ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 654/2012)
4 Οκτωβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Αγ. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, Κ.Δ.Π. 214/2004, ως τροποποιήθηκαν, με την Κ.Δ.Π. 350/2005, οι προαγωγές σε βαθμό μέχρι Ανώτερου Υπαστυνόμου εξειδικεύονται σε διάφορα στάδια αξιολόγησης και κρίσης των υποψηφίων. Με βάση τον Κανονισμό 6, καθιδρύεται Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία δυνάμει του Κανονισμού 7 προβαίνει σε κρίση με βάση τα επί μέρους κριτήρια τα οποία καθορίζονται εκεί. Δυνάμει του Κανονισμού 7(6), κάθε υποψήφιος που θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την αξιολόγηση δύναται να υποβάλει στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων γραπτή ένσταση μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία ανάρτησης του καταλόγου σε θέματα που αναφέρονται σε προφανή αντικειμενικά σφάλματα, αναφορικά με στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή Αξιολόγησης.
Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων αφού εξετάσει τις ενστάσεις και απαντήσει γραπτώς και αιτιολογημένα σε κάθε υποψήφιο, καταρτίζει κατάλογο τον οποίο υποβάλλει στο Συμβούλιο Κρίσης, το οποίο καθιδρύεται δυνάμει του Κανονισμού 8. Το εν λόγω Συμβούλιο Κρίσης καταρτίζει τον τελικό κατάλογο υποψηφίων προς προαγωγή αφού καλέσει προηγουμένως σε προφορική συνέντευξη όλους τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Είναι δυνατό να διενεργηθούν και γραπτές εξετάσεις των υποψηφίων αν αυτό αποφασίσει ο Αρχηγός Αστυνομίας μετά από έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Οι Κανονισμοί που αποτελούν την Κ.Δ.Π. 214/2004 προνοούν για κάθε στάδιο διαδικασίας τον επιμερισμό μονάδων για κάθε υποψήφιο από κάθε ένα μέλος της κάθε Επιτροπής, ο οποίος επιμερισμός καταγράφεται στο ανάλογο έντυπο που προβλέπεται από τους Κανονισμούς.
Η υπό κρίση προσφυγή βάλλει εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 8.2.2012 που δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας, ημερ. 13.2.2012, να προάξουν τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη, Νικόλα Θεοδώρου, Στέφανο Τερεζόπουλο, Παναγιώτη Καλογήρου και Ανδρέα Μαππούρα στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου αντί του αιτητή, ο οποίος και διατείνεται ότι υπερέχει σε αξία, προσόντα, πείρα, αρχαιότητα, αλλά και προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Προτείνει κατά συνέπεια αριθμό λόγων για τους οποίους η διοικητική πράξη προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι ο αιτητής δεν αναφέρεται ειδικά στο ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Θεοδώρου, αλλά ούτε και στο ενδιαφερόμενο μέρος Α. Μαππούρα και δεν παρουσιάζεται στη γραπτή του αγόρευση να βάλλει εναντίον οποιασδήποτε συγκεκριμένης απόφασης των καθ΄ ων για αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και παρουσιάζεται να συγκρίνει τον εαυτό του με τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη ή να συγκρίνει προσόντα, αξία κλπ μεταξύ τους. Τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη εισέρχονται στην εικόνα της προσφυγής στην ουσία μόνο αναφορικά με την ευρύτερη θέση του αιτητή ότι γενικά η καταγραμμένη αιτιολόγηση της εντύπωσης του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, πάσχει.
Με τα πιο πάνω υπόψη θα εξεταστούν στη συνέχεια οι αιτιάσεις του αιτητή. Αυτές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η μια αφορά ζητήματα που άπτονται της δικής του αξιολόγησης και η άλλη συναρτάται με την αξιολόγηση και τη βαθμολογία ορισμένων εκ των ενδιαφερομένων μερών. Κατά πρώτο λόγο λέγει ότι η ετήσια αξιολόγηση του το 2007 είναι λανθασμένη διότι ενώ υπήρχε προσχέδιο αξιολόγησης γι΄ αυτόν από τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλημάτων όπου υπηρέτησε ουσιαστικά μέχρι τις 2.11.2007, απόλυτα ευνοϊκό γι΄ αυτόν εφόσον αξιολογήθηκε με «Εξαίρετος» και στα δέκα σημεία κρίσης με την προσθήκη μάλιστα του σχολίου ότι «πρόκειται για εξαίρετο Αξιωματικό με πολλές δυνατότητες», εν τούτοις η τελική αξιολόγηση που έγινε από τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων στο οποίο μετατέθηκε κατά το τελευταίο και μόνο δίμηνο του 2007, τον αξιολόγησε ως «Εξαίρετο», μόνο σε οκτώ σημεία και ως «Πολύ Καλό», σε δύο σημεία.
Η συνήγορος του αιτητή αναγνωρίζουσα ότι η αξιολόγηση του αιτητή για το 2007 δεν αποτελεί δυσμενή έκθεση κατά τον Κανονισμό 5(2), εισηγείται ότι εφόσον πρόκειτο για διαφοροποιημένη αξιολόγηση από το προσχέδιο αξιολόγησης του υπευθύνου Αξιωματικού του αιτητή, ο οποίος τον είχε υπό την εποπτεία του για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, οι κανόνες της χρηστής διοίκησης επέβαλλαν τουλάχιστον μια καταγραφή κάποιας αιτιολογίας γι΄ αυτή την αλλαγή. Η διαφοροποίηση στην αξιολόγηση είχε ως αποτέλεσμα αντί ο αιτητής να βαθμολογηθεί με 40/40, να βαθμολογηθεί εν τέλει με 38/40, χάνοντας ουσιαστικά μια μονάδα από τη συνολική εικόνα αξιολόγησης. Επομένως, η συγκριτική του εικόνα έναντι των ανθυποψηφίων του, αν είχε αυτή την πρόσθετη μονάδα, θα ήταν σαφώς βελτιωμένη.
Είναι γεγονός ότι ο Κανονισμός 5(1)(α), προνοεί ότι συντάσσεται και υποβάλλεται προς τον Αστυνομικό Διευθυντή τον Ιανουάριο κάθε έτους ετήσια έκθεση αξιολόγησης για το προηγούμενο έτος, υπεύθυνος δε για την ετήσια αυτή έκθεση είναι Αξιωματικός ανώτερου βαθμού από τον αξιολογούμενο. Κατά τον Κανονισμό 5(2), σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας έχει μετακινηθεί, μετατεθεί ή αποσπασθεί πριν από το τέλος του έτους ετοιμάζεται από τον υπεύθυνο Αξιωματικό προσχέδιο αξιολόγησης και πάλι στο σχετικό έντυπο το οποίο υποβάλλεται στον οικείο υπεύθυνο Αξιωματικό στην υπηρεσία του οποίου μετατέθηκε, μετακινήθηκε ή αποσπάσθηκε, «. για να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του μέλους, νοουμένου ότι αυτό υπηρέτησε υπό τον συγκεκριμένο υπεύθυνο Αξιωματικό για περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών.». Ο Κανονισμός 5(3) προνοεί ότι σε περίπτωση δυσμενούς έκθεσης αξιολόγησης η οποία πρέπει να αιτιολογείται, το μέλος της Δύναμης πρέπει να ενημερώνεται γραπτώς δικαιούμενο να υποβάλει σχετικές παραστάσεις στον Αστυνομικό Διευθυντή εντός 21 ημερών από την ημερομηνία της ενημέρωσης. Η επιφύλαξη του Κανονισμού 5(3), καθορίζει ότι «δυσμενής έκθεση» θεωρείται εκείνη στην οποία αξιολογείται οποιοδήποτε στοιχείο με την ένδειξη «Μέτριος» ή «Κατώτερος του Μετρίου». Οι πιο πάνω πρόνοιες εφαρμόζονται για κάθε μέλος της Αστυνομίας μέχρι το βαθμό του Υπαστυνόμου και υπεισέρχονται στην υπό κρίση προσφυγή στην ευρύτερη εικόνα εφόσον δυνάμει του Καν. 7(2), η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά για τις προαγωγές, μεταξύ άλλων, και των Ανώτερων Υπαστυνόμων και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Σε συμφωνία με τη θέση του συνηγόρου των καθ΄ ων, αναμφίβολα η αξιολόγηση που έγινε από τον υπεύθυνο του αιτητή στο τέλος του 2007, δεν ήταν δυσμενής στην έννοια του Κανονισμού εφόσον διατήρησε την αξιολόγηση «Εξαίρετος» σε οκτώ σημεία και μόνο σε δύο σημεία αξιολογήθηκε αντί «Εξαίρετος», «Πολύ Καλός». Σε κανένα στοιχείο δεν αξιολογήθηκε «Μέτριος» ή «Κατώτερος του Μετρίου». Δεν χρειαζόταν, επομένως, να ενημερωθεί ο αιτητής σχετικά ώστε να προβεί σε παραστάσεις διότι η περίπτωση δεν καλυπτόταν από τον Κανονισμό. Περαιτέρω, καταγράφεται ρητά στο τέλος του Μέρους ΙΙ, μετά τα εγκωμιαστικά σχόλια για την εργασία του αιτητή, ότι «λήφθηκε υπόψη το προσχέδιο αξιολόγησης του υπευθύνου ΟΠΕ Λευκωσίας όπου υπηρετούσε μέχρι την 22/10/2007.» Σημειώνεται περαιτέρω ότι το Μέρος IV του εντύπου αξιολόγησης συμπληρώθηκε από τον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας Λευκωσίας, ο οποίος συμφώνησε με την εν γένει αξιολόγηση.
Μπορεί εδώ να προστεθεί ότι για να έχρηζε κάποιας ειδικής αιτιολογίας η απόκλιση από το προσχέδιο αξιολόγησης, το προσχέδιο θα έπρεπε να ενείχε ουσιαστική σημασία, της εκεί βαθμολογίας επιμεριζόμενης με αυτή της τελικής αξιολόγησης. Όμως ο σχετικός Κανονισμός δεν προβλέπει οποιοδήποτε ιδιαίτερο συνυπολογισμό, με αποτέλεσμα ορθά ο κ. Κωμοδρόμος να αναδεικνύει στη δική του αγόρευση το γεγονός ότι η μόνη έκθεση αξιολόγησης που έχει νομική, κατά τους Κανονισμούς, σημασία είναι αυτή του αξιωματικού στην υπηρεσία του οποίου βρίσκεται, στο τέλος του έτους. Το «προσχέδιο» που αναφέρεται στον Κανονισμό 5(2) ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ως προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμοδίου οργάνου στην έννοια του άρθρου 26(1)(β) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, όπως εισηγείται ο αιτητής, δεν είναι αντίθετο, όπως προνοείται από το εν λόγω άρθρο, με τη μόνη νόμιμη ετήσια αξιολόγηση από τον υπεύθυνο Αξιωματικό, με την έννοια της πλήρους διάστασης με αυτή. Αυτή είναι η έννοια του αντίθετου, (δέστε Μπαμπινιώτης: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 208).
Ο αιτητής επίσης εγείρει θέμα ως προς την ετήσια αξιολόγηση του, του 2010. Εισηγείται εδώ ότι ενώ είχε αξιολογηθεί από τον άμεσα προϊστάμενο του με 40/40, στη συνέχεια ο Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής επαρχίας Λευκωσίας μείωσε την αξιολόγηση του «Εξαίρετος» σε «Πολύ Καλός», στο σημείο της επαγγελματικής κατάρτισης. Η μείωση έγινε με την αναγραφή στο Μέρος IV της ετήσιας έκθεσης αξιολόγησης που αφορά στις παρατηρήσεις του Αστυνομικού Διευθυντή ή του Διοικητή Μονάδας, της εξής φράσης: «Συμφωνώ εκτός στο σημείο (vii) Πολύ Καλός.». Ο αιτητής λέγει ότι αναρμοδίως ο Αστυνομικός Διευθυντής παρενέβη προς τροποποίηση της αξιολόγησης ενόψει του ότι δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από το σχετικό Κανονισμό 5(1)(α) και 5(2), όπου αναφέρεται ότι η ετήσια έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται από τους υπευθύνους Αξιωματικούς Τμημάτων κλπ και υποβάλλεται προς τον Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδος, καθώς και ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης ο υπεύθυνος Αξιωματικός συμβουλεύεται τον άμεσα προϊστάμενο του υποψηφίου.
Οι καθ΄ ων απαντούν ότι η διαφοροποίηση στην αξιολόγηση έγινε νομίμως δυνάμει των Κανονισμών 5(3) και 5(4), όπως ακριβώς αναφέρεται και στο ίδιο το σχετικό Μέρος IV της έκθεσης αξιολόγησης. Κρίνεται όμως ότι αυτό το επιχείρημα των καθ΄ ων είναι αβάσιμο γιατί είναι σαφές από τα εδάφια (3) και (4), ότι το δικαίωμα του Αστυνομικού Διευθυντή να τροποποιήσει την έκθεση δίδεται μόνο στην περίπτωση δυσμενούς έκθεσης αξιολόγησης και την υποβολή επ΄ αυτής σχετικών παραστάσεων από το ενδιαφερόμενο μέλος της αστυνομικής δύναμης. Όπως έχει προαναφερθεί και για την αξιολόγηση του 2007, η έκθεση του 2010 δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσμενής και, επομένως, ο Αστυνομικός Διευθυντής δεν είχε νόμιμη αρμοδιότητα να διαφοροποιήσει την έκθεση που είχε συμπληρώσει για τον αιτητή στις 27.12.2010 ο Ανώτερος Υπαστυνόμος, υπεύθυνος του Σταθμού Λυκαβητού, όπου υπηρετούσε τότε ο αιτητής. Αναφέρεται στον Κανονισμό 5(1)(α), ότι η έκθεση αξιολόγησης υποβάλλεται στον Αστυνομικό Διευθυντή, αλλά αυτή και μόνο η πρόνοια περί υποβολής της έκθεσης δεν εξουσιοδοτεί τον Αστυνομικό Διευθυντή να τη διαφοροποιήσει. Παρατηρείται από τον σχετικό διοικητικό φάκελο του αιτητή που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις, ότι αυτός ζήτησε γραπτώς στις 23.3.2011 ακρόαση από τον Αρχηγό Αστυνομίας προς διόρθωση και αποκατάσταση της πιο πάνω παρέμβασης, καθώς και για την αξιολόγηση του το 2006, αλλά αυτή δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί παράσταση στην έννοια του Κανονισμού 5(3) και ούτε κάτι τέτοιο εισηγήθηκε ο κ. Κωμοδρόμος.
Περαιτέρω, σε σχέση με το ίδιο θέμα εισηγείται ότι για το 2010 υπήρξε στην ουσία διπλή έκθεση αξιολόγησης κατά παράβαση του Κανονισμού 7(2), που προνοεί ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης λαμβάνει υπόψη τις ετήσιες αξιολογήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών. Από το Παράρτημα Ε στην ένσταση παρατηρείται στο βοηθητικό έντυπο της Επιτροπής Αξιολόγησης στο στοιχείο Ι, με αναφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών, ότι για το 2010 σημειώθηκε μια πρώτη έκθεση με βαθμολογία 40/40 και μια δεύτερη με βαθμολογία 39/40. Μετά όμως είναι η ετήσια έκθεση αξιολόγησης για το 2010, αυτό όπως διορθώθηκε ή τροποποιήθηκε από τον Αστυνομικό Διευθυντή, στο δε έντυπο αξιολόγησης του αιτητή, αναγράφεται στη σελ. 4 στην Απόφαση Επιτροπής Αξιολόγησης, ότι λήφθηκαν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών που σημαίνει κατά την συνήθη ερμηνεία των λέξεων ότι τέσσερεις ήταν οι εκθέσεις και όχι πέντε. Τίποτε δεν δείχνει ότι λήφθηκαν υπόψη πέντε εκθέσεις, εν πάση δε περιπτώσει το θέμα ήδη έχει καλυφθεί με τη γενόμενη κρίση ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής ενήργησε αναρμοδίως επεμβαίνοντας στη βαθμολογία και άρα αυτή θα έπρεπε να είχε ως προηγουμένως, δηλαδή, 40/40. Αυτό όμως δεν έχει επηρεάσει ουσιωδώς τον αιτητή όπως θα εξηγηθεί και αργότερα γιατί ακόμη και αν η συνολική του βαθμολογία ήταν όπως ο ίδιος την προτείνει και πάλι θα υστερούσε των ενδιαφερομένων μερών.
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Τερεζόπουλο και με αναφορά στην εν γένει αξιολόγηση του από την Επιτροπή Αξιολόγησης ότι ενώ οι ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών είχαν βαθμολογία για τα αντίστοιχα έτη 2007-2010, 38/40 και από 39/40 για τα άλλα τρία έτη που τον έφερνε στην καλύτερη των περιπτώσεων να έχει ανώτατη βαθμολογία 39/40, εν τούτοις ανεπίτρεπτα στο Μέρος II του εντύπου αξιολόγησης, η Επιτροπή Αξιολόγησης αναβάθμισε τη βαθμολογία αυτή σε 39,40.
Η θέση αυτή του αιτητή δεν είναι ορθή διότι το ενδιαφερόμενο μέρος Τερεζόπουλος κατά την αξιολόγηση του από τα πέντε μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης έλαβε σε όλα τα στοιχεία κρίσης στις δέκα υποκατηγορίες το ανώτατο όριο βαθμολογίας των τεσσάρων μονάδων με εξαίρεση το στοιχείο της επαγγελματικής κατάρτισης όπου τρία από τα μέλη της Επιτροπής τον βαθμολόγησαν με βαθμολογία 3 και δύο με βαθμολογία 4. Αυτό φαίνεται από τα βοηθητικά έντυπα που συμπληρώθηκαν από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης. Στο τελικό βοηθητικό έντυπο συγκεντρωτικής βαθμολογίας, ο μέσος όρος για το στοιχείο της επαγγελματικής κατάρτισης καθορίσθηκε στο 3,40 και, επομένως, με τον τρόπο αυτό είναι που εξάγεται η διαφοροποίηση του 0,40 στο έντυπο της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Σε σειρά αποφάσεων, (δέστε Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. 240/2010 και 265/2010, ημερ. 29.11.2011 και Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 388/2006 κ.ά., ημερ. 18.4.2008), έχει εξηγηθεί ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης προβαίνει στη μελέτη των προσωπικών φακέλων, των ατομικών δελτίων, των ετησίων εκθέσεων αξιολόγησης λαμβάνοντας υπόψη και τα όσα αναφέρονται από τον άμεσο υπεύθυνο προϊστάμενο του αξιολογούμενου και αξιολογεί και βαθμολογεί τον υποψήφιο στη βάση του Κανονισμού 7(2)(α), στα δέκα επί μέρους στοιχεία του εντύπου αξιολόγησης, έκαστο των οποίων βαθμολογείται κατά ανώτατο όριο με 4 μονάδες. Δεν απαγορεύεται, επομένως, η βαθμολόγηση υποψηφίου και με δεκαδικό αριθμό, ενώ για την τελική αξιολόγηση από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης λαμβάνονται υπόψη όλα τα ανωτέρω και όχι μόνο οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών, όπως λανθασμένα εισηγείται ή τονίζει ο αιτητής στην αγόρευση του. Γίνεται νέα επαναξιολόγηση για σκοπούς προαγωγής από την Επιτροπή Αξιολόγησης που δεν περιορίζεται στις ετήσιες εκθέσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών. Σχετική είναι προς την ίδια κατεύθυνση και η θέση του Γενικού Εισαγγελέα όπως φαίνεται από τη σελ. 8, παρ. (στ) του Παραρτήματος ΣΤ της ένστασης που είναι η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, (συναφής και η σελ. 11).
Άλλο σημείο που θέτει ο αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αφορά την πίστωση του ενδιαφερομένου μέρους Καλογήρου με 6 πρόσθετες μονάδες από την Επιτροπή Ενστάσεων για τα ακαδημαϊκά του προσόντα, διαφοροποιώντας έτσι την απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης να μην πιστώσει τον Καλογήρου με οποιαδήποτε μονάδα για τα προσόντα αυτά. Τα ακαδημαϊκά αυτά προσόντα αφορούν την κατοχή πτυχίου Ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο της Ινδιανάπολης και την κατοχή του μεταπτυχιακού τίτλου Business Administration από το Cyprus College.
Κατ΄ αρχάς είναι οφειλόμενη η παρατήρηση ότι τα όσα εδώ αναπτύσσει ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, (το ίδιο ισχύει και για την προηγούμενη αιτίαση σε σχέση με την ετήσια αξιολόγηση του Τερεζόπουλου), δεν είναι συμβατά με τις νομικές θέσεις που καταγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως. Κατά παράβαση του Κανονισμού 7, του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής εξειδικεύει θέσεις και προωθεί επιχειρήματα που ουδόλως αναφέρονται στην προσφυγή, ενώ υποχρέωση του ήταν να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Θέματα που εγείρονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7, δεν εξετάζονται κατά τη νομολογία, (Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27). Παρατηρείται δε ότι εκεί που ο αιτητής ήθελε να προσφέρει συναφή εξειδίκευση στους νομικούς λόγους ακύρωσης το έπραξε, όπως στην παράγρ. 4 των νομικών σημείων αναφορικά με τα σχόλια και τροποποιήσεις στις εκθέσεις του ίδιου του αιτητή. Όλα τα υπόλοιπα όμως νομικά σημεία είναι γενικά και αόριστα και δεν υποστηρίζουν τα όσα εκ των υστέρων εισηγείται ο αιτητής.
Παρά ταύτα μπορούν να λεχθούν τα ακόλουθα χάριν ολοκληρωμένης εικόνας.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Καλογήρου υποβάλλοντας ένσταση στη μη απόδοση οποιωνδήποτε μονάδων για τα εν λόγω ακαδημαϊκά προσόντα αναφέρθηκε στο Νόμο αρ. 69(Ι)/2003 θεωρώντας ότι δεν ήταν αναγκαίο γι΄ αυτόν να υποβάλει αναγνώριση τίτλου σπουδών από το ΚΥΣΑΤΣ, ενώ και οι σχετικοί Αστυνομικοί Κανονισμοί αναφέρονται απλώς σε αναγνωρισμένη ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση χωρίς να παρίσταται ανάγκη για οποιοδήποτε αναγνωριστικό πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το πτυχίο Ψυχολογίας είχε αναγνωρισθεί και βαθμολογηθεί στις προαγωγές του 2005-2006 και αναγνωρίσθηκε και από το Αστυνομικό Σώμα με σχετική δημοσίευση στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, αλλά και από την αστυνομία γενικότερα όταν δίδασκε μαθήματα Ψυχολογίας στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου. Όσον αφορά το μεταπτυχιακό MBA από το Cyprus College, αυτό θεωρείται αναγνωρισμένο και επισύναψε και σχετική βεβαίωση αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ.
Η Επιτροπή Ενστάσεων αποδέχθηκε τις πιο πάνω θέσεις και αφού θεώρησε ότι υπήρξε προφανές αντικειμενικό σφάλμα από την Επιτροπή Αξιολόγησης τον πίστωσε με 4 μονάδες στο στοιχείο των ακαδημαϊκών προσόντων της παραγράφου (iv) του εντύπου αξιολόγησης για το πτυχίο Ψυχολογίας και άλλες δύο μονάδες για τον ίδιο λόγο για τον μεταπτυχιακό τίτλο στο Business Administration. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από την 85η θέση με βαθμολογία 53.35, που του δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, εκτοξεύθηκε στην 4η θέση με βαθμολογία 59.35 μετά την αποδοχή της ένστασης.
Κρίνεται ότι η θέση του αιτητή ως προς τα, κατά λανθασμένο, κατ΄ ισχυρισμόν, τρόπο, αναγνωρισθέντα από την Επιτροπή Ενστάσεων ακαδημαϊκά προσόντα του Καλογήρου δεν είναι ορθή. Κατ΄ αρχάς σημειώνεται το γεγονός ότι ο Κανονισμός 7(3)(α) που αναφέρεται στη βαθμολόγηση των ακαδημαϊκών προσόντων δεν μνημονεύει οπουδήποτε, ούτε και καθιστά αναγκαία την αναγνώριση οποιουδήποτε ακαδημαϊκού προσόντος πτυχιακού ή μεταπτυχιακού από το ΚΥΣΑΤΣ. Λόγος γίνεται μόνο για ακαδημαϊκά προσόντα σε αναγνωρισμένους κλάδους σπουδών συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης στη σχετική της έκθεση, Παράρτημα ΣΤ στην ένσταση, αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα έκρινε, υιοθετώντας σχετική Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ως συναφή με τα γενικά αστυνομικά καθήκοντα εκείνους τους τίτλους σπουδών που έχουν σχέση, ανάμεσα σε άλλα, με την άσκηση διοίκησης και την ψυχολογία. Θεώρησε ταυτόχρονα ορθό, να λαμβάνει υπόψη χωρίς πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ μόνο τα πτυχία των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας, για δε τα υπόλοιπα μόνο εφόσον οι τίτλοι σπουδών συνοδεύονται από πιστοποιητικό αναγνώρισης του ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο θα έπρεπε να εξασφαλίσει ο υποψήφιος. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που η Επιτροπή Αξιολόγησης ενώ αρχικά πίστωσε τον Καλογήρου, όπως απορρέει από το σχετικό έντυπο αξιολόγησης με τέσσερεις μονάδες για τον πτυχιακό του τίτλο και με δύο μονάδες για τον μεταπτυχιακό του τίτλο, στο τέλος τις διέγραψε εξηγώντας στο έντυπο ότι ναι μεν τα ακαδημαϊκά προσόντα του Καλογήρου είναι συναφή με τα συνήθη γενικά αστυνομικά καθήκοντα, αλλά εφόσον δεν υπήρχαν βεβαιώσεις από το ΚΥΣΑΤΣ, που του ζητήθηκαν στις 9.2.2010 όπως φαίνεται από σημείωση του Προέδρου της Επιτροπής Αξιολόγησης στο βοηθητικό έντυπο, δεν μπορούσαν να παραχωρηθούν οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό 7(3)(α), μονάδες.
Στη συνέχεια όμως η Επιτροπή Ενστάσεων αναίρεσε την πιο πάνω θέση. Η αναλυτική προς τούτο θέση της καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό της ημερ. 8.7.2011 (Μέρος του Παραρτήματος Ζ της ένστασης), όπου ρητά μνημονεύεται η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 21.3.2008 και την οποία η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν έλαβε υπόψη. Στην εν λόγω γνωμάτευση ρητά αναφέρεται ότι ο Καν. 7(3)(α) δεν συναρτά την αναγνώριση των σπουδών με οποιαδήποτε πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ και επομένως η «... απαίτηση σας για παρουσίαση, εκ μέρους των μελών της Αστυνομίας, αναγνώρισης με βάση τις διατάξεις του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης Νόμου (Νόμος αρ. 68(Ι)/1996), του τίτλου σπουδών που κατέχουν δεν είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7(3)(α) της Κ.Δ.Π. 214/2004.».
Αυτό δεν αποκλείει όμως, όπως αναφέρεται στη γνωμάτευση, η Επιτροπή Αξιολόγησης να ζητά στα πλαίσια της δικής της διερεύνησης και εκτίμησης των διαφόρων ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων, από το ΚΥΣΑΤΣ πληροφορίες γενικής φύσεως.
Η Επιτροπή Ενστάσεων δεν ενήργησε λοιπόν έξω από την αρμοδιότητα της, ούτε και υπερέβη τα ακραία όρια της κρίσης της, η οποία εμπεριέχει διακριτική ευχέρεια, που είναι και το ζητούμενο στην περίπτωση. Με τα πιο πάνω δεδομένα ήταν εύλογη η κατάληξη της ότι δεν παρίστατο ανάγκη πιστοποίησης των προσόντων από το ΚΥΣΑΤΣ. Είχε προς τούτο την ίδια τη νομοθετική ρύθμιση του Κανονισμού 7(3)(α) που δεν καθιστά αναγκαία την πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, αλλά και τη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε ένσταση στη μη αναγνώριση, όπως και δικαιούτο, και δεν οικοδομείται βάσιμο επιχείρημα από το γεγονός ότι όταν υπέβαλε την ένσταση του, γνώριζε ότι του είχε ήδη από τις 9.2.2010 ζητηθεί η προσκόμιση πιστοποιητικού του ΚΥΣΑΤΣ. Προφανώς διαφωνούσε, γι΄ αυτό και υπέβαλε την ένσταση του.
Γίνεται αναφορά από τον αιτητή στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και τα όσα αποφασίσθηκαν από αυτή μετά την επίσκεψη της στον Πρόεδρο του ΚΥΣΑΤΣ. Είναι ακριβώς αυτή την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης που αναίρεσε η Επιτροπή Ενστάσεων. Πέραν του γεγονότος ότι η Κ.Δ.Π. 242/2004, δεν προνοεί για αναγνωρισμένα από το ΚΥΣΑΤΣ πτυχία, ο Καλογήρου είχε ήδη αναγνωριστεί από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ως προς το πτυχίο ψυχολογίας από το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο, (αύξων αριθμός 387 του Καταλόγου Διοριστέων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μέρος του εντύπου αξιολόγησης του), ενώ κατά τη νομολογία, η κρίση ως προς τη διαπίστωση κατά πόσο τίτλοι σπουδών είναι σε αναγνωρισμένους κλάδους, καθώς και συναφή με τα καθήκοντα της αστυνομικής δύναμης, επαφίεται στο ίδιο το διοικητικό όργανο, μέρος του οποίου εδώ είναι βέβαια και η Επιτροπή Ενστάσεων. Επέμβαση στην κρίση του αρμοδίου οργάνου χωρεί μόνο όταν διαπιστώνεται υπέρβαση της ακραίας διακριτικής του ευχέρειας, (Φανίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου(2008) 3 Α.Α.Δ. 396 και Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 80, σελ. 85). Η αναγνώριση αυτή ήταν ημερομηνίας 16.6.1999, πολύ πριν την προαγωγή, ενώ στη βάση αυτή είχε ήδη τύχει και άλλων προαγωγών. Το πτυχίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο και από την Αστυνομία με την Εβδομαδιαία Διαταγή ημερ. 6.9.1999, γεγονός που έδωσε στον Καλογήρου και τη δυνατότητα να διδάξει μαθήματα ψυχολογίας στην Αστυνομική Ακαδημία.
Τα όσα τώρα εισηγείται ο αιτητής ότι το πτυχίο αυτό ήταν εξ αποστάσεως, (και αυτό μόνο ως «ενδεχόμενο»), ή, ότι δεν αφορά την αστυνομική δύναμη διότι η αστυνομία δεν περιλαμβάνεται στη δημόσια υπηρεσία και άρα η αναγνώριση του από την Ε.Ε.Υ. δεν επεκτείνεται και στην Αστυνομία, είναι ακριβώς θέματα που κακώς προωθούνται από τον αιτητή έξω από τα τεθέντα στους νομικούς λόγους ακύρωσης της προσφυγής. Το τελευταίο δε επιχείρημα λειτουργεί και αντίστροφα, εναντίον του αιτητή. Δείχνει ακριβώς ότι ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων να λογίσουν ως αναγνωρισμένα ακαδημαϊκά προσόντα τα όσα έχει το ενδιαφερόμενο μέρος ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ, και ανεξάρτητα από το κατά πόσο τα πτυχία ήταν ή όχι από δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου και της Ελλάδας. Το ότι ο Καλογήρου έτυχε αναγνώρισης του πτυχίου ψυχολογίας του και από την Ε.Ε.Υ., σίγουρα ήταν πρόσθετο τεκμήριο του επιπέδου σπουδών και δεν θα μπορούσε ποτέ να λογισθεί εναντίον του.
Περαιτέρω, η Επιτροπή Ενστάσεων είχε ενώπιον της και τη θέση της Αστυνομίας διά του Βοηθού Αρχηγού (Δ) με την επιστολή του ημερ. 17.1.2005, ότι στη βάση του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου αρ. 41(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε και με το Νόμο αρ. 69(Ι)/2003, οι τίτλοι σπουδών που ήδη αναγνωρίστηκαν συνέχιζαν να αναγνωρίζονται χωρίς να παρίστατο ανάγκη πιστοποίησης τους από το ΚΥΣΑΤΣ, ή, άλλο αρμόδιο σώμα με συναφείς δραστηριότητες.
Η υπόθεση Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 246/09, ημερ. 23.2.2010, αυτού του Δικαστηρίου, στην οποία παραπέμπει η κα Ευσταθίου ως προς το εκεί εξ αποστάσεως πρόγραμμα που είχε παρακολουθήσει ο αιτητής, δεν σχετίζεται με τα γεγονότα της παρούσας. Εκεί ήταν η ίδια η Επιτροπή Αξιολόγησης που έθεσε ζήτημα ως προς το πτυχίο του αιτητή ότι δεν ήταν αποδεκτό χωρίς πιστοποίηση του ΚΥΣΑΤΣ, ενώ ένσταση που υπέβαλε στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων απορρίφθηκε διότι δεν περιλαμβανόταν στα αναγνωρισμένα από το ΚΥΣΑΤΣ πτυχία αποκτηθέντα εξ αποστάσεως. Μάλιστα, εκεί όπως αναφέρεται στην απόφαση, του είχε ζητηθεί με οδηγία να παρουσιάσει σχετική βεβαίωση του ΚΥΣΑΤΣ επειδή ήταν εξ αποστάσεως. Τέτοιο θέμα δεν έθεσε καν εδώ η Επιτροπή Αξιολόγησης και συνεπώς δεν νομιμοποιείται ο αιτητής να το εγείρει.
Ούτε και η υπόθεση Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 19/07, ημερ. 5.9.2008, και πάλι του παρόντος Δικαστηρίου, αναφορικά με την πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, βοηθά τον εδώ αιτητή. Εκεί το ερώτημα αφορούσε σε πρόσθετο προσόν το οποίο θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να πιστοποιείτο ως τέτοιο και το ΚΥΣΑΤΣ ήταν αντικειμενικά το όργανο που θα μπορούσε να το πράξει. Εναπόκειτο, όπως λέχθηκε, στην ίδια την αιτήτρια να παρουσίαζε τη σχετική πιστοποίηση στην εύλογη υπόδειξη των καθ΄ ων προς κάτι τέτοιο. Εδώ, όπως ήδη αποφασίστηκε, η ανάγκη για πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ αναιρέθηκε και μάλιστα ευλόγως, από την Επιτροπή Ενστάσεων.
Το ίδιο ισχύει και για το προσόν του Cyprus College, για το οποίο υπήρχε εν πάση περιπτώσει πιστοποίηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 30.9.2003, ως φαίνεται από το συνημμένο Κ-11 στην έκθεση αξιολόγησης του Καλογήρου και άρα το προσόν ήταν αναγνωρισμένο από την ίδια τη Δημοκρατία. Η πιστοποίηση αυτή ανάγεται από τις 30.9.2003, πολύ πριν τις υπό κρίση προαγωγές. Και εδώ είναι σαφές ότι δεν χρειαζόταν πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ. Ως προς τη θέση του αιτητή ότι η πιστοποίηση ίσχυε για τέσσερα έτη και έληγε στις 27.7.2007, παρατηρείται ότι δεν ήταν αυτή η αιτιολογική βάση επί της οποίας η Επιτροπή αξιολόγησης δεν αποδέχθηκε το σχετικό προσόν. Μοναδικός λόγος μη αποδοχής του ήταν ότι δεν υπήρχε πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ. Ο αιτητής δεν μπορεί να προσθέτει λόγους ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν, ούτε αποφασίστηκαν από το διοικητικό όργανο, υποκαθιστώντας έτσι την κρίση του. Άλλωστε το άρθρο 17 του Νόμου αρ. 68(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε, δεν καθιστά ανενεργό τον τίτλο σπουδών, αλλά απλώς αναγνωρίσιμο για σκοπούς των σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Όλα όσα εισηγείται ο αιτητής ως προς την αναγνώριση των πτυχίων του Καλογήρου αφορά την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία κρίθηκε στο συγκεκριμένο σημείο να είχε αποφασίσει λανθασμένα και αρμόδια προς τούτο ήταν η Επιτροπή Ενστάσεων κατά τον Κανονισμό 7(6). Ναι μεν η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει και να αναγνωρίσει τίτλους σπουδών, αλλά δεν συνεπάγεται ότι η κρίση της είναι τελεσίδικη. Η αρμοδιότητα της τελειώνει εκεί που αρχίζει η αρμοδιότητα της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων που έχει το δικό της καθήκον. Η διερεύνηση της Επιτροπής Ενστάσεων έχει γίνει στη βάση των ενώπιον της στοιχείων που περιελάμβαναν τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, την αναγνώριση των τίτλων σπουδών ήδη από την Αστυνομία, ενώ είχε και το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου του Καλογήρου από το Cyprus College. Τα όσα αφορούν το πτυχίο Ψυχολογίας έχουν ήδη καλυφθεί πιο πάνω.
Δεν νοείται επανεξέταση από το αρμόδιο όργανο, για την κατοχή προσόντων, κατά τη νομολογία, όπου δεν υφίσταται λόγος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι το διοικητικό όργανο είναι δυνατόν να επανεξετάσει ζήτημα προσόντος που δεν είχε προηγουμένως συζητηθεί, αλλά αυτό όταν τίθεται βάσιμος προς τούτο λόγος. Αυτό γίνεται και είναι επιτρεπτό μόνο σε διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτικό αποτέλεσμα οπότε, σύμφωνα με τη νομολογία, αν το Δικαστήριο αποφάσισε λαμβάνοντας υπόψη ως δεδομένο ότι κατέχεται από υποψήφιο συγκεκριμένο προσόν, κατά την επανεξέταση δύναται να επαναδιερευνήσει την κατοχή του προσόντος εφόσον δεν υπήρξε επ΄ αυτού οποιαδήποτε απόφαση ή δεν είχε εγερθεί ζήτημα προηγουμένως, (Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, Ιωσηφίδη ν. Δαβερώνα (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης (2002) 3 Α.Α.Δ. 601). Δεν γεννάται εδώ θέμα εξέτασης των προσόντων απλώς και μόνο διότι το εγείρει ο αιτητής στην εδώ προσφυγή του, χωρίς μάλιστα να έχει τηρήσει τα ελάχιστα απαιτούμενα από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε.
Η άλλη θέση του αιτητή αναφέρεται στην κατά παράβαση της νομολογίας διπλή χρήση των προσόντων των ενδιαφερομένων μερών Καλογήρου και Τερεζόπουλου. Για τον τελευταίο, εισηγείται ο αιτητής ότι ο Τερεζόπουλος είχε ήδη πιστωθεί με τις ανάλογες μονάδες για το πτυχίο Διοίκησης Επιχειρήσεων από το Intercollege που είχε αποκτήσει στις 24.1.1998 και συνυπολογίσθηκε κατά την προαγωγή του από Λοχία σε Υπαστυνόμο την 1.12.2005. Παρά ταύτα του πιστώθηκαν και πάλι τέσσερεις μονάδες κατά την επίδικη προαγωγή κατά παράβαση του Κανονισμού 12(β), που καθορίζει ότι τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση του Υπαστυνόμου είναι ο υποψήφιος να έχει συμπληρώσει τετραετή υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία ή αν κατέχει πανεπιστημιακό τίτλο σχετικό με τα αστυνομικά καθήκοντα και που δεν είχε ληφθεί υπόψη προηγουμένως να έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία. Από την άλλη, για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου απαιτείται συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας στο βαθμό υπαστυνόμου. Κατά τον αιτητή όλη αυτή η διαδικασία μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου αποτελεί μια ενιαία ρύθμιση κατά τρόπο ώστε πτυχίο που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί να μην μπορεί να λαμβάνεται υπόψη εκ νέου. Το ίδιο ισχύει και για το ενδιαφερόμενο μέρος Καλογήρου το πτυχίο του οποίου στην Ψυχολογία, ήδη χρησιμοποιήθηκε κατά την προαγωγή του από Λοχία σε Υπαστυνόμο.
Σε συμφωνία με τη θέση των καθ΄ ων, ο Κανονισμός 12(γ) προβλέπει όπως για προαγωγή σε Ανώτερο Υπαστυνόμο, που είναι εδώ η περίπτωση, θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί τριετής υπηρεσία στο βαθμό Υπαστυνόμου και ταυτόχρονα να μην έχει επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από αυστηρή επίπληξη για πειθαρχικό αδίκημα. Όμως ο Κανονισμός 12, δεν αναιρεί τις υπόλοιπες κανονιστικές διατάξεις που για την περίπτωση του Ανώτερου Υπαστυνόμου προνοούν κατά τον Κανονισμό 4(1), αξιολόγηση και ταξινόμηση από την Επιτροπή Αξιολόγησης και στη συνέχεια από το Συμβούλιο Κρίσης. Τα ελάχιστα προσόντα που θα πρέπει ο υποψήφιος να πληροί για να τύχει αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης αναφέρονται στους Κανονισμούς γενικά όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 4(2) και περιλαμβάνουν τα όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν στη βάση του Κανονισμού 12(γ). Η Επιτροπή Αξιολόγησης στη βάση των εξειδικευμένων κριτηρίων του Κανονισμού 7 προβαίνει, μεταξύ άλλων, στη βαθμολόγηση ακαδημαϊκών προσόντων, συμφώνως του εδαφίου (3) αυτού.
Επομένως οι επίδικες προαγωγές έγιναν με βάση τους ισχύοντες Κανονισμούς τους οποίους ο αιτητής δεν προσβάλλει ως ερχόμενους σε αντίθεση με τις αρχές του διοικητικού δικαίου ή ότι είναι ultra vires του Νόμου, ούτε και αναφέρει ότι αναρμοδίως λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα αυτά σε οποιαδήποτε προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Υπαστυνόμου. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αγόρευση των καθ΄ ων, χωρίς να υπάρχει επ΄ αυτού ουσιαστικός αντίλογος, φαίνεται ότι τα προσόντα των δύο ενδιαφερομένων μερών που έχουν προηγουμένως αναφερθεί, ορθά και σύννομα λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή Αξιολόγησης συμφώνως των ισχυόντων Κανονισμών.
Τέλος, ο αιτητής παραπονείται γενικώς ως προς το αναιτιολόγητο της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεως με την απόδοση των διαφόρων μονάδων κατά την προσωπική συνέντευξη. Το παράπονο εδώ είναι ότι η αριθμητική βαθμολογία δεν αποτελεί αφεαυτής αιτιολογία με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος. Αναφέρονται σχετικώς από τον αιτητή οι υποθέσεις Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008, Σάββα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 175/09 κ.ά., ημερ. 31.5.2010, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 1700/07 κ.ά, ημερ. 18.6.2010 και Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 167/2010, ημερ. 25.7.2012.
Το θέμα της επάρκειας της αιτιολογίας δυνάμει των υφισταμένων Κανονισμών έχει εξεταστεί από αυτό το Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων με τελευταία την υπόθεση Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - με αναφορά στις Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 454/06 κ.ά., ημερ. 30.5.2008 και Ηλίκκος Χαβάτζιας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 245/09, ημερ. 26.10.2010. Στις υποθέσεις αυτές έχει υιοθετηθεί και προηγούμενη νομολογία ότι τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης βρίσκονται σε αρμονία με τους Κανονισμούς και όπως έχουν καταρτισθεί σε επιμέρους στοιχεία κρίσης με βαθμολογία χωριστή για το κάθε στοιχείο, αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία. Το ίδιο εφαρμόζεται και ως προς τις αξιολογικές βαθμολογήσεις των μελών του Συμβουλίου Κρίσης κατά την προφορική συνέντευξη. Μπορεί να μεταφερθεί εδώ το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά., σε σχέση με το ζήτημα και τη διαφοροποίηση που γίνεται με τις αποφάσεις που μνημονεύει ο αιτητής:
«Να σημειωθεί γενικά ότι ο Καν. 9(4)(β) που επικαλείται ο αιτητής και που προνοεί για αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, δεν αναφέρεται σε ειδική λεπτομερή αιτιολογία, αλλά μόνο καταγράφει τη «γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως», όπως είναι το επακριβές λεκτικό της παραγράφου (β). Συνεπώς αυτή η γενική εντύπωση είναι που πρέπει να αιτιολογείται και οι επί μέρους χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου Κρίσεως για «μέτρια», «καλά», «εξαίρετα» κλπ. απάντηση, αποτελεί επαρκή αιτιολογία στα πλαίσια του Κανονισμού. Με όλο το σεβασμό, οι αποφάσεις στις Πολύβιος Χατζηβασιλείου, Ανδρέας Σάββα και Ιωάννης Χαραλάμπους - ανωτέρω - δεν εστίασαν την προσοχή τους στην προϋπόθεση του Κανονισμού ότι είναι αυτή η γενική εντύπωση που αντανακλάται στη βαθμολογία, ούτε αναφέρθηκαν στην επίπτωση της νομολογίας (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - ανωτέρω -), ως προς το μη έλεγχο της νοητικής διεργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου. Στη δε Ιωάννης Χαραλάμπους ανεφέρθη η Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, η οποία όμως πρέπει πλέον να διαβάζεται υπό το φως της μεταγενέστερης νομολογίας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - πιο πάνω -, η οποία και έκαμε ειδική μνεία στην απόφαση της Ευθυμίου. Ακριβώς στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. λέχθηκε στη σελ. 388, μετά από την καταγραφή του σκεπτικού της Ευθυμίου, ότι:
".. αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίζει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο."»
Συναφείς είναι και οι υποθέσεις Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 246/09, ημερ. 23.10.2010,. Νίκος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 305/04 κ.ά., ημερ. 31.10.2005,. Μάξιμος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 266/10, ημερ. 14.2.2012 και Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325.
Σχετική είναι και η πλέον πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Αρ. 2) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103. Εύλογα ο κ. Κωμοδρόμος στην αγόρευση του αναφέρει ότι αν παρίστατο ανάγκη να καταγράφονται περιφραστικές δηλώσεις, για να εξηγήσουν την αριθμητική καταγραφή της γενικής, πάντοτε, υπενθυμίζεται εντύπωσης και αυτές θα ήταν δύσκολο να ελεγχθούν δικαστικώς.
Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω καθίσταται σαφέστατο από το Παράρτημα Θ της ένστασης ότι το Συμβούλιο Κρίσεως όχι μόνο έχει βαθμολογήσει με επάρκεια τον αιτητή και τα ενδιαφερόμενα μέρη σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν κατά την προφορική τους συνέντευξη, αλλά και προκύπτει αβίαστα ο λόγος της βαθμολόγησης από τα επιμέρους έντυπα βαθμολογίας που κράτησε το κάθε μέλος του Συμβουλίου Κρίσης. Παραπονείται ο αιτητής ότι έλαβε μόνο 3,30 βαθμούς από το σύνολο των 7 βαθμών, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στις δύο τελευταίες ερωτήσεις της προσωπικής συνέντευξης αναφορικά με γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της αστυνομίας, ο αιτητής απάντησε για μεν το πρώτο ανεπαρκώς, για δε το δεύτερο, μέτρια. Αυτές οι κρίσεις των μελών του Συμβουλίου Κρίσης που στην ουσία αποτελούν τεχνικά και άρα ανεξέλεγκτα δικαστικώς θέματα, καταγράφονται ρητά «στα σχόλια/παρατηρήσεις» των σχετικών πρακτικών με αποτέλεσμα να έχουν αποδοθεί 0,30 μονάδες για το πρώτο και 1 μονάδα για το δεύτερο. Συνάγεται ότι υπήρξε επαρκέστατη αιτιολογία και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και τα τρία μέλη του Συμβουλίου Κρίσης, πρόεδρος και δύο μέλη, είχαν την ίδια άποψη ως προς τις απαντήσεις του αιτητή. Σε αντίθεση, τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογήθηκαν με πολύ καλύτερη βαθμολογία από αυτή του αιτητή όπως φαίνεται από τα αντίστοιχα πρακτικά, οι δε αντίστοιχες βαθμολογίες (που δεν ήταν οι ίδιες μεταξύ τους), σχολιάστηκαν αναλόγως από τον πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσης.
Είναι κατάλληλο το στάδιο να αναφερθούν οι εν γένει βαθμολογίες του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών. Ο αιτητής κατατάχθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης 17ος με 56.90 μονάδες, του πιστώθηκαν δε 0.20 μονάδες μετά από σχετική ένσταση του στην Επιτροπή Ενστάσεων, με αποτέλεσμα να καταταχθεί 25ος με 57.10 μονάδες. Εν τέλει μετά και το Συμβούλιο Κρίσης, κατατάχθηκε 37ος με 60.40 μονάδες.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοδώρου ήταν 8ος με 57.65 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης, 16ος και πάλι με 57.65 μονάδες από την Επιτροπή Ενστάσεων και εν τέλει 14ος με 62.40 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσης.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Μαππούρας ήταν 15ος με 57.10 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης, 24ος με 57.10 και πάλι μονάδες κατά τη διαδικασία της Επιτροπής Ενστάσεων και εν τέλει 9ος με 63.13 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσης.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Καλογήρου ήταν 85ος με 53.35 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης, 4ος με 59.35 μονάδες από την Επιτροπή Ενστάσεων και εν τέλει 11ος με 63.02 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσης.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Τερεζόπουλος από 11ος με 57.30 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης, κατατάχθηκε 20ος με τις ίδιες μονάδες από την Επιτροπή Ενστάσεων και εν τέλει 13ος με 62.70 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσης.
Με βάση το σκεπτικό της παρούσας απόφασης, το μοναδικό σημείο στο οποίο ο αιτητής κρίθηκε να έχει δίκαιο ήταν η απόδοση κατά ανώτατο όριο 0.25 μονάδων επιπλέον λόγω της λανθασμένης παρέμβασης του Αστυνομικού Διευθυντή στην αξιολόγηση του 2010 στο σύνολο της αξιολόγησης των τεσσάρων ετών. Δηλαδή αν έπαιρνε 40/40 στην ετήσια αξιολόγηση του 2010, το σύνολο θα ήταν 156:4=39, ενώ με το 39/40 το σύνολο ήταν 155:4=38.75. Καθίσταται επομένως φανερό ότι η θέση του δεν θα βελτιωνόταν ποσώς έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Η προσφυγή για όλους τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.