ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 840/2011)
3 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») ημερ. 16.5.2011 να διορίσει από 15.1.2009 στη θέση Λειτουργού Αεροπλοϊμότητας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, το Ενδιαφερόμενο Μέρος («ΕΜ») Ανδρέα Γεωργιάδη αντί του αιτητή. Ο διορισμός ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 129/2009 ημερ. 18.4.2011, την οποία είχε καταχωρήσει ο αιτητής εναντίον του διορισμού του ιδίου ΕΜ.
Στην πιο πάνω απόφασή μου έκρινα πως η ΕΔΥ δεν έδωσε την οφειλόμενη πειστική αιτιολογία για την παρέκκλισή της από την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το ΕΜ δεν κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα. Και αυτό επειδή η απλή παραπομπή από την ΕΔΥ στις σχετικές βεβαιώσεις που προσκόμισε το ΕΜ, και οι οποίες βρίσκονταν και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν καθιστούσε αυτόματα την αιτιολογία πειστική.
Ο αιτητής υπηρετούσε ως συμβασιούχος Λειτουργός Αεροπλοϊμότητας στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας από την 1.5.2006.
Οι νομικοί ισχυρισμοί
Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει τη θέση πως ο αιτητής υπερέχει του ΕΜ σε προσόντα και πείρα, με ισότητα στην προφορική εξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή και στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Εισηγείται πως το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερέχει το ΕΜ είναι μια ελάχιστη διαφορά στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ (Εξαίρετος - Σχεδόν Εξαίρετος). Εάν δε το Δικαστήριο κρίνει ότι το ΕΜ δεν κατείχε το πλεονέκτημα, τότε ο αιτητής υπερέχει και στο πλεονέκτημα.
Αρχή θα γίνει από την εξέταση του ισχυρισμού πως το ΕΜ δεν κατέχει το πλεονέκτημα και πως υπό πλάνη η ΕΔΥ θεώρησε ότι η πείρα του ΕΜ ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Στο Σχέδιο Υπηρεσίας προβλέπεται πως «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Αεροναυτική ή στη Μηχανολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρονική Μηχανική ή Ηλεκτρονική Μηχανική Αεροσκαφών (Avionics), ή/και μονοετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό δεδικασμένο, αιτιολόγησε την κρίση της ότι το ΕΜ κατείχε το πλεονέκτημα, ως ακολούθως:-
«Η Επιτροπή, στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας, έλαβε υπόψη τα εξής στοιχεία:
(α) Βεβαιώσεις από τις Κυπριακές Αερογραμμές με ημερομηνίες 13.4.06 και 28.11.06, που είχε επισυνάψει αρχικά το ενδιαφερόμενο μέρος στην αίτηση του, με τις οποίες βεβαιούται ότι ο Γεωργιάδης απασχολήθηκε στις Κυπριακές Αερογραμμές, κατέχοντας τις ακόλουθες θέσεις: 15.11.78-31.1.81 Aircraft Engineer, 1.2.81-30.11.90 Licensed Aircraft Engineer, 1.12.90-17.5.98 Senior Licensed Aircraft Engineer και από 18.5.98 -30.9.03 Assistant Manager -Aircraft Maintenance. Με τη βεβαίωση ημερομηνίας 28.11.06 δίδεται αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων του Γεωργιάδη, όπου αναφέρεται ότι αυτός, από τις πιο πάνω θέσεις και ειδικά από τη θέση του Υπεύθυνου Συντήρησης Αεροσκαφών, ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση, διεύθυνση και αποτελεσματική λειτουργία του τομέα αυτού, τόσο στη βάση (base) όσο και σε υποσταθμούς (outstations). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο Γεωργιάδης, εκτός από τα καθήκοντα συντήρησης, ως υπεύθυνος του τομέα, εκτελούσε και επιθεωρήσεις αεροσκαφών καθώς και έλεγχο και επιτήρηση συντήρησης αεροσκαφών, (β) Το περιεχόμενο επιστολών από τη Δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους κ. Αγνή Ευσταθίου-Νικολετοπούλου με ημερομηνίες 29.4.11 και 9.5.11. Στις εν λόγω επιστολές, η κ. Ευσταθίου- Νικολετοπούλου επικεντρώνεται στην περίοδο από το 1998 μέχρι το 2004, κατά την οποία ο Γεωργιάδης κατείχε τη θέση Διευθυντή Συντήρησης Αεροσκαφών στις Κυπριακές Αερογραμμές, για την οποία απαιτείται σχετική έγκριση του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, επισυνάπτοντας και σχετική βεβαίωση του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με ημερομηνία 14.10.02. Όπως φαίνεται και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης, που η κ. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου επίσης επισύναψε στις πιο πάνω επιστολές της, ο Γεωργιάδης εκτελούσε ακριβώς τα ίδια καθήκοντα με αυτά της υπό εξέταση θέσης. Επίσης, όπως αναφέρεται στην επιστολή της κ. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ο Γεωργιάδης, σύμφωνα με σχετικά έγγραφα από την Freedom Airways, που επίσης επισυνάπτονται, διαθέτει πείρα λόγω και της απασχόλησης του ως Εξωτερικού Ελεγκτή από τον Οκτώβριο του 2006 μέχρι τον Ιανουάριο του 2009 για την Freedom Airways και ως Διευθυντή και Μηχανικού Ελέγχου Ποιότητας για την A.G. Airline Technical Services από το Μάρτιο του 2005 μέχρι το Μάρτιο του 2007, αφού ασκούσε, κατόπιν έγκρισης του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, καθήκοντα σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, δηλαδή με επιθεωρήσεις οργανισμών συντήρησης αεροσκαφών, προβαίνοντας σε επιθεωρήσεις βάσει των Κανονισμών PART145.
Η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη έγγραφο από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας ημερομηνίας 22.1.07, το οποίο διαβίβασε η κ. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο Γεωργιάδης διαθέτει εμπειρία 28 ετών στη Βιομηχανία των Αερομεταφορών (Air Transport Industry) κυρίως σε θέσεις συντήρησης αεροσκαφών, αλλά και ως Διευθυντής (Manager) Συντήρησης, που εξυπακούει οργάνωση εργασιών (Maintenance Organization).
Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται, επίσης, ότι ασχολείτο με συμβόλαια τεχνικής και εμπορικής φύσεως (technical/commercial contracts) και, επίσης, εκτελούσε ελέγχους ποιότητας (quality audits), συντάσσοντας και σχετικούς οδηγούς συντήρησης (Manuals).
Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι τεκμηριώνεται ότι ο ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Ανδρέας διαθέτει πείρα στις επιθεωρήσεις, ελέγχους, επιτήρηση και συντήρηση αεροσκαφών, στην υποβολή σχετικών εκθέσεων και ότι έχει συνεργαστεί με άλλους οργανισμούς για την παροχή επιτήρησης και συντήρησης αεροσκαφών και, ως εκ τούτου, διαθέτει το πλεονέκτημα.
Η Επιτροπή σημείωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η πείρα που απαιτείται ως πλεονέκτημα στην παρ.3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό εξέταση θέσης δεν είναι πείρα στα καθήκοντα της θέσης αλλά πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, σύμφωνα και με σχετική επί του θέματος νομολογία, δεν απαιτείται σύμπτωση μεταξύ δύο θέσεων (βλ. Α.Ε.3882 κ.ά Λέλλα Χ'Νέστορος ν. ΕΔΥ, ημερομηνίας 15.3.06, σελ.3 και 4, και Απόφαση στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ.920/07 κ.ά. Παναγιώτης Παναγιώτου κ.ά. ημερ. 5.11.10, σελ.48)».
Ο δικηγόρος του αιτητή στηρίζει τη θέση του πως το ΕΜ δεν κατέχει το πλεονέκτημα και πως υπό πλάνη η ΕΔΥ θεώρησε ότι η πείρα του ΕΜ ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας μεταξύ άλλων, σε επιστολή του Προϊσταμένου Μονάδας Ασφάλειας Πτήσεων, ο οποίος ήταν μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προς το Διευθυντή του Τμήματος, με την οποία εισηγείται ανανέωση των συμβάσεων του αιτητή και άλλου συμβασιούχου, μέχρις ότου το ΕΜ συμπληρώσει το πρόγραμμα εκπαίδευσης του και αποκτήσει τις απαιτούμενες εμπειρίες ούτως ώστε να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του. Περαιτέρω, στην επιστολή σημειώνεται πως το ΕΜ θα χρειαστεί περίπου δεκαοκτώ μήνες για να εκπαιδευτεί και να αποκτήσει την απαιτούμενη εμπειρία.
Κατά την εισήγηση, αυτό κατέστη αναγκαίο ακριβώς επειδή το ΕΜ δεν κατείχε πείρα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και κατά συνέπεια δεν κατέχει το πλεονέκτημα. Ο δικηγόρος του αιτητή προλαβαίνει διαμαρτυρία της δικηγόρου του ΕΜ για το μεταγενέστερο της ημερομηνίας της εν λόγω επιστολής παραπέμποντας σε νομολογία πως προσκομισθέν υλικό έστω και κατοπινό του ουσιώδους χρόνου δεν αγνοείται όταν είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το πραγματικό καθεστώς κάτω από το οποίο λήφθηκε η απόφαση, το δε τεκμήριο της κανονικότητας κάμπτεται στην περίπτωση (Χρύσανθου Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228).
Είναι η θέση της δικηγόρου του ΕΜ πως το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα το οποίο το ΕΜ παρακολούθησε και παλαιότερα πρέπει να επαναλαμβάνεται βάσει του νόμου κάθε τριετία και ο αιτητής θα έπρεπε να το επαναλάβει και ο ίδιος, μάλιστα ξεκινώντας κατά τον ίδιο χρόνο. Εάν δε θεωρηθεί πως το ΕΜ είναι λόγω της απειρίας που παρακολούθησε την εν λόγω εκπαίδευση στην οποία υποβλήθηκε και ο αιτητής, τότε θα πρέπει να αφαιρεθεί από τον υπολογισμό της έκτασης της πείρας του αιτητή στο Τμήμα η πιο πάνω περίοδος εκπαίδευσης με αποτέλεσμα ο αιτητής να διαθέτει μόνο σχεδόν τρεις μήνες και όχι τους απαιτούμενους τουλάχιστον 12 για σκοπούς υπολογισμού κατοχής του πλεονεκτήματος. Δεν υπήρξε αντίλογος από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή. Συνεπώς έστω και αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της εκτός ουσιώδους χρόνου εν λόγω επιστολής, αυτό δεν ενισχύει τη θέση του αιτητή. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί πως η ανάγκη για εκπαίδευση, στην οποία δεν αμφισβητείται πως όλοι οι λειτουργοί υποβάλλονταν, σημαίνει κατ' ανάγκη την έλλειψη συναφούς πείρας από μέρους του ΕΜ.
Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται περαιτέρω πως το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης διακρίνει μεταξύ της απαιτούμενης πενταετούς πείρας στη συντήρηση αεροσκαφών και της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης πείρας η οποία αποτελεί πλεονέκτημα. Η πείρα που ικανοποιεί το πλεονέκτημα δεν είναι πείρα στη συντήρηση αεροσκαφών. Μάλιστα, κατά τον ισχυρισμό, πείρα σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, «σίγουρα σημαίνει πείρα ως Λειτουργός Αεροπλοϊμότητας σε Αρχές Πολιτικής Αεροπορίας» την οποία το ΕΜ δεν διαθέτει. Και αυτό επειδή ο Επιθεωρητής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας διεξάγει ελέγχους στις εταιρείες και στο προσωπικό της με διαφορετικά κριτήρια από ό,τι ένας εσωτερικός ελεγκτής εταιρείας ο οποίος μάλιστα υπόκειται σε έλεγχο από τους Επιθεωρητές του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Παραπέμπει σχετικά στην Κυριάκου Ιορδάνου ν. Δήμου Έγκωμης, Προσφυγή αρ. 779/2008, ημερ. 12.10.2010 προς ενίσχυση της θέσης του πως η πείρα του πλεονεκτήματος δεν είναι ταυτόσημη με την απαιτούμενη πείρα.
Ο δικηγόρος του αιτητή επίσης αναλύει τα καθήκοντα της επίδικης θέσης όπως περιέχονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας επιχειρώντας να αποδείξει πως το ΕΜ δεν διαθέτει οποιοδήποτε από αυτά. Ειδικότερα, για λόγους που προβάλλει, εισηγείται πως η πείρα του ΕΜ σαν μηχανικός αεροσκαφών ή και Διευθυντής Συντήρησης Αεροσκαφών στις Κυπριακές Αερογραμμές δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το πλεονέκτημα της πείρας. Η δε πείρα του στη Freedom Airways ως Διευθυντής Ελέγχου Ποιότητας ακόμη και αν κριθεί σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, και πάλι το ΕΜ δεν θα ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος εφόσον δεν συμπλήρωσε ένα τουλάχιστον έτος σε τέτοια πείρα. Και αυτό καθότι το ΕΜ κατέγραψε στην αίτησή του ότι στην εν λόγω θέση εργάστηκε από το Μάρτιο του 2007 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων (25.2.2008). Επιπρόσθετα, η Freedom Airways έλαβε έγκριση από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας ως Εγκεκριμένος Φορέας Διαχείρισης Διαρκούς Αξιοπλοΐας την 8.10.2007, μόλις 4 μήνες πριν τη δημοσίευση της επίδικης θέσης. Συνεπώς η πείρα του ΕΜ, έστω και αν θεωρηθεί σχετική, ήταν διάρκειας 4 μηνών και όχι ενός έτους για σκοπούς πλεονεκτήματος. Το ΕΜ δεν είχε οποτεδήποτε εργοδοτηθεί σε οργανισμό διευθέτησης συντήρησης αεροσκαφών και άρα ήταν αδύνατο να έχει συναφή με την προβλεπόμενη από την παράγραφο 2(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας πείρα. Ως προς την πρόβλεψη της παραγράφου 2(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας και πάλιν το ΕΜ δεν διαθέτει την αναγκαία πείρα καθότι ο ίδιος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Freedom Airways προέβαινε μεν σε εσωτερικούς ελέγχους για τη διαπίστωση ότι ο οργανισμός συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της Πολιτικής Αεροπορίας αλλά δεχόταν τους ελέγχους από τους Επιθεωρητές του Τμήματος και συνεπώς δεν είχε την πείρα που ζητούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας για το πλεονέκτημα. Συνεπώς, κατά τον ισχυρισμό, τα καθήκοντα του ΕΜ στις Κυπριακές Αερογραμμές δεν ήταν τα ίδια με αυτά της επίδικης θέσης, όπως θεωρεί η δικηγόρος του ΕΜ. Ουδέποτε το ΕΜ, σύμφωνα πάντα με το δικηγόρο του αιτητή, εργάστηκε στο Τμήμα Ποιοτικού Ελέγχου των Κυπριακών Αερογραμμών «όπου διεξάγονται συναφείς εσωτερικοί έλεγχοι που ενδεχομένως να είχαν σχέση με την πείρα που ζητά το Σχέδιο Υπηρεσίας».
Το ΕΜ διαθέτει, όπως προκύπτει και από βεβαιώσεις του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας στις οποίες η ΕΔΥ αναφέρθηκε, 28ετή πείρα στη συντήρηση αεροσκαφών (30ετή μέχρι την τελευταία ημέρα υποβολής αίτησης, σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής). Καθώς αντιλαμβάνομαι, η πιο πρόσφατη από τις δύο βεβαιώσεις του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, αυτή της 22.1.2007, εκδόθηκε για θέση Διευθυντή Ποιότητας ("Quality Manager"). Η πείρα στην οποία αναφέρεται η εν λόγω βεβαίωση παραπέμπει, μεταξύ άλλων, όπως επισημαίνει η δικηγόρος του ΕΜ, σε πολλούς ελέγχους ποιότητας ("many quality audits"). Τους ελέγχους αυτούς προφανώς το ΕΜ, ενόψει της ημερομηνίας έκδοσης της εν λόγω βεβαίωσης, τους εκτέλεσε πριν το διορισμό του ως Διευθυντής Ποιοτικού Ελέγχου στη Freedom Airways ο οποίος έλαβε χώρα, όπως το ΕΜ εισηγείται, τον Ιανουάριο του 2007 και για την προκύψασα πείρα από τον οποίο ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται, για λόγους που προβάλλει, πως δεν εκτείνεται στο απαιτούμενο ένα έτος. Συνεπώς, η συναφής με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης πείρα του ΕΜ δεν πηγάζει μόνο από την εργασία του στη Freedom Airways αλλά και από προηγουμένως και ως εκ τούτου είμαι της γνώμης ότι δόθηκε η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία από την ΕΔΥ η οποία κατά παρέκκλιση από την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έκρινε ότι το ΕΜ διαθέτει το πλεονέκτημα.
Στη συνέχεια θα εξεταστεί ο ισχυρισμός του αιτητή πως η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη ως προς τα προσόντα των διαδίκων και παρέλειψε να δώσει συγκεκριμένη βαρύτητα στα προσόντα αυτά.
Ειδικότερα, προβάλλεται η θέση πως ενώ ο αιτητής, πέραν του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας Διπλώματος - Άδεια Μηχανικού Αεροσκαφών - την οποία το ΕΜ επίσης διαθέτει, διαθέτει και Δίπλωμα Μηχανολόγου Μηχανικού του ΑΤΙ το οποίο αναγνωρίζεται ως πανεπιστημιακού επιπέδου (Ανωτάτης Εκπαίδευσης), BSc Μηχανολόγου Μηχανικού που του πιστώθηκε ως πλεονέκτημα και άλλα προσόντα τα οποία καταγράφονται στον πίνακα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ΕΔΥ θεώρησε τους διάδικους ισοδύναμους. Περαιτέρω, η ΕΔΥ δεν καθόρισε ποια ακριβώς βαρύτητα έδωσε στα πρόσθετα προσόντα του αιτητή.
Η δικηγόρος του ΕΜ αμφισβητεί ότι το δίπλωμα του αιτητή από το ΑΤΙ είναι πανεπιστημιακού επιπέδου και ορθά, κατά τη γνώμη μου εισηγείται πως οι επικαλούμενες από το δικηγόρο του αιτητή πρόνοιες του άρθρου 14(Α)(2) του Νόμου 1(Ι)/2004 δεν αφορούν στην επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων αλλά σκοπεύουν στην ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών ώστε να θεωρείται βασικός τίτλος σπουδών για μεταπτυχιακούς σκοπούς χωρίς να προεξοφλείται η αναγνώρισή τους για επαγγελματικούς σκοπούς χωρίς την εμπλοκή του ΚΥΣΑΤΣ, του κατά νόμο αρμόδιου οργάνου αξιολόγησης των τίτλων σπουδών (Πέρδικου ν. ΕΕΥ, Υπόθεση αρ. 267/2009, ημερ. 8.10.2010). Εξάλλου, διαφορετική αντιμετώπιση θα σήμαινε πως το Δικαστήριο καλείται πρωτογενώς να προβεί σε αναγνώριση τίτλου σπουδών.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή διαμαρτύρεται, όχι απαντώντας με αντεπιχείρημα στην πιο πάνω εισήγηση, αλλά προβάλλοντας την άποψη ότι η δικηγόρος του ΕΜ εμποδίζεται από του να εγείρει στην παρούσα το πιο πάνω θέμα εφόσον στην αγόρευσή της στα πλαίσια της προσφυγής 129/2009 δεν ήγειρε «τέτοιο λόγο». Παραπέμπει σχετικά στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Δημοκρατία ν. Αργυρού κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 832 σύμφωνα με τις οποίες «δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί», οι οποίες όμως κατά τη γνώμη μου, δεν ενισχύουν τη θέση του εφόσον αναφέρονται σε θέματα τα οποία για πρώτη φορά εγείρονται ως ισχυρισμοί για ακύρωση της πράξης και όχι για υπεράσπισή της.
Περαιτέρω, ενόψει της δεκατετράμηνης διάρκειας του BSc του αιτητή έχω την άποψη ότι δεν μπορεί ευλόγως να προβάλλεται επιχείρημα πως αυτό είναι ανεξάρτητο του Διπλώματος του ΑΤΙ. Ο αιτητής θεωρεί πως η απόδοση σ' αυτόν του πλεονεκτήματος έγινε στη βάση του BSc του, το στοιχείο το οποίο, υπό άλλες περιστάσεις, θα μπορούσε να του προσέδιδε υπεροχή έναντι του ΕΜ. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρώ πως ορθά η ΕΔΥ θεώρησε τους διάδικους ίσους σε προσόντα στην απουσία πλάνης στην κρίση της.
Ο αιτητής, ενώ με την αίτηση του δεν εγείρει λόγο ακυρότητας ως προς το μη αναγνωρίσιμο του Διπλώματος του ΕΜ που εκδόθηκε από το Chelsea College, εγείρει ένα τέτοιο θέμα στην απαντητική του αγόρευση. Κατ' αρχάς το θέμα δεν μπορεί να τεθεί, χωρίς να προσδιοριστεί προηγουμένως στο δικόγραφο της προσφυγής ως επίδικο θέμα και να συνδεθεί με ένα από τα νομικά σημεία της. Εν πάση περιπτώσει, η παρουσίαση από το δικηγόρο του ΕΜ της Βεβαίωσης του Υπουργείου Παιδείας, ημερ. 4.9.1975 (Τεκμήριο 3), ξεκαθαρίζει ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα εμπίπτει στην κατηγορία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Ακολούθως, ο αιτητής εισηγείται πως η πλάνη της ΕΔΥ εκτείνεται και στην πείρα του αιτητή η οποία παρά το ότι είναι υπέρτερη και προσθέτει στην αξία του, παρασιωπήθηκε. Συγκεκριμένα, είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι εάν θεωρηθεί ότι είναι το BSc του που υπολογίστηκε για σκοπούς πλεονεκτήματος, τότε η περίπου δυόμιση χρόνια πείρα του προσθέτει στην αξία του και ως προς αυτήν την πείρα η ΕΔΥ δεν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά. Ορθά διευκρινίζει πως, ενόψει του ότι ως πλεονέκτημα μετρά μόνο το ένα προσόν (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 9/2003, ημερ. 28.3.2005), και ως προς τον αιτητή υπολογίστηκαν τόσο η πείρα του όσο και το BSc του, μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω πως η πείρα του προσθέτει στην αξία του.
Η πιο πάνω κατάληξη αναφορικά με την από μέρους του ΕΜ κατοχή πλεονεκτήματος και η νόμιμη και επαρκής αιτιολογία την οποία η ΕΔΥ έδωσε ως προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από την οποία διαφάνηκε πως η συναφής πείρα του ΕΜ δεν περιορίζεται στην τελευταία, πριν το διορισμό του θέση, κατά τη γνώμη μου αποκρυσταλλώνει και το ζήτημα της έκτασης της πείρας του ΕΜ που δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι εκτείνεται μόνο στα δυόμιση χρόνια της πείρας του αιτητή. Θεωρώ συνεπώς, πως ο ισχυρισμός του αιτητή ότι υπερέχει έναντι του ΕΜ σε πείρα η οποία παραγνωρίστηκε, δεν ευσταθεί.
Εκείνο που απομένει πλέον είναι η πράγματι οριακή υπεροχή μεταξύ του Εξαίρετος του ΕΜ και του Σχεδόν Εξαίρετος του αιτητή στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Ενόψει της κατά τα λοιπά ισοδυναμίας των μερών, θεωρώ πως ευλόγως η οριακή αυτή υπεροχή καθόρισε το αποτέλεσμα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ