ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 94/2010)
2 Δεκεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΓΙΑΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (Φ.Π.Α.)
Καθ' ων η αίτηση.
-------------------------
Ευαγγελία Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για τον Αιτητή.
Ευγενία Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ου η αίτηση.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας S & A Sayias Ltd, εγγράφηκε στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.7.1992. Η εγγραφή ακυρώθηκε στις 30.9.1993 γιατί η επιχείρηση ψησταριάς που αυτός ασκούσε στα πλαίσια δραστηριότητας επισιτισμού πωλήθηκε ως λειτουργούσα σε τρίτο πρόσωπο. Ακολούθως, λειτούργησε άλλη, ίδιου τύπου, επιχείρηση στη Μεσόγη της Πάφου. Στις 2.3.1996 συνήψε πωλητήριο έγγραφο για την πώληση της επιχείρησης αυτής στην εταιρεία Peter & Gregs Kitchen Ltd.
H εταιρεία S & A Sayias Ltd εγγράφηκε στο Μητρώο ΦΠΑ την 1.7.1999, λειτουργούσε δε επιχείρηση ψησταριάς στη Λέμπα της Πάφου από την 1.10.1998. Η επιχείρηση αυτή μεταβιβάστηκε την 1.7.2005 στην εταιρεία Savvas Sayias Ltd της οποίας ο αιτητής είναι επίσης μέτοχος και διευθυντής. Για την περίοδο από 1.12.1993 μέχρι 30.6.1999 ο αιτητής δεν ήταν γραμμένος στο Μητρώο ΦΠΑ.
Μέσα στα πλαίσια ελέγχου των φορολογικών δηλώσεων των εταιρειών S & A Sayias Ltd και Savvas Sayias Ltd από λειτουργούς του Τομέα Διερευνήσεων της Υπηρεσίας ΦΠΑ με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους 2000 μέχρι 2009, παρελήφθησαν διάφορες καταστάσεις δύο τραπεζικών λογαριασμών στο όνομα του αιτητή, ενώ λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Πάφου, επισκέφθηκε τα γραφεία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής «Α.Η.Κ.») και πήρε πληροφορίες με βάση τους μετρητές κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος σε σχέση με το όνομα του αιτητή. Αφού αξιολογήθηκαν τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα, θεωρήθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.8.1994 δυνάμει του άρθρου 13(1)(α)(i) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν.246/90 γιατί υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο φορολογητέος κύκλος εργασίας που επρόκειτο να πραγματοποιήσει σε περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία αυτή υπερέβαινε τις ΛΚ12.000. Ο Έφορος ΦΠΑ γνωστοποίησε τις διαπιστώσεις του στον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 15.10.2009, ζητώντας παράλληλα όπως ο αιτητής εντός 8 ημερών προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα της έρευνας.
Μέχρι τις 29.10.2009 ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία οπότε ο Εφορος ΦΠΑ προχώρησε στην εγγραφή του στο Μητρώο ΦΠΑ αναδρομικά από 1.8.1994. Την απόφαση του αυτή ο Έφορος γνωστοποίησε στον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 9.11.2009, πληροφορώντας τον τα εξής:
«Αναφέρομαι στην επιστολή μου με ημερομηνία 15/10/2009, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι μετά από έρευνα διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της φορολογικής περιόδου 01/04/1994 - 30/06/94 η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή φορολογητέων παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιήσατε, υπερέβηκε τις £3000. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 13(1)(α) και 14(1) του Ν. 246, εγγράφεστε στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 01/08/1994. Το πιστοποιητικό εγγραφής σας στο Μητρώο Φ.Π.Α. εσωκλείεται.
2. Πληροφορείστε επίσης ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/1990 - 2000) υποχρεούστε να συμπληρώσετε τις φορολογικές δηλώσεις που θα σας αποσταλούν και να αποδώσετε τον φόρο που αναλογεί στις φορολογητέες συναλλαγές που έχετε πραγματοποιήσει από την 01/08/1994.
3. Επίσης σας πληροφορώ ότι σας έχει επιβληθεί χρηματική επιβάρυνση ύψους €7650,00 δυνάμει του άρθρου 21Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/1990 - 2000) και χρηματική επιβάρυνση ύψους €7905,00 δυνάμει του άρθρου 45(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2009 (Ν.95(Ι)/2000 - 2009) διότι καθυστερήσατε 183 μήνες να γνωστοποιήσετε την υποχρέωση εγγραφής σας. Η πληρωμή του εν λόγω ποσού μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε κατάστημα εμπορικής τράπεζας ή συνεργατικού ιδρύματος χρησιμοποιώντας σαν απόδειξη πληρωμής οποιοδήποτε Έντυπο ΦΠΑ 9 ή ΛΦΠΑ 4 που θα σας αποσταλεί από την Υπηρεσία.
4. Σημειώστε ότι η παράλειψη σας να γνωστοποιήσετε έγκαιρα την υποχρέωση σας για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. συνιστά αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 53(7) των περί Φ.Π.Α. Νόμων 1990 - 2000 (Ν.246/90). Το αδίκημα αυτό θα τύχει χειρισμού από τον Τομέα Διερευνήσεων της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. μαζί με τα υπόλοιπα αδικήματα που διερευνούνται.
5. Εναντίον της πιο πάνω διοικητικής πράξης μπορείτε να υποβάλετε γραπτώς ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής για το μέρος της διοικητικής πράξης που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν.246/90 και εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής για το μέρος της διοικητικής πράξης που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν.95(Ι)/2000. Πρόσθετα μπορείτε να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.»
Την απόφαση αυτή ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή ισχυριζόμενος ουσιαστικά ότι αυτή:- (1) λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, (2) λήφθηκε από αναρμόδιο λειτουργό, (3) είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και του Νόμου (4), είναι αντίθετη με τους κανόνες χρηστής διοίκησης και/ή με προηγούμενες πράξεις και συμπεριφορά των καθ' ων η αίτηση και (5) είναι το αποτέλεσμα μη επαρκούς έρευνας.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε καταχρηστικά καθότι βασίστηκε στον Ν.246/90 ο οποίος κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης είχε καταργηθεί από το Ν.95(Ι)/2000, που τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2002. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του επικαλείται το άρθρο 59(3) του Ν.95(Ι)/2000, εισηγούμενος ότι εφόσον δεν ήταν εγγεγραμμένο πρόσωπο στο ΦΠΑ πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου «εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιότητά του αυτή και μετά την εν λόγω ημερομηνία και θεωρείται ως εγγεγραμμένο στο Μητρώο Φ.Π.Α. με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου» πρόσωπο.
Η θέση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Σύμφωνα με το εδάφιο(4) του άρθρου 59 του Ν.95(Ι)/2000, το οποίο περιέχει μεταβατικές διατάξεις, αν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε υποκείμενου στο φόρο προσώπου, άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω Νόμου, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά τη φορολογική περίοδο αυτή, ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος νόμου καθ' όσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε της εν λόγω ημερομηνίας. Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον ο αιτητής θεωρήθηκε ότι ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δηλαδή εγγράψιμο από την 1.8.1994 - ανεξαρτήτως αν δεν ήταν εγγεγραμμένο - και οι φορολογικές περίοδοι για τις οποίες ο Έφορος θα προέβαινε σε αναδρομική βεβαίωση φόρου αφορούσαν την χρονική περίοδο εφαρμογής του Ν.246/90, ορθά κρίθηκε ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί ο καταργηθείς Νόμος στην περίπτωση του.
Σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα, τίθεται επίσης από τον αιτητή ο ισχυρισμός ότι η λειτουργός η οποία διεξήγαγε την έρευνα και υπογράφει την απόφαση για τον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη γιατί τόσο η έρευνα όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν μετά την 1.1.2002 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.95(Ι)/2000 και δεν καλυπτόταν από την όποια εξουσιοδότηση της είχε δοθεί. Η θέση αυτή καταρρίπτεται από το αντίγραφο εξουσιοδότησης, παράρτημα 1 στην γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω λειτουργός είχε εξουσιοδότηση βάσει του Ν.95(Ι)/2000 τόσο κατά τον χρόνο που προέβηκε στην έρευνα όσο και κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης, να ασκεί εκ μέρους του Εφόρου ΦΠΑ τις εξουσίες και τα καθήκοντα που του ανατίθενται από το Νόμο. Φαίνεται να ήταν εξουσιοδοτημένη και δυνάμει του προηγούμενου Νόμου(Ν.246/90).
Οι θέσεις του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα πλάνης και μη επαρκούς έρευνας, ενώ ο τρόπος άσκησης της κρίσης της Διοίκησης είναι λανθασμένη, αναπτύσσονται μαζί στην αγόρευση του. Υποστηρίζει σχετικά ότι η ενέργεια των καθ' ων η αίτηση να τον εγγράψουν αναδρομικά 15 και πλέον έτη από τις καθορισμένες φορολογικές περιόδους στις οποίες αφορά η εγγραφή χωρίς να έχει στην διάθεση του οποιαδήποτε λογιστικά βιβλία ή αποδείξεις προσκρούει στο άρθρο 50 του Ν.95(Ι)/2000. Η δε παράνομη και εκπρόθεσμη εγγραφή, του αποστέρησε επίσης την δυνατότητα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων.
Λανθασμένα ο αιτητής κάνει αναφορά στο άρθρο 50 του Ν.95(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι «βεβαίωση δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου την οποία αφορά» εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά στην αναδρομική εγγραφή και όχι σε βεβαίωση φόρου, ενώ η υποχρέωση για εγγραφή στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε στην βάση των διατάξεων του Ν.246/90. Μελέτησα με προσοχή τις πρόνοιες του Μέρους ΙΙΙ του εφαρμοσθέντος Νόμου (Εγγραφή) και δεν φαίνεται να προβλέπεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός ή παραγραφή του δικαιώματος του Εφόρου για αναδρομική εγγραφή προσώπου στο Μητρώο ΦΠΑ. Υποστήριξη μάλιστα περί του αντιθέτου, παρέχεται από το άρθρο 34(1) του Ν.246/90 που αφορά στην, επακόλουθη της παράλειψης υποβολής φορολογικών δηλώσεων, βεβαίωση φόρου το οποίο προνοεί ότι:
«34.(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιονδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.»
Εξάλλου, ως προς το θέμα της αναδρομικότητας χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση της Ολομέλειας στην James Peters ν. Δημοκρατίας (2002) 3 AAΔ 249, όπου λέχθηκε:
«Δεν υπεισέρχεται εδώ θέμα αναδρομικότητας. Το Άρθρο 13 θεσπίζει ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής με βάση τις ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές υπηρεσιών μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου. Περαιτέρω επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα λανθασμένης επίκλησης ή εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 14 του νόμου. Διαφορετικά η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εγγραφής θα έδινε δικαίωμα φοροαποφυγής για όσο διάστημα διαρκούσε».
Τα όσα αναφέρει ο αιτητής για τα ανέφικτο της διατήρησης οποιωνδήποτε τιμολογίων ή αποδεικτικών εγγράφων, μετά την πάροδο 15 ετών από την φορολογική περίοδο στην οποία αυτά αφορούσαν, δεν αφορούν την επίδικη απόφαση, αλλά ενδεχόμενη βεβαίωση φόρου, η οποία είναι πράξη εκτελεστή και αυτοτελώς υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως.
Προς επίρρωση των θέσεων του για κατάχρηση εξουσίας και έλλειψη δέουσας έρευνας ο αιτητής παραπέμπει και στους τραπεζικούς λογαριασμούς που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση, ισχυριζόμενος ότι όλες οι συναλλαγές των εταιρειών του, S & A Sayias Ltd και Savvas Sayias Ltd, καθώς και του ιδίου, γίνονταν μέσω τρεχούμενων λογαριασμών που ήταν στο όνομα του. Υποστηρίζει ότι η εταιρεία S & A Sayias λειτούργησε την 1.10.1998 και ενεγράφη στις 1.7.1999. Συνεπώς, οποιαδήποτε κίνηση των τρεχούμενων λογαριασμών μετά την 1.10.1998 δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη διότι δεν αφορούσε μόνο τον αιτητή.
Σύμφωνα με τη νομολογία, σε φορολογικές υποθέσεις, οι αιτητές έχουν αυξημένο βάρος να αποδείξουν ότι η πράξη ήταν άκυρη προτού καλέσουν το δικαστήριο να παρέμβει. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Cypoil Fuel Tankers Ltd v. Εφόρου ΦΠΑ, Υπόθ. Αρ. 853/02, ημερ. 26.3.2007, «εάν η απόφαση ήταν εφικτή για τον καθ' ου η αίτηση το δικαστήριο δεν θα επέμβει και αν ακόμη η υπόθεση ήταν τέτοια που το ίδιο το Δικαστήριο δυνατό να κατέληγε σε διαφορετική απόφαση.» Η υποχρέωση που έχει κάθε φορολογούμενος για αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις, όπως τονίστηκε από τη νομολογία ισχύει πολύ περισσότερο, λόγω της φύσης της φορολογίας, στις περιπτώσεις του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ως αυτοβεβαιούμενου φόρου (Βλ. Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846 και Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας (1990) 3(B) Α.Α.Δ. 1004). Μοναδική γνώση των εισοδημάτων του έχει ο φορολογούμενος ο οποίος έχει κάθε ευχέρεια να συλλέξει και να προσκομίσει τα αναγκαία στοιχεία.
Σε ό, τι αφορά τον τρόπο άσκησης της κρίσης του Εφόρου σημειώνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία, η ευχέρεια του δικαστηρίου για παρέμβαση, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του οργάνου όταν η απόφαση, στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν επεμβαίνει ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, 110). Όταν δε το αρμόδιο διοικητικό όργανο καλείται να αποφασίσει επί θεμάτων τεχνικής και επιστημονικής φύσης, όπως η μέθοδος υπολογισμού του φόρου, η επέμβαση του Δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα ή κατάχρηση εξουσίας.
Σύμφωνα με το γενικότερο αυτό πλαίσιο της νομολογίας, θεωρώ ότι ο Έφορος εύλογα οδηγήθηκε στην επίδικη απόφαση αφού εξέτασε και εκτίμησε με προσοχή όλα τα γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα που διεξήχθη από τον Οκτώβριο του 2007 για περίπου δυο χρόνια και μετά που είχε δώσει στον αιτητή την ευκαιρία να προσκομίσει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα της έρευνας. Καταρχήν οι λογαριασμοί που ελέχθησαν αφορούσαν την περίοδο 1992-1999, περίοδος που δεν είχε καν συσταθεί η εταιρεία Savvas Sayias Ltd (εταιρεία που συστάθηκε το 2005). Αναφορικά με την δεύτερη εταιρεία στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, την S & A Sayias Ltd, αυτή συστάθηκε την 1.9.97. Περαιτέρω, οι μετρητές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της ΑΗΚ σε δύο υποστατικά, στη Μεσόγη και Λέμπα της Πάφου αντίστοιχα, στα οποία διεξαγόταν επιχείρηση ψησταριάς, ήταν στο όνομα του αιτητή, στο πρώτο από 14.2.1994 μέχρι 29.2.1996 και στο δεύτερο από 6.5.1996. Επίσης, στο πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 2.3.1996 της επιχείρησης που λειτουργούσε στο υποστατικό της Μεσόγης, πωλητής ήταν ο αιτητής. Ο αιτητής ωστόσο δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του ότι στους προσωπικούς λογαριασμούς του (από το 1997 και μετά), υπήρχαν και συναλλαγές της εταιρείας S & A Sayias Ltd και συνεπώς θα έπρεπε να λογιστούν έναντι των δικών της φορολογικών υποχρεώσεων, ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι δεν είχε υποχρέωση σε εγγραφή.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κατόπιν ενστάσεως των δικηγόρων του αιτητή, η οποία υπεβλήθη με επιστολή των τελευταίων ημερομηνίας 8.12.2009, ο Έφορος με απόφαση του η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 20.5.2010, ακύρωσε την εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο ΦΠΑ από 30.6.1999, δυνάμει του άρθρου 17(2) του Ν. 246/90.
Με την αποτυχία στοιχειοθέτησης των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τον αιτητή, δεν θεμελειώνεται λόγος ακυρότητας και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου