ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 740/2010

 

 

5 Νοεμβρίου, 2013

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΥΣΤΑΛΛΕΝΗ ΚΩΣΤΗ

Αιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ' ων η αίτηση

....................................

Αχ. Αιμιλιανίδης, για την αιτήτρια

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

.............................

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Έναυσμα για την παρούσα προσφυγή αποτέλεσε η απαλλοτρίωση μέρους του τεμ. 574, Φ/Σχ. 30/14Ε2 Τμήμα Ε στο Δήμο Λατσιών, ιδιοκτησίας της αιτήτριας.  Η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4341 ημερ. 30/1/2009.  Ακολούθησε σχετική ενημέρωση της αιτήτριας με επιστολή ημερ. 5/4/2009 του αρμόδιου Τμήματος.  Η αιτήτρια ενέστη στην απαλλοτρίωση ως ανωτέρω με επιστολή της ημερ. 4/5/2009 προς τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως μετά από μελέτη της ένστασης υπέβαλε έκθεση ημερ. 14/1/10 με τις παρατηρήσεις του προς τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών.  Στις 27/1/10 τριμερής Υπουργική Επιτροπή αφού μελέτησε μεταξύ άλλων την ένσταση της αιτήτριας, αποφάσισε την απόρριψη της με αποτέλεσμα την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης με Α.Δ.Π. 90, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4339 ημερ. 29/1/10.  Με επιστολή ημερ. 24/3/10 το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας προσέφερε την καταβλητέα αποζημίωση στην αιτήτρια για την πιο πάνω απαλλοτρίωση.

 

Η προσφυγή στρέφεται ακριβώς εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ημερ. 29/1/10 για το οποίο, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια έλαβε γνώση κατά ή περί την 30/3/10 όταν έλαβε την επιστολή ημερ. 24/3/10, κοινοποίηση της καταβλητέας αποζημίωσης.

 

Η αιτήτρια με την προσφυγή της, η οποία καταχωρήθηκε την 4/6/10, προσβάλλει το διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 29/1/10 με 20 συνολικά λόγους πλήν όμως προώθησε μόνο τρεις.  Ο πρώτος αφορά τη λήψη της απόφασης από αναρμόδια πρόσωπα που δεν είχαν νόμιμη εξουσιοδότηση για τη λήψη της.  Ο δεύτερος αφορά την κακή σύνθεση ή και συγκρότηση των καθ' ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης με αναφορά στην τριμερή Υπουργική Επιτροπή που απέρριψε την 27/1/10 την ένσταση της αιτήτριας ημερ. 4/5/09 και αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης Α.Δ.Π. 90, που δημοσιεύτηκε την 29/1/10.  Σύμφωνα με την αιτήτρια η σύνθεση ή συγκρότηση της Επιτροπής πάσχει λόγω συμμετοχής του τότε Υπουργού Παιδείας κ. Ανδρέα Δημητρίου ο οποίος δεν νομιμοποιείτο συνταγματικά να κατέχει τη θέση του Υπουργού.  Τέλος ο τρίτος λόγος είναι ότι λήφθηκε η απόφαση απαλλοτρίωσης του επίδικού κτήματος (μέρους) χωρίς να υπάρχει προϋπολογισμός ή και αναγκαία κονδύλια για την διεξαγωγή του έργου για το σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ως ορίζει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος.

 

Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν όλους τους πιο πάνω λόγους και ζητούν την απόρριψη της προσφυγής.

 

Θα εξετάσω πρώτα το δεύτερο πιο πάνω λόγο.

 

Η συμμετοχή του τότε Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, κ. Ανδρέα Δημητρίου στην τριμελή Υπουργική Επιτροπή που συνεδρίασε την 27/1/10, είναι παραδεκτή.  Αυτό φαίνεται και από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 27/1/10, παράρτημα 9 της ενστάσεως.  Κατά τη συνεδρία αυτή η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις που υπεβλήθησαν αναφορικά με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης για την βελτίωση και διεύρυνση του δρόμου δευτερεύουσας σημασίας που συνδέει τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού και οδηγεί προς το Γέρι στο Δήμο Λατσιών, ενορία Αγιος Γεώργιος της επαρχίας Λευκωσίας.  Μια των ενστάσεων στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ήταν αυτή της αιτήτριας η οποία απορρίφθηκε από την Υπουργική Επιτροπή με αποτέλεσμα την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος ημερ. 29/1/10.

 

Παραδεκτό επίσης είναι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κ. Ανδρέας Δημητρίου ήταν Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού και παράλληλα καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου εν αδεία χωρίς απολαβές.  Αυτό πηγάζει από την αποδεκτότητα από τους καθ' ων η αίτηση της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 17/3/10 επί της οποίας στηρίζεται ο δεύτερος λόγος ένστασης  της αιτήτριας.  Σύμφωνα με την πιο πάνω γνωμάτευση:

 

«........ το ασυμβίβαστο της ανάληψης υπουργικών καθηκόντων με αξίωμα ή θέση με αμοιβή σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ισχύει αναφορικά με κάθε πρόσωπο που κατέχει έμμεση θέση είτε στη δημόσια υπηρεσία είτε σε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, ανεξάρτητα αν κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας εξασφαλίζει άδεια χωρίς απολαβές.»

 

Αντίθετη ήταν η άποψη των καθ' ων η αίτηση.  Με αυτή προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα από την αιτήτρια.

 

Στην άνω γνωμάτευση σελ. 4 αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

«Το Άρθρο 59.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι-

 

«Το αξίωμα του υπουργού είναι ασυμβίβαστον προς το του βουλευτού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, περιλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς παν έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, εν περιπτώσει δε τούρκου υπουργού, και προς το αξίωμα του θρησκευτικού λειτουργού.

 

Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» έχει εν τη παρούση παραγράφω οίαν έννοιαν έχει και εν τω άρθρω 41.»

 

Το άρθρο 41.1, στο οποίο παραπέμεπι το Άρθρο 59.2 ορίζει:-

 

«Ο όρος «δημόσιον αξίωμα ή θέσις» εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ' αμοιβή εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή του οποίου ελέγχεται είτε υπό της Δημοκρατίας, είτε υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως και περιλαμβάνει παν αξίωμα ή θέσιν επ' αμοιβή εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν κοινής ωφελείας»

 

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως τούτο ρητά προβλέπεται στο άρθρο 3(3) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, το οποίο ρητά ορίζει ότι «το Πανεπιστήμιο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ....». Ο συνδυασμός, επομένως, των Άρθρων 59.2 και 41.1 του Συντάγματος καθιστά ασυμβίβαστη τη θέση υπουργού με οποιαδήποτε «επ' αμοιβή» θέση σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και, ως τέτοιο, όπως αναφέρεται  και πιο πάνω, είναι το Πανεπιστήμιο.  Με άλλα λόγια, πρόσωπο το οποίο κατέχει επ' αμοιβή θέση στο Πανεπιστήμιο, είτε αυτή είναι θέση του ακαδημαϊκού είτε είναι θέση του διοικητικού προσωπικού, δεν μπορεί να αναλάβει το λειτούργημα του υπουργού αν διατηρεί τη θέση του στο Πανεπιστήμιο.»

 

Στην Κακούρης ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 8 στην απόφαση του Προέδρου Πική, σελ. 17-18 αναφέρεται:

 

«Το ασυμβίβαστο κατοχής δυο ή περισσότερων θέσεων ή αξιωμάτων στο πεδίο της δημόσιας λειτουργίας της Πολιτείας ανάγεται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2011) 3 Α.Α.Δ. 777, που αφορούσε γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο «ο περί Δήμων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2010» και «ο περί Κοινοτήτων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2010» ευρίσκοντο σε αντίθεση και ήταν ασύμφωνοι προς τις διατάξεις των άρθρων 28, 41, 46, 58,59,70,122, 125, 152 και 179.2 του Συντάγματος, το ασυμβίβαστο παράλληλης άσκησης πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, της αρχής της χρηστής διοίκησης καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών λέχθηκαν τ' ακόλουθα, στην απόφαση της πλειοψηφίας που απήγγειλε ο Νικολάτος Δ. στις σελ. 803, 805, 806:

 

«Έχοντας κατά νούν τις προαναφερόμενες αυθεντίες, κρίνουμε πως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας πράγματι κάνει διάκριση μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοίκησης.  Αυτή η διάκριση, κατά την εκτίμησή μας, θα πρέπει να θεωρηθεί ως βασισμένη σε κατοχυρωμένη αρχή (entrenched principle) του Συντάγματος μας, η οποία προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένες και ρητές διατάξεις του Συντάγματος μας, και σε όσα αυτές οι διατάξεις συνεπάγονται.  Αναφερόμαστε στα Άρθρα 122, 124 και 125 του Συντάγματος τα οποία αφορούν στη Δημόσια Υπηρεσία και στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.  Στο Άρθρο 122 γίνεται αναφορά στους όρους «δημοσία θέσις ή αξίωμα», «δημόσιος υπάλληλος» και «δημοσία υπηρεσία».  Συναφώς, παρατηρούμε ότι ο όρος δημόσια υπηρεσία περιλαμβάνει και υπηρεσία σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου, εφ΄σον η διοίκησή τους τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας.  Αυτό επιβεβαιώθηκε και στην Pavlou (ανωτέρω).  Το Άρθρο 124 προνοεί για τη σύσταση Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας της οποίας τα μέλη διορίζονται για περίοδο 6 ετών.  Τα μέλη διορίζονται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας.  Η αντιμισθία τους και οι άλλοι όροι υπηρεσίας τους ορίζονται από το Νόμο, και δεν μπορούν να μεταβληθούν δυσμενώς, μετά το διορισμό τους.  Επιπρόσθετα, τα μέλη της Επιτροπής δεν απολύονται εκτός υπό τους όρους και κατά τον τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ακόμα ουδείς διορίζεται Πρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αν κατά τους τελευταίους 12 ή 6 μήνες αντίστοιχα διετέλεσε υπουργός, βουλευτής, δημόσιος υπάλληλος, υπάλληλος Τοπικής Αρχής, νομικού προσώπου ή οργανισμού κοινής ωφελείας που ιδρύθηκε δια νόμου προς το δημόσιο συμφέρον ή μέλος συντεχνίας ή σωματείου ή οργανώσεως που ανήκει σ' αυτή.  Το Άρθρο 125 του Συντάγματος προνοεί ότι, εκτός όπου υπάρχει ρητή πρόνοια στο Σύνταγμα και τηρουμένων των διατάξεων των νόμων, η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας, μεταξύ άλλων, διορίζει, μονιμοποιεί, εντάσσει στη δύναμη των μονίμων ή των δικαιουμένων συντάξεως υπαλλήλων, προάγει, μεταθέτει, καθιστά συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους και ασκεί πειθαρχική εξουσία επ' αυτών περιλαμβανομένων της απολύσεως ή της απαλλαγής από τα καθήκοντα τους.

 

Αναφορικά με τους εκπαιδευτικούς, παρατηρούμε πως και γι' αυτούς υπάρχει η ανάλογη Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, της οποίας τα μέλη έχουν μονιμότητα ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία τους (Δέστε τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969 έως 2011 (Νόμος 10/1969), Άρθρο 4).  Για τα εκπαιδευτικά, μορφωτικά και διδακτικά θέματα υπάρχουν πρόνοιες στο Μέρος V του Συντάγματος το οποίο τα αναθέτει αποκλειστικά στις Κοινοτικές Συνελεύσεις (Άρθρον 87).  Με τον Ν. 12/1965 τα θέματα αυτά ανατέθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας.

 

.................................

 

 

Η απαίτηση για Χρηστή Διοίκηση θεωρείται, στον Ευρωπαϊκό νομικό χώρο, ότι πηγάζει από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου.  Συναφώς, το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας αποφάσισε ότι το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση, μπορούσε να συναχθεί από το Άρθρο 14 του Συντάγματος της χώρας, ερμηνευόμενο υπό το φως των αρχών του διοικητικού δικαίου που αναγνωρίζονται στον Ευρωπαϊκό νομικό χώρο (Απόφαση του Συνταγματικού Αναθεωρητικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Εσθονίας, ημερ. 17/2/2003, παράγραφοι 14-16 EST-2003-2-002).  Επίσης, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας απεφάσισε ότι το καθήκον των οργάνων των Δημοσίων Αρχών για Χρηστή Διοίκηση, πηγάζει από τις αρχές του κράτους δικαίου και την αρχή της νομιμότητας - Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας  ημερ. 12/3/2007, Αρ. Αναφοράς Κ 54/05).  Ακόμα, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου, σε αριθμό αποφάσεων του, έκαμε αναφορά στις αρχές της Χρηστής Διοίκησης, σε συνάφεια με την αρχή της ισότητας και την αρχή της μη διακρίσεως - (Δέστε:  European Commission for Democracy through Law (Venice Commission) Stocktaking on the Notions of "Good Governance" and "Good Administration" Study N. 470/2008, 8/4/2011, σελίδες 16-17).

 

Αυτά, κατ' αναλογία, ισχύουν και για τους εκπαιδευτικούς και για τους υπαλλήλους των οργανισμών δημοσίου δικαίου.  Ως προς τους πρώτους, δυνάμει της κατοχύρωσης στο Σύνταγμα του ανεξάρτητου της Εκπαίδευσης δια των τότε προνοουμένων Κοινοτικών Συνελεύσεων, ως προς τους δεύτερους δυνάμει ρητής συμπερίληψης τους στο Άρθρο 122 του Συντάγματος.

 

Στην παρούσα υπόθεση με τις, υπό εξέταση, τροποποιήσεις σκοπείται ο συνδυασμός της θέσης του δημοσίου υπαλλήλου, του εκπαιδευτικού ή του υπαλλήλου σε οργανισμό δημοσίου δικαίου κλπ. με τη θέση του δημοτικού και κοινοτικού συμβούλου.  Χωρίς να παραγνωρίζουμε το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως επαγγέλματος ή θέσης, να μετέχει στα κοινά και να έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, θεωρούμε πως η εκλογή σε δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, ατόμων που ταυτόχρονα, κατ' επιλογήν τους, κατέχουν θέση στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία ή σε οργανισμό δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να συμβιβαστεί και έρχεται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη αρχή της διάκρισης της πολιτειακής εξουσίας από τη δημόσια λειτουργία, η οποία είναι κατοχυρωμένη αρχή του Συντάγματος μας, η οποία αναδύεται από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος που αφορούν στη Δημόσια Υπηρεσία και την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Εκείνο που επιχειρείται να θεσμοθετηθεί με τους υπό κρίση τροποποιητικούς νόμους είναι, για πρώτη φορά, η κατοχύρωση παράλληλης ή διπλής ιδιότητας, η μια εκ των οποίων είναι αμερόληπτη, πέραν και έξω από οποιοδήποτε πολιτικό χώρο, ενώ η άλλη αφορά στην άσκηση πολιτικής εξουσίας.

 

Επιπρόσθετα, θεωρούμε ότι οι υπό εξέταση τροποποιήσεις παραβιάζουν και τις αρχές της χρηστής διοίκησης, εφόσον άτομα που κατέχουν θέσεις στη Δημόσια ή Εκπαιδευτική Υπηρεσία θα οφείλουν ταυτόχρονα να εκτελούν και καθήκοντα μελών Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων με σχετική αμοιβή.»

 

Με βάση τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι η ανάληψη και άσκηση υπουργικών καθηκόντων από τον κ. Ανδρέα Δημητρίου,  κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ παράλληλα διατηρούσε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί και ευρίσκετο σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης της πολιτειακής εξουσίας από τη δημόσια λειτουργία.  Περαιτέρω παραβιάζετο η αρχή της χρηστής διοίκησης, εφόσον από τη μια κατείχε θέση καθηγητή και από την άλλη εκτελούσε καθήκοντα ως Υπουργού επ' αμοιβή.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω, η συγκρότηση της τριμερούς Υπουργικής Επιτροπής, που συνεδρίασε την 27/1/10, έπασχε και συνεπώς το προσβαλλόμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 29/1/10 ακυρώνεται. 

 

Ενόψει επιτυχίας του άνω λόγου δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης άλλου λόγου.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και το διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 29/1/10 ακυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                         

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

/ΚΑΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο