ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 180/2011)
17 Οκτωβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
2. ΜΑΡΟΥΛΛΑ Π. ΣΑΒΒΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ ΣΑΒΒΑ,
4. ΑΝΝΑ ΣΑΒΒΑ ΠΕΤΡΟΥ,
5. ΧΑΡΙΘΕΑ ΣΑΒΒΑ ΠΕΤΡΟΥ,
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
7. ΜΑΡΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ,
8. ΜΑΡΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗ,
9. ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Πάνος Παναγιώτου, για Μαρκίδη, για τους Αιτητές.
Διονύσης Ι. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Μιχάλης Ιακώβου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 23/11/2010, με την οποία χορηγήθηκε στην εταιρεία TSP AEOLIAN DYNAMICS LTD - (ενδιαφερόμενο μέρος) - πολεοδομική έγκριση για τη δημιουργία αιολικού πάρκου, με έξι ανεμογεννήτριες, ισχύος 10.8 MW, μέσα στα όρια των κοινοτήτων Ψευδά - Αγίας ΄Αννας.
Στις 6/10/2009, εκδόθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, (η «Πολεοδομική Αρχή»), μετά από την Πολεοδομική Αίτηση ΛΑΡ/00147/2008, ημερομηνίας 14/2/2008, η «Γνωστοποίηση Χορηγήσεως Πολεοδομικής ΄Αδειας», για τη δημιουργία αιολικού πάρκου, δυναμικότητας πέντε ανεμογεννητριών, συνολικής ισχύος 10 MW, και την ανέγερση υποσταθμού και κτηρίου ελέγχου/αποθήκης, σε κρατικά τεμάχια, στην περιοχή των κοινοτήτων Ψευδά και Αγίας ΄Αννας. Η Πολεοδομική Αρχή δεν ενέκρινε την εγκατάσταση άλλων δέκα ανεμογεννητριών, που είχαν προταθεί στα σχέδια του ενδιαφερομένου μέρους, γιατί αυτές θα απείχαν λιγότερο από 500 μέτρα από το όριο της Ζώνης Ειδικής Προστασίας ΄Αγριων Πτηνών «ΦΥΣΗ 2000», (Ποταμός Περιοχής Πυργών-Παναγίας Στάζουσας κωδ. CY 6000007), (η «Ζώνη Ειδικής Προστασίας ΄Αγριων Πτηνών». Σε περίπτωση μετακίνησής τους σε άλλη θέση, σημειώθηκε, θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση για έγκριση τροποποιημένων σχεδίων - (βλ. όρο (511) της εν λόγω Πολεοδομικής ΄Αδειας.
Με βάση την πιο πάνω πρόνοια, υποβλήθηκε, στις 23/9/2010 και εγκρίθηκε στις 23/11/2010, αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους - (ΛΑΡ/00147/2008/Β) - για τροποποίηση των αρχικών χωρομετρικών σχεδίων, με την οποία καταργήθηκαν οι πέντε ανεμογεννήτριες που είχαν εγκριθεί με την Πολεοδομική ΄Αδεια ΛΑΡ/00147/2008 και εγκρίθηκαν άλλες έξι ανεμογεννήτριες συνολικής ισχύος 10.8 MW. Η Πολεοδομική Αρχή σημείωσε στον όρο (538) της Πολεοδομικής ΄Αδειας ΛΑΡ/00147/2008/Β ότι η Πολεοδομική ΄Εγκριση της 23/11/2010 αποτελούσε συνέχεια και αναπόσπαστο μέρος της Πολεοδομικής ΄Αδειας ΛΑΡ/00147/2008 της 6/10/2009.
Οι αιτητές, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στα όρια της κοινότητας Ψευδά, στην επαρχία Λάρνακας, για ακύρωση της Πολεοδομικής ΄Εγκρισης της 23/11/2010, προβάλλουν διάφορους λόγους, οι οποίοι περιλαμβάνουν ισχυρισμούς για παράβαση του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν. 90/72), της, δυνάμει αυτού, εκδοθείσας Υπουργικής Εντολής 2/2006 και του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα ΄Εργα (Οδηγίες για την Ετοιμασία Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα ΄Εργα) Διατάγματος του 2008, (Κ.Δ.Π. 420/2008), για μη τήρηση της προθεσμίας υποβολής ένστασης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου και για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Προδικαστική ένσταση σε σχέση με το εμπρόθεσμο της προσφυγής εγκαταλείφθηκε, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος, που έφερε το σχετικό βάρος της απόδειξης, δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό των αιτητών ότι αυτοί έλαβαν γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 30/11/2010.
Από πλευράς ενδιαφερομένου μέρους, προβάλλεται ο ισχυρισμός, ο οποίος υιοθετείται από τους καθ' ων η αίτηση, ότι οι αιτητές στερούνται του απαραίτητου για την άσκηση και προώθηση της προσφυγής τους προσωπικού, αμέσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος. Τα ακίνητά τους, εισηγείται, βρίσκονται σε μακρινή απόσταση από τις εγκεκριμένες ανεμογεννήτριες και στη Ζώνη Ειδικής Προστασίας ΄Αγριων Πτηνών, δεν εμπίπτουν σε οικιστική ζώνη, είναι επιταγμένα για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς - (πεδίο βολής) - δεν έχουν πρόσβαση σε δρόμο και παραμένουν αναξιοποίητα, ενώ δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί από αυτούς, οι οποίοι φέρουν το βάρος της απόδειξης, ο δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων τους από την υλοποίηση της προσβαλλόμενης ανάπτυξης. Ο όρος (512) της Πολεοδομικής ΄Αδειας ΛΑΡ/00147/2008, ο οποίος παρέμεινε σε ισχύ μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης Πολεοδομικής ΄Εγκρισης της 23/11/2010, προβλέπει ότι «Καμιά ανεμογεννήτρια να απέχει λιγότερο από 850μ. από ήδη καθορισμένο ΄Οριο Ανάπτυξης». ΄Αρα, ισχυρίζεται, οι αιτητές, εφόσον δεν έχουν αναφέρει την απόσταση των τεμαχίων τους από τις εγκεκριμένες ανεμογεννήτριες, απέτυχαν να αποδείξουν συγκεκριμένη βλάβη από την κατασκευή τους στη συγκεκριμένη τοποθεσία. Με αναφορά σε νομολογία, υποστηρίζει ότι η ιδιότητα του «περιοίκου» ή η απλή γειτνίαση της ιδιοκτησίας των αιτητών με την προσβαλλόμενη ανάπτυξη δε θεμελιώνει, αφ' εαυτής και αυτομάτως, έννομο συμφέρον προσβολής της προσβαλλόμενης απόφασης - (βλ. Ελπινίκη Νεοφύτου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 497/98, 19/2/03· Ρένος Βασιλειάδης ν. Δήμου Πέγειας κ.ά., Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1500/07 και 1501/07, 14/12/09· και Θωμάς Λοΐζου Ιωσήφ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 535/07, 29/1/09).
Αναφορικά με το θέμα των επιπτώσεων στο περιβάλλον, οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν στη Γνωμάτευση της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος που δόθηκε για την Αίτηση Πολεοδομικής ΄Αδειας ΛΑΡ/00147/2008 - (Παράρτημα VII στην ένστασή τους) - η οποία παραπέμπει στη Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον που υποβλήθηκε στις 19/3/2008, τα συμπεράσματα της οποίας ήταν ότι «... οι δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις από την κατασκευή και λειτουργία του προτεινόμενου έργου είναι περιορισμένες, βραχυπρόθεσμες και αναστρέψιμες, ενώ δύναται να αντιμετωπιστούν με συγκεκριμένα μέτρα». Εισηγούνται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ των θετικών και των αρνητικών επιπτώσεων από την κατασκευή ενός έργου και δεν αρκεί η γενική και αόριστη επίκληση περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και επηρεασμού των ανέσεων των κατοίκων - (βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Θεοδώρου Λάρνακας κ.ά. ν. Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ), Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 259/07 και 282/07, 8/10/09).
Η θέση των αιτητών είναι ότι αυτοί, λόγω της γειτνίασης της περιουσίας τους με το χώρο ανέγερσης του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου, νομιμοποιούνται στην έγερση και προώθηση της παρούσας προσφυγής. Κατά την άποψή τους, το θέμα της εκμετάλλευσης και χρήσης των ακινήτων τους δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον τους, εφόσον, με την προσβαλλόμενη πράξη, μειώνεται ουσιωδώς η αξία τους και η δυνατότητα μελλοντικής αξιοποίησής τους. Εισηγούνται, επίσης, ότι η εγγύτητα των τεμαχίων τους με το αιολικό πάρκο είναι αναμφισβήτητη.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Τα τεμάχια των αιτητών, στα οποία δεν υπάρχουν οικοδομές, βρίσκονται, όπως προκύπτει από τα διάφορα τοπογραφικά και χάρτες που παρουσιάστηκαν, εντός των ορίων του πεδίου ασκήσεων και βολής Καλού Χωριού και της Ζώνης Ειδικής Προστασίας ΄Αγριων Πτηνών. Δεν υπάρχει, από πλευράς αιτητών, αντίθετη μαρτυρία ή στοιχεία, από τα οποία να πιθανολογείται συγκεκριμένος επηρεασμός των συμφερόντων τους. Υπό τις περιστάσεις, δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασης ενδεχόμενης ύπαρξης συμφέροντός τους για την προστασία των όρων διαβίωσής τους, από περιβαλλοντικής άποψης, στη συγκεκριμένη περιοχή, όπως ήταν η περίπτωση στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73. Ο ισχυρισμός για νομιμοποίησή τους με μόνη την ιδιότητα του γείτονα ή του περιοίκου, όπως προβάλλεται - κατά τρόπο γενικό - βρίσκεται σε αντίθεση με τη σταθερή νομολογιακή αρχή ότι η ιδιοκτησία γειτνιάζοντος ακινήτου με ακίνητο για το οποίο δίδεται πολεοδομική άδεια ή άδεια οικοδομής δε δημιουργεί, αυτομάτως και από μόνη της, έννομο συμφέρον υπέρ του ιδιοκτήτη της, για προσβολή των εν λόγω αδειών με αίτηση ακυρώσεως - (βλ. Thanos Club Hotels Ltd v. Επιστ. Τεχν. Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 323). Από πλευράς των αιτητών, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε πληροφορία για την απόσταση των τεμαχίων τους από τις εγκεκριμένες ανεμογεννήτριες ενώ ο ισχυρισμός για μείωση της οικονομικής τους αξίας ή επηρεασμό μελλοντικής ανάπτυξής τους δεν έχει υποστηριχθεί από οποιαδήποτε μαρτυρία. Τέλος, δεν έχει εξειδικευθεί ποια είναι η βλάβη που αυτοί θα υποστούν από την κατασκευή των ανεμογεννητριών στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβάλλει, σε κάθε περίπτωση, την εξειδίκευση του εννόμου συμφέροντος - (βλ. Οικονομίδης ν. Επιτρ. Δημ. Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 928, όπου λέχθηκε:- (σελ. 932)
«Η ιδιότητα του περίοικου καθαυτή δεν φτάνει για να μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου με προσφυγή, γιατί η σύγχρονη έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει τη λαϊκή αγωγή.»
Στη Θωμάς Λοΐζου Ιωσήφ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω), που επικαλέστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, η οποία αφορούσε κατασκευή βιολογικού σταθμού επεξεργασίας χοιρολυμάτων, οι αιτητές, που δεν ήταν άμεσοι αποδέκτες της πράξης, θα έπρεπε να πιθανολογήσουν ότι, από την έγκριση της πολεοδομικής άδειας για την κατασκευή του συγκεκριμένου βιολογικού σταθμού, θίγονταν τα δικά τους συμφέροντα, ως περιοίκων ή ιδιοκτητών ακινήτων που επηρεάζονταν δυσμενώς. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτοί απέτυχαν να πιθανολογήσουν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια, που να προέκυπτε άμεσα από την εκεί προσβαλλόμενη πράξη και, συνεπώς, ότι στερούνταν εννόμου συμφέροντος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση στην πιο πάνω υπόθεση - (βλ. Θωμάς Λοΐζου Ιωσήφ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 35/09, 23/3/12, ανέφερε τα εξής:-
«Στη σελ. 8 της απόφασής του ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα πιο κάτω:
'Η ακίνητη περιουσία των αιτητών, προς την οποία συναρτάται το έννομο συμφέρον τους, δεν χρησιμοποιείται ως κατοικία από κανένα. Η περιουσία αυτή βρίσκεται εντός γεωργικών/ κτηνοτροφικών ζωνών όπου οι συντελεστές δόμησης είναι απαγορευτικοί για κάθε οικιστική ανάπτυξη. Συνεπώς, αφού δεν συντρέχει οικιστική χρήση των εν λόγω γειτονικών προς την επίδικη ανάπτυξη ακινήτων, οι αιτητές, ως οι ιδιοκτήτες των εν λόγω ακινήτων, δεν νομιμοποιούνται ως 'περίοικοι' ούτε πιθανολογείται άμεσος επηρεασμός των ανέσεών τους από οχληρία που ενδεχομένως θα προκληθεί εξαιτίας της προτεινόμενης ανάπτυξης.'
Το πιο πάνω απόσπασμα μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και θεωρούμε πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτή την κατάληξη του Δικαστηρίου. Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου πως οι αιτητές απέτυχαν να πιθανολογήσουν βλάβη από οποιαδήποτε γειτνίαση ή να καταδείξουν δυσμενή επηρεασμό από τις αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες. ΄Οπως επίσης και με τη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε πιθανολόγηση επηρεασμού όσον αφορά την οικιστική αξιοποίηση των ακινήτων τους, αφού στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για κτήματα που βρίσκονται σε γεωργική/κτηνοτροφική ζώνη, χωρίς να είναι γνωστό πόσο απέχουν από την οικιστική και, έτσι, οι δυνατότητες αξιοποίησής του είναι μηδαμινές στο παρόν στάδιο, ώστε να θεωρηθεί ότι η επέμβαση μειώνει ουσιωδώς την αξία τους. Επίσης, ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι η οχληρία από τη δυσοσμία που ενδεχομένως προκαλείται πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με το χαρακτήρα των τεμαχίων των αιτητών ως γεωργικής /κτηνοτροφικής γης για να θεωρηθεί ως περιβαλλοντική συνέπεια. Η ίδια Περιβαλλοντική Αρχή, μέσα από όρους που έθεσε και έγιναν εξ ολοκλήρου αποδεκτοί, φαίνεται να θεωρούσε ότι η διαχείριση των αποβλήτων από τις κτηνοτροφικές μονάδες μέσω του βιολογικού σταθμού θα ελαχιστοποιούσε τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
΄Οσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι με τη δημιουργία βιολογικών σταθμών θα παρατεινόταν η λειτουργία των χοιροτροφικών μονάδων επ' άπειρον, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1998) 3 Α.Α.Δ. 210, και συγκεκριμένα στο πιο κάτω απόσπασμα:
'Εξετάζεται ακολούθως το κατά πόσο θεμελιώνεται εν προκειμένω το επικαλούμενο έννομο συμφέρον με αναφορά στα όσα προτείνονται ως στοιχεία που συνθέτουν δυσμενή επηρεασμό. Το βάρος το έχουν βέβαια οι αιτητές. Το θέμα εμφανίζεται να συνίσταται στην εκτίμηση δύο προδιαγραφομένων, εκ της χορήγησης άδειας, δεδομένων. Το πρώτο είναι η σημαντική μείωση της νυν προκαλούμενης οχληρίας. Το δεύτερο είναι η παράταση ζωής του τουβλοποιείου. Η θέση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου ότι θα επέλθει δυσμενής επηρεασμός στηρίζεται στην άποψη, που εξήγησε ο συνήγορος του, ότι η συνάρτηση μεταξύ των δύο δεδομένων απολήγει σε αρνητικό αποτέλεσμα για το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, θα είναι επαχθέστερη η μικρότερη οχληρία για μεγαλύτερο διάστημα παρά η μεγαλύτερη για μικρότερο. Είναι μία άποψη σεβαστή που δικαιολογεί προβληματισμό. Πάντως, το ισοζύγιο είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς στην απουσία εξειδίκευσης των δεδομένων σε μεγέθη, ύψους οχληρίας και χρόνου. Εκείνο όμως που εν τέλει βαραίνει στη σκέψη μας είναι το ότι με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς της ζώνης στην οποία βρίσκεται το τουβλοποιείο - και η νομιμότητα αυτού του καθεστώτος δεν αμφισβητήθηκε - η διάρκεια ζωής υφισταμένων βιομηχανικών μονάδων δεν είχε χρονικό περιορισμό, πτυχή που υπογραμμίζεται από την πρόνοια για τη δυνατότητα μερικής έστω επέκτασης τους. Ελλείπει λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, έρεισμα για την επιδίωξη εκδίωξης βιομηχανικών μονάδων με τη στέρηση δυνατοτήτων που θα ήταν άλλως εφικτές στη βάση του τεθέντος καθεστώτος. ΄Ο,τι κατ' ακολουθίαν απομένει είναι η διαπίστωση πως ενόψει της βελτίωσης που θα επέλθει με την ουσιαστική μείωση της οχληρίας, η κοινότητα δεν επηρεάζεται δυσμενώς από τη χορήγηση άδειας. Συνεπώς, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου στερείται εννόμου συμφέροντος.'
Υιοθετούμε το σκεπτικό της απόφασης του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, θεωρούμε πως, έστω και αν πιθανολογείται επηρεασμός και, κατ' ακολουθία, ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης, δεν έχει, τελικά αποδειχθεί οποιοσδήποτε πραγματικός επηρεασμός στις περιουσίες των εφεσειόντων ή στους ιδίους.»
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ