ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 657/2012)
25 Σεπτεμβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NIMAL GEDARA,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------------
Α. Γεωργίου για Π. Σαρρή & Σια, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, αλλοδαπός εργάτης, υπέβαλε αίτηση στις 26.10.2004 μετά από εργατικό ατύχημα για σύνταξη ανικανότητας με συνημμένη ιατρική έκθεση από τον ιατρό του. Κλήθηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 22.11.2005 σε Ορθοπεδικό-Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία, συστήνοντας ταυτόχρονα επανεξέταση μετά από ένα έτος με την προσκόμιση νέων ακτινογραφιών.
Στη βάση της ως άνω γνωμάτευσης, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας από 13.12.2004 σε ποσοστό 75%. Στις 27.2.2007, ο αιτητής επανεξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε και πάλι ότι αυτός ήταν ικανός για ελαφρά εργασία.
Ακολούθησε νέα κλήση για επανεξέταση στις 16.9.2008, αλλά για διάφορους λόγους που ανάγονταν ουσιαστικά στην απουσία του αιτητή εκτός Κύπρου και την ανάγκη για παραχώρηση σ΄ αυτόν άδειας εισόδου, η εξέταση δεν κατέστη δυνατή και επομένως τερματίστηκε η σύνταξη ανικανότητας του με επιστολή ημερ. 24.8.2010. Εν τέλει μετά από νέες προσπάθειες δόθηκε άδεια εισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία και ο αιτητής κλήθηκε και εξετάστηκε από Ορθοπεδικό-Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 19.1.2012. Η γνωμάτευση ήταν ότι ο αιτητής ήταν ικανός για μέτρια εργασία και ικανός για την εργασία του γενικώς, με ορισμένους περιορισμούς. Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και ενημέρωσε τον αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 6.2.2012, ότι ο αποφασισθείς ήδη τερματισμός της σύνταξης ανικανότητας δεν ήταν δυνατό να αναθεωρηθεί εφόσον δεν ήταν ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του σε βαθμό που να δικαιολογούσε την καταβολή σύνταξης ανικανότητας.
Ο αιτητής θεωρεί την πράξη ως άκυρη κατά πρώτο λόγο διότι η συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία των δύο Ιατρικών Συμβουλίων ήταν εκτός των ορθών πλαισίων του Νόμου και συγκεκριμένα τα Ιατροσυμβούλια δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη διαδικασία και το Νόμο που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή, την περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομοθεσία. Όπως προκύπτει από την ένσταση και συγκεκριμένα το Παράρτημα 14, η αναλυτική ιατρική έκθεση που ετοιμάζεται βασίζεται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) Αρ. 1408/71, ο οποίος δεν προνοεί για σύσταση, σύνθεση, λειτουργία και αρμοδιότητα Ιατροσυμβουλίων. Το μόνο αρμόδιο Ιατροσυμβούλιο είναι αυτό που αναφέρεται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο και την Κ.Δ.Π. 169/2006, τέτοιο δε Ιατροσυμβούλιο δεν συνεστήθη πριν τη λήξη της προσβαλλόμενης πράξης.
Κατά τον αιτητή υπάρχει επίσης έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αλλά και ύπαρξη πλάνης διότι οι αναλυτικές ιατρικές εκθέσεις δεν ήταν καθόλου αναλυτικές, δεν παρέπεμπαν σε προηγούμενες εκθέσεις και ιατρικά ευρήματα και ενώ προηγουμένως οι γνωματεύσαντες ιατροί είχαν κρίνει τον αιτητή ανίκανο για άσκηση του επαγγέλματος του και ικανό για ελαφρά εργασία, μετέπειτα αναιτιολόγητα και χωρίς δέουσα έρευνα γνωμάτευσαν ότι ήταν εν τέλει ικανός να ασκήσει το επάγγελμα του κατά τα δύο τρίτα. Αυτό χωρίς να υπάρχει αλλαγή με τις γνωματεύσεις ότι ο αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία, οι οποίες αντιφατικά μετατράπηκαν αργότερα σε ικανότητα για μέτρια εργασία.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων είναι ότι δεν μπορεί να τίθεται θέμα αναφορικά με συγκρότηση, σύνθεση και νόμιμη λειτουργία των Ιατροσυμβουλίων διότι αφενός ο αιτητής επωφελήθηκε από την προηγούμενη απόφαση των Ιατροσυμβουλίων και αφετέρου τα Ιατρικά Συμβούλια που συστήθηκαν ήταν σε πλήρη συμφωνία με τις διατάξεις του Νόμου και συγκεκριμένα το άρθρο 71 αυτού, αλλά και την Κ.Δ.Π. 169/2006. Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο τύπος της ιατρικής έκθεσης με αναφορά στον Κανονισμό ΕΟΚ είναι εκτός νομοθετικού πλαισίου. Αντίθετα, ο τύπος έχει εγκριθεί από τον Διευθυντή και το Ιατρικό Συμβούλιο υποβάλλει τη γνωμάτευση του στο Διευθυντή στον καθορισμένο από αυτό τύπο.
Περαιτέρω οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι δεν ευσταθεί η εισήγηση για έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης ή έλλειψης αιτιολογίας διότι ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων δικαιούται στα πλαίσια περιοδικών ελέγχων να επανεξετάζει την ιατρική κατάσταση ατόμου που λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας ώστε να αποφεύγονται πληρωμές που είναι αντικανονικές ή που διαπιστώνονται λόγω βελτίωσης της υγείας να είναι υπερβολικές ή δεν πρέπει να συνεχίζονται. Το τελευταίο Ιατρικό Συμβούλιο που συνεστήθη στις 19.1.2012, επανεξέτασε εξ υπαρχής την κατάσταση υγείας του αιτητή υπό το φως και του δεδομένου ότι για διάφορους λόγους δεν είχε επαναξιολογηθεί για ένα διάστημα 4½ ετών. Το Ιατρικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του μετά από πλήρη έρευνα τα όλα δεδομένα του αιτητή και κατέγραψε εμφανώς τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε να είναι ικανός σε εργασία. Η αιτιολογία εξειδικεύεται στην επίδικη απόφαση κατά τρόπο που ικανοποιεί και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αλλά και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα την ιατρική έκθεση του Ιατροσυμβουλίου.
Σε σχέση με το ζήτημα της όλης νομιμότητας των Ιατρικών Συμβουλίων, κρίνεται κατ΄ αρχάς ότι το θέμα τίθεται σε έκταση στην αγόρευση κατά παράβαση των προνοιών του Κανονισμού 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, εφόσον στους νομικούς λόγους ακύρωσης δεν υπάρχει ο αναγκαίος προσδιορισμός του εγειρόμενου στην αγόρευση προβλήματος. Η μοναδική, και αυτή με γενικόλογη αοριστία, αναφορά στο θέμα της αρμοδιότητας είναι η παρ. 4 και αυτή κατά διαζευκτικό τρόπο. Σύμφωνα με τη νομολογία, (Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655), θέματα μη εγειρόμενα ευκρινώς και με τη δέουσα λεπτομέρεια, όπως επιτάσσει ο εν λόγω Κανονισμός, δεν εξετάζονται.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, να λεχθεί ότι δεν υπάρχει έρεισμα στα όσα ο αιτητής εισηγείται επ΄ αυτού. Κατ΄ αρχάς, ορθά η Δημοκρατία στην αγόρευση της αντιτάσσει ότι ο αιτητής δεν μπορεί να καταφέρεται εναντίον των Ιατρικών Συμβουλίων που αποφάσισαν υπέρ του και ωφελήθη από αυτά προσπαθώντας εκ των υστέρων και μόνο να εξουδετερώσει τη νομιμότητα τους. Και βεβαίως εύλογα η κα Καρακάννα επίσης αναδεικνύει το γεγονός ότι τα δύο πρώτα Ιατροσυμβούλια, (Παραρτήματα 4 και 6 στην ένσταση), δεν αποτλεούν τμήμα της εδώ προσβαλλόμενης πράξης, αλλά αποτελούν μέρος του όλου ιστορικού.
Όσον αφορά το ίδιο το Παράρτημα 14 ουδέν μεμπτόν παρατηρείται επί του τύπου του. Το συγκεκριμένο έντυπο καταρτίσθηκε νομότυπα και είναι απόρροια του Κανονισμού 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/2006, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από την Κ.Δ.Π. 286/2010, ημερ. 9.7.2010,. που εκδόθηκαν στη βάση του άρθρου 71(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010. Οι ιατροί που εξέτασαν τον αιτητή (για τους οποίους άλλωστε δεν καταγράφεται οποιοδήποτε παράπονο), ήταν εκείνοι που ορίσθηκαν από το Διευθυντή στη βάση της ειδικότητας του συγκεκριμένου Ιατροσυμβουλίου, δηλαδή, του Χειρουργικού-Ορθοπεδικού Συμβουλίου. Το έντυπο είναι εκείνο που εγκρίθηκε από τον Διευθυντή εφόσον σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 της Κ.Δ.Π. 286/2010, η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου υποβάλλεται στον καθορισμένο από τον Διευθυντή τύπο. Το σχετικό έντυπο, η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου και η συμπλήρωση τους, αποτελούν από μόνα τους σχετικό πρακτικό που πρέπει να τηρείται ως απόρροια της πρόνοιας του Καν. 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/06 για το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, και τον Καν. 5(8) για το πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, (δέστε Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας μέσω Υουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 547/2011, ημε. 24.1.2013 και Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 1671/2010, ημερ. 23.4.2013).
Η αναφορά στον Κανονισμό ΕΟΚ αρ. 1408/71, αφορά την ευρύτερη εφαρμογή των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτές, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους να διακινούνται εντός της Ευρωπαϊκής κοινότητας, τώρα Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ακριβώς αναφέρεται και στον υπότιτλο, με σκοπό, όπως απορρέει από τις προοιμιακές τοποθετήσεις του, τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφάλισης και των υποχρεώσεων ασφάλισης των ατόμων που κινούνται στην Ένωση με βάση την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας. Αφήνεται στα κράτη-μέλη η εφαρμογή των προνοιών της κοινοτικής-ευρωπαϊκής νομοθεσίας με βάση το ισχύον εθνικό δίκαιο, το οποίο δεν θα πρέπει να αφίσταται των προνοιών του Κανονισμού 1408/71, ως τροποποιήθηκε. Είναι λοιπόν σαφές ότι η επίκληση στο έντυπο του Κανονισμού και των άρθρων 39-41, 43 και 87, καθορίστηκε για να διαφανεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εθνική νομοθεσία συνάδει και εφαρμόζεται κατά αναγνώριση, αλλά και κατ΄ εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ως προς την καθαυτή προσβαλλόμενη πράξη, δεν παρατηρείται είτε έλλειψη δέουσας έρευνας ή πάσχουσα αιτιολογία. Κατ΄ αρχάς παραμένει χωρίς σημασία η καθυστέρηση στην επανεξέταση ή οι λόγοι που οδήγησαν τον αιτητή να παραμένει εκτός Δημοκρατίας για μεγάλο χρονικό διάστημα ή οι λόγοι που υπήρξε, κατά τον αιτητή, δυστοκία στην έγκριση της άδειας επανόδου του στη Δημοκρατία για σκοπούς νέας ιατρικής εξέτασης. Σημασία έχει το αποτέλεσμα της νέας ιατρικής εξέτασης και αυτή δεν μπορεί εκ προοϊμίου και με αφορμή τη διάσταση της, όσον αφορά τα ευρήματα, με τα αποτελέσματα των προηγούμενων δύο Ιατρικών Συμβουλίων, να θεωρείται λανθασμένη. Ο χρόνος που μεσολάβησε ήταν σαφώς ένα υπαρκτό και εξ αντικειμένου διαφοροποιητικό στοιχείο. Το οποίο θα μπορούσε να επενεργούσε είτε υπέρ, είτε εναντίον του αιτητή. Αποκτούν μονοσήμαντη αξία λοιπόν τα ευρήματα του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 19.1.2012.
Το νέο Ιατροσυμβούλιο προέβη σε ενδελεχή έρευνα και αυτό πιστοποιείται από τα τηρηθέντα στο σχετικό έντυπο - Παράρτημα 14. Υπάρχει εκεί καταγραφή του ιστορικού του ασθενούς, καθώς και οι υποκειμενικές ενοχλήσεις του αιτητή και το γεγονός ότι χρησιμοποιεί υποστήριγμα για τη βάδιση. Αυτά στο σημείο 3.1. Στο σημείο 3.2 αναφέρεται ως σημερινή πρωτεύουσα ενόχληση, το άλγος στην αριστερή ποδοκνημική. Στο σημείο 4, ότι σταμάτησε την εργασία του από το 2003 και ότι δεν εργάζεται στη χώρα του. Στα κλινικά ευρήματα, καταγράφονται με λεπτομέρεια οι διάφορες μετρήσεις που έχουν βέβαια σημασία για την περίπτωση του αιτητή. Μετέπειτα, ότι η σπονδυλική στήλη και τα άνω άκρα δεν παρουσιάζουν οτιδήποτε παθολογικό. Για τα κάτω άκρα, αναφέρεται ότι διεπιστώθη δυσκαμψία αριστερής ποδοκνημικής, επώδυνος κινητικότητα και ήπιο στατικό οίδημα και εγχειρητική ουλή. Στο σημερίο 4.1 διαπιστώνεται πόρωση κατάγματος και μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα στην αριστερή ποδοκνημική. Ακολουθεί το εξής εύρημα:
«Με βάση την κλινική εξέταση ο ασθενής δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητας για την εργασία του.»
Η διάγνωση ήταν: «Παλαιό#αριστεράς ποδοκνημικής και μετατραυματική οστεοαρθρίτης.».
Και ότι ο ασθενής είναι ικανός για «μέτρια εργασία», «χωρίς αλλαγή», από την προηγούμενη έκθεση ημερομηνίας 22.11.2005, πρέπει δε να αποφεύγεται άνοδος-κάθοδος κλίμακας και με εργασία κυρίως καθιστική. Η εργασία πρέπει να εκτελείται κυρίως καθήμενος και χωρίς συχνές επικύψεις, ανυψώσεις και μεταφορές αντικειμένων ή αναρριχήσεις σε επικλινή επίπεδα, κινητές ή σταθερές κλίμακες. Ο αιτητής, σημειώνεται περαιτέρω, δεν μπορεί να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του θέση ως ταπελλογράφος, αλλά μπορεί να εκτελεί προσαρμοσμένη εργασία, εξηγώντας ότι πρέπει να αποφεύγεται άνοδος-κάθοδος κλίμακος και να έχει κυρίως καθιστική εργασία.
Στη βάση των πιο πάνω, λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη η οποία περιέχει ως εκ τούτου επαρκή αιτιολογία. Εξηγείται στην επιστολή ημερ. 6.2.2012 των καθ΄ ων, πότε δικαιούται ένας αφαλιζόμενος σύνταξη ανικανότητας στη βάση του άρθρου 40 του Νόμου, ποιοι θεωρούνται μόνιμα ανίκανοι συναρτώμενου του ζητήματος με την απώλεια πέραν του ενός τρίτου αποκόμισης κέρδους από την εργασία που ευλόγως αναμένεται να εκτελούν με βάση τις δεξιότητες, δυνάμεις και μόρφωση τους. Ακολουθεί η καταγραφή της θέσης ότι με δεδομένα τα κλινικά ευρήματα του Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή στις 18.1.2012 και τις ιατρικές μαρτυρίες στο φάκελο του, αυτός δεν απώλεσε μόνιμα τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος του, ήτοι, τα σημεία και συμπτώματα (δυσκαμψία, επώδυνος κινητικότητα ποδοκνημικής και ήπιο στατικό οίδημα), δεν ήταν σε βαθμό που προκαλούσαν απώλεια πέραν των δύο τρίτων και άρα δεν θεωρείτο ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του. Περαιτέρω, συνίσταται η καθιστική κυρίως εργασία και η αποφυγή ανόδου-καθόδου κλίμακας.
Η θέση του αιτητή ότι η έκθεση του υπό κρίση Ιατροσυμβουλίου είναι κάθε άλλο παρά αναλυτική είναι ανεδαφική. Η έκθεση δεν μπορεί να θεωρείται ανεπαρκής ή και ελλιπής επειδή οι ιατροί δεν έκριναν αναγκαίο να καταγράψουν απαντήσεις σε όλες τις τυπωμένες ερωτήσεις του εντύπου. Δεν είναι απαραίτητη η απάντηση σε κάθε στοιχείo του εντύπου, όπως είχε λεχθεί και στην Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 637/2011, ημερ. 11.1.2013. Ο τρόπος με τον οποίο οι ιατροί υπεύθυνοι του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 19.1.2012 επέλεξαν να συμπληρώσουν το έντυπο δεν μπορεί, από ιατρικής βεβαίως πλευράς, να ελεγχθεί από το Δικαστήριο διότι πρόκειτο για τεχνικό και συνεπώς ανέλεγκτο θέμα. Επεμβαίνει μόνο εάν διαπιστωθεί πλάνη, κακοπιστία, έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ, (Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476). Ούτε βεβαίως ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών δεδομένων ή γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835). Έρευνα θεωρείται, κατά τη νομολογία, επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Παρατηρούνται τα εξής: η προσβαλλόμενη πράξη παραπέμπει ευθέως στην αναλυτική ιατρική έκθεση, Παράρτημα 14 στην ένσταση και ερυθρά 122-112, του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α». Για τα δύο προηγούμενα Ιατροσυμβούλια στο διοικητικό φάκελο και στην ένσταση υπάρχουν οι Εκθέσεις του Ιατρικού Συμβουλίου και όχι οι αναλυτικές ιατρικές εκθέσεις. Είναι λοιπόν φανερό ότι αφενός δεν τίθεται θέμα σύγκρισης μεταξύ των εκθέσεων των τριών Ιατροσυμβουλίων, ενώ αφετέρου η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε αναλυτική ιατρική έκθεση. Μετέπειτα, το ότι δεν καταγράφηκε ιδιαιτέρως οτιδήποτε ως προς το βηματισμό του αιτητή, αυτό εκτός του ότι αναμφίβολα εναπόκειτο στην κρίση των εξεταζόντων ιατρών, το στοιχείο του βηματισμού εμπίπτει στην παράγραφο 4.10 κάτω από τα νευρολογικά ευρήματα, ενώ καταγράφονται προηγουμένως λεπτομερειακά τα κλινικά ευρήματα όσον αφορά την ποδοκνημική άρθρωση, τις κάμψεις κορμού, την κινητικότητα της οσφυϊκής μοίρας, κλπ.
Εισηγείται ο αιτητής ότι υπάρχει πλάνη διότι στα δύο πρώτα Ιατροσυμβούλια κρίθηκε ικανός για ελαφρά εργασία, ενώ τώρα χωρίς να έχει αλλάξει οτιδήποτε κρίθηκε ικανός για μέτρια εργασία. Όμως, ξεχνά ο αιτητής ότι η πρώτη εξέταση έγινε στις 22.11.2005, η δεύτερη στις 27.2.2007 και η επίδικη μετά πέντε έτη στις 19.1.2012. Το τελευταίο Ιατροσυμβούλιο αποφαίνεται και ομιλεί για «μέτρια εργασία», στη βάση του ότι μπορεί να εκτελεί «προσαρμοσμένη εργασία», κατά τον τρόπο που ήδη εξηγήθηκε. Μετέπειτα, σ΄ αντίθεση με τα δύο πρώτα Ιατροσυμβούλια, όπου συστηνόταν επανεξέταση κατ΄ έτος, στο Παράρτημα 14 γίνεται για πρώτη φορά λόγος για «πόρωση κατάγματος» στη βάση μάλιστα σημερινών ακτινογραφιών (δέστε στοιχείο 5.4.1.). Τέλος, το ότι ο αιτητής κρίθηκε ότι μπορεί να ασκεί την εργασία του καθήμενος και με κάποιους περιορισμούς, δεν σημαίνει ότι αντιστρατεύεται το εύρημα για ικανότητα εργασίας κατά τα δύο τρίτα. Η σημείωση ότι δεν υπάρχει αλλαγή από την προηγούμενη έκθεση 22.11.2005, ακόμη και αν είναι λανθασμένη (εφόσον η προηγούμενη έκθεση ήταν της 27.2.2007), πρέπει να ιδωθεί μετά στην ολότητα της αναλυτικής ιατρικής έκθεσης του Παραρτήματος 14. Η οποία ιατρική έκθεση βασίσθηκε σε ενδελεχή ιατρική-κλινική εξέταση που έδειχνε την όλη ιατρική εικόνα του αιτητή κατά το χρόνο εκείνο.
Ως προς την αιτιολογία αυτή είναι επαρκέστατη, θα έλεγε κανείς και λεπτομερής, και το ίδιο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης το επιβεβαιώνει. Ακόμη συμπληρώνεται από το ίδιο το έντυπο που συμπληρώθηκε από το Ιατροσυμβούλιο στη βάση του δεδομένου ότι τα στοιχεία του φακέλου είναι συνδεδεμένα προς την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά και είναι σύγχρονα της, (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 και Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η Έκδ. σελ. 227-228). Η Δημοκρατία παραπέμπει και στα όσα λέχθηκαν από αυτό το Δικαστήριο στην Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων - πιο πάνω -, αναφορικά με παρόμοιο θέμα, η οποία υιοθετεί επίσης τα λεχθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ