ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
REPUBLIC ν. ARGYRIDES (1987) 3 CLR 1092
SEKKIDES ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 2136
Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713
Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντω (1992) 3 ΑΑΔ 228
Iορδάνου Γεώργιος ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 250
Αρχηγός Αστυνομίας και Άλλοι ν. Βασίλειου Τσαγγαρίδη (2001) 3 ΑΑΔ 35
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1546/2010)
15 Νοεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12.2 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ 1240 ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Γεώργιος Α. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.
Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής ζητά όπως κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, (ο «Αρχηγός»), με την οποία κρίθηκε όπως μη επιστραφεί σ' αυτόν το χρηματικό ποσό των €8.216,06, το οποίο αντιστοιχούσε με το ½ των απολαβών του για την περίοδο μεταξύ 3/2/2010 - 30/7/2010, που αυτός τελούσε υπό διαθεσιμότητα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο αιτητής υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου. Την 1/2/2010, εν ώρα υπηρεσίας, εντοπίστηκε να βοηθά τη σύζυγό του στο περίπτερο με την ονομασία "PRIME SPOT II", στην Αγλαντζιά, ιδιοκτησία της συζύγου του, χωρίς άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23(1) και (2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(Ι)/2004) και της Αστυνομικής Διάταξης 5/21. Στη συνέχεια, μετά από διερεύνηση των καταγγελιών που υπήρχαν, τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 3/2/2010 και κινήθηκε εναντίον του η Πειθαρχική Υπόθεση Λευκωσίας με Αρ. 13/2010, η οποία αφορούσε τα προβλεπόμενα στον «Πειθαρχικό Κώδικα» - (Πρώτος Πίνακας (Κανονισμός 8) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 53/89), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»)) - αδικήματα: «Ανάρμοστης Συμπεριφοράς» - (τρεις κατηγορίες) - «Παράβασης ή Παράλειψης» και «Ψεύδους ή Διαστροφής ή Απόκρυψης Αλήθειας». Η διαθεσιμότητά του, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, παρατάθηκε μέχρι τη συμπλήρωση της εναντίον του πειθαρχικής υπόθεσης και της έκδοσης απόφασης.
Στις 28/7/2010, μετά από τροποποίηση των κατηγοριών, η οποία έγινε στις 8/6/2010 - (απαλείφθηκε η αναφορά στις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας - (Ανάρμοστη Συμπεριφορά) - ότι ο αιτητής «εργαζόταν ως Υπεύθυνος» στο εν λόγω περίπτερο και αντικαταστάθηκε με τη φράση «βοήθησε τη σύζυγό του», η κατηγορία «Ψεύδους ή Διαστροφής ή Απόκρυψης της Αλήθειας» αντικαταστάθηκε με την κατηγορία «Απόκρυψης της Αλήθειας» και, στις λεπτομέρειές της, αντικαταστάθηκε η λέξη «ψευδή» με τη λέξη «ανακριβή» και έγινε «προέβη σε ανακριβή καταχώρηση σε επίσημο έγγραφο») - ο αιτητής παραδέχτηκε όλες τις κατηγορίες. Του επιβλήθηκαν οι εξής ποινές: Σε δύο από τις τρεις κατηγορίες «Ανάρμοστης Συμπεριφοράς» πρόστιμο €100 και €300 και στην κατηγορία «Απόκρυψης της Αλήθειας», που αφορούσε την ανακριβή καταχώριση σε επίσημο έγγραφο, αυστηρή επίπληξη. Η διαθεσιμότητα του αιτητή μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του ήρθη με απόφαση του Αρχηγού στις 30/7/2010 και αυτός ανέλαβε καθήκοντα στις 2/8/2010.
Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 23/8/2010, ζήτησε από τον Αρχηγό όπως του επιστραφούν οι κατακρατηθείσες κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του απολαβές, αίτημα, όμως, το οποίο απορρίφθηκε. Ο Αρχηγός, στην απόφασή του, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:-
«Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν μέλος της Αστυνομίας, ενήργησε κατά τρόπο απρεπή και επιζήμιο για την πειθαρχία και κατά τρόπο που δυσφήμισε την Αστυνομία, δηλαδή την 1.2.2010 περί ώρα 1035 και στις 7.2.2010 περί ώρα 1620 εργαζόταν ως Υπεύθυνος περιπτέρου με την ονομασία 'PRIME SPOT II' που βρίσκεται στην λεωφόρο Κυρηνείας 58 στο Πλατύ Αγλαντζιάς, ιδιοκτησία της συζύγου του Ιουλίας Λάμπρου, χωρίς άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23(1)Α(2) του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(1)/2004) και της Αστυνομικής Διάταξης 5/21.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, το πιο πάνω μέλος κατόπιν έγκρισης του Αρχηγού Αστυνομίας, τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 3.2.2010. Στις 3.2.2010 διορίστηκε Ερευνών Αξιωματικός για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης από μέρους του πειθαρχικών αδικημάτων.
Ο Ερευνών Αξιωματικός συμπλήρωσε την πειθαρχική έρευνα εναντίον του πιο πάνω μέλους για τα αδικήματα της Ανάρμοστης Συμπεριφοράς (τρεις διαφορετικές περιπτώσεις), Παράβασης ή Παράλειψης και Ψεύδους ή Διαστροφής ή Απόκρυψης Αλήθειας στις 10.3.2010.
..............................................................................................................
΄Εχω λάβει σοβαρά υπόψη μου τις καθοδηγητικές αρχές που απορρέουν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές 132/95 και 102/96 καθώς και την Αναθεωρητική Έφεση 2670.
΄Οπως διαφάνηκε εκ των υστέρων, η απόφαση για διαθεσιμότητα ήταν όντως αναγκαία και ορθή υπό τις περιστάσεις. Η πειθαρχική έρευνα συμπληρώθηκε σε εύλογο χρόνο και εντός των καθορισμένων πλαισίων και προθεσμιών.
Έχω υπόψη όλο το ιστορικό της υπόθεσης και το φάκελο διερεύνησης της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του εν λόγω μέλους, στον οποίο φαίνεται η έκθεση του ερευνώντος αξιωματικού.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω και διαχωρίζοντας τη διακριτική αυτή ευχέρεια που μου δίνεται με την οποιαδήποτε ποινή επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, λαμβάνοντας υπόψη πως νόμιμα τέθηκε σε διαθεσιμότητα και δεν παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για μεγαλύτερο χρόνο από όσο χρειαζόταν, αποφάσισα όπως μη επιστραφεί στον Αστυφύλακα 1240 Ανδρέα Λάμπρου οποιοδήποτε ποσό κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.»
Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλει ότι αυτή στερείται δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, λήφθηκε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης, παραβιάζει το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου για την ίδια πράξη, και, τέλος, είναι αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού. Ο δικηγόρος του αιτητή, με αναφορά στο απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός «... νόμιμα τέθηκε σε διαθεσιμότητα και δεν παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για μεγαλύτερο χρόνο από όσο χρειαζόταν, ...», υποστηρίζει ότι ο Αρχηγός τελούσε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι η θέση του ότι, με βάση τον Κ. 31 των Κανονισμών, ο αιτητής δεν μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα μετά τη συμπλήρωση της πειθαρχικής έρευνας, δηλαδή μετά τις 10/3/2010. Η διαθεσιμότητά του θα έπρεπε να τερματιστεί στις 10/3/2010 και όχι να συνεχιστεί παράνομα μέχρι 28/4/2010, που αποφασίστηκε η παράτασή της μέχρι τη συμπλήρωση της εναντίον του πειθαρχικής υπόθεσης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, ενώ η εναντίον του πειθαρχική υπόθεση ολοκληρώθηκε στις 28/7/2010, ο Αρχηγός, υπό καθεστώς πλάνης, αποφάσισε την άρση της από 30/7/2010. Επίσης, προβάλλει ότι η αναφορά του Αρχηγού στην απόφασή του ότι «΄Οπως διαφάνηκε εκ των υστέρων, η απόφαση για διαθεσιμότητα ήταν όντως αναγκαία και ορθή υπό τις περιστάσεις.» καταδεικνύει έλλειψη δέουσας έρευνας. Εφόσον, ισχυρίζεται, οι κατηγορίες, στη σοβαρότητα των οποίων στηρίχτηκε ο Αρχηγός για την παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή, τροποποιήθηκαν κατά την ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής διαδικασία, σε βαθμό που δεν ήταν, πλέον, σοβαρές, η παράταση της διαθεσιμότητάς του δεν ήταν αναγκαία. Εάν ο αιτητής δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα μέχρι την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης - (εκ των υστέρων διαφάνηκε ότι τα αδικήματα για τα οποία αυτός κατηγορείτο δεν είχαν τη σοβαρότητα την οποία επικαλέστηκε ο Αρχηγός στην προσβαλλόμενη απόφαση) - και αν ακόμη αποφασιζόταν να μην του επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές, αυτές θα ήταν πολύ λιγότερες και θα περιορίζονταν για την περίοδο 3/2/2010 - 10/3/2010, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώθηκε η έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το διάστημα που ο αιτητής παρέμεινε σε διαθεσιμότητα ήταν καθόλα νόμιμο. Ο Αρχηγός, θέτοντάς τον σε διαθεσιμότητα τριών μηνών, ενήργησε στη βάση του Κ. 31 των Κανονισμών, όπως νόμιμα ενήργησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διάρκεια της έρευνας που αναφέρεται στον Κ. 31 των Κανονισμών είναι μεγαλύτερη από αυτήν που αναφέρεται στον Κ. 9(8) των Κανονισμών - (30 μέρες). Στις 10/3/2010, συμπληρώθηκε η έρευνα του Ερευνώντος Αξιωματικού, χωρίς, όμως, αυτή να ολοκληρωθεί. Η ολοκλήρωσή της επήλθε με την απόφαση για πειθαρχική δίωξη του αιτητή. Σκοπός του νόμου, όταν κάποιος τίθεται σε διαθεσιμότητα, είναι η διευκόλυνση της πειθαρχικής διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, καταλήγει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, ούτε η νομιμότητα της διαθεσιμότητας ούτε η διάρκειά της αμφισβητούνται με την προσφυγή. Συνεπώς, η προσπάθεια του αιτητή να στηρίξει τη θέση του για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης σε λόγο που άπτεται του ελέγχου της νομιμότητας της διαθεσιμότητας του, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Συμφωνώ με τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση ότι αντικείμενο της προσφυγής είναι μόνο η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος επιστροφής του κατακρατηθέντος μέρους του μισθού του αιτητή και όχι η νομιμότητα της διαθεσιμότητάς του. Τα όσα προβάλλονται ως υποστηρικτικά της θέσης του, σε σχέση με το μη νόμιμο της διαθεσιμότητάς του δε θα με απασχολήσουν, παρά μόνο στην έκταση που αυτά αφορούν στη νομιμότητα ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τους λόγους ακυρότητας που προβάλλονται. Η διαθεσιμότητα του αιτητή και ο χρόνος που αυτή διήρκεσε αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προθεσμία προσβολής της έχει εκπνεύσει και δεν μπορεί τα όσα ο αιτητής αναφέρει σε σχέση με αυτή να ληφθούν υπόψη, αφού, στην ουσία, με αυτά επιδιώκεται αναβίωση της προθεσμίας προσβολής της.
Στην Αρχηγός Αστυνομίας κ.ά. ν. Τσαγγαρίδη (2001) 3 Α.Α.Δ. 35, από την οποία και ο Αρχηγός καθοδηγήθηκε σε σχέση με τον Κ. 31(ζ) των Κανονισμών[1], αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 39)
«Ο ίδιος ο Κανονισμός, στο πρώτο σκέλος της επιφύλαξης, καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δεν επιστρέφονται οι απολαβές που κατακρατήθηκαν, δηλαδή όταν επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης, εξαναγκασμού σε παραίτηση ή υποβιβασμού στο βαθμό ή τάξη. Στις υπόλοιπες το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού. Χωρίς να εξαντλούμε τα στοιχεία που δυνατό να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόφαση, υποδεικνύουμε πως αυτά που ενδεικτικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικά, δηλαδή η μετά τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας διαπίστωση της αναγκαιότητας του χρόνου που διήρκεσε, και να προσθέσουμε κι εμείς πως σ' αυτό το κριτήριο προσμετρά και η συνεργασία του ίδιου του πειθαρχικά διωκόμενου. ΄Ομως, η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον άλλου οργάνου, που καθορίζει ο Κανονισμός. Στην υπόθεση που εξετάζουμε έγινε συνοπτική διαδικασία από το Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος επέβαλε την ποινή της επίπληξης στον εφεσίβλητο. Ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίδει εξουσία στον Αρχηγό αναθεώρησης της ποινής. Η διαθεσιμότητα δεν είναι πειθαρχικό μέτρο. Γίνεται για να διευκολυνθούν οι έρευνες για την πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος.»
Σύμφωνα με τη νομολογία και το ΄Αρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), η διαπιστωθείσα πλάνη, αν έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη. Στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 724)
«΄Οπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον 'ειρμό των σκέψεων' της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982 σελ. 298, αυτή η πλάνη 'έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον'. Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476 - 477.
Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. ΄Ενα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιος μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.
Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό. Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R 1092, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης).»
Εξετάζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας έχω παραθέσει πιο πάνω, διαπιστώνω ότι ο Αρχηγός, ο οποίος, προτού καταλήξει, κατέγραψε το ιστορικό της υπόθεσης, δεν αναφέρεται στη διαφοροποίηση που επήλθε στο κατηγορητήριο με την τροποποίησή του. Παραθέτει τις κατηγορίες όπως αυτές είχαν πριν από την τροποποίηση. Με αυτή τη διαπίστωση, η πιθανολόγηση πλάνης κατά τη λήψη της απόφασης δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί. Ποια σημασία θα είχε για την απόφαση του Αρχηγού το γεγονός της τροποποίησης που επήλθε και με την οποία ο αιτητής αντιμετώπιζε, πλέον, την κατηγορία όχι του «Ψεύδους ή της Διαστροφής» αλλά μόνο της «Απόκρυψης της Αλήθειας», όπως και το γεγονός ότι αυτός δεν εργαζόταν ως υπεύθυνος στο περίπτερο της συζύγου του αλλά την βοηθούσε δεν μπορεί το Δικαστήριο να γνωρίζει. Περαιτέρω, η παράλειψη αναφοράς στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου υποδηλοί ότι η έρευνα του Αρχηγού, η οποία οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν επαρκής. Η ανεπάρκεια της έρευνας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν άλλη η απόφασή του, εάν αυτός είχε ενώπιόν του την τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Το Δικαστήριο, όμως, δεν μπορεί, στη βάση υποθέσεων, να θεωρήσει ποια θα ήταν η απόφαση του Αρχηγού, εάν αυτός συνεκτιμούσε και τη μεταγενέστερη τροποποίηση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης, που δεν είναι επιτρεπτό. Ακόμα και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί, όπως έχει νομολογηθεί, για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξεταστεί η υπόθεση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228 και Ιορδάνου ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250). Η ανεπαρκής έρευνα και η αδυναμία αποκλεισμού πιθανολόγησης πλάνης καθιστούν αναπόφευκτη την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.