ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1640/2010)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

BEKIR INGE,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μεσω

διευθυντριασ αρχειου πληθυσμου και μεταναστευσησ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Α. Κ.  Καρεκλάς, για τον Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 29.10.2010, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για την πολιτογράφησή του ως Κύπριου πολίτη.

 

Ο αιτητής με καταγωγή από την Τουρκία, αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές μαζί με την οικογένειά του κατά το έτος 1975 σε ηλικία 9 ετών.  Σύμφωνα με τους δικούς του ισχυρισμούς, το 1985 τέλεσε γάμο με Τουρκοκύπρια από τον οποίο και απέκτησαν δύο παιδιά.  Στις 30.8.1998 εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές μέσω του χωριού Πύλα, μαζί με τον  τότε Τουρκοκύπριο πεθερό του.  Συνελήφθη την ίδια ημέρα και κατηγορήθηκε για παράνομη είσοδο στο έδαφος της Δημοκρατίας.  Ακολούθως εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία όμως δεν εκτελέστηκαν επειδή ο αιτητής είχε εκφράσει την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση να του παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο.  ΄Ετσι, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 31.12.1999.   Στις 16.7.1999 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας με άλλο εργοδότη, η οποία και του παραχωρήθηκε μέχρι τις 30.12.1999.  Με τη λήξη της δεν υπέβαλε εγκαίρως αίτηση για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής του, αλλά συνέχισε  να παραμένει μέχρι τις 18.1.2000, οπότε και υπέβαλε σχετική αίτηση.  Του παραχωρήθηκε και πάλι άδεια μέχρι τις 30.6.2000 η οποία και ανανεώθηκε μέχρι τις 30.6.2001.  Ακολούθησε καθυστερημένο αίτημά του για ανανέωση της άδειάς του στις 7.7.2001.  Επειδή ο αιτητής μετά τη λήξη της άδειας της προσωρινής παραμονής του, παρέλειψε να αιτηθεί εγκαίρως ανανέωσή της, δεν υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών, όπως ήταν η δεδηλωμένη επιθυμία του, η αίτησή του για παραχώρηση προσωρινής άδειας απορρίφθηκε.  Εναντίον του εκδόθηκαν στη συνέχεια διατάγματα κράτησης και απέλασης, αφού στο μεταξύ είχε καταδικαστεί και του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης για παράνομη παραμονή.  Απελάθηκε εν τέλει από τη Δημοκρατία στις 19.10.2001.  Παρενθετικά σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ελεύθερες περιοχές, ο αιτητής συνήψε σχέση με την Ελληνοκύπρια Β.Χ.  Σε άγνωστη ημερομηνία, μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές από μη αναγνωρισμένο λιμάνι, όπου τον ακολούθησε η πιο πάνω Ελληνοκύπρια.

 

Το 2002 ο αιτητής και η σύντροφος του παρέδωσαν επιστολή στον τότε Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, μέσω της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών με την οποία επεδίωξαν να τους επιτραπεί  η εγκατάσταση στις ελεύθερες περιοχές.  Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών.  Ο αιτητής εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 16.4.2003 και στις 24.4.2003, τέλεσε πολιτικό γάμο με την εν λόγω Ελληνοκύπρια.  Στις 16.5.2003 απέκτησαν μια κόρη.  Στις 9.5.2003 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σύζυγος πλέον Κυπρίας υπηκόου, η οποία και του παραχωρήθηκε μέχρι τις 31.3.2004.  Στη συνέχεια του ανανεώθηκε ανελλιπώς μέχρι τις 30.6.2012.  Στις 22.8.2007, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση (έντυπο Μ125) για εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη, λόγω του γάμου του που μεσολάβησε με την Ελληνοκύπρια.  Τον Απρίλη του 2010 διαπιστώθηκε, στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης για εγγραφή, ότι όντως ο γάμος του με την Τουρκοκύπρια σύζυγό του είχε λυθεί με απόφαση των ούτω καλούμενων Δικαστηρίων στα κατεχόμενα, στις 28.11.2001.

 

Η αίτηση εξετάστηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση στις 25.10.2010 και απορρίφθηκε δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν.141(Ι)/2002, «λόγω προηγούμενης παράνομης εισόδου και παραμονής του στην Κύπρο». Ο αιτητής ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση με επιστολή ημερ. 29.10.2010:

 

«΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά απορρίφθηκε δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του ΄Αρθρου 110(2) του Ν.141(Ι)/2002 λόγω παράνομης εισόδου και παραμονής στην Κύπρο.».

 

Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης ότι: Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και τέλος, ως αποτέλεσμα νομικής πλάνης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Νόμου, τη σχετική εξουσία ασκεί ο εκάστοτε Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος και περιβέβληται όλων των σχετικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος εκχώρησης, όπως και εκχωρήθηκε στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.  Εκχώρηση δυνάμει του άρθρου 3(2) του Νόμου περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμος αρ. 23/1962 και του Κανονισμού 2 των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Κανονισμών του 1969- 2000, στη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (πρώην Λειτουργού Μετανάστευσης), Κ.Δ.Π. 262/2000.

 

Συναρτάται η νομιμότητα της απόφασης, κατά τον αιτητή, από το ότι η επίδικη απόφαση δεν φέρει την υπογραφή της Διευθύντριας αλλά τρίτου προσώπου για τη Διευθύντρια.  Εδώ, σαφώς δεν πρόκειται για την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά για την γνωστοποίησή της προς τον αιτητή.   Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί: Η απόφαση λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο, τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη. Αιτιολογία η οποία προκύπτει όχι μόνο από το φάκελο, αλλά και από την  ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ότι η παραμονή του αιτητή κατά τα διαστήματα πριν την υποβολή της αίτησής του, ήταν παράνομη.

 

Από τα τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν η παράνομη είσοδός του το 1975, όπως εισάγεται με την αίτηση, όταν ο ίδιος κατέφθασε στην Κύπρο με τους γονείς του σε ηλικία που ουσιαστικά δεν είχε αυτόνομη βούληση.  Εκείνο που λήφθηκε υπ΄ όψιν για να απορριφθεί η επίδικη αίτηση ήταν η παράνομη είσοδός του με τον Τουρκοκύπριο πεθερό του, μέσω του χωρίου Πύλα το 1998 οπότε και τέθηκε υπό κράτηση λόγω της παράνομης εισόδου του.   Τότε διαπιστώθηκε πώς και πότε ο αιτητής έφθασε στην Κύπρο το 1975 από το κατεχόμενο λιμάνι της Αμμοχώστου και στη συνέχεια διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές.  Λήφθηκε λοιπόν υπ΄ όψιν η τότε παράνομη είσοδός του όταν ως ενήλικας είχε πλήρη επίγνωση και συνείδηση του παρανόμου των πράξεων και ενεργειών του, γεγονός το οποίο επανέλαβε σε δύο περιπτώσεις και σε διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ της λήξης και ανανέωσης της άδειας παραμονής του που του παραχωρήθηκε από τη Δημοκρατία και το οποίο δεν σεβάστηκε.  Δικαιολογημένα, λοιπόν, τόσο από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία την συμπληρώνουν, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου (Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ν. Ζ.Μ. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 20 και Yousife Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18).

 

Οι αρμόδιες αρχές όπως προκύπτει από το φάκελο, συνέλεξαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, όσο και τις συνθήκες παραμονής του και εισόδου του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να παρεισφρήσει, κρίνω, στη σκέψη των καθ΄ ων η αίτηση, οποιοσδήποτε εξωγενής παράγοντας. Στη βάση των ορθώς πλέον διαπιστωμένων πραγματικών γεγονότων, αιτιολογημένα έκριναν ότι λόγω του παράνομου της εισόδου και στη συνέχεια παραμονής του αιτητή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του Νόμου.

 

Βρίσκω ότι δόθηκε στον αιτητή, μέσα από την υποβολή της αίτησής του, η δυνατότητα να παρουσιάσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υπόθεσή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών, ενώ σε περιπτώσεις όπως εδώ, ο αιτητής δεν έχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης: δεν προβλέπεται ρητώς από το Νόμο, αλλά και ως εκ της φύσης της υπόθεσης, ώστε να συντρέχουν λόγοι προηγούμενης ακρόασης (Παπακόκκινου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510).  Η υποχρέωση της διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027).

 

Το άρθρο 110(2) των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2010 (Ν.141(Ι)/2002) όπως τροποποιήθηκε, στην έκταση που μας αφορά προνοεί:

 

«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-

 

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·

 

(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων

 

(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και

 

(δ) .........

 

 

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.».

 

Η εισήγηση ότι ο αιτητής δεν εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, ούτε παρέμενε παράνομα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του, έχει απαντηθεί, ως προς την πραγματική του διάσταση, νομολογιακά έχει επίσης ξεκαθαρίσει με την Yousife Mohamad ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω,  όπου αποφασίστηκαν τα πιο κάτω:

 

«Η συγκεκριμένη επιφύλαξη είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω κι αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή.

      ...............................

Υπενθυμίζουμε ότι, παρά το γεγονός ότι στην εξεταζόμενη νομοθετική διάταξη η λέξη «παραμένει» είναι στον ενεστώτα, έχει ερμηνευτεί σε αριθμό πρωτόδικων υποθέσεων ότι καλύπτει και παράνομη παραμονή η οποία έλαβε χώρα στο παρελθόν (βλέπε Ali Mahmoud Abdel Meneem ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1552/07, ημερ. 5.11.2008, Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1794/06, ημερ. 17.12.2007 και Khamzaeva ν. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 727/06, ημερ. 16.7.2007).».

 

Ο ισχυρισμός ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα είναι παντελώς ανυπόστατος.  Παραπέμπω στις αναφορές και στις διαπιστώσεις της διοίκησης για το διαζύγιο του αιτητή με την Τουρκοκύπρια σύζυγό του που είχε εκδοθεί στα κατεχόμενα, όσο και τις άλλες λεπτομέρειες που απαντούν στους ισχυρισμούς του όπως ο ίδιος τους είχε προβάλει. «Η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». (Yousife Mohamad, ανωτέρω).

 

Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307:

 

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης.  Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ΄ αυτό προϋποθέσεις.  Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα.  Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα.  Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.  Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε).  Ισχύουν κατ΄ αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν  από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.».

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης.  Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας.  Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του.  Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου.  Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.

 

Με τα όσα εξήγησα πιο πάνω, είναι σαφές ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διεξήχθη δέουσα έρευνα και τίποτε το αντιφατικό, αόριστο ή ασαφές λήφθηκε υπ΄ όψιν.  Η υπόθεση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και κανένα από τα παράπονα του αιτητή δεν φαίνεται να ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο