ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 1559/2009 &
1560/2009).
6 Νοεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 1559/2009)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΔΑΜΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------
(Υπόθεση Αρ. 1560/2009)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
--------------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές.
Ζωή Κυριακίδου (κα), για την Καθ΄ ης η αίτηση.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ») που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα αρ. 4405 στις 23.10.09 με την οποία προήγαγε στην μόνιμη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα τους 1. Αριστοτέλη Φλουρή (Ενδιαφερόμενο Μέρος 1), 2. Κωνσταντίνο Κ. Κολιό (Ενδιαφερόμενο Μέρος 2), και 3. Σάββα Ι. Κωμοδρόμο (Ενδιαφερόμενο Μέρος 3). Οι προσφυγές στρέφονταν αρχικά εναντίον και άλλων τεσσάρων προσώπων που είχαν όμως προαχθεί στην επίδικη θέση με διαφορετικές αποφάσεις της ΕΔΥ της ίδιας ημερομηνίας χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συνάφεια. Γι΄αυτό το λόγο, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, οι προσφυγές αποσύρθηκαν εναντίον τους.
Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης των επίδικων θέσεων στη συνεδρία ημερ. 9.9.09, στην οποία παρέστη ο Αναπληρωτής Διευθυντής Φυλακών. Ο τελευταίος σύστησε για προαγωγή τρεις υποψηφίους μεταξύ των οποίων τον αιτητή στην προσφυγή 1559/09 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Κολιό, αναφέροντας τα εξής:
«Ο Κολιός Κωνσταντίνος υπερέχει ή είναι περίπου ίσος σε αξία με τους λοιπούς υποψηφίους, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Από πλευράς αρχαιότητας, υστερεί μόνο έναντι των Μενελάου Χρίστου, Μαρδαπίττα Σάββα, Φλουρή Αριστοτέλη, Ονησιφόρου Ονησίφορου, Κωμοδρόμου Σάββα και Στεφάνου Μιχαλάκη, υπερτερεί όμως έναντί τους σε αξία.
Ο Αδάμου Γεώργιος ουδενός υστερεί ή υπερέχει σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Από πλευράς αρχαιότητας, υστερεί έναντι αριθμού υποψηφίων, υπερτερεί όμως έναντί τους ουσιαστικά σε αξία, στο σύνολο των Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.»
Η Επιτροπή υιοθέτησε το σκεπτικό της σύστασης μόνο ως προς την υποψηφιότητα του Ενδιαφερομένου Μέρους 2, ενώ ως προς την πρόταση υπέρ του αιτητή Αδάμου διαφοροποιήθηκε, επιλέγοντας για προαγωγή εκτός από το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 3 Κωμοδρόμο και Φλουρή. Η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόκλιση της από την σύσταση αναφέροντας ότι οι Φλουρής και Κωμοδρόμος συγκρινόμενοι με τον αιτητή Αδάμου «υστερούν οριακά σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπερέχουν όμως σημαντικά σε αρχαιότητα και δεν υστερούν σε προσόντα». Θα προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που αναπτύχθηκαν ξεχωριστά για κάθε προσφυγή.
Υπόθεση αρ.1559/2009
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή εισηγείται ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε ειδική και πειστική αιτιολογία για παράκαμψη της σύστασης, αλλά περιορίστηκε σε λόγους που έρχονται σε ευθεία αντίθεση και αντίφαση με αυτά που είπε για να δικαιολογήσει την επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 έναντι άλλων υποψηφίων οι οποίοι υπερείχαν σε αρχαιότητα κατά 6 χρόνια. Ισχυρίζεται παράλληλα ότι παραγνωρίστηκε το προβάδισμα του αιτητή σε αξία.
Η ΕΔΥ δεν υιοθέτησε τη σύσταση υπέρ του αιτητή, η οποία βασίστηκε στην υπεροχή του «ουσιαστικά σε αξία, στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων». Σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων ο αιτητής συγκεντρώνει τα τελευταία δέκα έτη που χρησιμοποιήθηκε ως χρονολογική βάση από την ΕΔΥ 79 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά» έναντι 74 «Εξαίρετα» και 6 «Πολύ Ικανοποιητικά» του Ενδιαφερομένου Μέρους 1, 75 «Εξαίρετα» και 5 «Πολύ Ικανοποιητιά» του Ενδιαφερομένου Μέρους 2 και 73 «Εξαίρετα» και 7 «Πολύ Ικανοποιητιά» του Ενδιαφερομένου Μέρους 3. Υστερεί σε αρχαιότητα κατά 2 ½ περίπου χρόνια έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 που δεν συστήθηκαν, αφού αυτοί προσλήφθηκαν στην θέση του Δεσμοφύλακα από 15.4.83, ενώ ο αιτητής και το Ενιδαφερόμενο Μέρος 2 διορίστηκαν στην αντίστοιχη θέση από 8.11.85. Αναφορικά με τα προσόντα είναι κοινό έδαφος ότι υπάρχει ισοδυναμία.
Η σύσταση του Προϊστάμενου όταν δεν αντιμάχεται προς τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, διατηρεί την εγκυρότητα της και σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας. (βλ. Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, Χρίστου Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 390). Η Ε.Δ.Υ. στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας διατηρεί το δικαίωμα να παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου, αφού όμως δώσει ειδική αιτιολογία (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή (1999)3 ΑΑΔ 161).
Στην προκειμένη περίπτωση η ΕΔΥ αποδέχθηκε την σύσταση υπέρ του Ενδιαφερομένου Μέρους 2 (που σημειωτέον ισοδυναμεί με τον αιτητή σε όλα τα άλλα κριτήρια, με ελαφρώς διαφοροποιημένη την αξία), χωρίς να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί προτίμησε το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 έναντι του αιτητή. Η γενική αναφορά της ότι «είναι περίπου ίσος σε αξία και ή υπερέχει και έχει υπέρ του τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, που συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων» ουδόλως τεκμηριώνει την επιλογή του έναντι του αιτητή που επίσης είχε τη σύσταση υπέρ του, ενώ είχε προβάδισμα σε αξία έναντι του Ενδιαφερομένου Μέρους 3 και δεν υστερούσε έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 2.
Παράλληλα η ΕΔΥ απέκλινε από τη σύσταση υπέρ του αιτητή, προβάλλοντας ως επιχείρημα την σημαντική υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 σε αρχαιότητα.
Η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο για προαγωγές. Λαμβάνεται δεόντως υπόψη και συνεκτιμάται με τα άλλα κριτήρια, υπερισχύει δε μόνο όταν τα δυο άλλα κριτήρια (αξία και προσόντα) είναι ίσα. (βλ. Ρούσσος ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 1217, Μικελλίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (2001) 3 ΑΑΔ 105). Η νομολογία μας επίσης διαπιστώνει ως αποφασιστικό κριτήριο για προαγωγή-διορισμό την αξία (βλ. Ηλία Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Α) ΑΑΔ 560, Ανδρέα Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 507).
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, κατά παράβαση του πιο πάνω νομολογιακού κανόνα, δεν δόθηκε προτεραιότητα στο κριτήριο της αξίας αλλά σε αυτό της αρχαιότητας. Η αρχαιότητα αυτή αφορά στην αμέσως προηγούμενη θέση και στον αρχικό διορισμό των διαδίκων σε αυτήν, 23 εώς 25 χρόνια πριν από τον ουσιώδη χρόνο. Η αιτιολογία όμως που χρησιμοποίησε η ΕΔΥ εκτός του ότι δεν ήταν πειστική και ειδική, πάσχει και για ένα επιπρόσθετο λόγο. Αναδεικνύεται μέσα από ένα αντιφατικό πρακτικό, αφού όμοια δεδομένα αξιολογούνταν σε ορισμένες περιπτώσεις διαφορετικά, δίνοντας επιλεκτική βαρύτητα στο ένα ή στο άλλο κριτήριο ανάλογα σε τι υπερείχαν οι υποψήφιοι που προτιμήθηκαν έναντι αυτών με τους οποίους συγκρίνονταν.
Ο αιτητής εξειδίκευσε αυτό τον ισχυρισμό με αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα, από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης από την ΕΔΥ:
«Επιλέγοντας τον Κολιό, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι Μενελάου Χρίστος (α/α 1), Μαρδαπίττας Σάββας (α/α), Ονησιφόρου Ονησίφορος (α/α 9) και Στεφάνου Μιχαλάκης (α/α 11) υπερέχουν σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση, ο δε Μαρδαπίττας έχει παρακολουθήσει και το πρόγραμμα «ΚΠΕ 141 Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το οποίο είναι σχετικό, δεν απαιτείται όμως από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή το συνεκτίμησε με τα άλλα στοιχεία, αφού του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Οι εν λόγω υποψήφιοι, όμως, υστερούν (ή, στην περίπτωση του Ονησιφόρου, είναι περίπου ίσοι) σε αξία, δεν υπερέχουν σε προσόντα και γενικά υστερούν επειδή δεν έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, που ο επιλογείς διαθέτει.
Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή υπέρ των Αδάμου Γεώργιου (α/α 21) και Ηροδότου Θεοχάρη (α/α 37) και αντ΄ αυτών επέλεξε τους Φλουρή Αριστοτέλη (α/α 7) και Κωμοδρόμο Σάββα (α/α 10), οι οποίοι, συγκρινόμενοι με τους Αδάμου και Ηροδότου, υστερούν οριακά σε αξία, όπως αυτή αντικατροπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, υπερέχουν όμως σημαντικά σε αρχαιότητα και δεν υστερούν σε προσόντα.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους Φλουρή και Κωμοδρόμο, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι Μενελάου Χρίστος και Μαρδαπίττας Σάββας υπερέχουν σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση, ο δε Μαρδαπίττας υπερέχει και σε προσόντα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αυτοί όμως υστερούν σημαντικά σε αξία. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι έναντι του Κωμοδρόμου υπερέχει σε αρχαιότητα και ο Ονησιφόρου Ονησίφορος (α/α 9), ο οποίος όμως δεν υπερέχει σε αξία και προσόντα.»
Είναι η θέση του αιτητή ότι η αιτιολόγηση στην οποία προέβη η ΕΔΥ στο πιο άνω πρακτικό είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την υποψηφιότητα των Μενελάου και Μαρδοπίττα που υπερείχαν σε αρχαιότητα (διορίστηκαν στην θέση δεσμοφύλακα από το 1977) κατά 6 χρόνια έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 και κατά 8 χρόνια έναντι του Ενδιαφερομένου Μέρους 2, αλλά υστερούσαν σε αξία έναντι του Ενδιαφερομένου Μέρους 2 (κατά 6 και 4 εξαίρετα αντίστοιχα) και έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 (από 2 έως και 5 εξαίρετα αναλόγως), η ΕΔΥ παραμερίζοντας ακόμη και την 8ετή αρχαιότητα τους, προτίμησε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αναφέροντας ότι «γενικά υστερούν σε αξία ή επειδή δεν έχουν την σύσταση του Διευθυντή» (έναντι του Ενδιαφερομένου Μέρους 2) ή ότι «υστερούν σημαντικά σε αξία» (έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3).
Στην περίπτωση της σύγκρισης με τον αιτητή ίσχυσε το αντίθετο. Η υπεροχή του αιτητή κατά 5 και 6 εξαίρετα αντίστοιχα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3 χαρακτηρίστηκε ως «οριακή» (παρότι είχε υπέρ του και την σύσταση), η οποία παραμερίστηκε από την αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών (κατά 2 ½ χρόνια), που αυτή την φορά χαρακτηρίστηκε «σημαντική». Σημειώνω ότι τα επιμέρους στοιχεία που αφορούν άλλους υποψηφίους πέραν των διαδίκων δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δεν αμφισβητήθηκαν από την δικηγόρο της καθ' ής η αίτηση.
Η αντιφατική αυτή τοποθέτηση κατά παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης αποδοκιμάζεται από τη νομολογία. Περαιτέρω, οι αναφορές αυτές αναιρούν η μια την άλλη και καθιστούν αναπόφευκτα τρωτή τόσο τη σύσταση, όσο και την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ως αναιτιολόγητες και αντιφατικές (βλ. Κουτσουπίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4Ε Α.Α.Δ. 2935 και Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Προσφυγή 1244/06 ημερομηνίας 31.7.08).
Υπόθεση αρ.1560/2009
Ο αιτητής εδώ επικαλείται την κατ΄ ισχυρισμό υπεροχή του σε αξία έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών που ανέρχεται σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 σε 2 «Εξαίρετα», με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 σε μόλις 1 «Εξαίρετα», ενώ έναντι του Ενδιαφερομένου Μέρους 3 σε 3 «Εξαίρετα». Tέτοιες διαφορές έχουν χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως άκρως οριακές και δεν προσδίδουν οποιαδήποτε υπεροχή σε αξία αλλά καθιστούν τους υποψηφίους περίπου ισοδύναμους. (βλ. Βασιλειάδης v Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ 404, Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ 141, Πατσαλίδης κ.α. (2011) 3Β Α.Α.Δ 738).
Ωστόσο, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι με αυτήν την βαθμολογική διαφοροποίηση υπέρ του και με δεδομένη την ισότητα των υπολοίπων κριτηρίων - αιτητής και Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 έχουν ακριβώς την ίδια αρχαιότητα και τα ίδια προσόντα - η σύσταση υπερ του Ενδιαφερομένου Μέρους 2, Κολιού, πάσχει. Η θέση του αιτητή ευσταθεί. Ο αιτητής και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 ήταν, ουσιαστικά, ισοδύναμη σε αξία, αρχαιότητα και προσόντα. Ως εκ τούτου, ο Διευθυντής όφειλε να αιτιολογήσει πειστικά γιατί προτίμησε το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 έναντι του αιτητή, ο οποίος δεν υστερούσε σε κανένα από τα τρία κριτήρια και το μόνο που διαφοροποιούσε την αξία ήταν το 1 «Εξαίρετα» στην τελευταία δεκαετία υπέρ του. Τίποτα από όσα ανέφερε δεν εξειδικεύει τους λόγους προτίμησης του Ενδιαφερομένου Μέρους 2 ως καταλληλότερου για την επίδικη θέση από τον αιτητή. Γι΄αυτό το λόγο η σύσταση κρίνεται αναιτιολόγητη.
Εφόσον η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχτηκε στη σύσταση η οποία πάσχει, τότε και η απόφαση αυτή συμπαρασύρεται. Όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία, το διορίζον όργανο πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που συγκρούονται με το περιεχόμενο των φακέλων (βλ. Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ήταν καταχρηστική η απόδοση βαρύτητας στις εκθέσεις των τελευταίων 10 χρόνων αντί της πενταετίας στην οποία ο αιτητής υπερείχε ξεκάθαρα. Δεν εντοπίζω οποιοδήποτε σφάλμα στην πρακτική που ακολουθήθηκε. Κατά την κρίση της αξίας είναι νόμιμο για την ΕΔΥ να λάβει υπόψη περισσότερα από τα 5 χρόνια. Εξάλλου αυτό που έχει σημασία είναι το σύνολο της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων και στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για δεσμοφύλακες με πολυετή υπηρεσία. Συνεπώς η αναγωγή στην βαθμολογημένη αξία των τελευταία 10 ετών, εξυπηρετούσε μια πιο αντικειμενική και διαχρονική θεώρηση της αξίας των υποψηφίων. Εξάλλου δεν αντιλαμβάνομαι πως επηρεάστηκε ο συγκεκριμένος αιτητής αφού τόσο στην πενταετία όσο και στην δεκαετία εντοπίζεται μια ελαφρά υπεροχή του σε βαθμολογημένη αξία από 1 εώς 4 «Εξαίρετα» παραπάνω συγκριτικά με την βαθμολογία των ενδιαφερομένων προσώπων.
Ο αιτητής στη συνέχεια προβάλει ως λόγο ακύρωσης την υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στην αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 3, ενώ υστερούσαν σε αξία. Στο τηρηθέν πρακτικό παρόλο που ο αιτητής δεν συγκρίθηκε με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 3 (δεν είναι αναγκαία η ξεχωριστή σύγκριση με κάθε υποψήφιο), προκύπτει από το περιεχόμενο των φακέλων, ότι αυτό που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ τους ήταν η υπέρτερη αρχαιότητα 2 ½ περίπου χρόνων έναντι του αιτητή την οποία η ΕΔΥ χαρακτήρισε «σημαντική». Η αξία του αιτητή όπως παρατέθηκε ανωτέρω από τις εκθέσεις των τελευταία δέκα ετών τον καθιστούσε περίπου ισοδύναμο με τα εν λόγω Ενδιαφερόμενα Μέρη. Επίσης στα προσόντα ήταν ισοδύναμοι. Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η ΕΔΥ κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της επιτρεπόμενης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας.
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης είναι κοινός και αφορά στην αντιφατική και πεπλανημένη αιτιολογία. Με το θέμα αυτό έχω ήδη ασχοληθεί πιο πάνω. Ο εδώ αιτητής όμως δεν επηρεάστηκε από τα ανωτέρω διαπιστωθέντα ως προς την άνιση/αντιφατική αξιολόγηση αξίας και αρχαιότητας καθότι τα δεδομένα του διαφοροποιούνται, ενώ οι επισημάνσεις για άλλους υποψηφίους δεν έγιναν συγκριτικά με εκείνον.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή 1559/09 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Αριστοτέλη Φλουρή, Κωνσταντίνο Κολιό και Σάββα Κωμοδρόμο, με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η υπόθεση 1560/09 επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται μόνο ως προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Κωνσταντίνο Κολιό. Ως προς τα λοιπά Ενδιαφερόμενα Μέρη η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου