ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1394/2011)
22 Οκτωβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΑΡΘΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτήτριες
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Κ. Κλεάνθους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προσφυγή επιδιώκει, όπως επί λέξει αναφέρεται στην παρ. Α των θεραπειών, το εξής:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της καθ΄ ης η αίτηση να εξετάσει και/ή να ικανοποιήσει ή να απορρίψει το αίτημα που υποβλήθηκε από τις Αιτήτριες στις 21.2.2011 όπως επαναλήφθηκε στις 5.5.11, για εγγραφή και/ή συμπερίληψη τους στον πίνακα διοριστέων εκπαιδευτών Ειδικών Μαθησιακών, Νοητικών, Λειτουργικών και Προσαρμοστικών Δυσκολιών, (παρά την ακυρωτική απόφαση ημερ. 18.5.2009 στην προσφυγή 1246/2007 που εφαρμόζεται erga omnes άρα και στην περίπτωση των Αιτητριών) είναι άκυρη, παράνομη, βλαπτική και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πώς ότι παραλήφθηκε, θα πρέπει να διαταχθεί να διενεργηθεί.»
Η επιστολή του δικηγόρου των αιτητριών, ημερ. 21.2.2011, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα 9 στην ένσταση των καθ΄ ων, απευθύνθηκε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής «η Ε.Ε.Υ.»), αναφέρεται στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1246/2007, ημερ. 18.5.2009, η οποία αφορούσε άλλες διαφορετικές από την παρούσα υπόθεση αιτήτριες, παραθέτει απόσπασμα από τη σελ. 4 του σκεπτικού ως προς το ότι δύο άλλα πρόσωπα μετά από προφορική πληροφόρηση που είχαν από την Ε.Ε.Υ., δεν υπέβαλαν εντός του 2006 αιτήσεις για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων δασκάλων ειδικής εκπαίδευσης για παιδιά με νοητικά, συναισθηματικά και άλλα προβλήματα, και καταλήγει με τα ακόλουθα:
«Ζήτησαν να αρθεί αυτό το σφάλμα κατ΄ επανάληψη πλην χωρίς αποτέλεσμα.
Εσωκλείω ενδεικτικά ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) που απέστειλε η μια εκ των πελατισσών μου, (επισύναψη Α) όπως της ζητήθηκε μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις και / ή συναντήσεις στην ΕΕΥ και/ή με μέλη της, το οποίο μιλά από μόνο του.
Γι αυτό διεκδικούν την ίδια μεταχείριση που έτυχαν οι αιτήτριες στην πιο πάνω προσφυγή, ιδιαίτερα μετά και την έκθεση της Επιτρόπου περί την εν λόγω υπόθεση.
Βέβαιος για την άμεση ανταπόκριση σας.»
Ακολούθησε η επιστολή ημερ. 5.5.2011, όπου αναφέρεται ότι δεν υπήρξε απάντηση, με την παράκληση όπως επισπευσθεί η «διαδικασία προώθησης και εξέτασης του εν λόγω παραπόνου».
Μέσα στα πιο πάνω δεδομένα, η Ε.Ε.Υ. δικαίως παραπονείται μέσω των διαφόρων προδικαστικών της ενστάσεων ότι το αίτημα της παρ. Α είναι ασαφές και δεν προκύπτει από αυτό ποια ακριβώς είναι η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Αυτό είναι πρόδηλο εφόσον οι αιτήτριες, μέσω πάντοτε του δικηγόρου τους, δεν θέτουν με ακρίβεια κάποιο συγκεκριμένο αίτημα στην επιστολή τους ημερ. 21.2.2011. Ζητούν, για παράδειγμα, την άρση του σφάλματος, το οποίο αναφέρεται, όπως γίνεται αντιληπτό, στο γεγονός ότι δεν είχαν υποβάλει αίτηση το 2006 στη βάση λανθασμένης, κατ΄ ισχυρισμόν, πάγιας τακτικής που είχε κοινοποιηθεί προφορικά από την Ε.Ε.Υ. Η επιστολή όμως στάληκε στην Ε.Ε.Υ. το 2011 και δεν ήταν δυνατόν πλέον να υποβληθεί αίτηση το 2006. Πρέπει δε να λεχθεί ότι το απόσπασμα από την απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1246/2007, που παρατέθηκε στην επιστολή των αιτητριών ημερ. 21.2.2011, δεν αποτελούσε ούτε το ratio decidendi της απόφασης, ούτε και ήταν αυτή η βάση της ακύρωσης. Το απόσπασμα αφορά στο τι η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψη της, ενώ η ακύρωση αποφασίστηκε στη βάση του ότι ενώ αρχικά είχαν αναγνωριστεί τα πτυχία των εκεί αιτητριών, στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. ανακάλεσε τη θέση της, λόγω ενστάσεων από άλλες υποψήφιες, χωρίς να τους δώσει το δικαίωμα να ακουστούν, κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασης κατά το άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Η ακύρωση συνεπώς δεν σχετιζόταν καθόλου με το δεδομένο που φαίνεται να έλαβε υπόψη η Ε.Ε.Υ. ότι δηλαδή κάτι λέχθηκε προφορικά σε δύο άλλες υποψήφιες, τις Ζαχαρίου και Θεοδώρου, ώστε να μην υποβάλουν αίτηση το 2006, ενώ βεβαίως παρατηρείται ότι οι Ζαχαρίου και Θεοδώρου δεν ήταν καν οι αιτήτριες σε εκείνη την προσφυγή.
Επισυνάπτει ο κ. Αγγελίδης στην επιστολή ημερ. 21.2.2011 και ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε στην Ε.Ε.Υ., η πρώτη αιτήτρια. Σ΄ αυτό αναφέρεται ότι πληροφορήθηκε από την Ε.Ε.Υ. όταν τελείωσε το μεταπτυχιακό της το 2006 στην ειδική εκπαίδευση. ότι δεν μπορούσε να εγγραφεί στον κατάλογο Μαθησιακών Νοητικών, Λειτουργικών και Προσαρμοστικών Δυσκολιών και, επομένως, το κατέθεσε στην ειδικότητα της λογοθεραπείας. Συνεχίζει όμως να λέει ότι στις 23.3.2010 κατέθεσε το μεταπτυχιακό της στον κατάλογο των ειδικών Μαθησιακών κλπ, Δυσκολιών και ζητούσε να πληροφορηθεί αν εκ μέρους της χρειαζόταν οποιαδήποτε διαδικασία για να είναι στο νέο κατάλογο με βάση την ημερομηνία του μεταπτυχιακού της. Αυτή η αναζήτηση πληροφορίας ουδόλως βέβαια συνάδει με το αιτητικό της προσφυγής, όπως θα αναφερθεί και αργότερα. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη επιστολή ή αίτημα από τη δεύτερη αιτήτρια.
Εισηγείται ο κ. Αγγελίδης στην απαντητική του αγόρευση απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ ων περί ασάφειας, έλλειψης εννόμου συμφέροντος και μη ύπαρξης εκτελεστής διοικητικής πράξης, ότι η απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1246/2007 ισχύει και εφαρμόζεται erga omnes (έναντι πάντων) και άρα καλύπτει και τις παρούσες αιτήτριες. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης αυτή ισχύει έναντι πάντων και σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης έναντι του αιτούντος (άρθρο 59(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99). Αυτό, όμως, ισχύει εφόσον «υπάρχει από το αναθεωρητικό Δικαστήριο κρίση επί της ουσίας της διαφοράς με την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων (ώστε) να προκύπτει δέσμευση», (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, σελ. 298). Εδώ η κρίση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1246/2007 και το λειτουργικό μέρος ή εύρημα της δεν αφορούσε οποιοδήποτε δεδομένο παραπληροφόρησης από την Ε.Ε.Υ. Επομένως δεν δημιουργήθηκε δέσμευση διορισμού των εδώ αιτητριών σε κατάλογο διοριστέων όπως τώρα και εκ των υστέρων μετά την πάροδο ετών εισηγούνται, (Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 515/93, ημερ. 19.1.1998 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).
Όπως εξηγήθηκε και στη συναφή υπόθεση Άντρη Νικολαΐδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, αρ. 850/2011, ημερ. 28.6.2013, του παρόντος Δικαστηρίου, η Ε.Ε.Υ. είχε μόνο την υποχρέωση να δώσει δικαίωμα ακρόασης στις αιτήτριες μετά την επιτυχή προσφυγή αρ. 1248/07, όπως και έπραξε στη συνέχεια, ώστε να μην υπάρχει έδαφος αποκατάστασης αναδρομικά των αιτητριών στον ανάλογο Πίνακα Διοριστέων Φεβρουαρίου 2007, ως οι αιτήτριες στη συνέχεια επεδίωξαν με την προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 850/2011. Οι αιτιάσεις για παράλειψη συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, απερρίφθησαν, καθώς και η ίδια η προσφυγή, το αποτέλεσμα της οποίας δεν εφεσιβλήθη.
Καταρρέει, επομένως, το υπόβαθρο της παρούσας αίτησης ακυρώσεως ως προς το αίτημα των αιτητριών για «άρση του σφάλματος» που συναρτάται, όπως ήδη λέχθηκε, στην επιστολή ημερ. 21.2.2011, με το ότι οι αιτήτριες (ή τουλάχιστον μια εξ αυτών), δεν υπέβαλαν αίτηση το 2006.
Ζητείται επίσης με την εν λόγω επιστολή ίση μεταχείριση με τις αιτήτριες στην προσφυγή αρ. 1246/2007, χωρίς να διευκρινίζεται ποια είναι η μεταχείριση. Στο αιτητικό της προσφυγής γίνεται αναφορά σε αίτημα για εγγραφή στον κατάλογο διοριστέων εκπαιδευτικών ειδικών μαθησιακών κλπ δυσκολιών, (για ποιο χρόνο ουδόλως αναφέρεται), παρόλο που αυτό δεν εξάγεται με την απαραίτητη νομική ακρίβεια από την επιστολή ημερ. 21.2.2011 ή την επαναληπτική της, ημερ. 5.5.2011.
Στην αγόρευση τους οι αιτήτριες κάνουν εκτενή λόγο για απόφαση της Ε.Ε.Υ. ημερ. 11.10.2010 ως το Παράρτημα 9 της ένστασης με την οποία κλήθηκαν, όταν υπέβαλαν αίτηση ημερ. 23.3.2010, για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών για την ειδικότητα Ειδικού εκπαιδευτικού, να αποταθούν στο ΚΥΣΑΤΣ διατυπώνοντας παράπονο ως προς το εσφαλμένο και άκυρο της εν λόγω απόφασης της Ε.Ε.Υ. να ζητήσει από τις αιτήτριες πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων Bachelor και Master στην Ειδική Παιδαγωγική - Λογοπαιδική (Λογοθεραπεία) και Ειδική Παιδαγωγική - Παιδαγωγική για παιδιά με διανοητική ανεπάρκεια, με πτυχία πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο σπουδών Ειδικών Εκπαιδευτικών (Ειδικών, Μαθησιακών, Νοητικών, Λειτουργικών και Προσαρμοστικών Δυσκολιών), και έκδοση σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης.
Δεν είναι όμως αυτή η προσβαλλόμενη πράξη. Οι αιτήτριες δεν προσβάλλουν με την προσφυγή τους αυτή τη θέση της Ε.Ε.Υ. που αναφέρεται στην πιστοποίηση των πτυχίων των αιτητριών από το ΚΥΣΑΤΣ. Η προσφυγή θα μπορούσε απλά να στρεφόταν κατά ρητό και σαφή τρόπο εναντίον της απόφασης αυτής της Ε.Ε.Υ. ημερ. 11.10.2010, κάτι το οποίο βεβαίως δεν πράττουν. Και δεν είναι νοητό να ελέγχεται πράξη διάφορη, παρεμφερής ή ακόμη και πιθανώς εξυπακουόμενη από το λεκτικό που οι αιτήτριες επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν ως αιτητικό ακύρωσης στην προσφυγή αυτή. Ουδόλως εξάγεται τέτοια εμβέλεια ελέγχου της εισήγησης της Ε.Ε.Υ. να ζητήσει πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ από την προσφυγή, στην οποία, προστίθεται, καμιά απολύτως αναφορά δεν γίνεται στους 14 συναπτούς λόγους ακύρωσης, όπως επίσης ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται και στα γεγονότα επί των οποίων αυτή στηρίζεται. Το Δικαστήριο συνεπώς δεν είναι διατεθειμένο να εξετάσει οτιδήποτε έξω από το ίδιο το λεκτικό και αιτητικό της προσφυγής και τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται.
Ο,τιδήποτε λοιπόν αναφέρεται σε πιστοποίηση της ισοτιμίας των πτυχίων των αιτητριών από το ΚΥΣΑΤΣ και παρείσφρυσαν στην αγόρευση τους, δεν μπορούν να εξεταστούν. Τα περί δέουσας έρευνας, μη αιτιολογίας και τα συναφή, ουδόλως σχετίζονται με την αιτηθείσα στην προσφυγή θεραπεία. Ιδιαιτέρως τα όσα περαιτέρω επιχειρηματολογεί ο συνήγορος με αναφορά στην παραβίαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και της 2005/36/ΕΚ που την αντικατέστησε και του Νόμου αρ. 179(Ι)/2002, που επίσης ουδόλως μνημονεύονται στους νομικούς λόγους της προσφυγής.
Τα όσα εν κατακλείδι αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητριών περί παραβίασης ίσης μεταχείρισης και καλής πίστης εκ μέρους της Ε.Ε.Υ., σε συνάρτηση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1246/07, δεν παρέχουν έρεισμα στην υπό κρίση υπόθεση. Το γεγονός ότι η Ε.Ε.Υ. μετά την ακυρωτική απόφαση και αφού άκουσε σε συμμόρφωση με το ratio decidendi της, τις αιτήτριες σε ακρόαση στις 18.11.2009 (μέρος του Παραρτήματος 10 στην ένσταση), αποφάσισε να αποδεχθεί τις Νικολαΐδη, Μιχαήλ και Μαξούτη (αιτήτριες στην πιο πάνω προσφυγή), στον πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2010, δεν σημαίνει και αυτόματο διορισμό των εδώ αιτητριών στην ίδια θέση. Ούτε και η επιστολή της αιτήτριας 1, ημερ. 11.10.2010, ζητά κάτι τέτοιο, όπως εκ των υστέρων εισηγείται ο συνήγορος της. Η Ε.Ε.Υ. εντός του δικαιώματος της και σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα άκουσε τις αιτήτριες στην πιο πάνω προσφυγή, μέσω του συνηγόρου τους, και εξέδωσε νέα απόφαση ως ανωτέρω.
Δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο κατ΄ αυτόματο τρόπο και για τις παρούσες αιτήτριες. Η αρχή της καλής πίστης και ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται για ομοειδείς καταστάσεις. Η. Ε.Ε.Υ. εντός των δικαιωμάτων της έκρινε ότι για να εξετάσει τις αιτήσεις των εδώ αιτητριών για διορισμό θα έπρεπε οι ίδιες να αποταθούν και να προσκομίσουν αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας των πτυχίων τους από το ΚΥΣΑΤΣ. Μετά την κατάθεση της ισοτιμίας, θα εξεταζόταν περαιτέρω η αίτηση τους. Πέραν του ότι η απόφαση αυτή της Ε.Ε.Υ. δεν προσβάλλεται, είναι βεβαίως και πληροφοριακού χαρακτήρα εφόσον γνωστοποιείται στις αιτήτριες τι χρειάζεται να προσκομίσουν για να εξεταστεί η αίτηση τους ημερ. 23.3.2010, η οποία να σημειωθεί ήταν εντελώς ασύνδετη με την απόφαση στην προσφυγή αρ. 1246/2007.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητριών και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ