ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Harpreet Singh ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393
Έπαυλις Kομήτης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342
Amiri Mohammad ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων και Άλλης (2009) 3 ΑΑΔ 358
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 626/2010)
8 Οκτωβρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
JAFAR KALASH,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής Κούρδος στην καταγωγή και Σύριος υπήκοος εγκατέλειψε τη Συρία και αφίχθηκε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των κατεχομένων στις 5.9.2004. Στις 10.9.2004 υπέβαλε αίτηση ασύλου σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο του 2001, Νόμος 6(Ι)/2000 («ο Νόμος») όπως τροποποιήθηκε. Στις 26.3.2009 με επιστολή της Υπηρεσίας το αίτημά του απορρίφθηκε: ο αιτητής δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει προσφυγικό αίτημα συνεπώς δεν είναι άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Στις 24.4.2009 ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (στο εξής «η Αρχή») η οποία στις 26.3.2010, μετά από μελέτη της σχετικής έκθεσης που είχε ετοιμαστεί από Λειτουργό της, απέρριψε την προσφυγή. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με διπλοσυστημένη επιστολή της ιδίας ημερομηνίας.
Η συνήγορος του αιτητή με την τροποποιημένη προσφυγή, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 16.5.2011, προβάλλει:
1. Κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2004/83/ΕΚ, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ καθώς και των σχετικών προνοιών των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2009 (Ν. 6(Ι)/2000) σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις και προδιαγραφές για τις διαδικασίες για τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα.
Υποστηρίζεται ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα ή προσώπου που δικαιούται σε συμπληρωματική προστασία, είναι ασυμβίβαστες με αυτές που προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο και στο Εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να απολήγουν σε παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και των σχετικών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Ο αιτητής ενώπιον της Επιτροπής πρόβαλε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί φοβήθηκε ότι θα συλληφθεί εξ αιτίας της συμμετοχής του σε μία διαδήλωση στην πόλη Malkeih, διαδήλωση που έγινε για τα γεγονότα του Qamishli (ερυθρό 58-ΙΧ).
Αρχικά κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία στις 15.12.2004 ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του παράνομα και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί. Τα γεγονότα όπως προβλήθηκαν μέσα από την τροποποιημένη Αίτηση προβάλλουν ότι στο πλαίσιο των εν λόγω διαδηλώσεων ο αιτητής συνελήφθηκε, κρατήθηκε και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση για 14 μέρες ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές της Δαμασκού όπου κρατήθηκε για 2½ περίπου μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος υπό το όρο ότι θα παρουσιαζόταν κάθε 15 μέρες στην Αστυνομία της Δαμασκού. Μετά την απελευθέρωσή του όμως εγκατέλειψε τη Συρία δωροδοκώντας του συνοριοφύλακες στα σύνορα Συρίας - Τουρκίας και δεν εμφανίστηκε ποτέ στην Αστυνομία της Δαμασκού ως όφειλε. Γεγονότα τα οποία από έλεγχο των διοικητικών φακέλων και των επισυνημμένων στην ένσταση εγγράφων για πρώτη φορά προβάλλονται.
Η κα Χαραλαμπίδου υποστηρίζει ότι στο πρόσωπο του Αιτητή συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ώστε ο τελευταίος να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας:
«3. Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητα μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής ή πρόσωπο που δεν έχει ιθαγένεια το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σε αυτήν και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.».
Ορισμός που καθορίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά και στην Οδηγία 2004/83/ΕΚ. Επικαλείται ο Αιτητής φόβο δίωξής του από τις Συριακές αρχές για λόγους εθνοτικής καταγωγής και πολιτικής δραστηριότητας. Επομένως οι αρχές θα έπρεπε να διερευνήσουν κατά πόσο ο φόβος τον οποίο επικαλείται ο αιτητής ο οποίος είναι πάντοτε υποκειμενικός, ήταν βάσιμος, στηρίζεται δηλαδή από τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του.
Συνεχίζει, για να υποβάλει ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3Γ(1)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης, αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι οποίες θα πρέπει να ιδωθούν ως προϊόν εναρμόνισης με την Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, για θέσπιση των ελαχίστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς μεταξύ άλλων, των υπηκόων τρίτων χωρών. Αναγνωρίζει η δικηγόρος του αιτητή με τη γραπτή της αγόρευση, ως σημαντικό στοιχείο στη διερεύνηση του αιτήματος, τηναξιοπιστία του αιτητή ως προς τους ισχυρισμούς του για τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του καθώς και για τους λόγους για τους οποίους φοβάται να επιστρέψει. Όμως δεν είναι απαραίτητο υποστηρίζει, να υπήρξε προηγουμένως δίωξη στη χώρα καταγωγής του αιτητή. Αρκεί ο αιτητής να φοβάται να επιστρέψει στη χώρα του για ένα από τους λόγους που καθορίζονται στη σύμβαση και στο Νόμο. Προηγούμενη δίωξη στη χώρα καταγωγής, αποδέχεται, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι ο φόβος του αιτητή είναι βάσιμος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 4(4) της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ χωρίς όμως να απαιτείται όπως ο αιτητής αποδείξει προηγούμενη δίωξη.
Συμπληρωματικά προβάλλεται ότι σε περίπτωση που κατά την άποψη των αρμοδίων αρχών δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, θα έπρεπε να διερευνήσουν κατά πόσο μπορούσε να του παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία υπό το φως της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και όχι στη βάση προσωπικής δίωξης του αιτητή. Για να προσθέσει ότι κατά τη διερεύνηση σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν όχι τόσο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ή οι ισχυρισμοί του όσον αφορά τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν την εγκατάλειψη, όσο οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής κατά το στάδιο της εξέτασης και κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος κατά την επιστροφή του εν λόγω προσώπου αυτός να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Υποστηρίζει η κα Χαραλαμπίδου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν σε λανθασμένη απόφαση και κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν τις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου, πλάνη περί το νόμο, πλάνη περί τα πράγματα λόγω του ότι διεξάχθηκε μη επαρκής έρευνα, αλλά και γιατί εσφαλμένως οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι ο αιτητής είναι αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του.
Όπως ήδη έχω εντοπίσει από έρευνα του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης ως και από τα Παραρτήματα τα επισυνημμένα στην ένσταση ο αιτητής προβάλει διαφορετικούς λόγους κάθε φορά για να στηρίξει το αίτημά του. Ούτε στην αίτησή του, ούτε και κατά τη συνέντευξή του, ούτε και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής έκανε αναφορά στα όσα προβάλλονται με τα γεγονότα της τροποποιημένης αίτησης. Παραθέτω απόσπασμα από τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή ενώπιον του αρμοδίου λειτουργού:
«IMMEDIATE REASONS FOR LEAVING YOUR COUNTRY
a. Why did you decide to leave your country?
I participated in the demonstration in my town Malkeih that happen after the Qamishly events. The demonstration happened because of Qamishly events. The demonstrations continue for three-four days. After the demonstration have finished the authorities stared arrested people. So I was afraid that I would be arrested. Two, three weeks after the demonstrations I went in Damascus in order not to be arrested. I stayed there three-four months until I left Syria.
In what way you took part in the demonstration in your town? We were walking and telling slogans.
When I asked you before if you lived in any other areas except Al-Hasakeh you answer negative, now you told me that you stayed in Damascus for four months. I travel there I didn´t stay .. But you stay there four months..yes.
When did these demonstrations in your town take part? 11/03/04
When did the events in the Qamishly happen? I think 10 or 11 th March of 2004
The events of Qamishly happen on 12th March of 2004 not 10 or 11 of March. So the demonstrations in your town cannot happen on 11 of March since you told me that it happen after the Qamishly events.. I don´t know..
After the demonstration in Qamishly did anything happen to you? No nothing happen to me.
Then why you left Al-Hasakeh and you went to Damascus? I was afraid not to be arrested.
From March until August when you left your country did anything happen to you? No nothing..
Did anything happen to you in Damascus? No nothing happen to me.
Why you left Syria? I thought I would be arrested.
Also the president of Syria gave an amnesty to the prisoners of the Qamishly events.. I don´t know about this.
You left Syria legally. So if the authorities wanted to arrest you they would´t let you leave the country.. it is easy to leave Syria ..But we have information that the exit-entry procedure in Syria has been considerably tightened in recent years. I don´t know.
b. Have you ever been harassed or persecuted? (if yes, describe) No.
c. Have you ever been arrested or detained? No.
1. Are you wanted by the Syrian authorities? No. Since you think that you are not a wanted person and that you will not be arrested why you don´t want to return to your country? I don´t know what will be the consequences.
m. Have any close relatives of yours been
harassed/persecuted/arrested/detained/convicted/killed? No.
n. Are there any other immediate reasons for leaving your country of origin? No.
If yes, please specify.
9. RETURN IN COUNTRY OF ORIGIN
a. Would the state authorities of your country of origin permit you to return there? Yes
Please state the reasons.
b. What do you think would be the consequences of your return to your country of origin at this time? Maybe I would be arrested
c. In your application you said that you left Syria for economical reasons. Why you didn´t mention the problem you told me now? I didn´t write the application. Yes but you sign the application so you should know what it is written on it..".
Προσθέτει μόνο στην ερώτηση:
«Is there anything else you would like to add? Yes the police for time to time go to the shop of my father and asked for me.
When did this happen? I don´t know.
What did they exactly told him? They asked about where I was. This happen two three times.
When was the last time this happen? 7-8 months ago, my father live in Malkeith and he is ok.».
Ακολούθησε η αξιολόγηση από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου των στοιχείων και γεγονότων που ώθησαν τον αιτητή κατά τη δική του θέση να εγκαταλείψει τη χώρα του με αποτέλεσμα την απόρριψη από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου του αιτήματος, ο οποίος έκρινε ότι στο πρόσωπο του αιτητή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου, εφ΄ όσον δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, ούτε και καταδείχθηκε η περίπτωση ότι ο αιτητής δυνατόν να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα μόνιμης διαμονής του, εφ΄ όσον οι ισχυρισμοί του δεν υποστήριζαν κάτι τέτοιο. Κρίθηκε ακόμη ότι δεν υφίσταται λόγος αναγνώρισης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) επειδή επίσης δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο ο αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Με τα ίδια δεδομένα η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έχοντας υπ΄ όψιν της το σύνολο του διοικητικού φακέλου, τους λόγους της διοικητικής προσφυγής τους οποίους έκρινε ανυπόστατους, κατέληξε ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα με το πρωτοβάθμιο όργανο: ο αιτητής δεν μπορούσε να τύχει αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα και ότι δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 του Νόμου.
΄Εχει νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358). Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της. Συγκεκριμένα το άρθρο 196 του Εγχειριδίου προβλέπει:
«Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωση του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας».
Και στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 197 του Εγχειριδίου:
«Η προϋπόθεση έτσι της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να τηρείται με μεγάλη αυστηρότητα ενόψει της δυσχέρειας της απόδειξης που είναι εγγενής στην ειδική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αιτών το καθεστώς του πρόσφυγα. Η ανοχή μιας τέτοιας πιθανής έλλειψης τεκμηρίωσης δεν σημαίνει πάντως ότι οι αθεμελίωτοι ισχυρισμοί πρέπει να εκλαμβάνονται κατ΄ ανάγκη ως αληθείς εάν είναι ανακόλουθοι προς τη συνολική αφήγηση του αιτούντος».
Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του κατά τη συνέντευξη: δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του σε αναφορά με τη θέση του ότι θα συλληφθεί από τις Συριακές αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση στην πόλη Qamishli. Τα σημεία αναξιοπιστίας του διαπιστώθηκαν τόσο κατά την εξέταση από το αρμόδιο Λειτουργό Ασύλου στη συνέντευξη ημερ. 3.3.2009, όσο και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος με αποτέλεσμα να πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του αιτητή στον πυρήνα του αιτήματός του και δικαιολογημένα εγείρει κώλυμα έγκρισης της αίτησης (Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).
2. Κατ΄ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς και δέουσας έρευνας.
Κάτω από το κεφάλαιο αυτό εγείρεται ζήτημα που άπτεται της παράλειψης των καθ΄ων η αίτηση να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα αναφορικά με το αίτημά του και ειδικότερα με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη Συρία σε σχέση με τους Κούρδους και τη στέρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συστηματικών διακρίσεων στη Συρία, η κα Χαραλαμπίδου παραπέμπει στις παραγράφους 102 και 103 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Υποστήριξη στα αντεπιχειρήματά τους οι καθ΄ ων η αίτηση βρίσκουν στις ίδιες παραγράφους για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων στις οποίες αναφέρεται ότι:
«Όλοι οι ανιθαγενείς δεν είναι πρόσφυγες». Δυνάμει της παραγράφου 102 «προϋπόθεση γι΄αυτό είναι να βρίσκονται έξω από την χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους για τους λόγους που μνημονεύονται στον ορισμό. Όταν δεν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι ο ανιθαγενείς δεν είναι πρόσφυγας». Δυνάμει της παραγράφου 103 «Οι παραπάνω λόγοι πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής όπου και προβάλλεται ο ισχυρισμός για την ύπαρξη φόβου. Ως τέτοια όριζαν οι συντάκτες της Σύμβασης του 1951 τη χώρα που διαμένει και όπου υπέστη διώξεις ή φοβάται ότι θα μπορούσε να υποστεί διώξεις εάν επέστρεφε.».
Για να προχωρήσουν οι Καθ΄ ων η Αίτηση στην καταληκτική τους εισήγηση ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι είναι Κούρδος δεν οδηγεί κατά τεκμήριο στο ότι είναι και πρόσφυγας.
Κατά πρώτο θα ήθελα να παρατηρήσω ότι περιττεύει η ενασχόληση με το πιο πάνω ζήτημα εφ΄ όσον ο αιτητής δεν είναι ανιθαγενής. Είναι Σύριος Κουρδικής καταγωγής. Παρά ταύτα, ως γενική παρατήρηση σημειώνω, ότι όταν οι αρμόδιες αρχές που καλούνται να αναγνωρίσουν το καθεστώς του πρόσφυγα εξετάζοντας όλα τα ενώπιόν τους στοιχεία, δεν είναι υποχρεωμένες να εκδώσουν απόφαση για τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα προέλευσης του αιτούντος αλλά θα πρέπει να λάβουν υπ΄ όψιν τις συνθήκες αυτές ώστε να τις συνεκτιμήσουν με την αξιοπιστία του αιτούντος όσον αφορά την ύπαρξη σε κάθε περίπτωση της προϋπόθεσης του δικαιολογημένου φόβου δίωξης και αν κατά πόσο τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται ο προσφεύγων, απολήγουν σε συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα για το πρόσωπο του ιδίου έτσι που να συνιστούν δίωξη η οποία να καταλήγει σε απειλή κατά της ζωής του.
Ο αρμόδιος λειτουργός από μελέτη του φακέλου και τα επισυνημμένα στην ένσταση, φαίνεται ότι έλαβε υπ΄ όψιν τις παραγράφου 42, 51-55 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων και ανέλυσε κατά πόσο τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (ερυθρό 90-87 Παράρτημα 13 της ένστασης), στα οποία έκαμε αναφορά ο προσφεύγων καταλήγουν σε συνέπειες ουσιωδώς επιζήμιου χαρακτήρα για το πρόσωπο του ιδίου, έτσι που να συνιστούν δίωξη η οποία να καταλήγει σε απειλή κατά της ζωής του ιδίου.
Σχετική αναφορά γίνεται από τον Χατζηχαμπή, Δ. στην Shakib Amil v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 499/2009, ημρ. 14.7.2010:
«Τώρα ο Αιτητής προσφεύγει και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει πλάνη της διοίκησης καθ΄όσον, από τα ενώπιον της στοιχεία, υπάρχει τέτοια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του που να προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης. Τα δεδομένα στα οποία όμως γίνεται αναφορά σταθμίσθησαν από τη διοίκηση και η κατάληξή της δεν κρίνεται μη εύλογη. Ασφαλώς ο βαθμός διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ποικίλει από χώρα σε χώρα, δεν είναι όμως κάθε άρνηση ή παραβίαση αυτών που δίδει δικαίωμα στο καθεστώς του πρόσφυγα. Η διοίκηση ορθώς αντελήφθη και εφάρμοσε την ισχύουσα αρχή ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(1), πρέπει να υπάρχει βάσιμος φόβος καταδίωξης. Ακόμα, το άρθρο 17(12)(β) παραπέμπει στο Εγχειρίδιο των Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο ορθώς βασίσθηκε η διοίκηση, και όπου καθίσταται σαφές ότι μόνο όπου η αρνητική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τέτοια που να δικαιολογεί βάσιμο φόβο δίωξης μπορεί να δοθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Είναι λοιπόν θέμα βαθμού, και δεν παρέχεται έδαφος για ανατροπή της απόφασης ως μη εύλογης σε αυτή τη βάση. Να μην λησμονείται δε και το γεγονός ότι ο Αιτητής έφερε και το βάρος απόδειξης, έστω και αν είχε και το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Το γεγονός ότι ο Αιτητής, ως Ajanib, όντως είχε πιο περιορισμένα δικαιώματα από ότι οι Σύριοι πολίτες δεν ενεργεί από μόνο του για να του δώσει δικαίωμα στην απόκτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Από τις ίδιες τις συνεντεύξεις του Αιτητή μάλιστα προέκυψε ότι η στέρηση των δικαιωμάτων του δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο αρχικά επεδίωξε να την παρουσιάσει, και ευλόγως η διοίκηση θεώρησε ότι δεν ήταν τέτοιου βαθμού που να συνιστούσε δίωξη.».
Η συμμετοχή του αιτητή, κατά τους δικούς του ισχυρισμούς, σε μία διαδήλωση και η δράση του ως τέτοια δεν οδήγησε σε δίωξή του από τη Συριακή κυβέρνηση. Ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε ότι θα υποστεί δίωξη λόγω της συμμετοχής του αν επιστρέψει στη Συρία. Τα όσα γεγονότα έθεσε εκ των υστέρων με την τροποποιημένη αίτησή του δεν μπορούν να ληφθούν υπ΄ όψιν. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου αυστηρά περιορίζεται στις παραμέτρους του αιτήματος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του ενώπιον της Αρχής και της Αναθεωρητικής Αρχής.
Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο (΄Επαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, 346).
Υιοθετώντας την παρατήρηση του Χατζηχαμπή, Δ., στην υπόθεση Shakib Amil, ανωτέρω, χρειάζονται περισσότερα και ιδιαιτέρως χρειάζεται ψηλό πολιτικό προφίλ από κάποιας μορφής δράση αντικαθεστωτικής φύσης. Επομένως ο φόβος δίωξης του αιτητή εύλογα δεν θεωρήθηκε δικαιολογημένος όπως αυτός περιγράφεται στην παράγραφο 42 του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει η συνήγορος του αιτητή.: «..Γενικά ο φόβος του αιτούντος πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος, εάν μπορεί να θεμελιώσει κατά έναν εύλογο βαθμό, ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στη χώρα προέλευσής του έχει γίνει αφόρητη γι΄ αυτόν για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό, ή θα μπορούσε να γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους εάν επέστρεφε σ΄ αυτήν».
Οι θέσεις που προβάλλει η δικηγόρος του αιτητή ότι οι καθ΄ ων απέρριψαν την αίτηση χωρίς να την εξετάσουν ώστε να παρασχεθεί σ΄ αυτόν συμπληρωματική προστασία δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, δεν μπορεί επίσης να επιτύχει και οι όποιοι ισχυρισμοί κρίνονται ανυπόστατοι. Ο αιτητής δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Το γεγονός αυτό καθ' εαυτό ότι ο προσφεύγων είναι Κουρδικής καταγωγής δεν σημαίνει αφεαυτού παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, Shakib Amil, ανωτέρω και Middas Ibrahim v. Δημοκρατίας, Υπόθεση 424/2010, ημερ. 10.4.2012, όπου αναφέρεται:
«Είναι η εναλλακτική θέση του αιτητή πως και να ήταν εύλογο να μη θεωρηθεί ότι δικαιολογείτο ο φόβος που θα τον ενέτασσε στον ορισμό του πρόσφυγα κατά το άρθρο 3(1) του Νόμου, έπασχε η διοικητική κρίση πως δεν δικαιολογείτο να αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 του Νόμου, για την εφαρμογή του οποίου, απαιτούνται ουσιώδεις λόγοι ότι, αν επιστρέψει στη χώρα ιθαγενείας του, εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω στη Συρία, «θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής», όπως οι σχετικοί όροι ορίζονται στη συνέχεια.
Ο ίδιος ο αιτητής, σε σχετική ερώτηση κατά τη συνέντευξή του, δήλωσε πως θα αντιμετώπιζε τέτοια βλάβη επειδή εγκατέλειψε τη Συρία παράνομα. Ορθώς, όμως, δεν υποστηρίχθηκε ότι, από τις πηγές, προέκυπτε ότι αυτό το ξηρό γεγονός που θα ίσχυε για τον καθένα που θα αποφάσιζε ο ίδιος να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, θα ήταν αρκετό, όσο και αν η παράνομη έξοδος από τη χώρα του θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μειωμένης σοβαρότητας κύρωση, συναρτημένη βεβαίως, προς την παράνομη έξοδο..».
«Αναγνώρισε, εν τέλει, ο αιτητής πως το πραγματικό υπόβαθρο για την εναλλακτική του εισήγηση, ήταν το ίδιο ακριβώς προς όσα στήριζαν τη διεκδίκησή του για το καθεστώς του πρόσφυγα. Αυτό, όμως, δημιουργεί κύκλο και δεν θα ήταν νοητό εκείνα που δεν είναι αρκετά για αναγνώριση φόβου με την έννοια του άρθρου 3(1) να στηρίξουν διεκδίκηση που προϋποθέτει την ύπαρξη του πραγματικού κινδύνου που αναφέρθηκε. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να ήταν δυνατό να συναρτηθεί, ως κίνδυνος, από την επιστροφή στη Συρία, άλλο από το γενικό πως, εφόσον επιστρέψει, θα ζει εκεί ως Ajanib και ως μέλος του Azadi, όπως και προηγουμένως.».
«.η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ΄ εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη .... ... είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή». (C-465/07 Elgafaji-European Court of Justice, ημερ. 17.2.2009).
Τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση Elgafaji, όπως εισηγείται η συνήγορος του αιτητή. Εκεί έτυχε ερμηνείας το άρθρο 15 γ΄ της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ όπως ενσωματώθηκε στο άρθρο 19 (2) δ του περί Προσφύγων Νόμου.
3. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.
Ανταπαντούν οι καθ΄ων η αίτηση ότι ενήργησαν στα πλαίσια του Νόμου και του Εγχειριδίου της Υπάτης Αρμοστείας, εξασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που τους επιτρέπεται, κρίνοντας ότι στο πρόσωπο του αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που είναι απαραίτητα για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Είναι ορθή η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αναφορές στα πιο πάνω άρθρα δεν μπορούν να χαρακτηρίσουν την περίπτωση του αιτητή. Ο αιτητής δεν κατόρθωσε να πείσει τον αρμόδιο Λειτουργό και οι ισχυρισμοί του παρέμειναν κατά πάντα στάδιο ατεκμηρίωτοι.
Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής. Για να υπάρξει πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 268, απαιτείται: «.αντικειμενική ανυπαρξία των εφ΄ ων η πράξις ερείδεται πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων: 2134 (52) διαπιστούμενη άνευ του στοιχείου της υποκειμενικής κρίσης: 1089 (46). Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησις εκτιμά κατ΄ ουσία διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ως η στάθμισις δύναται κατ΄ αρχήν να οδηγεί και τρεις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις. Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ΄ ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη (βλ. και 1474(56)).». (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, 47).
΄Εχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως τίθενται ενώπιόν της προς κρίση. Και αν ακόμα αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και εκτιμά στην ουσία διαφορετικά και αντιφατικά στοιχεία ενώ προτιμά ορισμένα από αυτά, εφ΄όσον η επιλογή στην οποία κατέληξε ήταν λογικά επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 46(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, τότε δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης.
Συμφωνώ με τη θέση της συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι η απόφαση των τελευταίων λήφθηκε επί τη βάσει των ενώπιόν της στοιχείων, ήταν εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη.
4. Κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου.
Είναι η θέση της δικηγόρου των αιτητών ότι παραβιάστηκε η διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου. Σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, η διαδικασία εξέτασης αιτήσεων αυτής της φύσης εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο σε αναφορά με το στάδιο της αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα, όσο και κατά την αναγνώριση του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, άρθρο 3(3) της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν καθεστώς του πρόσφυγα. Ο περί Προσφύγων Νόμος, άρθρο 11 εδάφιο 5 καθορίζει τα δικαιώματα των αιτητών ασύλου κατά την υποβολή της αίτησής τους. Είναι η θέση της κας Χαραλαμπίδου ότι ο αιτητής δεν ενημερώθηκε σε σχέση με το δικαίωμα του να καλέσει δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο για να τον βοηθήσει στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, δικαίωμα σε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα, καθώς και τις προϋποθέσεις και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ώστε να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του για υποβολή στοιχείων αναφορικά με το αίτημά του για άσυλο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16. Το γεγονός ότι ο αιτητής κατά τη συνέντευξή του ανέφερε εξ υπαρχής ότι δεν συμπλήρωσε ο ίδιος την αίτησή του ούτε και ανέφερε στο πρόσωπο που την συμπλήρωσε τι να γράψει σε αυτήν, δεν δικογραφείται ως λόγος αίτησης στην προσφυγή, παρά το γεγονός ότι η δικηγόρος του προχώρησε σε αίτηση τροποποίησης η οποία και εγκρίθηκε και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως από εξέταση του φακέλου κρίνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ανεδαφικός και καταρρίπτεται. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή είχε ενώπιον της όπως τέθηκαν από τον ίδιο τον Αιτητή και το δικηγόρο του σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης.
5. Παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να τον πληροφορήσουν κατά τη διαδικασία λήψης της προσφυγής ότι είχε δικαίωμα συμμετοχής είτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσω δικηγόρου του, και το δικαίωμά του να ακουστεί ή να προσκομίσει νέα στοιχεία και ότι δικαιούνταν δωρεά διερμηνέα.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Η Αρχή δεν έχει μια τέτοια υποχρέωση. Σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ του Νόμου αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής και εφ΄ όσον αυτό κρίνεται αναγκαίο. Κατά πάσα περίπτωση αυτό ισχύει ακόμα και αν ο αιτητής έχει να παρουσιάσει νέα στοιχεία. Στην παρούσα περίπτωση με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Αρχή και εν όψει του γεγονότος ότι ο αιτητής δεν κατάθεσε κάτι νέο ενώπιον της που να ενισχύσει την αίτησή του, δεν διαπιστώνω ότι συνέτρεχε λόγος για τον οποίο ο αιτητής θα έπρεπε να κληθεί ενώπιόν της (Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393). Το ίδιο αβάσιμος είναι κατά την άποψή μου και ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής δεν πληροφορήθηκε για το δικαίωμά του για δωρεά διερμηνέα αφού στη βάση των στοιχείων της υπόθεσης, όπως ανέφερα πιο πάνω, όπου αυτό ήταν απαραίτητο είχαν παραχωρηθεί στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα.
6. Η προσβαλλόμενη απόφαση συντάχθηκε και επιδόθηκε στον αιτητή στην ελληνική γλώσσα.
7. Οι καθ΄ων η αίτηση παραβίασαν το άρθρο 28Η (ι) του Νόμου που προνοεί ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν υποχρέωση να εκδώσουν την απόφασή τους εντός 15 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής (λόγοι ακύρωσης 4, 5).
Όσον αφορά τους ανωτέρω λόγους, από την απαντητική αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή, προκύπτει ότι εγκαταλείφθηκαν οπότε και δεν θα προχωρήσω σε εξαντλητική εξέταση. Θα σημειώσω μόνο ότι κανένα δικαίωμα του αιτητή δεν παραβιάστηκε εφ΄ όσον μετά την κοινοποίηση της απόφασης στον αιτητή στην ελληνική γλώσσα, αυτός καταχώρισε την παρούσα προσφυγή εμπροθέσμως ώστε καμιά βλάβη δεν έχει υποστεί. Όσον αφορά το χρόνο που διήρκησε η εξέταση και πάνω στον οποίο στηρίζει η δικηγόρος του αιτητή την εισήγηση ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κριθεί ότι ήταν ικανοποιητικός ώστε να ληφθούν υπ΄όψιν και να εκτεθούν διεξοδικά οι λόγοι για τους οποίους εδίδετο άσυλο, όπως απαιτείται από το Νόμο και την Οδηγία 2005/85/ΕΚ. Οι υπό κρίση αιτήσεις εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την κρίση του αρμοδίου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 12, 12Α και 12Β του Νόμου.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει στα δύο επίδικα στάδια της διοικητικής διαδικασίας το βάσιμο του αιτήματός του: αναγνώριση ιδιότητας πρόσφυγα δυνάμει του Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε και της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19Α του Νόμου ή για προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και στην απουσία οποιασδήποτε παρατυπίας ή μεμπτότητας, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν δικαιολογείται να επέμβει. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης θεωρώ ότι εύλογα ο αιτητής δεν δικαιούται του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο επικαλείται και παρέχεται στον αιτούντα όταν δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους κατά τα άλλα βάσιμους και αξιόπιστους ισχυρισμούς, με έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως έχω ήδη παραθέσει. Ο αιτητής κρίθηκε γενικά αναξιόπιστος. Η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να χορηγήσουν στον αιτητή πολιτικό άσυλο δεν στηρίχτηκε σε αμφιβολίες αναφορικά με το βάσιμο ή μη των ισχυρισμών του αλλά σε εύλογη διαπίστωση περί της αναξιοπιστίας του στη βάση και όλων στοιχείων που προσκόμισε.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
/ΜΔ