ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FASHIONS HOUSE ν. REPUBLIC (OFFICIAL RECEIVER AND REGISTRAR OF COMPANIES) (1973) 3 CLR 231
KYRIACOS TSANGARIS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1975) 3 CLR 518
ANDREAS D GEORGHAKIS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1977) 3 CLR 1
PRES. OF REPUBLIC ν. HOUSE OF R'TIVES (1987) 3 CLR 1631
GEORGHIADES ν. C.B.C. (1987) 3 CLR 2000
ΠΑΚΟΠ κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 1992
Mαυρογένης Γιώργιος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 186
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 149/2013
6 Σεπτεμβρίου, 2013
[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΚΑΡΙΑ ΑΝΤΡΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ου η αίτηση
..........
Μ. Παρασκευά με Α. Νεοφύτου, για την Αιτήτρια.
Π. Πολυβίου, για το Καθ' ου η Αίτηση
.........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ: Ενόψει της επικείμενης Προεδρικής εκλογής του Φεβρουαρίου του 2013, το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ' ου η αίτηση Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ρ.Ι.Κ.) επιλήφθηκε του θέματος του τρόπου κάλυψης των υποψηφίων για τα ύπατο αξίωμα στη Δημοκρατία σε συνεδρία του ημερ. 2/10/12, στην παρουσία και του νομικού του Συμβούλου, ο οποίος αφού γνωμάτευσε σχετικά, αποχώρησε. Με δεδομένο ότι στο χρονικό εκείνο στάδιο δεν είχαν ακόμη επισήμως υποβληθεί υποψηφιότητες, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τα ονόματα οκτώ συνολικά προσώπων, τα οποία είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον να διεκδικήσουν την προεδρία της Δημοκρατίας κατά τις επικείμενες εκλογές. Μεταξύ των προσώπων εκείνων συγκαταταλέγετο και η αιτήτρια. Το ζήτημα της ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης Προεδρικής εκλογής διέπεται από τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμο, Κεφ. 300 Α, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό του βασικού Νόμο αρ. 212/1987 («ο Νόμος»).
Σύμφωνα με το Νόμο, σε ραδιοτηλεοπτική κάλυψη ενόψει Προεδρικής εκλογής, δικαιούται πρόσωπο το οποίο εμπίπτει στον όρο «υποψήφιος πρόεδρος» όπως αυτός ορίζεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου.
Κατά την προαναφερθείσα συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ' ου η αίτηση, σε σχέση με την προτιθέμενη υποψηφιότητα της αιτήτριας, αποφασίστηκαν τ' ακόλουθα:
«Η κα Μακαρία Στυλιανού δεν πληροί τις προϋποθέσεις (α),(β) και (γ) του άρθρου 2 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποιητικού) Νόμου 1987, ούτε και καλύπτεται από την προϋπόθεση (δ) του άρθρου 2 του Νόμου διότι με βάση τη αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, η κα Μακαρία Στυλιανού δεν έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου», ούτε και είναι «προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος». Το Συμβούλιο δεν υποτίμησε την εμπλοκή της κας Μακαρίας Στυλιανού στα κοινά αλλά έκρινε ότι δεν πληρούσε οποιαδήποτε των προϋποθέσεων του Νόμου, με βάση τα κριτήρια της νομολογίας.»
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια δεν έτυχε ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης από το καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα ως κατά νόμο «υποψήφια πρόεδρος» αλλά της προσφέρθηκε υποδεέστερη εναλλακτική κάλυψη κατά την προεκλογική εκστρατεία. Η ίδια στάση τηρήθηκε από το καθ' ου η αίτηση και μετά την επίσημη υποβολή υποψηφιότητας από την αιτήτρια.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του καθ' ου η αίτηση η οποία στηρίχτηκε στο Νόμο Κεφ. 300 Α, θεωρώντας την ως αντισυνταγματική.
Ως βασικός και μοναδικός λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλεται από την αιτήτρια, η θέση ότι:
«η απόφαση του καθ' ού η αίτηση και ο ορισμός του Κεφ. 300 Α περί «Υποψηφίου Προέδρου» που προσβάλλεται με την παρούσα Αίτηση Ακυρώσεως, είναι αντισυνταγματικός και υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Στους επί μέρους λόγους για την πιο πάνω κεντρική της θέση, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο προαναφερθείς ορισμός ως προς το ποιος θεωρείται «υποψήφιος πρόεδρος» είναι αντισυνταγματικός καθότι:
1. Αντιβαίνει στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- Πρόσθετο Πρωτόκολλο.
2. Αντιβαίνει στο Άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης.
3. Αντιβαίνει στο Άρθρο 3 της Σύμβασης.
4. Αντιβαίνει στο Άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί Ελευθερίας Έκφρασης και Πληροφόρησης.
5. Αντιβαίνει στο Άρθρο 21 του ίδιου Χάρτη.
Μέσω της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, ο συνήγορος της προβαίνει σε μια εκτεταμένη και εμπεριστατωμένη έρευνα σε θέματα που αφορούν στην ελευθερία του λόγου και έκφρασης και παραπέμπει σε σωρεία αποφάσεων και πηγών ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου και σε σχετικές αυθεντίες. Όπως υποστηρίζει, η αιτήτρια εκπληρώνοντας όλες τις διατυπώσεις και υποχρεώσεις της κατά το νόμο και το Σύνταγμα, υπέβαλε την υποψηφιότητα της και αναγνωρίστηκε επισήμως ως υποψήφια Πρόεδρος και επομένως, δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος, το καθ' ου η αίτηση όφειλε να τη μεταχειριστεί ως ίση με τους άλλους υποψηφίους Προέδρους στους οποίους παρέσχε πλήρη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη.
Η πλευρά του καθ' ου η αίτηση διαφωνούσα με οποιουσδήποτε ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας, παραπέμπει προς τούτο σε σχετική επί του επίδικου θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου έγινε ενασχόληση με θέματα συνταγματικότητας του ίδιου Νόμου.
Έχω εξετάσει με προσοχή το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των δικογράφων και των προφορικών παραστάσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Εν πρώτοις διαπιστώνω ότι δεν φαίνεται σε καμιά περίπτωση να αμφισβητείται εδώ η κρίση του καθ' ου η αίτηση Ιδρύματος ότι η αιτήτρια με τα δεδομένα τα οποία είχε ενώπιον του και τις πρόνοιες του Νόμου ως έχουν, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «υποψήφιος Πρόεδρος» και επομένως δεν μπορούσε να τύχει της ευρύτερης ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης την οποία επισύρει ο όρος. Τίθεται επομένως προς εξέταση και δικαστική απόφανση, μόνο θέμα αντισυνταγματικότητας του όρου εκείνου.
Ο όρος «Υποψήφιος Πρόεδρος» στο άρθρο 2 του Νόμου έχει ως εξής:
«Υποψήφιος Πρόεδρος» σημαίνει άτομον το οποίον εξαγγέλει δημοσίως πρόθεσιν υποβολής υποψηφιότητος δι' ανάδειξιν του ως Προέδρου εις τας επομένας της εν λόγω διακηρύξεως εκλογάς, νοουμένου ότι έχει την δυνάμει του Συντάγματος ικανότητα του εκλέγεσθαι εις το αξίωμα του Προέδρου και πληροί μίαν ή περισσοτέρας των ακολούθων προϋποθέσεων, ήτοι:
(α) Κατέχει κατά τον χρόνο της εν λόγω εξαγγελίας το αξίωμα του Προέδρου,
(β) είναι αρχηγός πολιτικού κόμματος,
(γ) τυγχάνει της υποστηρίξεως ενός ή περισσοτέρων κομμάτων,
(δ) είναι άτομον το οποίον, κατά την αντίληψιν του συνετού μέσου πολίτου έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλον εις την πολιτική ή οικονομικήν ή κοινωνικήν ζωήν της Κύπρου ή είναι προσωπικότης απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα των προνοιών του ίδιου Νόμου σε αρκετές αποφάσεις του, μετά τη θέσπιση του κατά το 1987.
Είχα υπόψη μου να προβώ σε μια συνοπτική ανάλυση και παράθεση των κύριων σημείων από τη νομολογία αυτή, πλην όμως, επειδή όπως διαπιστώνεται, αυτό έχει ήδη γίνει στην απόφαση στην υπόθεση Μαυρογένης ν. ΡΙΚ (1993) 4 ΑΑΔ 186, παραθέτω στη συνέχεια εκτενές απόσπασμα από την απόφαση εκείνη (σελ. 192-195):
«Ως προς την εφαρμογή του Νόμου, το Ίδρυμα είναι το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει κατά πόσο το άτομο που έχει εξαγγείλει δημόσια την πρόθεση υποβολής υποψηφιότητας για ανάδειξη του σαν Προέδρου, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Νόμου.
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Α. Λοϊζου στην υπόθεση Θράσος Γεωργιάδης ν. Ρ.Ι.Κ. (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ) (1987) 3 Α.Α.Δ. 2000, αναφέρει σχετικώς τα εξής:
Έχω τη γνώμη ότι το κατά πόσο ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί σαν «υποψήφιος πρόεδρος» μέσα στην έννοια του Νόμου είναι θέμα που πέφτει αποκλειστικά μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Ιδρύματος. Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα παρόλο που ο Νόμος σιωπά πάνω στο θέμα της διακριτικής ευχέρειας, και τούτο γιατί «πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι μη δημιουργουμένης διά του νόμου σαφούς και επιτακτικής δια τη διοίκηση υποχρεώσεως εις ορισμένη ενέργεια αυτής, τεκμαίρεται ότι σε αυτήν ανήκει η διακριτική αυτής εξουσία». (ίδε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 07/29).
Εφόσον δε η επίδικη απόφαση πάρθηκε κατά την άσκηση διακριτικής εξουσίας, θα πρέπει να τύχει δικαστικού ελέγχου με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ασκήσεως της διοικητικής ευχέρειας της διοικήσεως. Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στο «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» Δευτέρα Έκδοση του Π.Δ. Δαγτόγλου σελίδες 126 και μετά. Ειδικότερη αναφορά μπορεί να γίνει στη σελίδα 127που αναφέρονται τα πιο κάτω:
«Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως αφορά την εξέταση των εξής σημείων:
(ια) αν ο νόμος όντως παρεχώρησε διακριτική ευχέρεια στην διοίκηση και μάλιστα στο μέτρο που ασκήθηκε.
(ιβ) αν η διοίκηση όντως άσκησε την παραχωρηθείσα ευχέρεια.
(ιγ) αν η διοίκηση διέπραξε «κακή χρήση» ή «υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας» γιατί δεν ετήρησε τα όρια που της έθεσε ο συγκεκριμένος νόμος ή που προκύπτουν από το Σύνταγμα και τις γενικές αρχές του δικαίου.
(ιδ) αν η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έκανε «κατάχρηση εξουσίας».»
Συμπληρωματικά αξίζει να λεχθεί ότι το έργο του Δικαστή, δεν είναι να υποκαταστήσεις αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της διοικήσεως. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω αρχές που βγαίνουν μέσα από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος και αποτελούν γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, έχουν τύχει εφαρμογής σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Ίδε Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 518, Fashions House v. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 231 και Γεωργάκης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 1)»
Πρέπει να αναφέρω ότι η απόφαση αυτή εφεσιβλήθη αλλά η Ολομέλεια στην απόφαση της 11/1/1988, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ.765, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την απόφαση.
Ο Δικαστής κ. Χρίστος Αρτεμίδης στην απόφαση 1. Παγκύπριο Κόμμα Προσφύγων και Πληγέντων (ΠΑΚΟΠ) κ.α. ν. 1. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, 2. Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. (1992) 4 ΑΑΔ 1992, ανέφερε πολύ χαρακτηριστικά τα εξής σχετικά με το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται το Διοικητικό Συμβούλιο του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου στην άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του στο να κρίνει ποιος μπορεί να θεωρηθεί κατά το Νόμο «υποψήφιος Πρόεδρος»
«Η εν τη πράξη λειτουργία, κατά την άποψή μου, της ιδέας του «μέσου συνετού πολίτη» επιβάλλει στον κρίνοντα την εγκατάλειψη του δικού του χώρου, στον οποίο έχει συσσωρευμένες τις ιδέες, αντιλήψεις, πιστεύω και επιλογές του για τα πράγματα της ζωής, και μετάβασή του στο χώρο όπου κυριαρχεί η γενικά παραδεκτή άποψη για τα ίδια πράγματα.
Ο Νόμος εναποθέτει εύλογα αυτή τη λειτουργία και κρίση στο συμβούλιο του ιδρύματος. Η ιδιότητα του, ως υπεύθυνου για τη λειτουργία του μεγαλύτερου μέσου ενημέρωσης το καθιστά κατά τεκμήριο το επαρκέστερο, αλλά ταυτόχρονα αναμένεται να είναι και ο αντικειμενικότερος κριτής, κατά πόσο ένα κόμμα, ένωση ή ομάδα προσώπων εμπίπτει στον ορισμό του πολιτικού κόμματος όπως καθορίζεται στο Νόμο. Η κρίση αυτή είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν υποκαθιστά, ιδιαίτερα στο χώρο των πολιτικών πραγμάτων, τη δική του άποψη με αυτή του ιδρύματος. Λέγω πολύ δύσκολο, για να επιφυλαχθεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να επέμβει όπου έκδηλα παρατηρείται κατάχρηση αυτής της εξουσίας ή αποδεικνύεται πασιφανής προσβολή της παγκοίνως επικρατούσας άποψης.»
Ειδικότερα ως προς την αντισυνταγματικότητα των προνοιών του Νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο σε Πλήρη Ολομέλεια είχε ασχοληθεί με το θέμα τούτο πολύ νωρίς μετά τη ψήφιση του Νόμου, σε Αναφορά την οποία είχε υποβάλει στο Δικαστήριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πρόκειται για την Αναφορά αρ. 3/1987 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 ΑΑΔ 1631. Το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ως ακολούθως:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το θέμα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη Γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του (Μ. Τριανταφυλλίδη, Α. Λοϊζου, Γ. Μαλαχτού, Α. Λώρη, Δ. Στυλιανίδη και Α. Κούρρη) είναι η ακόλουθη:
1. Ο υπό κρίση Νόμος, εξαιρουμένων των εδαφίων (γ) και (γφ) του Άρθρου 19 του Συντάγματος, προς όφελος και των εκάστοτε υποψηφίων Προέδρων και των εκλογέων, στα πλαίσια της ορθής εκπλήρωσης της αποστολής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, και ως εκ τούτου ο εν λόγω Νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση και ούτε είναι ασύμφωνος προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
2. Τα εδάφια (γ) και (ι)(γγ) του άρθρου 5 του υπό κρίση Νόμου υποχρεώνουν το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου να προσκαλεί όλους μαζί τους εκάστοτε υποψηφίους Προέδρους σε τηλεοπτικά προγράμματα συζητήσεων μεταξύ τους και τούτο συνεπάγεται έμμεσο εξαναγκασμό των υποψηφίων Προέδρων να μετάσχουν σε τέτοια προγράμματα για να μη εκληφθούν ότι αποφεύγουν την μεταξύ τους δημόσια συζήτηση. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται να καθίσταται άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτική η άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και εκφράσεως, που προστατεύεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος, ο έμμεσος εξαναγκασμός των εκάστοτε υποψηφίων Προέδρων να μετάσχουν σε τηλεοπτικά προγράμματα συζητήσεων μεταξύ τους καταστρατηγεί το εν λόγω δικαίωμα και ως εκ τούτου τα εδάφια (γ) και (ι)(γγ) του άρθρου 5 του υπό κρίση Νόμου ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
3. Ο υπό κρίση Νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση και ούτε είναι ασύμφωνος προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος γιατί οι διατάξεις του βασίζονται σε λογικά και δικαιολογημένα υπό τις περιστάσεις κριτήρια των οποίων η υιοθέτηση ήταν ευλόγως δυνατή για την Βουλή των Αντιπροσώπων και ως εκ τούτου δεν παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία προστατεύεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
4. Ο υπό κρίση Νόμος δεν ευρίσκεται σε αντίθεση και ούτε είναι ασύμφωνος με το Άρθρο 40 του Συντάγματος γιατί δεν εμποδίζει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα οποιονδήποτε πολίτη να θέσει υποψηφιότητα για εκλογή στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
5. Εφόσον τα προαναφερθέντα εδάφια (γ) και (ι)(γγ) του άρθρου 5 του υπό κρίση Νόμου ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος τα εδάφια αυτά είναι αντισυνταγματικά ως αντίθετα και ασύμφωνα προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος. Επειδή όμως τα εν λόγω εδάφια (γ) και (ι)(γγ) δύναται να διαχωριστούν από τις υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου 5 ολόκληρος ο υπό κρίση Νόμος, εξαιρουμένων μόνο των εδαφίων (γ) και (ι)(γγ) του άρθρου 5, δεν είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος ή ασύμφωνος προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος γιατί δεν ευρίσκεται σε αντίθεση ούτε είναι ασύμφωνος προς τα Άρθρα 19, 28 και 40 του Συντάγματος και κατά την έκδοση του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου52 του Συντάγματος, πρέπει μόνο να παραλειφθούν τα εδάφια (γ) και (ι)(γγ) του άρθρου 5 του Νόμου.»
Η πιο πάνω νομολογία δίδει βέβαια αρνητική απάντηση στις θέσεις της αιτήτριας ως προς το ότι οι επίμαχες πρόνοιες του Νόμου, αντιβαίνουν προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος της Δημοκρατίας.
Τα όσα δε είχαν αποφασισθεί στην πιο πάνω Αναφορά αρ. 3/1987, επιβεβαιώθηκαν πολύ αργότερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το 2006 στην Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2006) 3 ΑΑΔ 655. Στην υπόθεση εκείνη, δεν τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας του Νόμου και ειδικότερα του όρου «Υποψήφιος Πρόεδρος», εντούτοις όμως η Ολομέλεια προχώρησε αναφέροντας και τα ακόλουθα:
«Στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 2(δ) του Νόμου. Προσθέτουμε, ωστόσο, ότι η διάκριση του άρθρου 2(δ) στηρίζεται σε εύλογα κριτήρια. Δεν έχει δε μεσολαβήσει, από το 1987 μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε κοινωνική, οικονομική, νομική, ή άλλη αλλαγή που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε απομάκρυνση από τα νομολογηθέντα στην επί του θέματος απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 ΑΑΔ 1631.»
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, δεν διατηρώ αμφιβολία ότι τόσο η ερμηνεία που δόθηκε από το Νόμο στον όρο «Υποψήφιος Πρόεδρος» δεν προσκρούει σε καμιά διάταξη του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ούτε βέβαια και σε οποιαδήποτε διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από την οποία Κυπριακή διάταξη εκπηγάζει.
Αντίθετα, με τον όρο τούτο, δίδεται στο καθ' ου η αίτηση Ίδρυμα μια διακριτική εξουσία με την άσκηση της οποίας τίθενται εύλογοι περιορισμοί στην έκταση της προβολής των υποψηφίων, ανάλογα με κριτήρια τα οποία έχουν καθιερωθεί και αναγνωρισθεί ως εύλογα και μη παραβιάζοντα οποιαδήποτε ανθρώπινα δικαιώματα. Το να έχει, ή να αποκτήσει ένας πολίτης της Δημοκρατίας την ιδιότητα του υποψηφίου Προέδρου επειδή πληροί τα κριτήρια που θέτει το Σύνταγμα, είναι ένα πράγμα. Το να μεταφέρει όμως μαζί της αυτή η ιδιότητα και όλα τα δικαιώματα ραδιοτηλεοπτικής προβολής στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αυτόματα, ισοπεδωτικά και ανέλεγκτα, χωρίς εύλογους περιορισμούς ανάλογα με την περίπτωση, αυτό θα προκαλούσε τη δημιουργία και εκμετάλλευση ανέλεγκτων καταστάσεων.
Έχω περαιτέρω εξετάσει με προσοχή την πολυσέλιδη παράθεση και ανάλυση Ευρωπαϊκων και άλλων πηγών δικαίου στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας. Σε σχέση με αυτά θα πρέπει να παρατηρήσω ότι μέσω τους διακρίνονται οι βασικές αρχές που αναφέρονται στα ουσιώδη δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης του λόγου κ.λ.π. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν διακρίνεται οποιαδήποτε αυθεντία η οποία να δηλώνει ως μη επιτρεπτή την εφαρμογή εύλογων περιορισμών. Αντίθετα, για παράδειγμα στην απόφαση του ΕΔΑΔ ημερ. 20/12/2008 21132/2005 ΤV VEST AS AND ROGALAND PENSJONISTPARTI v. NORWAY στην οποία παραπέμπει η αγόρευση, ρητά το Δικαστήριο, ενώ, επισημαίνεται ότι οι περιορισμοί στην εκλογική νομοθεσία θα πρέπει να κριθούν υπό το πρίσμα του δικαιώματος για ελεύθερες εκλογές και ότι οι ελεύθερες εκλογές και η ελευθερία του πολιτικού διαλόγου συνιστούν τον πυλώνα κάθε δημοκρατικού συστήματος, προστίθεται ότι:
«Ωστόσο το δικαστήριο αναγνωρίζει ότι υπό προϋποθέσεις τα δύο δικαιώματα μπορεί να συγκρουστούν, ώστε να καθίστανται αναγκαίοι ορισμένοι περιορισμοί.«
Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, η αιτήτρια, όπως και άλλοι υποψήφιοι οι οποίοι κρίθηκαν ως μη ικανοποιούντες τα τεθέντα νομοθετικά κριτήρια, ναι μεν δεν έτυχαν της ευρύτερης προβολής της οποίας τυγχάνουν πρόσωπα τα οποία ικανοποιούν τα κριτήρια, πλην όμως σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείστηκαν από το να προβάλουν τις δικές τους θέσεις και απόψεις είτε σε μονόλογο ή σε διάλογο. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Νόμος ή ο τρόπος εφαρμογής του, προκάλεσε την στέρηση του βασικού τους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης του λόγου και του διαλόγου.
Η προσφυγή επομένως αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ακολουθώντας δε το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του καθ' ου η αίτηση όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Κληρίδης
Δ.
/ΚΑΣ