αιτήτρια, ετοίμασε ΄Εκθεση ημερομηνίας 26/10/2006. Σ' αυτή, διαπίστωσε ότι η αιτήτρια χειροδίκησε, στις 15/5/2006, εναντίον της μαθήτριας Νίκης Προκοπίου, εξύβρισε τη Μέλπω Προκοπίου, μητέρα του μαθητή του Γυμνασίου Αγίου Αθανασίου Ραφαήλ Προκοπίου, ενώπιον μαθητών του Τμήματος Α8, όταν αυτή πήγε στο σχολείο για να ζητήσει εξηγήσεις για το επεισόδιο που είχε συμβεί στις 15/6/2006, στο οποίο είχε εμπλακεί ο γιος της, συμπεριφερόταν με ανάρμοστο τρόπο στους μαθητές της, τους προσέβαλλε με διάφορες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς, που δε συνάδουν με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού και τους απειλούσε ότι θα τους μείωνε το βαθμό, εάν αυτοί μαρτυρούσαν εναντίον της. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η αιτήτρια αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής της στο σχολικό περιβάλλον και δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα με τους συναδέλφους της. Η ΄Εκθεση του Σ. Αντωνίου, στις 4/8/2009, κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον της Επιτροπής.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2, του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος Ι, του Νόμου, που περιέχει Κανονισμούς που διέπουν την έρευνα πειθαρχικών αδικημάτων και το διορισμό ερευνώντα λειτουργού:-
«2. Η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερον, εν πάση δε περιπτώσει, συμπληρούται ουχί αργότερον των τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της εντολής προς έρευναν.»
Στην παρούσα περίπτωση, παρά το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν τα χρονικά πλαίσια του Νόμου, ο χρόνος είναι εύλογος, λαμβανομένου υπόψη ότι λήφθηκαν καταθέσεις από 20 πρόσωπα, οι οποίες, στη συνέχεια, αξιολογήθηκαν για σκοπούς ετοιμασίας και υποβολής αιτιολογημένης έκθεσης, όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτήτρια, με τα όσα έχει προωθήσει, δεν έχει τεκμηριώσει οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της από το γεγονός της μη υποβολής του πορίσματος εντός των τριάντα ημερών. ΄Οπως προβλέπεται στο ΄Αρθρο 11(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και είναι νομολογημένο - (βλ. Κοιν. Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513, 525) - οι διοικητικές προθεσμίες, εκτός εάν ρητώς προβλέπεται, είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές. Στη Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1121, αποφασίστηκε ότι δεν οδηγεί σε ακύρωση οποιαδήποτε παρέκκλιση από την προβλεπόμενη διαδικασία που αφορά σε διοικητική λειτουργία, εκτός εάν αυτή έχει επενεργήσει ουσιαστικά στη λήψη της απόφασης. Για τον ενδεικτικό χαρακτήρα των προθεσμιών στις διοικητικές διαδικασίες βλ., επίσης, Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181.
Αβάσιμη είναι και η εισήγηση της αιτήτριας ότι ο Ερευνών Λειτουργός ενήργησε και ως δικαστής, αφού η διατύπωση πορίσματος από αυτόν προβλέπεται στο ΄Αρθρο 5, του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος Ι, του Νόμου.
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για ελαττωματικότητα του Κατηγορητηρίου λόγω πολλαπλότητας και αοριστίας, όπως αναφέρθηκε στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 4 Α.Α.Δ. 260, πολλαπλότητα υπάρχει όταν η ίδια η κατηγορία περιέχει περισσότερα του ενός αδικήματα. Δεν έχει σχέση με τη δυνατότητα πρόσαψης περισσοτέρων κατηγοριών, έστω και εάν αυτές στηρίζονται στα ίδια γεγονότα. Στην παρούσα περίπτωση, το Κατηγορητήριο περιέχει δέκα κατηγορίες, που εξειδικεύονται σε αντίστοιχα πειθαρχικά αδικήματα. Είναι γεγονός ότι, σε ορισμένες κατηγορίες, ο χρονικός προσδιορισμός του αδικήματος χαρακτηρίζεται από κάποια γενικότητα, όπως, για παράδειγμα, στην πέμπτη κατηγορία, όμως η κάθε παράβαση στηρίζεται στα δικά της γεγονότα, έτσι ώστε θεωρώ ότι δεν τίθεται θέμα ακυρότητας του Κατηγορητηρίου.
Σε σχέση με τη νομιμότητα της διαδικασίας, παρατηρώ ότι, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 3, του Μέρους ΙΙΙ, του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, η ακρόαση μιας πειθαρχικής υπόθεσης διεξάγεται, κατά το δυνατό, κατά τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση μιας ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά. Ο ισχυρισμός ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της αιτήτριας από το γεγονός ότι, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, δεν έγινε από αυτήν εισήγηση για ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, δεν ευσταθεί. ΄Αλλωστε, η ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης δε διεξάγεται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση μιας ποινικής υπόθεσης. Η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν εξισώνεται με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις, σε βαθμό που παραβιάσεις Κανόνων της Ποινικής Δικονομίας να επιδρούν στη νομιμότητά της. Εκείνο που πρέπει να διασφαλίζεται με την, κατά το δυνατό, εφαρμογή των αρχών της Ποινικής Διαδικασίας είναι το διωκόμενο πρόσωπο να μην αποστερείται βασικών δικαιωμάτων του. Ούτε η βασική προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης - (βλ. Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778). ΄Ο,τι επιβάλλεται στην πειθαρχική δίκη είναι η τήρηση των εχεγγύων του ΄Αρθρου 12.5 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει τη διατύπωση του κατηγορητηρίου, την πρόσαψη κατηγορίας, τη λήψη της απάντησης του κατηγορουμένου και την απόδειξη της υπόθεσης με την προσαγωγή μαρτυρίας - (βλ. Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 Α.Α.Δ. 442).
Ούτε οι ισχυρισμοί για παρατυπία των μαρτυρικών κλήσεων και για παράλειψη εξέτασης από την Επιτροπή κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ευσταθούν. Η στοιχειοθέτηση των αδικημάτων, εφόσον αυτή καταδεικνύεται από τη μαρτυρία, δεν επηρεάζεται από τη μη προσέλευση μάρτυρα που έχει κλητευθεί.
Στην παρούσα περίπτωση, φαίνεται ότι όλα τα πιο πάνω τηρήθηκαν. Στην αιτήτρια δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης, αφού η ίδια κατέθεσε και η κατάθεσή της αξιολογήθηκε. ΄Ηταν δική της επιλογή να μην παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία για να ανατρέψει αυτά που κατατέθηκαν από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Συνεπώς, το παράπονό της ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρα το Σύνδεσμο Γονέων, του οποίου η μαρτυρία, σύμφωνα με την ίδια, θα ήταν βοηθητική για την υπεράσπισή της, είναι όψιμο. Ούτε το επιχείρημά της ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητάς της, επειδή στην απόφαση της Επιτροπής αναφέρεται ότι αυτή «... δεν έπεισε ότι δεν διέπραξε τα πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται» είναι βάσιμο. Ανάγνωση του συνόλου της απόφασης αποκαλύπτει ότι η σχετική αναφορά δεν αποτελεί μετακύλιση του βάρους της απόδειξης σ' αυτήν, αφού, στη συνέχεια, η Επιτροπή τονίζει ότι η Κατηγορούσα Αρχή «... απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε η καθ' ης η δίωξη».
Υποστηρίζει, περαιτέρω, η αιτήτρια ότι η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης που της επιβλήθηκε, υπό τις περιστάσεις, είναι πολύ αυστηρή και ότι δε λήφθηκαν υπόψη ελαφρυντικοί γι' αυτήν παράγοντες. Η Επιτροπή εσφαλμένα θεώρησε ότι αυτή βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τους φακέλους.
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Καθώς προκύπτει από την απόφαση, η Επιτροπή, για σκοπούς της ποινής, έλαβε υπόψη της όλα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας έθεσε ενώπιόν της ως ελαφρυντικά. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη παρόμοιες καταγγελίες που βρίσκονταν στο φάκελό της, για τις οποίες η αρμόδια αρχή επέβαλε σ' αυτήν ποινές επίπληξης και αυστηρής επίπληξης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει την επάρκεια των πειθαρχικών κυρώσεων. ΄Οπως έχει νομολογηθεί στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, η επιβολή της αυστηρότερης ποινής, παρά την αναγνώριση ελαφρυντικών, δε σημαίνει υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, είτε να επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση του πειθαρχικού οργάνου, στην οποία αυτό προβαίνει σε σχέση με τα γεγονότα, είτε να ελέγχει την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ