ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1365/2011)
12 Νοεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
΄Αντης Μ. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
΄Ελενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Ξένια Ευγενίου (κα), για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), με την οποία διορίστηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, (η «θέση»), αντί του αιτητή, ο Ελπιδοφόρος Νεοκλέους - («ενδιαφερόμενο μέρος») - από 1/9/2011.
Στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, (η «Διευθύντρια»), ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 7/6/2011, υπέβαλε στην Επιτροπή την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία συστήνονταν για επιλογή, κατ' αλφαβητική σειρά, τέσσερις υποψήφιοι. Μεταξύ τους ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία υπέβαλε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση, αξιολόγησε τον αιτητή «σχεδόν πάρα πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος «Εξαίρετο». ΄Οπως σημείωσε στην ΄Εκθεσή της, αυτή, αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα ακαδημαϊκά και τα άλλα προσόντα των πέντε υποψηφίων, την πείρα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων αυτών που ήταν δημόσιοι Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί, καθώς, επίσης, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, προχώρησε στην τελική αξιολόγηση, αναφέροντας, για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος, τα εξής:-
«Xαραλάμπους Ηλίας
Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός. Ο υποψήφιος υπηρετεί ως Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Δημοτική Εκπαίδευση) από την 1.9.2007. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις του για το έτος 2001-2002 ήταν 39 (μέγιστη βαθμολογία το 40), για τα έτη 2003 και 2004 ήταν 6 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά και 7 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικά, αντίστοιχα, και για τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2008 ήταν 8 Εξαίρετα. Κατέχει όλα τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και, επιπρόσθετα, διδακτορικό δίπλωμα του Πανεπιστημίου Wales με θέμα έρευνας την Ανάπτυξη Προγραμμάτων στα Κυπριακά Δημοτικά Σχολεία από το 1959 μέχρι το 1981. Ο υποψήφιος διαθέτει την απαιτούμενη εκπαιδευτική και διοικητική ή/και εποπτική πείρα, που απέκτησε ως Δάσκαλος (Σεπτέμβριο 1973), ως Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Φεβρουάριο 1996), ως Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 1999), ως Επιθεωρητής (Σεπτέμβριο 2003) και ως Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 2007). Είναι πάρα πολύ καλά ενήμερος των εκπαιδευτικών προβλημάτων και τάσεων της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και σε άλλες χώρες, όπως διαπιστώθηκε κατά την προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία κρίσης, δηλ. την αξία, τα προσόντα και την πείρα, καθώς και την απόδοση και αξιολόγησή του κατά την προφορική εξέταση και, αφού έλαβε υπόψη ότι ο υποψήφιος κατέχει διδακτορικό δίπλωμα σχετικό με την εκπαίδευση, αξιολογεί τον υποψήφιο ως Πάρα Πολύ Καλό.»
«Νεοκλέους Ελπιδοφόρος
Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος. Ο υποψήφιος υπηρετεί ως Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Δημοτική Εκπαίδευση) από τις 23.2.2009. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις του για τα έτη 2001-2002 ήταν 38 (μέγιστη βαθμολογία το 40), για το έτος 2003 ήταν 6 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά και για τα έτη 2004, 2005, 2006 και 2007 ήταν 8 Εξαίρετα. Κατέχει όλα τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα. Ο υποψήφιος διαθέτει την απαιτούμενη εκπαιδευτική και διοικητική ή/και εποπτική πείρα, που απέκτησε ως Δάσκαλος (Σεπτέμβριο 1976), ως Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 1999), ως Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 2002), ως Επιθεωρητής (Ιανουάριο 2003) και ως Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Φεβρουάριο 2009). Είναι εξαιρετικά ενήμερος των εκπαιδευτικών προβλημάτων και τάσεων της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και σε άλλες χώρες, όπως διαπιστώθηκε κατά την προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία κρίσης, δηλ. την αξία, τα προσόντα και την πείρα, καθώς και την απόδοση και αξιολόγηση του κατά την προφορική εξέταση, αξιολογεί τον υποψήφιο ως Εξαίρετο.»
Στη συνέχεια, η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 1/7/2011, αφού μελέτησε την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα ενώπιόν της στοιχεία, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πλην ενός, που αφορούσε υποψήφιο, ο οποίος δεν ενδιαφέρει εδώ. Η Επιτροπή, όπως αυτή είχε αποφασίσει, δέχτηκε, σε νέα συνεδρία της στις 25/8/2011, στην παρουσία της Διευθύντριας, σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψήφιους που συστήθηκαν. Σ' αυτούς, τόσο η Διευθύντρια όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της διοικητικής και διευθυντικής ικανότητάς τους, της ικανότητάς τους για επικοινωνία, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας και, γενικά, της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.
Η Διευθύντρια, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση - (χαρακτήρισε τον αιτητή «πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος «σχεδόν εξαίρετο») - αποχώρησε.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων της Διευθύντριας, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκρισή τους, λαμβάνοντας υπόψη την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως και τη σύσταση της Διευθύντριας. Επειδή όλοι οι υποψήφιοι προέρχονταν από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους. Σε ό,τι αφορά την αξία των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης δεν ήταν για όλους τα ίδια. Αυτοί υπηρετούσαν σε διαφορετικές βαθμίδες και είχαν διαφορετικούς ρόλους. Αφού μελέτησε τις αξιολογήσεις τους, διαπίστωσε ότι, από πλευράς αξίας και προσφοράς, αυτοί βρίσκονταν, περίπου, στο ίδιο επίπεδο, χωρίς ουσιαστικές διαφορές. Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, αφού σημείωσε ότι αυτή αφορά στην υπηρεσία των υποψηφίων στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, της απέδωσε περιορισμένη βαρύτητα, επειδή η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και το στοιχείο της αρχαιότητας δεν είναι καθοριστικής σημασίας.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, έλαβε υπόψη της ότι αυτό αξιολογήθηκε, τόσο από την ίδια, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τη τελική της αξιολόγηση, στο ψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης - «Εξαίρετος» - επίπεδο ψηλότερο από εκείνο των μη επιλεγέντων. Επιπρόσθετα, έλαβε υπόψη της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει τη σύσταση της Διευθύντριας. Ως προς το κριτήριο της αξίας, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, το ενδιαφερόμενο μέρος, σε γενικές γραμμές, σημείωσε, είναι ίσο και δεν υστερεί οποιουδήποτε μη επιλεγέντος υποψηφίου. Καταλήγοντας στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν παρέλειψε να συνυπολογίσει ότι ο αιτητής, σε αντίθεση με αυτό, διαθέτει διδακτορικό τίτλο σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Σημείωσε ότι τα προσόντα του αιτητή δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, συνυπολογίστηκαν, όμως, με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αλλά δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν υπέρ του, αφού αυτός αξιολογήθηκε, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση αλλά και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε χαμηλότερο επίπεδο. Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, αφού συνυπολόγισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έπεται του αιτητή σ' αυτήν, ανέφερε ότι η βαρύτητά της είναι περιορισμένη, εφόσον η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.
Ο αιτητής, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως και η σύσταση της Διευθύντριας είναι άκυρες. Η Επιτροπή, υπέβαλε, έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, χωρίς να λάβει υπόψη της ότι ο ίδιος υπερείχε του ενδιαφερομένου μέρους σε προσόντα, αρχαιότητα και πείρα, ως αρχαιότερος στην αμέσως προηγούμενη θέση, και δεν υστερούσε σε αξία. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη σύσταση της Διευθύντριας, ισχυρίζεται ότι αυτή, καίτοι εκ του νόμου δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, δεν επιτρέπεται να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, όπως συμβαίνει στην περίπτωσή του. Δεδομένου, υποστηρίζει, ότι η Διευθύντρια δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την προφορική εξέταση για να διαμορφώσει τη σύστασή της, αυτή πρέπει να εξεταστεί σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων - (αξία, προσόντα, αρχαιότητα). Εφόσον ο ίδιος υπερέχει σε προσόντα - (είναι κάτοχος διδακτορικού σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης) - σε αρχαιότητα - (είναι αρχαιότερος κατά, περίπου, ενάμιση χρόνο στην αμέσως προηγούμενη) - και, συνακόλουθα, σε πείρα - (σημαντικό στοιχείο της αξίας) - η σύσταση της Διευθύντριας είναι τρωτή.
Οι καθ' ων η αίτηση, στα πιο πάνω, απαντούν ότι η σύσταση, στοιχείο κρίσης που χρησιμοποιείται από την Επιτροπή για τη δική της αξιολόγηση, είναι καθόλα νόμιμη, συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων. Στην παρούσα περίπτωση, συνεχίζουν, εφόσον πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η σύσταση, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη.
Στις ίδιες γραμμές είναι και η αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο προβάλλει, περαιτέρω, ότι, λόγω της υπεροχής του αιτητή σε αρχαιότητα, δεν εξυπακούεται ότι αυτός θα έπρεπε να συστηθεί. Η αρχαιότητά του είναι περιορισμένης σημασίας, εφόσον η θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία.
H σύσταση, η οποία δίδεται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34(9) του Νόμου, δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Δε σημαίνει, όμως, ότι αυτή μπορεί να δίδεται από το Διευθυντή κατά το δοκούν. Είναι νομολογημένο ότι η σύσταση εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων - (αξία, προσόντα αρχαιότητα) - έτσι ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ό,τι αποτυπώνονται σ' αυτούς - (βλ. Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν μπορεί να διαμορφώνεται στη βάση των αποτελεσμάτων της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων. Στην Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, αναφέρθηκε:- (σελ. 174)
«Τέλος, είναι εύστοχη η παρατήρηση του κ. Κωνσταντίνου ότι η πρωτόδικη υπόθεση Καφάς ν. Δημοκρατίας[1], ανωτέρω, ως προς τη σημασία της προφορικής εξέτασης σε σχέση με τη σύσταση, έχει ανατραπεί από την Ολομέλεια, η οποία τόνισε ότι δεν είναι επιτρεπτό για τον προϊστάμενο να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από την προφορική συνέντευξη για να διαμορφώσει τη σύστασή του. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.»
Είναι κοινό έδαφος - αυτό, άλλωστε, προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων - ότι ο αιτητής κατέχει διδακτορικό σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, μη προβλεπόμενο, όμως, από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Είναι νομολογημένο ότι η βαρύτητα που δίδεται σε τέτοια προσόντα δεν πρέπει να είναι υπερβολική, ώστε να δίδει στον κάτοχό τους έκδηλη υπεροχή, ούτε, όμως, να είναι και εντελώς οριακή, ως εάν τα προσόντα αυτά να μην είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Πρέπει, επίσης, εάν ο κάτοχός τους δεν επιλεγεί, να δίδονται λόγοι, που να τα αντισταθμίζουν - (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, προάχθηκαν στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης: ο αιτητής την 1/9/2007, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στις 23/2/2009. Υπερέχει, συνεπώς, ο αιτητής σε αρχαιότητα κατά ενάμιση, περίπου, χρόνο. Η αρχαιότητα αυτή του αιτητή, δεδομένης της ισοδυναμίας του με το ενδιαφερόμενο μέρος στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων, του δίδει κάποια υπεροχή και στην πείρα. Στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:- (σελ. 649)
«΄Αλλωστε, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φιλίππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Πρόσθετα, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα, η οποία δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία. ...»
Εξετάζοντας το πρακτικό της Επιτροπής ημερομηνίας 25/8/2011, δεν προκύπτει κατά πόσο η Διευθύντρια, η οποία ήταν παρούσα κατά την προφορική εξέταση, προτού προχωρήσει στη σύστασή της, είχε στη διάθεσή της τους φακέλους των υποψηφίων. Το μόνο που καταγράφεται είναι ότι αυτή ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, έχοντας υπόψη όλα όσα προκύπτουν, από τους φακέλους, για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως τα έχω παραθέσει πιο πάνω, θεωρώ ότι η σύσταση της Διευθύντριας δε συνάδει με το περιεχόμενο το υς και, συνεπώς, είναι τρωτή.
Υποστηρίζει, περαιτέρω, ο αιτητής ότι υπάρχει πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την αρχαιότητά του. Ενώ, υποβάλλει, η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει ότι έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα των υποψηφίων και αναφέρθηκε στην υπεροχή του σ' αυτή, στην τελική της αξιολόγηση, δεν την συνυπολόγισε. Η αναφορά της Επιτροπής στην αρχαιότητά του και στην υπεροχή του σ' αυτή δε θεραπεύει την παράλειψη. Η Επιτροπή είχε καθήκον να εντοπίσει το σφάλμα και την πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και να ζητήσει από αυτή διόρθωση. Εάν η Συμβουλευτική Επιτροπή, εισηγείται, συνυπολόγιζε την εν λόγω υπεροχή του, ενδεχόμενα, η αξιολόγησή της να ήταν διαφορετική. Προς υποστήριξη της θέσης του, παρέπεμψε στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατ.(1991) 3 Α.Α.Δ. 713.
Ο πιο πάνω λόγος δεν ευσταθεί. Καθώς προκύπτει από την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αρχαιότητα του αιτητή ήταν ενώπιον της, μέσω των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεών του. Η αναφορά της, προτού αυτή προχωρήσει στην τελική αξιολόγηση της, σε πείρα αντί σε αρχαιότητα των υποψηφίων αποτελεί όχι παρασιώπηση της αρχαιότητας του αιτητή αλλά συμμόρφωσή της με τις υποδείξεις του Γραμματέα της Επιτροπής, ότι, δηλαδή, η ΄Εκθεσή της έπρεπε να συνοδεύεται από κατάλογο των υποψηφίων με συγκεκριμένα στοιχεία, μεταξύ των οποίων πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης όπως απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με την αναφορά στην ΄Εκθεσή της ότι ο αιτητής «διαθέτει την απαιτούμενη εκπαιδευτική και διοικητική ή/και εποπτική πείρα, που απέκτησε ως Δάσκαλος (Σεπτέμβριο 1973), ως Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Φεβρουάριο 1996), ως Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 1999), ως Επιθεωρητής (Σεπτέμβριο 2003) και ως Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Σεπτέμβριο 2007)» δεν παραγνώρισε την αρχαιότητά του. Ανάλογα σημειώθηκαν και για το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Εν πάση περιπτώσει, η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει απλά συμβουλευτικό χαρακτήρα για την Επιτροπή και τίποτε πέραν τούτου.
Η κατάληξη μου σε σχέση με την πλημμέλεια της σύστασης της Διευθύντριας, εφόσον αυτή λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, επιδρά και επηρεάζει και αυτής τη νομιμότητα. Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ αχρείαστη την ενασχόλησή μου με τους λοιπούς λόγους ακυρότητας που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΚΒ, ΜΠ