ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 6296/2013
2 Δεκεμβρίου, 2013
[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ASIF MUHAMMAD
2. PICIOROAGA ELENA ALEXANDRINA Αιτητές
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21.10.2013
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
Nικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή
Δένα-Μαρία Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή επιδιώκεται, για διάφορους λόγους, η ανατροπή και ακύρωση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 10/10/2013.
Ταυτόχρονα, καταχωρήθηκε η υπό κρίση μονομερής Αίτηση, με την οποία οι Αιτητές αιτούνται:
«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση του διατάγματος των Καθ΄ων η Αίτηση, το οποίο εκδόθηκε κατά ή περί τις 10/10/2013, και με το οποίο διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή 1 από την Κύπρο, μέχρι τελικής εκδίκασης της κυρίως αίτησης και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται το διάταγμα κράτησης του Αιτητή 1, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως αίτησης και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Γ. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να εμποδίζονται οι Καθ΄ων η Αίτηση να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα και/ή διαδικασίες για την κράτηση και ή απέλαση του Αιηττή 1 από την Κύπρο μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως αίτησης.»
Διατάχθηκε η επίδοση της Αίτησης και, ακολούθως, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση Ένστασης και ανταλλαγής αγορεύσεων.
Όπως προκύπτει, ως κοινή συνισταμένη των γεγονότων, ο Αιτητής 1 (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως «ο Αιτητής») είναι υπήκοος Πακιστάν και αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 13/2/2006 με Θεώρηση εισόδου, προκειμένου να φοιτήσει σε τετραετή κλάδο σπουδών σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και φοίτησης μέχρι 31/1/2007, η οποία, κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων, ανανεώθηκε μέχρι 28/2/2010. Τελικά, ουδέποτε ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Στις 14/9/2009 τέλεσε γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου με τη δεύτερη Αιτήτρια (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως «η Αιτήτρια») στην κυρίως προσφυγή, υπήκοο Ρουμανίας. Λίγους μήνες αργότερα, στις 27/4/2010, ο Αιτητής υπέβαλε Αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης. Η Αίτηση αυτή απορρίφθηκε στις 23/5/2011 και ο Αιτητής επανήλθε με νέα, η οποία και έγινε αποδεκτή στις 14/6/2011 με ισχύ μέχρι 14/6/2016. Στην πορεία, προέκυψαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του γάμου των Αιτητών και στις 26/4/2013 σε συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, ο γάμος κρίθηκε εικονικός. Ακολούθησε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς τους Αιτητές ημερομηνίας 9/5/2013, με την οποία ενημερώθηκαν ότι ο γάμος είχε κριθεί ως εικονικός και ότι είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών εντός είκοσι ημερών. Η επιστολή στάλθηκε στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής των Αιτητών. Δεδομένου ότι δεν υπεβλήθη σχετική ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης για εικονικό γάμο, ούτε και αναχώρησε από την Κύπρο ο Αιτητής, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αποφάσισε την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Τα διατάγματα αυτά εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή στις 11/10/2013, γεγονός το οποίο και του γνωστοποιήθηκε με επιστολή της, ίδιας ημερομηνίας, την οποία και αρνήθηκε να παραλάβει. Στις 23/10/2013 το διάταγμα απέλασης αναστάληκε μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της παρούσας Αίτησης. Προς συμπλήρωση των γεγονότων, παρατίθεται η ουσιαστική θέση του Αιτητή, σύμφωνα με την οποία, στις 6/6/2012 απέκτησε υιό με την Ρουμάνα υπήκοο, Αιτήτρια. Το παιδί διαμένει με τον πατέρα του Αιτητή στο Πακιστάν, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι γονείς του. Είναι η περαιτέρω θέση του Αιτητή ότι ουδέποτε πληροφορήθηκε περί εικονικότητας του γάμου λόγω αλλαγής διεύθυνσης. Οι Αιτητές μετακόμισαν σε νέα κατοικία στις 29/5/2012, αλλά δεν ενημέρωσαν σχετικά την Υπηρεσία Αλλοδαπών.
Νομικό υπόβαθρο της Αίτησης συνιστούν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, το Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ο Νόμος 7(Ι)/2007, το Κεφάλαιο 105, η Οδηγία 2008/115/ΕΚ και τα Άρθρα 5 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τίθεται ως πρώτο ζήτημα για εξέταση η θέση που προβάλλουν οι Καθ΄ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία, η Αιτήτρια, η οποία και καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση και ορκίζεται τη συνοδευτική ένορκο δήλωση, στερείται προσωπικού, άμεσου, έννομου συμφέροντος, ούτως ώστε να νομιμοποιείται να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ΄ων η Αίτηση ότι η εν λόγω Αιτήτρια δεν έχει προσωπικό έννομο συμφέρον προσβολής των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αφού αυτά δεν αφορούν την ίδια αλλά τον Αιτητή. Στην αντίπερα όχθη, η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών υποβάλλει ότι η Νομολογία καθορίζει πως «η σύζυγος του Αιτητή, έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της κυρίως προσφυγής και της παρούσας Αίτησης, αφού πλήττονται και τα δικά της δικαιώματα σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή».
Σειρά προηγούμενων πρωτόδικων αποφάσεων (Ελευθερία Μαραγκού κ.α. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1500/99 ημερ. 12.7.2001, HUSAEN OSMAN NAWARI κ.α. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 867/2006, ημερ. 16.10.2007 και ΚΟΜΠΑ ΜΙΡΑΝΑΣΒΙΛΙ κ.α. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1201/2006, ημερ. 3.9.2007) έκριναν ότι οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του εκάστοτε Αιτητή, λόγω της απέλασης συζύγου, είναι έμμεσος και ως αποτέλεσμα οι προσφυγές, στην έκταση που αφορούσαν τους εν λόγω Αιτητές, απερρίφθησαν.
Επικαλέστηκε η κα Χαραλαμπίδου, προς αντίκρουση, την πρωτόδικη απόφαση LIYANA HEWAGE KANTHIE κ.α. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1578/2005, ημερ. 21.5.2007 και τον δικαστικό λόγο της Αναθεωρητικής Έφεσης αρ. 1603, Γιάννης Κωνσταντίνου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1996) 3 Α.Α.Δ. 474. Στην υπόθεση KANTHIE (ανωτέρω), ο Αιτητής κρίθηκε ότι είχε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον από την απέλαση της Αιτήτριας, η οποία ήταν σύζυγός του και, μάλιστα, έγκυος. Με αυτά ως δεδομένα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η οικογενειακή ζωή του Αιτητή είχε διαταραχθεί και είχε επηρεαστεί το δικαίωμα του να διαβιεί με τη σύζυγό του στην οικογενειακή τους εστία. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), ο Αιτητής, κύπριος ηλικίας 66 χρόνων, συνήψε πολιτικό γάμο με γυναίκα αιγυπτιακής καταγωγής, ηλικίας 37 χρόνων, καλλιτέχνιδα για πολλά χρόνια σε κέντρα διασκέδασης. Ο γάμος χαρακτηρίστηκε ως εικονικός από τις Μεταναστευτικές Αρχές και, ως αποτέλεσμα, εκδόθηκε διάταγμα απέλασης της συζύγου, το οποίο και εκτελέστηκε. Λίγο αργότερα, ο Εφεσείων-σύζυγος αποτάθηκε στον αρμόδιο Υπουργό και ζήτησε να επιτραπεί η είσοδος της συζύγου του στην Κύπρο και να αφαιρεθεί το όνομα της από το «STOP LIST». Το αίτημα απορρίφθηκε και ακολούθησε προσφυγή εκ μέρους του Εφεσείοντα για ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Προσφυγή, η οποία πρωτόδικα δεν τελεσφόρησε, για τον λόγο ότι αντικείμενό της συνιστούσε βεβαιωτική απόφαση και, ως τέτοια, δεν μπορούσε να τύχει αναθεώρησης, βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Κατ΄ έφεση εξετάστηκε, ως πρώτο ζήτημα, ο προσδιορισμός της φύσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, αν αυτή ήταν, δηλαδή, βεβαιωτική ή όχι. Αποφασίστηκε ότι η επιστολή ημερομηνίας 12.10.1990, με την οποία ο Εφεσείων αποτάθηκε στον αρμόδιο Υπουργό, έθετε νέα στοιχεία, τα οποία έτειναν να καταρρίψουν τη θέση των Αρχών ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Για τον λόγο αυτό, ήταν επιβεβλημένη η διεξαγωγή νέας έρευνας, η οποία και θα καθιστούσε την όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί, εκτελεστή. Κατά συνέπεια, η παράλειψη της Αρμόδιας Αρχής να προβεί στη δέουσα έρευνα των νέων αυτών στοιχείων, καθώς επίσης και η παράλειψη αιτιολόγησής της, καθιστούσε τρωτή την επίδικη απόφαση. Περαιτέρω, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη προσέγγιση − σύμφωνα με την οποία η εικονικότητα του γάμου κατέρριπτε το βάθρο του αιτήματος για προστασία της οικογενειακής ζωής - και διαχωρίζοντας το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής από το δικαίωμα του γάμου, κατέληξε, το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 482:
«Συνάγεται ευχερώς ότι η απόφαση για την απέλαση της συζύγου περιήλθε σε γνώση του Εφεσείοντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να την προσβάλει και δεν το έπραξε.»
Κατ΄ακολουθία, προσωπικό, έννομο και άμεσο συμφέρον υφίσταται στο πρόσωπο της Αιτήτριας και, συνακόλουθα, η εξεταζόμενη θέση των Καθ΄ων η αίτηση απορρίπτεται.
Ως προς την ουσία της Αίτησης, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών, ότι δεν είναι απαραίτητο για τους Αιτητές να αποδείξουν, είτε έκδηλη παρανομία είτε ανεπανόρθωτη ζημιά για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, και αυτό γιατί το Ευρωπαϊκό Δίκαιο επιβάλλει την αυτόματη αναστολή της εκτέλεσης των μέτρων απέλασης με την καταχώρηση της προσφυγής εναντίον του διατάγματος κράτησης και απέλασης. Αναφορά έγινε στο Άρθρο 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ που απαγορεύει την απομάκρυνση από την επικράτεια κράτους μέλους της Ένωσης, προσώπου το οποίο, στα πλαίσια προσφυγής του, έχει ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος ότι το Άρθρο αυτό θα πρέπει να ερμηνευτεί υπό το φως του Άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.
Παρόμοιο ζήτημα τέθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης 5630/2013 KALE EKEMA NGOMBA v. Δημοκρατίας. ημερ. 26.7.2013, όπου λέχθησαν τα εξής από την αδελφή Δικαστή Παπαδοπούλου, τα οποία και υιοθετούνται:
«Στις 9/2/2007, προς το σκοπό εναρμόνισης με την Οδηγία, ψηφίστηκε ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007, (Ν. 7/Ι)/2007), (ο «Νόμος»), ο οποίος, στο Άρθρο 33(1) και (2) προβλέπει για τις διαδικαστικές εγγυήσεις.
Είναι φανερό ότι τόσο η Οδηγία όσο και ο Νόμος επιβάλλουν την υποχρέωση για μη απέλαση μόνο εφόσον η απόφαση εναντίον προσώπου λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά τέτοιους λόγους, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του Άρθρου 33(1) και (2) του Νόμου. Ο αιτητής δεν έχει στερηθεί ενδίκου μέσου∙ αντίθετα το έχει ασκήσει, αντιπροσωπευόμενος στη διαδικασία από δικηγόρο. Το δικαίωμά του, όμως, αυτό δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα εμφάνισής του στη δίκη. Σύμφωνα με τη Rached v. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, αλλοδαπός, ο οποίος, για οποιοδήποτε λόγο, δεν κατέχει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να παραμείνει σ΄αυτή μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του.»
Συνεπώς, η υπόθεση θα κριθεί στη βάση εφαρμογής των Διατάξεων του Διαδικαστικού Κανονισμού 13, ο οποίος διέπει το δικονομικό πλαίσιο παροχής προσωρινής θεραπείας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης.
Προσωρινά διατάγματα είναι δυνατόν να εκδοθούν στα πλαίσια της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου ο Αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη μίας εκ των δύο προϋποθέσεων: Έκδηλης παρανομίας στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή έλευσης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον Αιτητή από τη μη έκδοση διατάγματος.
Στην παρούσα υπόθεση, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Αιτητές εισηγήθηκε ότι η νομική βάση έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων είναι έκδηλα παράνομη αφού δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 14 του Κεφαλαίου 105, το οποίο επικαλέστηκε η Αρμόδια Αρχή ως νομική στήριξη για έκδοση των υπό αναφορά διαταγμάτων, αλλά ο Νόμος 7(Ι)/2007 και, κατ΄ακολουθία, οι σχετικές πρόνοιες του για επακριβή και πλήρη ενημέρωση των ενδιαφερομένων ως προς τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε η ληφθείσα, στην περίπτωσή τους, απόφαση.
Συνιστά πάγια γραμμή της Νομολογίας ότι η παρανομία, στα πλαίσια της Διάταξης 13, πρέπει να αναδύεται αυτόματα ως αντικειμενική, αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. Η ύπαρξη, δε, συγκρουόμενων ερμηνειών ή γεγονότων, εξουδετερώνει το αυταπόδεικτο της παρανομίας.
Στην υπό κρίση περίπτωση, προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός η κήρυξη ως εικονικού, του γάμου των Αιτητών. Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή του ημερομηνίας 9/5/2013, ενημέρωσε σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη, πληροφορώντας, ταυτόχρονα, για το δικαίωμα τους να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή. Η κήρυξη του γάμου του Αιτητή ως εικονικού έγινε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του Κεφαλαίου 105. Η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία και γνωστοποιήθηκαν στον Αιτητή στις 11/10/2013, ήταν αποτέλεσμα της απόφασης περί εικονικότητας του γάμου, η οποία και κατέστησε απαγορευμένο, πλέον, μετανάστη τον Αιτητή, δυνάμει της παραγράφου (Κ) του Εδαφίου (1) του Άρθρου 6 του Κεφαλαίου 105, αφού η άδεια παραμονής του ακυρώθηκε. Η κατάληξη της Αρμόδιας Αρχής περί εικονικότητας του υπό αναφορά γάμου ενεργοποίησε και τον μηχανισμό απέλασης του Αιτητή κατ΄ ακολουθία των προνοιών του Κεφαλαίου 105. Πεδίο εφαρμογής του Νόμου 7(Ι)/2007 δεν υφίστατο, αφού πλέον ο Αιτητής, ως μέρος σε εικονικό γάμο, δεν εντάσσεται στα πλαίσια του όρου «σύζυγος» και δεν καλύπτεται από τον ορισμό «μέλος της οικογένειας» του Άρθρου 2 του υπό αναφορά Νόμου. Εκ του περισσού καταγράφεται ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και δεδομένης της αυτοτέλειας που καλύπτει κάθε πράξη της Διοίκησης, οι Αιτητές κωλύονται να εγείρουν ζητήματα, τα οποία αφορούν την πράξη κήρυξης του γάμου ως εικονικού και/ή ακύρωσης του δελτίου διαμονής του Αιτητή.
Είναι, με βάση τα πιο πάνω, κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί ούτε έκδηλη ούτε και οποιασδήποτε άλλης μορφής παρανομία, ικανή να ενταχθεί στα όρια ενεργοποίησης διαδικασίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος.
Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμηριωμένη προσέγγιση περί έλευσης ανεπανόρθωτης ζημιάς λόγω μη έκδοσης διατάγματος. Ούτως ή άλλως, η κράτηση και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις από τη στέρηση της ελευθερίας δεν στοιχειοθετούν από μόνες τους ανεπανόρθωτη ζημιά (MOYO and another v. Republic, (1988) 3 A.A.Δ. 1203). Η τεκμηρίωση και η κατάδειξη της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, εξυπακούει παρουσίαση μαρτυρίας γύρω από την αναμενόμενη να προκύψει ζημιά και περί του ανεπανόρθωτού της. Ο Αιτητής θα πρέπει, δηλαδή, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας επέλευσης στον ίδιο ζημιάς, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιανδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο τέλος, και ως αποτέλεσμα της ακύρωσης προσβαλλόμενης, με την προσφυγή, διοικητικής πράξης. Τίποτα σχετικό δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η απόρριψη της Αίτησης είναι αναπόφευκτη. Απορρίπτεται με €500 έξοδα εις βάρος των Αιτητών.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΜΣ