ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 77/2011)
3 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΤΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Γ. Θωμά, για τον Αιτητή.
Α. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 2.11.2010, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 8.11.2010 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για συνέχιση παροχής σύνταξης ανικανότητος και τερμάτιζε την παροχή σύνταξης ανικανότητας, την οποία λάμβανε ο αιτητής από την 1.1.2007, και ζητείτο από τον αιτητή να επιστρέψει το ποσό των €29.994,07.-, το οποίο του καταβλήθηκε την περίοδο 2007-2009 ως σύνταξη ανικανότητας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Καταρχάς παρατηρώ ότι με το αιτητικό της προσφυγής ουσιαστικά ζητούνται τρεις ακυρωτικές αποφάσεις:
(α) Αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για συνέχιση παροχής σύνταξης ανικανότητας.
(β) Αναφορικά με τον τερματισμό παροχής σύνταξης ανικανότητας, και
(γ) Αναφορικά με επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού ως καταβληθέντος παράνομα.
Είναι θεμελιωμένο ότι με το δικόγραφο της προσφυγής μόνο μια διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί εκτός εάν προσβάλλονται δύο ή περισσότερες συναφείς πράξεις. Δύο πράξεις θεωρούνται συναφείς όταν η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν και οι δύο αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 274, Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση , σελ. 357 και Ν. Χρ. Χαραλάμπους, «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση, σελ. 42).
Εκείνο που προσβάλλεται στην παρούσα περίπτωση είναι η απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που περιλαμβάνεται στην επιστολή της ημερ. 2.11.2010 (Παράρτημα 11 στην ένσταση), προς τον κ. Γιαννάκη Θωμά, δικηγόρο του αιτητή και τότε Βουλευτή Λεμεσού, σε απάντηση της επιστολής του ημερ. 29.12.2009, αναφορικά με τη σύνταξη ανικανότητας του αιτητή. Στην επιστολή εκείνη δεν γίνεται οποιοσδήποτε λόγος για επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού και επομένως το ζήτημα της επιστροφής του προαναφερόμενου ποσού δεν θεωρώ ότι νόμιμα προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Το ζήτημα εκείνο ήταν αντικείμενο προηγούμενης αλληλογραφίας και συγκεκριμένα αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 23.10.2009 προς τον αιτητή, η οποία υπογράφεται από την κα. Μαρία Κυριάκου για Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παράρτημα 6 στην ένσταση). Δεδομένου ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 19.1.11 και ενόψει των προαναφερομένων περιστάσεων, θεωρώ ότι η απόφαση για επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού δεν μπορεί να εξεταστεί με την παρούσα προσφυγή.
Θα εξετάσω επομένως το ζήτημα της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή για παροχή σ΄ αυτόν σύνταξης ανικανότητος που είναι συναφές και με το ζήτημα του τερματισμού της παροχής σύνταξης ανικανότητος που του καταβαλλόταν μέχρι το τέλος του 2006.
Στην προαναφερόμενη επιστολή της Υπουργού γίνεται αναφορά στο άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, Ν 59(Ι)/10, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια «ανίκανος προς εργασία» και επομένως δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας θεωρείται ο ασφαλισμένος ο οποίος λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία, την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, πέραν από το 1/3 του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια επαγγελματική κατηγορία, σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται ότι από διερεύνηση που έγινε ο αιτητής εξακολουθεί να συμβάλλει ουσιαστικά στις εργασίες του οικογενειακού εστιατορίου όπου ασκεί καθήκοντα σερβιτόρου αλλά αναλαμβάνει και εξωτερικές εργασίες και επαφές με προμηθευτές και πελάτες.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κατά τα ουσιώδη έτη 2007 μέχρι 2009 οι αναθεωρημένες δηλώσεις εισοδήματος. που ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε και επί των οποίων φορολογήθηκε, δείχνουν πράγματι ότι ο αιτητής κέρδιζε λίγο περισσότερα από το 1/3 των όσων κερδίζει ένα υγιές άτομο που ασκεί το επάγγελμα του σερβιτόρου, όπως ο αιτητής. Συγκεκριμένα για το έτος 2007 ο αιτητής δήλωσε εισόδημα £266.- μηνιαίως ενώ ο μέσος μισθός των ανδρών σερβιτόρων κατά μήνα ήταν £765.-, για το έτος 2008 ο αιτητής δήλωσε εισόδημα €427.- μηνιαίως ενώ το μέσο εισόδημα υγιούς ανδρός σερβιτόρου ήταν €1333.- μηνιαίως, και για το έτος 2009 ο αιτητής δήλωσε μηνιαίο εισόδημα €458.- ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός ανδρός σερβιτόρου ήταν €1320.-.
Συνάγεται από τα προαναφερόμενα ότι φαίνεται να έγινε δέουσα έρευνα από τους καθ΄ ων η αίτηση αναφορικά με το αίτημα του αιτητή για παροχή σ΄ αυτόν ή συνέχιση παροχής σ΄ αυτόν σύνταξης ανικανότητας εξαιτίας σοβαρού προβλήματος όρασης που αντιμετωπίζει και φαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, εφόσον εφαρμόστηκε ορθά η προαναφερόμενη πρόνοια του Ν 59(Ι)/10, η οποία θέτει και το σχετικό κριτήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι και δεόντως αιτιολογημένη εάν ληφθούν υπόψη και όλα τα τεκμήρια που επισυνάφθηκαν στην ένσταση αλλά και το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που κατατέθηκε ενώπιον μου ως τεκμήριο 1. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ακυρώσιμη και για οποιοδήποτε άλλο προβαλλόμενο λόγο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ την προσφυγή ως αβάσιμη και την απορρίπτω. Ενόψει όμως της φύσης της υπόθεσης θεωρώ ότι είναι ορθό και δίκαιο τα έξοδα να περιοριστούν στο ποσό των €500.-. Ως εκ τούτου επιδικάζονται περιορισμένα έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των €500.- εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.