ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D19
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1257/2006)
13 Ιανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΚΚΕΛΗ,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΚΚΕΛΗ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο. ΚΚΕΛΗ,
4. ΕΛΕΝΗ Α. ΚΚΕΛΗ,
5. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ Ο. ΚΚΕΛΗ,
Αιτητές,
ν.
1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,
2. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1.
Κ. Στιβαρού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 499, Φ/Σχ. 33/47W2 στο Παραλίμνι. Στις 17.5.2002 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου για τη δημιουργία δημόσιου δρόμου στην παραλιακή περιοχή «Κάππαρης». Το διάταγμα αφέθηκε να εκπνεύσει χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση προς τους αιτητές. Δημοσιεύθηκε επίσης σχετικό διάταγμα επίταξης εναντίον του οποίου οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 682/2003 με την οποία το διάταγμα ακυρώθηκε στις 4.5.2004. Εν τω μεταξύ, πολεοδομική αίτηση την οποία οι αιτητές είχαν υποβάλει για ανάπτυξη του τεμαχίου τους απορρίφθηκε, αφού είχαν ληφθεί προηγουμένως οι απόψεις της ΑΗΚ και του Δήμου Παραλιμνίου. Με προσφυγή την οποία οι αιτητές στη συνέχεια καταχώρησαν, ακυρώθηκε η εν λόγω απόρριψη.
Ενώ το πιο πάνω διάταγμα επίταξης και διάταγμα απαλλοτρίωσης βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ, οι καθ' ων η αίτηση 2 τοποθέτησαν ηλεκτρικά καλώδια στην επίδικη ιδιοκτησία τα οποία οι αιτητές καλούσαν τους καθ' ων η αίτηση 2 να μετακινήσουν καθότι αποτελούσαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της ιδιοκτησίας τους.
Όταν οι καθ' ων η αίτηση 2 με επιστολή τους ημερ. 27.3.2006 ζήτησαν τη συγκατάθεση των αιτητών για την τοποθέτηση ηλεκτρικών καλωδίων στην επίδικη ιδιοκτησία, οι αιτητές αρνήθηκαν με την κοινοποιηθείσα στον Έπαρχο Αμμοχώστου επιστολή τους ημερ. 17.4.2006 προς την ΑΗΚ, με αποτέλεσμα οι καθ' ων η αίτηση 2 να ζητήσουν στις 26.4.2006 και να εξασφαλίσουν την 1.6.2006 τη συγκατάθεση του Επάρχου για την εν λόγω τοποθέτηση. Επισημαίνεται πως ζητήθηκαν προηγουμένως οι απόψεις του Δήμου Παραλιμνίου ως Τοπικής Αρχής αλλά δεν λήφθηκε οτιδήποτε σε απάντηση. Από τον Έπαρχο τέθηκε όρος πως «αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια Αρχή θα μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις με δικές της δαπάνες». Περαιτέρω, πως αν ο Έπαρχος ικανοποιηθεί πως κάτι τέτοιο είναι τεχνικά ανέφικτο, τότε η Αρχή θα καταβάλει στον ιδιοκτήτη δίκαιη αποζημίωση που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθοριστεί από το αρμόδιο δικαστήριο.
Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή η οποία στρεφόταν εναντίον της απόφασης του Επάρχου Αμμοχώστου με την οποία ο Έπαρχος ενέκρινε και/ή συγκατατέθηκε στην επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία τους για εκτέλεση εργασιών και/ή διέλευση υπογείων αγωγών και/ή τοποθέτηση ή εγκατάσταση από την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου («ΑΗΚ») ηλεκτρικού δικτύου και/ή ηλεκτρικών γραμμών και/ή ηλεκτρικών καλωδίων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 23.5.2008 εξέδωσε απορριπτική της προσφυγής απόφαση καθότι έκρινε πως εκτελεστή είναι η απόφαση της ΑΗΚ η οποία συμπληρώνεται μετά από την έκδοση της απαιτούμενης συγκατάθεσης του Επάρχου. Εφόσον η απόφαση της ΑΗΚ δεν προσβλήθηκε ούτε και η Αρχή συμπεριλήφθηκε ως διάδικος, δεν προσβαλλόταν εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ακολούθως, οι αιτητές με την Α.Ε. Αρ. 95/2008, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Η Ολομέλεια έδωσε οδηγίες όπως η ΑΗΚ προστεθεί ως δεύτερος καθ' ου η αίτηση και η προσφυγή να τεθεί εκ νέου ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου για συνέχιση της διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε στις 7.2.2012 τροποποιημένη προσφυγή στην οποία προστέθηκε ως καθ' ου η αίτηση 2, η ΑΗΚ.
Εν τω μεταξύ, στις 21.3.2008 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και νέο διάταγμα επίταξης για τον ίδιο όπως προηγουμένως σκοπό, δηλαδή την κατασκευή πρόσβασης στην παραλία για την περιοχή Κάππαρη. Στις 20.3.2009 δημοσιεύτηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Εναντίον του διατάγματος επίταξης καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 638/2008 η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στις 4.2.2009. Προσφυγή καταχωρήθηκε επίσης εναντίον του διατάγματος απαλλοτρίωσης με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η απόφαση. Τα παρόντα βεβαίως, όπως ορθά παρατηρούν οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση 2, δεν αποτελούν μέρος του ουσιώδους χρόνου και ως εκ τούτου δεν θα ληφθούν υπόψη.
Οι νομικοί ισχυρισμοί
Οι αιτητές ισχυρίζονται κατ' αρχήν πως η συγκατάθεση του Επάρχου δόθηκε χωρίς να προηγηθεί διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης κατά παράβαση του άρθρου 31(1) του Κεφ. 170 και χωρίς να έχει ενώπιόν του το ιστορικό της ιδιοκτησίας των αιτητών αναφορικά με την ακυρωθείσα απαλλοτρίωση και επίταξη, την υποβολή και απόρριψη των σχεδίων και την αίτηση των αιτητών για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, τη δικαστική της ακύρωση και τις διαμαρτυρίες των αιτητών για άρση της παράνομης επέμβασης των καθ' ων η αίτηση 2. Ως αποτέλεσμα, κατά τον ισχυρισμό, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ενώ είναι το αποτέλεσμα πλάνης. Η υπογραφή δε του σχετικού ειδικού εντύπου «για τον Έπαρχο» στην απουσία εκχώρησης των αρμοδιοτήτων του Επάρχου αλλά και της δυνατότητας καν τέτοιας εκχώρησης, συνεπάγεται αναρμοδιότητα του οργάνου η οποία επιφέρει την ακύρωση της πράξης (Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β ΑΑΔ 987).
Περαιτέρω, κατά τους αιτητές, η συγκατάθεση έπρεπε να δοθεί εάν υπήρχε νόμιμη απόφαση της ΑΗΚ ότι η τοποθέτηση του συγκεκριμένου ηλεκτρικού δικτύου ή μέρους αυτού στο τεμάχιο των αιτητών ήταν η μόνη επιλογή. Η απόφαση προήλθε από λειτουργό που υπογράφει εκ μέρους του Διευθυντή Περιφέρειας Αμμοχώστου/Λάρνακας, απόφαση μάλιστα που δεν υπάρχει αυτή καθ' εαυτή. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι στο εν λόγω ειδικό έντυπο ο υπογράφων για τον Έπαρχο κατέγραψε πως η συγκατάθεσή του παραχωρήθηκε μετά από διαβουλεύσεις με το Δημοτικό Συμβούλιο Παραλιμνίου, χωρίς όμως να καταγράφονται αυτές οι διαβουλεύσεις με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος καθότι είναι άγνωστος ο επηρεασμός που άσκησε το Δημοτικό Συμβούλιο στον υπογράφοντα. Επιπρόσθετα, ο υπογράφων παρουσιάζεται ως ο ίδιος να είχε την αρμοδιότητα να προβεί σε διαβουλεύσεις και να παραχωρήσει τη συγκατάθεσή του, χωρίς μάλιστα να εξειδικεύει το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται από τις συγκεκριμένες εργασίες της ΑΗΚ.
Άλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι τεθείς όρος από τον Έπαρχο για την παραχώρηση της συγκατάθεσής του καθώς και η δέσμευση από την ίδια την ΑΗΚ ότι θα μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η τυχόν νόμιμη αξιοποίηση της γης παραγνωρίζει, κατά τους αιτητές, το γεγονός ότι οι αιτητές έχουν ήδη υποβάλει αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανάπτυξη της ιδιοκτησίας τους και αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία τόσο η ΑΗΚ όσο και ο Έπαρχος όφειλαν να μελετήσουν προτού εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να βεβαιωθούν ότι η αιτούμενη ανάπτυξη δεν θα επηρεαζόταν από τις γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ. Ακόμη περισσότερο, η έρευνα του Επάρχου θα έπρεπε, κατά τον ισχυρισμό, να αποκαλύψει ότι η έγκρισή του ζητείτο για την ολοκλήρωση των εργασιών που είχαν αρχίσει παράνομα. Όπως προκύπτει από την επιστολή της ΑΗΚ ημερ. 29.5.2006 υπήρχαν ήδη εγκατεστημένοι στο κτήμα των αιτητών εναέριοι αγωγοί και υπόγεια καλώδια της Αρχής.
Η έρευνα δε δεν είναι πλήρης εφόσον δεδομένης της άρνησης των αιτητών, όφειλε ο Έπαρχος να κατευθυνθεί και προς τους αιτητές. Παράλειψή του να το πράξει συνεπάγεται, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης όπως προστατεύεται από το άρθρο 43(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Τέλος ισχυρίζονται ότι παραβιάζεται το δικαίωμα των αιτητών, ως ιδιοκτητών γης, της ανεπηρέαστης απόλαυσης και ανάπτυξης της ιδιοκτησίας τους όπως προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι περιορισμοί που τέθηκαν εξουδετέρωσαν ουσιαστικά το δικαίωμα ιδιοκτησίας των αιτητών.
Οι θέσεις των καθ' ων η αίτηση 1 και 2 συνοψίζονται στα πιο κάτω:-
Ο Έπαρχος είχε ενώπιόν του την πλήρη εικόνα, όπως επιμαρτυρεί ο διοικητικός φάκελος. Πράγματι, διαπιστώνω πως στον Έπαρχο στάληκε από την ΑΗΚ όλη η προηγούμενη αλληλογραφία με τους αιτητές καθώς και αντίγραφο της επιστολής της ημερ. 29.5.2006. Θεωρώ συνεπώς πως ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας από μέρους του Επάρχου δεν ευσταθεί.
Οι καθ' ων η αίτηση 1 παραπέμπουν στην ερμηνεία του όρου «Έπαρχος» ο οποίος στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 11, ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει και το Βοηθό Έπαρχο. Ακολούθως αναφέρονται στα καθήκοντα και ευθύνες του σχεδίου υπηρεσίας του υπογράφοντος κ. Κτωρίδη ο οποίος υπηρετεί από τις 15.12.2005 στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού, σύμφωνα με τα οποία «σε περίπτωση που θα τοποθετηθεί στην Επαρχιακή Διοίκηση εκτελεί καθήκοντα Βοηθού Επάρχου, τα οποία περιλαμβάνουν βοήθεια στον Έπαρχο για την οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία των Γραφείων της Επαρχιακής Διοίκησης και άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του». Ο κ. Κτωρίδης είναι τοποθετημένος από το 1984 στην Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου και συνεπώς, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση 1, ήταν αρμόδιος να δώσει τη συγκατάθεση που προβλέπεται στο άρθρο 31(1) του Κεφ. 170.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η συγκατάθεση θα έπρεπε να δοθεί μετά από διαβουλεύσεις με το Δημοτικό Συμβούλιο, οι καθ' ων η αίτηση 1 εισηγούνται ότι εφόσον δόθηκε προθεσμία στο Συμβούλιο για να εκφράσει απόψεις, η προθεσμία δεν παρήλθε χωρίς να δοθούν απόψεις, ορθά ο ΄Επαρχος προχώρησε με τη συγκατάθεσή του.
Αρμόδια δε αρχή για να μελετήσει θέματα τα οποία άπτονται των αρχιτεκτονικών σχεδίων, τα οποία υπέβαλαν οι αιτητές για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, είναι ο Δήμος και όχι ο Έπαρχος. Δεν υπήρξε συνεπώς έλλειψη δέουσας έρευνας. Ούτε και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης υπήρξε, καθότι το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται στο διοικούμενο όταν ο νόμος περιέχει ρητή προς τούτο πρόβλεψη ή η πράξη η ίδια αποτελεί κύρωση ή είναι πειθαρχικού χαρακτήρα, κάτι που, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση 1, δεν συμβαίνει εδώ.
Ως προς τον ισχυρισμό των αιτητών περί παραβίασης του δικαιώματος ιδιοκτησίας οι καθ' ων η αίτηση 1 παρατηρούν πως οι αιτητές εμποδίζονται να επιχειρηματολογήσουν επί λόγων ακύρωσης οι οποίοι ήταν ήδη δικογραφημένοι ως λόγοι ακύρωσης στην αρχική αίτηση ακυρώσεως των αιτητών αλλά μόνο επί των λόγων ακύρωσης που προστέθηκαν με την τροποποιημένη αίτηση ακύρωσης.
Οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση 2 εγείρουν από την πλευρά τους προδικαστική ένσταση πως και με τη νέα τροποποιημένη προσφυγή δεν προσβάλλεται απόφαση της Αρχής ώστε να θεωρηθεί ότι προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η κατάληξη
Ορθά παρατηρούν οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση 2 πως, τόσο κατά την αρχική Αίτηση του 2006 όσο και κατά την τροποποιημένη του 2013, επιδιώκεται η ακύρωση της συγκατάθεσης του Επάρχου Αμμοχώστου στην εγκατάσταση ηλεκτρικού δικτύου από τους καθ' ων η αίτηση 2, με μόνη διαφορά στο λεκτικό την αντικατάσταση της λέξης «ΑΗΚ» με τη φράση «καθ' ου η αίτηση 2».
Το λεκτικό σίγουρα δεν είναι το ιδανικό. Όμως, η θέση των καθ' ων η αίτηση 2 πως δεν προσβάλλεται απόφαση της ΑΗΚ δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Εν προκειμένω, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση 2 στην οποία γίνεται αναφορά στην αιτούμενη θεραπεία, τελειώθηκε με την παραχωρηθείσα συγκατάθεση του καθ' ου η αίτηση 1. Τυχόν κρίση ως προς την ύπαρξη παρανομίας στη χορηγηθείσα συγκατάθεση θα αφήσει χωρίς υπόβαθρο την αναφερόμενη στο αιτητικό εκτελεστή απόφαση της ΑΗΚ. Εξάλλου, διαφορετικά δεν θα είχε και νόημα η παρέμβαση του Εφετείου. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Τσιάκκα κ.α. ν. 1. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.α., Υπόθ. Αρ. 495/2000, ημερ. 18.9.2002:-
«Απασχόλησε κατ΄ αρχάς, προς διευκρίνιση του αντικειμένου, ο συσχετισμός μεταξύ της απόφασης της Α.Η.Κ. για την εγκατάσταση του αγωγού και της συγκατάθεσης του Επάρχου. Είναι νομίζω προφανές πως εκτελεστή είναι μόνο η απόφαση της Α.Η.Κ., κατόπιν της τελείωσής της με την απαιτούμενη συγκατάθεση του Επάρχου, η οποία συνιστούσε προϋπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο ελέγχεται βέβαια και η συγκατάθεση με αναφορά στα ερείσματα και το περιεχόμενό της».
Η γραμμή αυτή υιοθετήθηκε και στη Χαράλαμπος Σ. Ιωαννίδης ν. 1. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α., Υπόθ. Αρ. 687/2002, ημερ. 7.5.2004, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση (Ιωαννίδης ν. 1. ΑΗΚ κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233) και δεν βλέπω λόγο απόκλισης από αυτήν.
Στην πιο πάνω απόφαση Τσιάκκα κ.α. ν. 1. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.α., η προσφυγή κατά το μέρος της που στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας, θεωρήθηκε, ως συνέπεια των όσων αναφέρθηκαν στο απόσπασμα ανωτέρω, απαράδεκτη και συνακόλουθα, εξετάστηκε η προσφυγή με αντικείμενο την απόφαση της ΑΗΚ. Θεωρώ ορθή αυτή την κρίση ώστε και εδώ η προσφυγή στο μέρος το οποίο στρέφεται εναντίον του Έπαρχου Αμμοχώστου να θεωρείται απαράδεκτη.
Ως προς το ζήτημα αναρμοδιότητας, όπως το παρουσιάζουν οι αιτητές, δεν γίνεται δεκτό. Βρίσκω εύστοχη την παραπομπή στον περί Ερμηνείας Νόμο και στον όρο «Έπαρχος» καθώς και τη θέση πως υπάρχει, συνεπώς, αρμοδιότητα του υπογράφοντα Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Η θέση των αιτητών πως ο Έπαρχος όφειλε περαιτέρω έρευνα εφόσον δεν έλαβε απάντηση από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αμμοχώστου δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Στην επιστολή, ημερ. 27.4.2006 την οποία ο Έπαρχος απηύθυνε προς το Δήμαρχο Παραλιμνίου ρητά εξηγείτο πως οι απόψεις τους ζητούνταν «το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει εντός 21 ημερών, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει ένσταση εκ μέρους σας». Αυτό θεώρησε συνεπώς, ο Έπαρχος, με τη μη ανταπόκριση του Δήμου, πως δεν υπήρχε ένσταση. Συνεπώς, δεν μπορεί να καταλογιστεί έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς αυτό το θέμα.
Ο ισχυρισμός των αιτητών πως με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται το δικαίωμά τους στην απόλαυση της περιουσίας τους απαντάται αρνητικά με αναφορά στην περικοπή που ακολουθεί από την Ιωαννίδης ν. 1. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α., ανωτέρω:-
«Πρωτοδίκως το συνταγματικό θέμα κρίθηκε με αναφορά στην απόφαση του Α. Λοΐζου, Δ. όπως ήταν τότε, στην Pavlis Costa Mallouros and Another v. The Electricity Authority of Cyprus and Another (1974) 3 C.L.R. 220. (Βλ. συναφώς και Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus, 1 R.S.C.C. 49). Κρίθηκε εκεί πως η εγκατάσταση τέτοιων γραμμών ενέπιπτε στην παράγραφο 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος που επιτρέπει τη δια νόμου επιβολή απολύτως απαραίτητων περιορισμών, μεταξύ άλλων, και για την ανάπτυξη ή χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας».
Η προσφυγή, όμως, θα πρέπει να επιτύχει για τον ακόλουθο λόγο: Ενώ ο Έπαρχος στη συγκατάθεσή του έθεσε ως όρο ότι αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια η Αρχή θα μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις με δικές της δαπάνες, εν τούτοις παραγνώρισε την προσπάθεια των αιτητών για ανάπτυξη της ιδιοκτησίας τους η οποία είχε κοινοποιηθεί στον Έπαρχο με την επιστολή των αιτητών ημερ. 17.4.2006 προς τους καθ' ων η αίτηση 2.
Τα όσα ακολουθούν από την Τσιάκκα κ.α. ν. 1. Αρχής Ηλεκτρισμού, ανωτέρω, είναι ευθέως σχετικά:-
«Τα ουσιώδη τέθηκαν υπόψη και του Επάρχου και επομένως υπήρχε το υπόστρωμα για την από μέρους του άσκηση κρίσης ως προς το κατά πόσο ενδεικνυόταν ή όχι να παραχωρήσει συγκατάθεση. Μου φαίνεται ωστόσο πως ο Έπαρχος παρανόησε τη σημασία των στοιχείων αναφορικά με μια συγκεκριμένη πτυχή. Έθεσε, όπως είδαμε, ως όρο ότι «αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια η Αρχή να μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις της με δικές της δαπάνες». Αλλά, ενώ ο Έπαρχος αναφερόταν στο ενδεχόμενο μελλοντικής ανάπτυξης, είχε ήδη εκδηλωθεί διάβημα για ανάπτυξη σε σχέση με τα τεμάχια 728 και 729 με αίτηση, ημερ. 7 Απριλίου 1999, προς την Πολεοδομική Αρχή. Όπως φαίνεται από επιστολή, ημερ. 28 Ιουλίου 1999, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας προς τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού - την οποία ο Έπαρχος είχε στο φάκελό του - η Πολεοδομική Αρχή αντίκρυζε την αίτηση εκείνη με δεδομένο ότι η Α.Η.Κ. θα εκτελούσε το έργο για το οποίο είχε εκδοθεί η σχετική πολεοδομική άδεια και γι΄ αυτό γίνονταν εισηγήσεις για τροποποίηση των σχεδίων ανάπτυξης και την εξεύρεση αποδεκτής λύσης. Ο εν λόγω όρος που έθεσε ο Έπαρχος εξέφραζε λοιπόν την εσφαλμένη αντίληψη πως δεν υπήρχε σε εκείνο το στάδιο οποιαδήποτε επί του προκειμένου σύγκρουση και βεβαίωνε ότι αν προέκυπτε στο μέλλον, προτεραιότητα θα είχαν οι ανάγκες των αιτητών εκτός όπου, μετά την εκτέλεση του έργου, δεν θα μπορούσε πια για τεχνικούς λόγους να γίνει μετακίνηση. Αυτό σήμαινε ότι ο Έπαρχος έκρινε πως και στο παρόν προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες των αιτητών, τις οποίες όμως λόγω πλάνης δεν έλαβε υπόψη. Αυτή η πλάνη καθιστούσε ανίσχυρη τη συγκατάθεση του Επάρχου και ως εκ τούτου μη νόμιμη την εν τέλει απόφαση της Α.Η.Κ.».
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση 1 και 2, τα οποία θα πληρωθούν εξ ημισίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΗΚ ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ