ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PITSILLOS ν. C.B.C. (1982) 3 CLR 208
Κ. Φιλελευθέρων κ.α. ν. ΡΙΚ (1989) 3 ΑΑΔ 196
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159
Aρχή Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου ν. Aντέννα T.v. Λίμιτεδ (2005) 3 ΑΑΔ 583
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 648
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 20(I)/2011 - Ο περί Πολιτικών Κομμάτων Νόμος του 2011
Ν. 212/1987 - Ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 527/2011)
31 Οκτωβρίου, 2013
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΛΑΣΟΚ,
Αιτητές,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Πολυχρόνης, για τους Αιτητές.
Π. Πολυβίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές επιζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε και κοινοποιήθηκε στους αιτητές που φέρει ημερομηνία 20/4/11 με την οποία τους πληροφόρησε ότι δεν τους αναγνωρίζει ως πολιτικό κόμμα για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ), ημερ. 19.4.2011, με την οποία κρίθηκε ότι οι Αιτητές δεν αποτελούν «πολιτικό κόμμα» για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και ότι δεν ήταν δυνατόν να τους παρασχεθεί ραδιοτηλεοπτική κάλυψη όπως στα άλλα αναγνωρισμένα πολιτικά κόμματα του τόπου.
Είναι το παράπονο των αιτητών ότι το ΡΙΚ επίμονα αρνείται διαχρονικά, εδώ και μια δεκαετία, να τους προσδώσει την ιδιότητα του πολιτικού κόμματος για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και πρόσκλησης στα πολιτικά «panels», γεγονός που τους αποστερεί το δικαίωμα να αντιπαραβάλουν τις απόψεις τους με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα, να προβάλουν τις θέσεις τους σε όλα τα θέματα και να μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα και συλλογικά ενώπιον των ψηφοφόρων εντός της Δημοκρατίας.
΄Ετσι οι αιτητές στις 28.3.2011 με επιστολή που στάληκε στο ΡΙΚ ζήτησαν να τους αποσταλεί το πρόγραμμα πολιτικών συζητήσεων στις οποίες θα λάμβαναν μέρος υποψήφιοι βουλευτές τους και/ή εκπρόσωποί τους στη βάση της αρχής της πολυφωνίας των πολιτικών παρατάξεων.
Στις 31.3.2011 το ΡΙΚ διά μέσου του Διευθυντή του, ζήτησε να προσκομίσουν μια σειρά από σχετικά έγγραφα, όπως το καταστατικό και τυχόν εγγραφή στον αρμόδιο Έφορο Εκλογών, τα σχετικά με την οργάνωση, δομή, συγκρότηση και άλλα σχετικά με τη συμμετοχή του κόμματος σε προηγούμενες εκλογικές διεργασίες. Τα πιο πάνω παραδόθηκαν δια χειρός στο ΡΙΚ ως απάντηση στα όσα ζητούσε το τελευταίο με σκοπό να αποδείξουν οι αιτητές ότι λειτουργούσαν ως πολιτικό κόμμα.
Η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση καταγγέλθηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, στην Επίτροπο Διοικήσεως και στον ΄Εφορο Τήρησης Μητρώου Πολιτικών Κομμάτων καθώς και άλλες αρμόδιες αρχές.
Ο ΄Εφορος Εκλογών αποφάσισε ότι οι αιτητές αποτελούν πολιτικό κόμμα δυνάμει του Νόμου 20(Ι)/2011 και ότι ήταν δυνατή η συμμετοχή τους στις Βουλευτικές Εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής. Παρά το γεγονός αυτό, το ΡΙΚ αποφάσισε ότι η απόφαση του Εφόρου Εκλογών δεν συνιστούσε λόγο για ανάκληση της απόφασής του και ότι παρέμεινε στην αρχική του θέση. Η στάση αυτή του ΡΙΚ καταγγέλθηκε στον ΓΔΘ (Office of Demοcratic Institution and Human Rights) που βρισκόταν στην Κύπρο για παρακολούθηση του τρόπου διεξαγωγής των εκλογών στη Δημοκρατία.
Το ΡΙΚ επέμενε στην απόφασή του με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, να τους αποστερεί όλα τα πολιτικά δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα και ιδιαιτέρως των ΄Αρθρων 18, 19 και 28 αλλά και των ΄Αρθρων 9, 10 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης που κατοχυρώνει το δικαίωμα των αιτητών να ακούγονται σε ίσους όρους στα πλαίσια του δικαιώματος ελεύθερης εκλογής υπό καθεστώς αντικειμενικής αμερόληπτης και ελεύθερης μετάδοσης του πολιτικού τους λόγου, όπως έχει ερμηνευτεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ένας ακόμη λόγος, της πάσχουσας σύνθεσης του ΡΙΚ αποσύρθηκε, έτσι παρέμεινε να εξεταστεί η αίτηση στα πλαίσια της παράβασης των ανωτέρω άρθρων του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεων το Συμβούλιο του ΡΙΚ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είχε υπ΄ όψιν του όλες τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και νομολογιακές αρχές όπως τις είχε παραθέσει πριν από τη συνεδρία ο νομικός τους Σύμβουλος και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γραφείο Δικαιωμάτων του Πολίτη ΛΑΣΟΚ, δεν μπορούσε να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με άλλα αναγνωρισμένα πολιτικά κόμματα. Εφαρμόζοντας το κριτήριο «του μέσου συνετού πολίτη» με γνώμονα «την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα» της Κύπρου και έχοντας υπ΄ όψιν τα άλλα στοιχεία που απαριθμούνται τόσο στο άρθρο 2 του Νόμου 212/87, όσο και την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208, απέρριψε το αίτημα. ΄Εκριναν ότι διαφορετική απόφαση δεν θα συνεπαγόταν μόνο απόδοση στους αιτητές πολιτικής υπόστασης για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης που να ήταν σύμφωνη με τις πολιτικές πραγματικότητες του τόπου, αλλά θα συνιστούσε και μη ακριβοδίκαιη μεταχείριση των άλλων πολιτικών δυνάμεων που είχαν αναγνωριστεί από τους ίδιους ως πολιτικά κόμματα, εν τη εννοία του Νόμου πάντα, για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Διευκρίνισαν στην απόφαση τους ότι δεν απέκλεισαν τους αιτητές από τις εκπομπές τους, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση, καθώς και δημοσιογραφική κάλυψη των εκδηλώσεων τους, αλλά ότι η απόφαση του Συμβουλίου παρέμενε στις παραμέτρους της αναγνώρισής τους ως πολιτικό κόμμα εν τη εννοία του Νόμου για σκοπούς πάντοτε ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1987 (Νόμος 212/87):
«Πολιτικόν κόμμα» σημαίνει κόμμα εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή ή Οργανισμόν ή ΄Ενωσιν προσώπων ή Ομάδα προσώπων η οποία κατά την αντίληψιν του μέσου συνετού πολίτου έχοντος γνώσιν της εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητος της Κύπρου και προσβλέποντος εις την οργάνωσιν, την δομήν, τους θεσμούς, τους στόχους και την απήχησίν της θεωρείται ως πολιτικόν κόμμα.».
Ο κ. Πολυχρόνης εισηγείται ότι ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Νόμος θα πρέπει να ερμηνευτεί στη βάση της αρχής που βρίσκει τις ρίζες της στο κοινό δίκαιο· όταν δύο νομοθετήματα ρυθμίζουν το ίδιο αντικείμενο με την ίδια γλώσσα βρίσκονται σε σχέση "in pari materiae" και πρέπει να ερμηνεύονται με αναφορά το ένα στο άλλο. Έτσι ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμος θα πρέπει να ερμηνευτεί ως συναφώς "in pari materiae" εφ΄ όσον ρυθμίζει το ίδιο ή ανάλογο θέμα. Επί της ουσίας τόσο το Κεφ. 300, όσο και ο Νόμος 20(Ι)/2011, εισηγήθηκε, ρυθμίζει το ζήτημα της αναγνώρισης της ιδιότητας του πολιτικού κόμματος ακόμη και σε μη κοινοβουλευτικές ενώσεις ή ομάδες προσώπων που επιθυμούν να λάβουν μέρος ως ενιαία προσωπικότητα σε εκλογές υπό συνθήκες αντικειμενικής ισότητας και αξιοκρατίας. Εφ΄ όσον και οι δύο νόμοι ρυθμίζουν το συμμετοχικό δικαίωμα της ελευθερίας της συλλογικής έκφρασης υπό καθεστώς ελεύθερης εκλογής υπάγονται στην ίδια κατηγορία των λεγομένων δημοκρατικών δικαιωμάτων και άρα ρυθμίζουν το ίδιο αντικείμενο.
Το Κεφ. 300 θέτει το κριτήριο της αντίληψης του μέσου συνετού πολίτη που γνωρίζει την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα της Κύπρου, κριτήριο που δεν εισάγεται στο Νόμο 20(Ι)/2011. Ο τελευταίος Νόμος θέτει ως κριτήριο τη συμμετοχή σε εκλογές και τη λειτουργία στα νομικά πλαίσια που καθορίζονται από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας καθώς και τις σχετικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της εγγραφής στο σχετικό μητρώο του Εφόρου Εκλογών με όλες τις σχετικές δεσμεύσεις.
Καθοδηγητική αυθεντία σχετικά με τον όρο «πολιτικό κόμμα» είναι η Pitsillos (ανωτέρω) όπου εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «πολιτικό κόμμα» όπως απαντάται στο άρθρο 19(3) του Κεφ. 300Α:
«19.-(3) Το ΄Ιδρυμα τηρεί πάντοτε δίκαιη ισορροπία στην παραχώρηση των ωρών μετάδοσης μεταξύ οποιωνδήποτε πολιτικών κομμάτων ως ήθελε καθοριστεί.».
Είναι άλλωστε μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Pitsillos (ανωτέρω), που ακολούθησε η σχετική τροποποίηση του ορισμού «πολιτικό κόμμα» στο Κεφ.300Α.
Όπως παρατήρησε και ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λοΐζου, στην υπόθεση Κόμμα Φιλελευθέρων ν. ΡΙΚ (1989) 3 Α.Α.Δ. 196, ο ορισμός της έννοιας «πολιτικό κόμμα» στο Νόμο 212/87, συμπίπτει με τα χαρακτηριστικά που υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Pitsillos (ανωτέρω).
Θα συμφωνήσω με τον κ. Πολυβίου ότι ως αποτέλεσμα της ταύτισης των εννοιών η ανάλυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Pitsillos (ανωτέρω) σχετικά με τον όρο «πολιτικό κόμμα» διατηρεί τη νομική της σημασία και από αυτή θα έπρεπε να καθοδηγηθεί το ίδρυμα κατά τη λήψη της απόφασής του για παρόμοια θέματα.
Ο Αρτεμίδης, Δ. υπό την τότε ιδιότητά του στην υπόθεση ΠΑΚΟΠ κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992, ανέφερε και τα πιο κάτω σχετικά τα οποία κρίνω ότι αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς:
«Η απόφαση αν ένα κόμμα είναι πολιτικό κόμμα, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ιδρύματος, η οποία και, ασφαλώς, ελέγχεται σε περίπτωση που παραβιάζεται ο νόμος ή οι αρχές του διοικητικού δικαίου.
Η εν τη πράξη λειτουργία, κατά την άποψή μου, της ιδέας του «μέσου συνετού πολίτη» επιβάλλει στον κρίνοντα την εγκατάλειψη του δικού του χώρου, στον οποίο έχει συσσωρευμένες τις ιδέες, αντιλήψεις, πιστεύω και επιλογές του για πράγματα της ζωής, και μετάβασή του στο χώρο όπου κυριαρχεί η γενικά αποδεκτή άποψη για τα ίδια πράγματα.
Ο Νόμος εναποθέτει εύλογα αυτή τη λειτουργία και κρίση στο συμβούλιο του ιδρύματος. Η ιδιότητά του, ως υπεύθυνου για τη λειτουργία του μεγαλύτερου μέσου ενημέρωσης, το καθιστά, κατά τεκμήριο, το επαρκέστερο, αλλά ταυτόχρονα αναμένεται να είναι και ο αντικειμενικότερος κριτής, κατά πόσο ένα κόμμα, ένωση ή ομάδα προσώπων εμπίπτει στον ορισμό του πολιτικού κόμματος, όπως καθορίζεται στο Νόμο. Η κρίση αυτή είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν υποκαθιστά, ιδιαίτερα στο χώρο των πολιτικών πραγμάτων, τη δική του άποψη με αυτή του ιδρύματος. Λέγω πολύ δύσκολο, για να επιφυλαχθεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να επέμβει όπου έκδηλα παρατηρείται κατάχρηση αυτής της εξουσίας ή αποδεικνύεται πασιφανής προσβολή της παγκοίνως επικρατούσας άποψης.».
Την ίδια προσέγγιση ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Το ίδρυμα είναι αρμόδιο να αποφασίζει με βάση όλα τα δεδομένα της περίπτωσης· η κρίση του δεν παραμερίζεται εκτός σε περιπτώσεις έκδηλης κατάχρησης.
Η απόφαση του Συμβουλίου, από όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, κρίνεται εμπεριστατωμένη. Το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ ασχολήθηκε με όλα τα ζητήματα που προκύπτουν και εξέτασε όλα τα στοιχεία τα οποία έθεσαν στην διάθεσή του οι αιτητές αφού προηγουμένως το ίδιο το ίδρυμα ζήτησε πληροφορίες ώστε να σχηματίσει εμπεριστατωμένη εικόνα πριν να προχωρήσει στη λήψη της απόφασης. Το σκεπτικό του Συμβουλίου καταγράφει με σαφήνεια όλες τις παραμέτρους τις οποίες έλαβε υπ΄ όψιν πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και μόνο βεβαίως, ότι αποτελούν πολιτικό κόμμα ώστε να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τα άλλα αναγνωρισμένα πολιτικά κόμματα. Εφάρμοσε όπως προκύπτει από το σώμα της επίδικης απόφασης και του όλου σκεπτικού, τα κριτήρια του μέσου συνετού πολίτη με γνώμονα την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα της Κύπρου και έχοντας υπ΄όψιν όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται, τόσο στο άρθρο 2 του Νόμου 212/87, όσο και στην καθοδηγητική απόφαση της Ολομέλειας στην Pitsillos (ανωτέρω). ΄Ελαβε, όπως φαίνεται τα δεδομένα και στοιχεία που καταγράφονται σωρευτικά, όπως τα έχω παραθέσει πιο πάνω χωρίς να κρίνει οποιοδήποτε από αυτά ως αποφασιστικής σημασίας. Στη βάση όλων των δεδομένων και πληροφοριών που είχε ενώπιόν του και με βασικό κριτήριο της πολιτικές πραγματικότητες του τόπου και την αντίληψη του μέσου συνετού πολίτη κατέληξε στην επίδικη απόφαση. Υπήρχαν έκρινε, έκδηλες διαφορές με άλλες πολιτικές δυνάμεις που είχαν αναγνωριστεί από το ΡΙΚ ως πολιτικά κόμματα, που το ίδρυμα όφειλε να αναγνωρίσει.
Στην Κόμμα Φιλελευθέρων κ.α. ν. ΡΙΚ (1989) 3 Α.Α.Δ. 196, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος των αιτητών αποφασίστηκε με αναφορά στην Pitsillos ότι το ίδρυμα δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αποκλίσει οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα από ραδιοφωνικές τηλεοπτικές εκπομπές, η ευχέρεια του ιδρύματος περιορίζεται στην κατανομή του χρόνου μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, σε κάθε όμως περίπτωση δεν μπορεί η άμαξα να μπει μπροστά από τα άλογα. Πριν γίνει το δεύτερο πρέπει να αποφασιστεί το πρώτο.
Η απόφαση λήφθηκε με βάση όλα τα νομικά και πραγματικά δεδομένα κατά περίπτωση κατά τρόπο ακριβοδίκαιο και ισορροπημένο μετά από δέουσα έρευνα, χωρίς στο τέλος της ημέρας να αποκλείσει τους αιτητές από τις εκπομπές του ΡΙΚ, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση. Μόνο για τους περιορισμένους σκοπούς του άρθρου 19(3) θεώρησε ότι οι Αιτητές δεν συνιστούν κόμμα.
Σε καμία περίπτωση δεν με βρίσκει σύμφωνη η εισήγηση του συνηγόρου των Αιτητών ότι το Κεφ. 300Α θα πρέπει να εξεταστεί in pari materiae με το Νόμο 20(Ι)/2011 που προνοεί για την εγγραφή, τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και άλλα συναφή θέματα. Ο Νόμος 20(Ι)/2011 δεν είναι γενικός Νόμος. Eίναι ειδικός Νόμος, όπως ειδικός Νόμος, κρίνω, είναι και ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Και οι δύο ρυθμίζουν τα ζητήματα που άπτονται του πεδίου εφαρμογής τους. ΄Αλλωστε ο ορισμός πολιτικό κόμμα στο Νόμο 20(Ι)/2011 ελάχιστη και/ή μικρή διαφορά έχει με τον ορισμό που δίδεται στο Κεφ. 300Α, κατά τρόπο που δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τα ζήτημα προς όφελος των αιτητών. Αν ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών εισηγείται ότι το ΡΙΚ δεσμεύεται από την απόφαση του Εφόρου Εκλογών διαπράττει νομικό ολίσθημα. Είναι αντιληπτό ότι μπορεί να ξενίζει με μια πρώτη ανάγνωση το οξύμωρο σχήμα που εμφανίζεται: διάφορη αντιμετώπιση των Αιτητών από δύο αρμόδια όργανα. Με δεύτερη όμως ανάγνωση το ζήτημα ευχερώς διακρίνεται. Πρόκειται για δύο διαφορετικά νομοθετήματα με διάφορο περιεχόμενο και εμβέλεια εφαρμογής.
Εκείνο που συμβαίνει εδώ είναι ότι δύο αρμόδια όργανα, στην περίπτωση του Νόμου 20(Ι)/2011, ο ΄Εφορος, και στη δεύτερη περίπτωση του Κεφ. 300Α, το διοικητικό συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση, εξήσκησαν την κρίση τους και κατέληξαν σε απόφαση στο πεδίο εφαρμογής του ειδικού για κάθε περίπτωση Νόμου.
Η σχέση μεταξύ ειδικού και γενικού Νόμου έχει εξεταστεί ευρέως από τη νομολογία (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Δήμου Λάρνακος (1998) 4Β Α.Α.Δ. 1081 και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΑ ΛΤΔ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583). Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσής τους και όχι από τη χρονική αλληλουχία των εξελίξεων (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2009) 3 Α.Α.Δ. 648). Η θεμελιωμένη αρχή είναι ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ένας Νόμος έτσι ώστε να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς δεν έχει γίνει πρόνοια. Αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία αλλά με τροποποίηση του νομοθετήματος, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Ο περί Πολιτικών Κομμάτων Νόμος του 2011 ρυθμίζει ουσιαστικά το θέμα της εγγραφής των πολιτικών κομμάτων, καθώς και την κρατική και ιδιωτική χρηματοδότησή τους και ο γενικός ορισμός που δίδεται σε αυτόν ως προς την έννοια του «κόμματος» μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλους Νόμους στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται ειδικός ορισμός ή οι οποίοι δεν θεωρούνται ως ειδικοί όπως είναι η περίπτωση του Κεφ.300Α έναντι του γενικού.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 158/99 «ένα διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αναγνωρίζει ως ισχυρές και εφαρμόζει τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων εφ΄ όσον αυτές έχουν εξωτερικά τα γνωρίσματα εγκύρων πράξεων (Four Seasons Hotels Incorporation κ.α. ν. Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, Υπόθεση Αρ. 358/2002, 26.11.2003). Σε καμιά περίπτωση και με κανένα τρόπο η αναγνώριση των αιτητών και η εγγραφή τους ως κόμμα, στα πλαίσια του περί Πολιτικών Κομμάτων Νόμου του 2011, δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση. Το Ραδιοφωνικό ΄Ιδρυμα Κύπρου εξασκώντας τις δικές του εξουσίες και για σκοπούς και μόνο ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης κατέληξε στην επίδικη απόφαση καθ΄ όλα νόμιμα για τους σκοπούς που όριζε ο ειδικός Νόμος που ρυθμίζει τα του οίκου του.
Τα πολιτικά κόμματα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία και είναι επιβεβλημένο να τους δίδεται η ευκαιρία ώστε να εκφράζουν και να διατυπώνουν τις συλλογικές θέσεις και απόψεις ομάδας πολιτών κοινοβουλευτικών κομμάτων ή εξωκοινοβουλευτικών για την προώθηση κοινωνικών, πολιτικών πολιτειακών στόχων (Ρ.Ι.Κ. κ.α. ν. Καραγιώργη κ.α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159) ώστε να προάγεται η Δημοκρατία και να διευρύνεται η διαφορετικότητα απόψεων και πολιτικών θέσεων ακόμη και μικρότερων ομάδων. Δεν υπάρχει επίσης καμιά αμφιβολία ότι στην εποχή μας ιδιαιτέρως, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα είναι εκείνα που διαδραματίζουν το μεγαλύτερο ρόλο, ιδίως κατά την περίοδο προεκλογικών εκστρατειών και δίνουν το βήμα να εκφραστούν οι πολιτικές ιδέες και να διαδοθούν προς τους ψηφοφόρους και τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας οι ιδέες και απόψεις τους. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση το Ρ.Ι.Κ. δεν απέκλεισε τους αιτητές από ραδιοφωνικές τηλεοπτικές εκπομπές, ούτε και την τηλεοπτική «πρόσβαση» προς τους τηλεθεατές-ψηφοφόρους. Το Συμβούλιο του ΡΙΚ εξέτασε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τους αιτητές και το καθένα ξεχωριστά πριν καταλήξει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα στην επίδικη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή του χρόνου, μεταξύ άλλων, και της κατανομής χρόνου, μεταξύ άλλων, αναγνωρισμένων κομμάτων.
Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει στο βαθμό που απαιτείται ότι η απόφαση του ΡΙΚ έρχεται σε αντίθεση με το Νόμο ή τα σχετικά κατ' επίκληση του Συντάγματος άρθρα ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Τα στοιχεία που έθεσαν ενώπιον του ΡΙΚ οι αιτητές και ενώπιον του Δικαστηρίου παρέμειναν κατά την κρίση μου ως γενικές αναφορές του λόγου χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΔ