ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANTIGONI PASCHALIDOU ν. REPUBLIC (MINISTER OF EDUCATION AND ANOTHER) (1969) 3 CLR 297
Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429
Iακωβίδης Mιχαήλ ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 28
Kωνσταντίνου Δημήτρης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 577
ΕΥΗΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1399/2008, 22/6/2012
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1719/2009)
4 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Στ. Μαξούτη για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την
Αιτήτρια.
Γ. Σεραφείμ, για το Καθ΄ ου η αίτηση.
Ν. Χρυσομηλά για Σκορδής & Παπαπέτρου, για τα Ενδιαφερόμενα
Μέρη.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή της ημερ. 16.9.2009, η Διοικούσα Επιτροπή του καθ΄ ου η αίτηση Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, (ΤΕ.ΠΑ.Κ.) επικύρωσε ομόφωνα την πρόσληψη των τριών ενδιαφερόμενων μερών για την πλήρωση τριών θέσεων Λειτουργού Πανεπιστημίου (Γενικό Διοικητικό) με σύμβαση εργοδότησης ορισμένου χρόνου.
Η αιτήτρια, μη επιλεγείσα για διορισμό, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει την απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, προβάλλοντας προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης.
Με τη γραπτή αγόρευσή του, το καθ΄ ου η αίτηση ΤΕ.ΠΑ.Κ., πέραν της αντίκρουσης των θέσεων της αιτήτριας επί της ουσίας τους, προβάλλει και προδικαστική ένσταση την οποία, ως εκ της φύσεως της και των ενδεχόμενων επιπτώσεων τις οποίες δυνατό να έχει η απόφανση επ΄ αυτής, θα την εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Προδικαστική ένσταση. Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου.
Σύμφωνα με τη θέση του καθ΄ ου η αίτηση επί της προδικαστικής ενστάσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπάγεται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως υποστηρίζει με παραπομπή στην Υπόθεση Αρ. 1581/2006 Σάββας Παπαγεωργίου ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 5.3.2008, η σχέση του καθ΄ ου η αίτηση με τα ενδ. μέρη διέπεται από σύμβαση και το γεγονός ότι για την πρόσληψη τους ακολουθήθηκε διαδικασία επιλογής, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Η δε ύπαρξη σχεδίου υπηρεσίας έχει μόνο σημασία ως προς τον καθορισμό των απαιτουμένων προσόντων, καθηκόντων και ευθυνών της θέσης, στοιχεία που ενσωματώθηκαν στη σύμβαση.
Η πλευρά της αιτήτριας διαφωνεί με την πιο πάνω θέση και παραπέμπει κυρίως στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 1424/2008 Παναγίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 9.12.2009.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Παναγίδης (ανωτέρω) στην οποία γίνεται και αναφορά σε νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε αυθεντίες, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό και το μεταφέρω εδώ αυτούσιο:
«Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, καθότι η πρόσληψη στην επίδικη θέση ταξινομείται στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου εφόσον δεν αποσκοπούσε στην προαγωγή οποιουδήποτε δημόσιου σκοπού αλλά στη ρύθμιση ιδιωτικών δικαιωμάτων μεταξύ κράτους και ιδιώτη.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 (σελίδες 232 και 233) αναφέρεται ότι οι πράξεις οι οποίες δεν αποτελούν προϊόν άσκησης της δημόσιας εξουσίας, αλλά ενεργούνται από την Πολιτεία ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγομένων στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι προσβλητές δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικότερα κρίθηκε ότι δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας πράξεις διοικητικής αρχής που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή συμβατικών όρων τεθειμένων στη σύμβαση, έστω και αν οι όροι αυτοί αποτελούν επανάληψη κανονιστικής διάταξης. Το ίδιο ισχύει και για πράξεις διοικητικής αρχής που επιβάλλουν κυρώσεις για τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση από τον αντισυμβαλλόμενο όρου της σύμβασης.
Φαίνεται πως οι καθ΄ ων η αίτηση παραγνωρίζουν ότι το αντικείμενο της προσφυγής δεν είναι η σύμβαση εργοδότησης του ενδ. μέρους ούτε διαφορά προκύπτουσα από διακοπή ή παράβαση της σύμβασης. Αν αυτή ήταν η περίπτωση, το θέμα σαφώς θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ως ζήτημα ιδιωτικού δικαίου. Εδώ το αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση/επιλογή που προηγήθηκε στη βάση διοικητικής διαδικασίας και όχι κατόπιν ιδιωτικού διαγωνισμού όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδ. μέρος. Βεβαίως, το κριτήριο αν μια απόφαση ή πράξη βρίσκεται στον τομέα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου είναι αντικειμενικό. Στην Κωνσταντίνου κα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 577 ειπώθηκαν τα εξής:
«Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι κάθε πρόσωπο που απασχολείται στο δημόσιο υπάγεται και στη δημόσια υπηρεσία. στην περίπτωση των εργατών αυτό είναι καθαρό από το ίδιο το ΄Αρθρο 122 το οποίο ρητά τους εξαιρεί εκτός αν συντρέχουν οι όροι τους οποίους θέτει. Αλλά και στην περίπτωση άλλων προσώπων, μη εργατών, που απασχολούνται στη δημόσια υπηρεσία, η διεύρυνση δεν εξαντλείται στο γεγονός αυτό καθ΄ αυτό της τέτοιας απασχόλησής τους. Παραμένει η ανάγκη διαπίστωσης κατά πόσο η απασχόλησή τους εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου, ή εντάσσσεται μάλλον στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Ετσι εξετάσθηκε το θέμα στην Pantelidou v. The Republic (1963) 4 R.S.c.C. 100, στην περίπτωση βοηθού γραφέα απασχολούμενης από μήνα σε μήνα, στην Pascalidou v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 297, στην περίπτωση νηπιαγωγού απασχολούμενης δυνάμει σύμβασης απροσδιόριστης διάρκειας, και στην Papakyriakou v. The Health Services (1970) 3 C.L.R. 351, στην περίπτωση μαίας απασχολούμενης σε ημερομίσθια βάση. Στην Pantelidou εκρίθη ως αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι η απασχόληση έγινε δυνάμει νόμου, υπόκειτο στους περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους, και ήταν προς ικανοποίηση των συνήθως αναγκών της εκπαιδευτικής υπηρεσίας ως μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, έστω και αν είχε συμβατική πηγή.»
Το γεγονός ότι ο εργοδότης είναι η Δημοκρατία και ο εργοδοτούμενος ιδιώτης δεν αποτελεί από μόνο του καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της σχέσης ως σχέσης δημοσίου δικαίου. Αλλά ούτε και το γεγονός ότι ακολουθήθηκε διαδικασία πρόσληψης είναι σημαντικό, αφού το μόνο που αποκαλύπτει είναι την επιδίωξη της καλύτερης δυνατής επιλογής, ενώ ανάλογες διαδικασίες πρόσληψης ακολουθούνται βεβαίως και στον ιδιωτικό τομέα για τον ίδιο λόγο.
Η κρίση του δικαστηρίου ως προς την αναδυόμενη πραγματική φύση της απασχόλησης διαμορφώνεται όχι μόνο με βάση τα εξωτερικά γνωρίσματα αλλά και τη λειτουργική σχέση της απασχόλησης, καταδεικνύοντας σχέση δημόσιας υπηρεσίας όπου αυτή υπάρχει. Τέτοια κρίση αποβαίνει δυσκολότερη στις μέρες μας όπου ο ρόλος των πολιτειακών δραστηριοτήτων έχει εξέλθει από τα στερεότυπα πλαίσια του παραδοσιακού κράτους και διακλαδώνεται σε πολύμορφα και διαρκώς αναπτυσσόμενα πεδία τα οποία δεν επιτρέπουν δογματικές ή ανελαστικές αντικρύσεις, παρά μάλλον μια λειτουργική και πραγματιστική προσέγγιση στο πλαίσιο της κοινής λογικής και των αναγκών και αντιλήψεων της εποχής. (Βλ. Κωνσταντίνου (πιο πάνω).
Στην ίδια απόφαση της Ολομέλειας, κρίθηκε ότι η άποψη της εργοδοτούσας αρχής αναφορικά με το status του υπαλλήλου έχει σημασία ενώ το σημείο έναρξης σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσο μια σχέση είναι σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποτελεί το Άρθρο 122 του Συντάγματος:
«..., καθ' όσον είναι η υπαγωγή του Αιτητή στη δημόσια υπηρεσία που καθιστά τη διαφορά που προκύπτει από τέτοια υπηρεσία θέμα δημοσίου δικαίου εντασσόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Συμφωνώντας με τα πιο πάνω, κρίνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, το θέμα το οποίο πρέπει να απασχολήσει, ως το κυρίως αντικείμενο της προσφυγής, δεν είναι αυτή καθ΄ αυτή η συμβατική σχέση η οποία συνάφθηκε μεταξύ του καθ΄ ου η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών ούτε και οποιαδήποτε διαφορά εκπηγάζει από τη σχέση αυτή, ή από τη σύναψή της. Ο διορισμός των ενδιαφερόμενων μερών στη βάση καθορισθέντων σχεδίων υπηρεσίας έγινε ξεκάθαρα για την εξυπηρέτηση των αναγκών στελέχωσης του νεοσύστατου Τεχνολογικού Πανεπιστημίου, στελέχωση η οποία θα δώσει τη δυνατότητα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξειδικευμένων κατευθύνσεων, η οποία αφ΄ εαυτής άμεσα και έμμεσα προάγει δημόσιο σκοπό. Υπάρχει προκαθορισμένη αντιμισθία και άλλοι όροι, οι διοριζόμενοι υπάλληλοι ρητά υπάγονται στους κανόνες που εγκρίνει το Συμβούλιο και θα εργάζονται ανάλογα με τις ανάγκες του Πανεπιστημίου. Ο διορισμός, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, θα μπορούσε να γίνει είτε σε μόνιμη βάση είτε με σύμβαση και η σύναψη σύμβασης στην οποία ενσωματώνονται οι λεπτομερείς όροι υπηρεσίας του υπαλλήλου, ουδόλως καθιστά το διορισμό ή τη διαδικασία επιλογής, θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Συνακόλουθα, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω τους ουσιαστικούς λόγους ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια.
1. Η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας και υπαγωγής των προσόντων των υποψηφίων σε αυτό. Έλλειψη δέουσας έρευνας των προσόντων των υποψηφίων. Μη προσοντούχα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Είναι η θέση της αιτήτριας κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ότι η ερμηνεία του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος για κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος, για διετή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης καθώς και για το πλεονέκτημα της πρόσθετης πείρας τριών ετών και του μεταπτυχιακού, έχρηζαν ερμηνείας από το διορίζον όργανο. Το δε γεγονός ότι δεν ερμηνεύτηκαν από το καθ΄ ου η αίτηση αυτές οι απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας προς διακρίβωση αν αυτές ικανοποιούντο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθούν χωρίς οποιαδήποτε έρευνα τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προσοντούχοι και/ή ως κατέχοντες το πλεονέκτημα υποψήφιοι.
Όπως όμως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση, οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας φαίνεται να καταρρίπτονται από τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδριάσεων.
Συγκεκριμένα, όπως καταγράφηκε στο πρακτικό συνεδρίας ημερ. 12.9.2009 της Επιτροπής Αξιολόγησης, στις 26.6.2009 είχε συγκληθεί η Επιτροπή Επιλογής η οποία εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων και τα συνοδεύοντα πιστοποιητικά τους.
Πέραν δε του ότι στη συνέχεια του ίδιου πρακτικού παρατίθενται με κάθε λεπτομέρεια τα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα των υποψηφίων, στο πρακτικό της 12.9.2009 επισυνάπτεται ως Παράρτημα Ι το πρακτικό της 26.6.2009 της Επιτροπής Αξιολόγησης στο οποίο γίνεται ειδική αναφορά σε αποφάσεις που εξουσιοδοτούσαν την Επιτροπή να μελετήσει και να αξιολογήσει τις αιτήσεις για πλήρωση των θέσεων, όλων των υποψηφίων. Στη συνέχεια δε, αναφέρεται ότι εξετάσθηκε από την Επιτροπή εάν οι αιτήσεις είχαν υποβληθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τα όσα στην προκήρυξη απαιτούντο. Και συνέχισε:
«Η Επιτροπή έχοντας ενώπιον της το σχέδιο υπηρεσίας που αφορά τις συγκεκριμένες θέσεις, τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για τις θέσεις αυτές και όλα τα πιστοποιητικά, έγγραφα, βεβαιώσεις και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα συνόδευαν αυτές, και αφού μελέτησε, αξιολόγησε τα προσόντα και την πείρα κάθε υποψήφιου σε σχέση με τα καθήκοντα των θέσεων και τις άλλες πληροφορίες που οι ίδιοι οι υποψήφιοι ανέφεραν στην αίτησή τους, συνέταξε τον επισυναπτόμενο πίνακα και αποφάσισε τα εξής: ...»
Όπως δε έχει επανειλημμένα και με συνέπεια νομολογηθεί, η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και το Δικαστήριο τότε μόνο δικαιολογείται να παρέμβει, εάν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη ή εκεί όπου δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1328, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 28).
Ως προς τους άλλους ισχυρισμούς της αιτήτριας οι οποίοι αναφέρονται σε μη κατοχή από ενδιαφερόμενα μέρη είτε απαιτούμενων προσόντων είτε πλεονεκτήματος, αυτοί οι ισχυρισμοί αντικρούονται ικανοποιητικά μέσω της αγόρευσης του καθ΄ ου η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών κατά τρόπο ο οποίος καταδεικνύει πως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ως προς τα ακριβή προσόντα των υποψηφίων, τα οποία δικαιολογούσαν τις ενέργειες του καθ΄ ου η αίτηση, ως εύλογα επιτρεπτές κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας.
Επομένως αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2. Η κατ΄ ισχυρισμό μη δεόντως αιτιολογημένη αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης η οποία απετέλεσε το αποφασιστικό κριτήριο.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια, με δεδομένη την αποφασιστική σημασία η οποία αποδόθηκε από το καθ΄ ου η αίτηση στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, αυτό παρέβη την επαυξημένη υποχρέωση την οποία είχε για δέουσα και επαρκή αιτιολόγηση του αποτελέσματος της αξιολόγησης τους. Όπως προσθέτει, η αριθμητική αξιολόγηση και σχολιασμός και/ή οι παρατηρήσεις επί της απόδοσης ενός εκάστου υποψηφίου κατά τη συνέντευξη, δεν αποτελούν, όπως θα έπρεπε, αδιαχώριστη ενότητα.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης φαίνεται να στοιχειοθετείται. Αντίθετα, όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας του καθ΄ ου η αίτηση, ως προς το θέμα της αξιολόγησης του αποτελέσματος της προφορικής συνέντευξης, γίνονται ξεχωριστά για κάθε ένα υποψήφιο και γενικά σχόλια, τα οποία αναφέρονται στη δημιουργηθείσα εντύπωση των μελών ως προς το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του, αλλά και επί μέρους επεξηγήσεις ως προς το θέμα του σε ποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις ο υποψήφιος είχε δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις, και σε ποιες όχι. Ακολουθεί δε η απόδοση βαθμολογίας 1-20 μονάδων η οποία συνιστά την εκτίμηση - αξιολόγηση των μελών ως προς την απόδοση, αξιολόγηση η οποία δεν φαίνεται να μη συνάδει προς τα σχόλια τα οποία προηγούνται. Ενας παρόμοιος τρόπος αξιολόγησης είχε κριθεί ως ικανοποιητικός από το παρόν Δικαστήριο και στην απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1399/2008 Δρουσιώτης ν. ΤΕ.ΠΑ.Κ. ημερ. 22.6.2012. Κρίνω πως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται ως προς το θέμα της προφορικής συνέντευξης.
Παρόλον ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης έχει ως επικεφαλίδα το θέμα της μη επαρκούς αιτιολόγησης της αξιολόγησης κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, εντούτοις η αιτήτρια κάτω από αυτό το λόγο εγείρει και το θέμα ότι το καθ΄ ου η αίτηση παραγνώρισε πλήρως το στοιχείο της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη γραπτή εξέταση η οποία είχε προηγηθεί.
Είναι γεγονός, ότι σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά και άλλα κατατεθέντα έγγραφα, οι υποψήφιοι οι οποίοι κρίθηκαν ως προσοντούχοι (51 τον αριθμό) κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση και εξετάστηκαν κατά την 11.7.2009 29 υποψήφιοι, όπως αναφέρεται και στο πρακτικό συνεδρίασης του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 12.9.209. Αυτό δε, η διεξαγωγή δηλαδή γραπτής εξέτασης, προνοείτο και ειδικά στο Σχέδιο Υπηρεσίας των επίδικων θέσεων (Σημείωση αρ. 4). Η βαθμολόγηση της γραπτής εξέτασης θα ήταν 0-100 και όπως προκύπτει από τον σχετικό κατάλογο αποτελεσμάτων, η αιτήτρια πέρασε με επιτυχία τη γραπτή εξέταση, βαθμολογηθείσα μάλιστα με 82,50 που είναι ο ψηλότερος βαθμός από όλους τους υποψηφίους.
Παρόλον τούτο, είναι γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν φαίνεται να γίνεται μνεία αυτού του γεγονότος ή του στοιχείου της βαθμολογίας κατά τη γραπτή εξέταση γενικότερα. Όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συμφωνήσω ότι αγνοήθηκε από το καθ΄ ου η αίτηση το στοιχείο της βαθμολογίας της αιτήτριας και των υποψηφίων όλων γενικότερα, κατά τη λήψη της απόφασης. Αντίθετα, όπως φαίνεται και από το σχετικό Κατάλογο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα ΙΙΙ στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι μονάδες τις οποίες κέρδισε π.χ. η αιτήτρια, ήτοι 82,50 μονάδες από τη γραπτή εξέταση προστέθηκαν με τις μονάδες που εξασφάλισε κατά την προφορική εξέταση (11 μονάδες) με αποτέλεσμα η συνολική βαθμολογία της να ανερχόταν σε 93,50 μονάδες από σύνολο 138. Τελικά δε επιλέγηκαν για διορισμό τα ενδ. μέρη τα οποία είχαν εξασφαλίσει 99/138, 97/138 και 95/138 μονάδες αντίστοιχα.
Επομένως δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι αγνοήθηκε η επίδοση της αιτήτριας κατά τη γραπτή εξέταση, ούτε και ότι δόθηκε βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, περισσότερη από την προκηρυχθείσα ή την εύλογη υπό τις περιστάσεις.
3. Η κατ΄ ισχυρισμό παραγνώριση του στοιχείου της κατοχής από την αιτήτρια του πλεονεκτήματος.
Όπως προτείνει η αιτήτρια, ενώ η ίδια κατείχε το πλεονέκτημα το οποίο προνοείτο στο Σχέδιο Υπηρεσίας, δηλαδή τον μεταπτυχιακό τίτλο «Master in Business Administration» το στοιχείο τούτο παραγνωρίστηκε.
Όπως αναφέρει σχετικά η αιτήτρια, τον ανωτέρω τίτλο τον απέκτησε κατά την 29.5.2009. Επειδή όμως δεν είχε στα χέρια της έγγραφη πιστοποίηση της εξασφάλισης του τίτλου λόγω γραφειοκρατικής διαδικασίας, επί της αίτησης της για διορισμό στις επίδικες θέσεις κατέγραψε ότι ο μεταπτυχιακός της τίτλος «αναμένεται τον Ιούνιο 2009» ενώ υπέβαλε και πιστοποιητικό στο οποίο αναφερόταν ότι είχε ολοκληρώσει επιτυχώς τον απαιτούμενο για την απόκτηση του κύκλο μαθημάτων και παρέμενε μόνο η αξιολόγηση της διπλωματικής της εργασίας.
Ως εκ των ιδίων των αναφορών της ίδιας της αιτήτριας, είναι παραδεκτό το γεγονός ότι κατά την ημερομηνία που υπέβαλλε την αίτησή της και κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων που σύμφωνα με την προκήρυξη ήταν η 10.6.2009, δεν είχε ακόμα εξασφαλίσει ούτε και βέβαια είχε επισυνάψει στην αίτησή της οποιοδήποτε πιστοποιητικό ή βεβαίωση περί της τελικής απόκτησης του μεταπτυχιακού της τίτλου. Όπως δε ρητά επρονοείτο στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, οι αιτήσεις θα έπρεπε να συνοδεύονται με αντίγραφα των πιστοποιητικών των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων. Ο δε ουσιώδης χρόνος κατά τον οποίο θα πρέπει οι υποψήφιοι να κατέχουν τα σχετικά προσόντα, είναι η τελευταία ημέρα που καθορίζεται για την υποβολή των αιτήσεων για διορισμό (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429).
Επομένως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
4. Ισχυρισμός περί πλήρους παραγνώρισης πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας.
Τυγχάνει άλλη θέση της αιτήτριας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, επειδή κατά τη λήψη της έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας αλλά και γενικότερα των υποψηφίων.
Στο τηρηθέν πρακτικό ημερ. 12.9.2009 της συνεδρίας της Επιτροπής Αξιολόγησης, γίνεται αναφορά στην αιτήτρια ως κάτοχο Πτυχίου του Πανεπιστημίου Κύπρου στον κλάδο Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Αναφέρεται ότι παρακολουθεί μαθήματα για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Τίτλου σπουδών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα Διοίκηση Επιχειρήσεων. Επιπλέον, ότι είναι κάτοχος Διπλώματος Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου στις Μαγειρικές Τέχνες. Έχει πετύχει σε εξέταση του LCCI στη Λογιστική στο επίπεδο Higher ενώ έχει πετύχει και σε εξετάσεις GCE O'Level στην Αγγλική Γλώσσα με βαθμό D. Η αιτήτρια όμως, όπως αναφέρει, και όπως φαίνεται και στην αίτησή της για διορισμό, κατέχει επιπλέον πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Πουθενά όμως, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν φαίνεται ούτε πως αξιολογήθηκαν τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας τα οποία αναφέρονται στο πρακτικό, ούτε βέβαια εκείνα στα οποία δεν γίνεται αναφορά.
Σε σχέση με τούτο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρηθεί ότι τυγχάνει καλά καθιερωμένη νομολογιακά αρχή, ότι πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας μπορούν να ληφθούν υπόψη και να τους δοθεί η ανάλογη βαρύτητα, μόνο εκεί όπου αυτά τα προσόντα είναι σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως φαίνεται και από τον τελικό κατάλογο αξιολόγησης των υποψηφίων, ούτε για την αιτήτρια ούτε για τα ενδιαφερόμενα μέρη ή άλλους υποψηφίους δόθηκαν οποιεσδήποτε μονάδες σε σχέση με κατοχή πρόσθετων προσόντων. Αυτό σημαίνει ότι, εφ΄ όσον όλα τα σχετικά προσόντα των υποψηφίων τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτά δεν συνιστούσαν πρόσθετα προσόντα τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Εάν η αιτήτρια διαφωνεί με αυτή τη μεταχείριση, όφειλε να υποδείξει ποιο ή ποια από τα συγκεκριμένα προσόντα τους ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης και ποια αγνοήθηκαν παντελώς. Είναι, για παράδειγμα, σχετικό προσόν το δίπλωμα στις Μαγειρικές Τέχνες; Τίποτε σχετικό και συγκεκριμένο δεν ισχυρίζεται η αιτήτρια.
Επομένως και αυτός ο λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.
5. Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας, χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης.
Βάση αυτού του ισχυρισμού και λόγου ακύρωσης τον οποίο προβάλλει η αιτήτρια είναι το γεγονός ότι στο πρακτικό συνεδρίας ημερ. 26.6.2009 της Επιτροπής Αξιολόγησης καταγράφηκε ότι:
«Ο κος Κώστας Χόππας, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Οικονομικών και Ανθρώπινου Δυναμικού και μέλος της Επιτροπής, αφού ενημέρωσε τον Πρόεδρο και τα άλλα Μέλη της Επιτροπής ότι από την ανάγνωση των ονομάτων των υποψηφίων - αιτητών διαπίστωσε ότι υπάρχει ιδιάζουσα σχέση με ένα από τους υποψηφίους, αποχώρησε από τη συνεδρίας ...»
Παρ΄ όλα ταύτα, όπως προσθέτει η αιτήτρια ο ρηθείς κ. Κ. Χόππας, παρά την αυτοεξαίρεση του, συνέχισε να συμμετέχει στη διαδικασία παραγωγής της προσβαλλόμενης πράξης, αφού ήταν ένα εκ των δύο μελών της Επιτροπής Θεματοθέτησης, η οποία καθόρισε τα θέματα και τις ερωτήσεις των γραπτών εξετάσεων, απέστειλε και τις επιστολές - προσκλήσεις στους υποψηφίους για τις προφορικές και γραπτές εξετάσεις και ενημέρωσε ως προς την τελική απόφαση.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι έκδηλα αβάσιμος. Η οποιαδήποτε τελείως μηχανιστική και όχι ουσιαστικής φύσεως συμμετοχή του εν λόγω προσώπου στη διαδικασία ομαλής διεξαγωγής των εξετάσεων, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά η οποία δυνατό να παραβίαζε τις αρχές τις οποίες επικαλείται η αιτήτρια και ιδιαίτερα την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας. Ως προς δε την υποκειμενική αμεροληψία, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση, η οποιαδήποτε σκιά ή υποψία έλλειψης αμεροληψίας και αν υπήρχε, ως προς τις γραπτές εξετάσεις, καταρρίπτεται από το ίδιο το γεγονός ότι η ίδια η αιτήτρια βαθμολογήθηκε με το ψηλότερο βαθμό από όλους τους υποψηφίους.
6. Ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης της Διοικούσας Επιτροπής κατά τις συνεδρίες ημερ. 24.4.2009 και 16.9.2009.
Ο λόγος για τον οποίο, κατά την αιτήτρια, έπασχε η σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής κατά τη συνεδρία της 24.4.2009 κατά την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, καθώς επίσης και η συγκρότηση των Επιτροπών Επιλογής και Θεματοθέτησης, ήταν ότι στη συνεδρία συμμετείχε μέλος, ήτοι ο κ. Τιτζανίδης, ο οποίος απουσίαζε κατά την προηγούμενη συνεδρία ημερ. 20.3.2009.
Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό κατά την προηγηθείσα συνεδρία της 20.3.2009, λήφθηκε η ακόλουθη και μόνη σχετική απόφαση:
«10.5 Κατανομή Θέσεων Δικοικητικού Προσωπικού (άρθρο 1) για το 2009/Επιτροπή επιλογής-Θεματοθέτησης/Σχέδια υπηρεσίας.
Παράρτημα 10.5)
Απόφαση: Η ΔΕ επικύρωσε εκ νέου τα ήδη εγκεκριμένα σχέδια υπηρεσίας. Επικύρωσε επίσης τις Επιτροπές Επιλογής και Θεματοθέτησης για τις αντίστοιχες θέσεις. Τα υπόλοιπα σχέδια υπηρεσίας και οι αντίστοιχες Επιτροπές να επανέλθουν κατά την επόμενη συνεδρία της ΔΕ για να δοθεί χρόνος στα μέλη της ΔΕ να τα μελετήσουν και στην ΣΥΤΕΠΑΚ να υποβάλει τις δικές της απόψεις μέσω της ΣΕΔΙΠ.»
Διαφαίνεται επομένως ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν είχε αποφασισθεί κατά την συνεδρία εκείνη ως προς την επίδικη θέση, αφού το σχέδιο υπηρεσίας της ήταν μεταξύ εκείνων τα οποία θα τύγχαναν εξέτασης κατά την επόμενη συνεδρία, συνεδρία κατά την οποία παρίστατο και το εν λόγω μέλος. Επρόκειτο επομένως για συνεδρίαση η οποία δεν ασχολήθηκε με θέματα ουσίας, αλλά προκαταρκτικής φύσεως θέματα, ως προς την επίδικη θέση, στοιχείο το οποίο εξουδετερώνει την έγερση οποιουδήποτε προβλήματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου - Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Κατά δεύτερο λόγο, η αιτήτρια παραπονείται και για τη συμμετοχή του ίδιου μέλους και κατά τη συνεδρία της ημερ. 16.9.2009 κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση όσο και του μέλους κ. Δημητριάδη ενώ αυτά τα δύο μέλη απουσίαζαν κατά την προηγούμενη συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής ημερ. 17.6.2009.
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω ότι αιτητής ο οποίος εγείρει ένα τέτοιο θέμα, οφείλει να το συγκεκριμενοποιεί και να το τεκμηριώνει. Αυτό, επειδή η απλή απουσία και μόνο ενός μέλους από προηγούμενη συνεδρία κατά την οποία μια επιτροπή, ή ένα όργανο ασχολήθηκε με κάποιο θέμα, δεν είναι αρκετή να δημιουργήσει πρόβλημα δυνάμει του Νόμου ή της νομολογίας, εάν το μέλος τούτο συμμετάσχει στην επόμενη συνεδρία. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια απλά εγείρει το θέμα και δεν το τεκμηριώνει.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών καταδεικνύει, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση, ότι τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με το παράπονο της αιτήτριας ως προς τις άλλες δύο συνεδριάσεις, στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως, ισχύουν και εδώ.
Επομένως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση, ενώ σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
ΣΦ.