ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.6496 /2013)
13 Δεκεμβρίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΠΡΗΣ
Αιτητής,
-και -
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση.
-----------------------
Μονομερής αίτηση ημερ. 12.12.2013
Γ. Βαλιαντής, για τον αιτητή
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Ex-tempore)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Χθες καταχωρήθηκε προσφυγή από τον αιτητή με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, που του επέβαλε διοικητική κύρωση €50,000. Στη συνέχεια αμφισβητείται και δεύτερη διοικητική κύρωση €70,000, συνολικά €120,000.
Ταυτοχρόνως, ο αιτητής καταχώρισε και μια μονομερή αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος, αναστολής εκτέλεσης της ισχύος και ή εφαρμογής της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2013.
Η αίτηση περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό λόγων από τους οποίους, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος, καταδεικνύεται έκδηλη παρανομία αλλά και ταυτοχρόνως διαπιστώνεται η ανεπανόρθωτη ζημιά την οποία θα υποστεί ο αιτητής, ως αποτέλεσμα της μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Ορθά, κατά την άποψη μου, ο κ.Βαλιαντής όντας γνώστης της νομολογίας, επικέντρωσε την προσοχή του σε δυο σημεία, που κατά την άποψη του, καταδεικνύουν την έκδηλη παρανομία. Το πρώτο στοιχείο έχει σχέση με τη δικαιοδοσία των καθ΄ων η αίτηση να εξετάσουν και να επιβάλουν αυτό το διοικητικό πρόστιμο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε διαπιστώσει παράβαση της κείμενης νομοθεσίας από την Τράπεζα Κύπρου, στην οποία, όπως είναι αποδεκτό, εργαζόταν ο αιτητής. Μετά από αυτή την καταδίκη της τράπεζας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προχώρησε σε εξέταση υπόθεσης εναντίον του αιτητή η οποία οδήγησε στην επιβολή του διοικητικού προστίμου που είναι υπό αμφισβήτηση. Τόνισε περαιτέρω ο συνήγορος ότι, κατά το στάδιο της επιβολής του διοικητικού προστίμου ο αιτητής δεν ήταν εργοδοτούμενος στην τράπεζα ή δεν είχε οποιανδήποτε εμπλοκή ως διευθυντής ή αξιωματούχος. Η πρόνοια της νομοθεσίας μιλά για αξιωματούχο εν ενεργεία και όχι πρώην, όπως είναι στην προκείμενη περίπτωση.
Αυτά κατά τη γνώμη μου, καταδείχνουν και το εύρος του προβληματισμού τον οποίο είχα, διαβάζοντας τόσο την αίτηση όσο και την ένορκη δήλωση, κατά τη χθεσινή μέρα. Υποδηλοί εξέταση, ανάλυση και κατάληξη σε συμπέρασμα αν αυτό το, πιο πάνω αναφερθέν, στοιχείο είναι τέτοιο που να οδηγεί σε παρανομία. Πόσο μάλλον, που η νομολογία επιβάλλει την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, δυνάμενης να διαπιστωθεί χωρίς περαιτέρω εξέταση των επί μέρους θεμάτων. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου είχε ως επίκεντρο την απουσία παροχής δικαιώματος ακρόασης στον αιτητή. Ο κ.Βαλιαντής επισημαίνει ότι κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης, αναφορικά με την ενοχή της Τράπεζας Κύπρου, ο αιτητής δεν είχε κληθεί. Αν παρουσιαζόταν, ενδεχομένως, οι εξηγήσεις τις οποίες θα έδιδε, θα κατέληγαν σε απόρριψη της υπόθεσης εναντίον της τράπεζας. Η καταδίκη του έρχεται ως συνακόλουθο καταδίκης της Τράπεζας Κύπρου και αυτό επηρέασε, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, το δικαίωμα του για ακρόαση πριν την επιβολή οποιασδήποτε δυσμενούς, για τον ίδιο, απόφασης.
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι εκτενής και εμπεριστατωμένη με πολλά παραρτήματα, μεταξύ άλλων, υπάρχει επιστολή ημερ. 30 Αυγούστου 2013, που στάληκε από τους τότε δικηγόρους του αιτητή, προς την Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία έχει ένα εύρος 25 σελίδων, μέσα από την οποία ο αιτητής υπέβαλε τις γραπτές του παραστάσεις, αναφορικά με το θέμα της παραβίασης από την Τράπεζα Κύπρου του άρθρου 11(1)(α) του Νόμου, στο οποίο έχει επίσης αναφερθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος.
Καταφαίνεται συναφώς ότι, και, αυτό το σκέλος του δικαιώματος ακρόασης χρήζει ανάλυσης. Χρήζει περαιτέρω αναφοράς αν όλα αυτά, τα οποία περιλαμβάνονται σ΄αυτή την 25σέλιδη επιστολή, καλύπτουν ή όχι το αίτημα του αιτητή να ακουστεί, προτού εκδοθεί εναντίον του οποιαδήποτε δυσμενής απόφαση.
Το άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας που προτάθηκε, έχει σχέση με την ανεπανόρθωτη ζημιά. Υπάρχει, υποστήριξε ο κ.Βαλιαντής, ένα εξοντωτικό πρόστιμο ύψους €120,000 το οποίο ανατρέπει τον προσωπικό, οικογενειακό και επαγγελματικό προγραμματισμό του αιτητή και εν πάση περιπτώσει οι καθ΄ων η αίτηση δε θα υποστούν οποιανδήποτε ζημιά, αν εκδοθεί το διάταγμα, ούτε τίθεται θέμα υπέρτερου συμφέροντος στην καταβολή του ποσού. Πέραν από το γεγονός ότι ο αιτητής στην ένορκη του δήλωση αναφέρεται σε ποσά τα οποία έχει να λαμβάνει ύψους €1,900,000, αναφέρεται επίσης σε δάνειο ύψους €1,500,000. Δεν είναι όμως η χρηματική απαίτηση στοιχείο που μπορεί να δημιουργήσει και να τεκμηριώσει ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως αυτή, είναι νομολογημένη. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος σε περιπτώσεις, που η ύπαρξη χρηματικής υποχρέωσης, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη ζημιά. Εδώ η απαίτηση δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Υπάρχει επιστολή με την οποία καλείται ο αιτητής να πληρώσει πλην, όμως, δεν φαίνεται να έχει ληφθεί οποιονδήποτε μέτρο εναντίον του, ούτε, ακόμη έχει καταδειχθεί αν αυτό το ποσό θα είναι άμεσα πληρωτέο ή με άλλο τρόπο εισπράξιμο. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι ούτε αυτό το σκέλος της επιχειρηματολογίας μπορεί να στηριχθεί. Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.