ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1467/2011)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ARISTOCARS LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

 

1.    ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Κ. Χατζηιωάννου, για την Αιτήτρια.

Ε. Καρακάννα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ από το 2003 και δραστηριοποιείται κυρίως στον τομέα της εμπορίας εξαρτημάτων για μεταχειρισμένα οχήματα.

 

Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λευκωσίας, ενεργώντας βάσει των προνοιών των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2011, εξέτασε τα βιβλία και αρχεία της αιτήτριας για την περίοδο από 1.11.2006 μέχρι 30.4.2011 και από την εξέταση τους διαπιστώθηκε ότι στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στην Εφορο ΦΠΑ για την εν λόγω περίοδο:

 

(α) καταχώρησε συνολικά μικρότερο ποσό φόρου εκροών κατά €3.937,53,

 

(β)   παρέλειψε να αποδώσει φόρο εκροών συνολικού ύψους €1.352,43 σε σχέση με είκοσι τιμολόγια πωλήσεων τα οποία είχε εκδώσει,

 

 (γ) απέδωσε μεγαλύτερο ποσό φόρου εκροών κατά €94,50 για τιμολόγιο το οποίο είχε εκδώσει προς την εταιρεία A.P.K. Garage στις 17.5.2010,

 

(δ) καταχώρησε συνολικά μικρότερο ποσό φόρου εισροών κατά €7.155,85,

 

 (ε) διεκδίκησε εσφαλμένα έκπτωση φόρου εισροών ύψους €2.492,32 αναφορικά με τρία τιμολόγια αγορών, από τα οποία το ένα ήταν της εταιρείας Unicars Ltd που δεν εκδόθηκε στο όνομά της αλλά σε άλλο όνομα, και τα άλλα δύο των εταιρειών Α. Ψάλτης και Υιοί Λτδ και IDS Interior Design Services αντίστοιχα, τα οποία φάνηκε ότι καταχωρίσθηκαν δύο φορές και

 

 (στ) διεκδίκησε εσφαλμένα και κατά παράβαση του Κανονισμού 71(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001, έκπτωση φόρου εισροών ύψους €49.560,06 για την ανέγερση της αποθήκης τους στα Λατσιά, η οποία χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής και αποκλειστικά μόνο για την πραγματοποίηση εξαιρούμενων συναλλαγών.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Εφορος ΦΠΑ έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η  αιτήτρια κατά την επίδικη περίοδο ήταν ελλιπείς και/ή ανακριβείς και, ενεργώντας βάσει του άρθρου 49(1) και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων, προέβη σε βεβαίωση του φόρου και στη συνέχεια ειδοποίησε την αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 22.8.2011 ότι όφειλε να καταβάλει στην Εφορο ΦΠΑ ποσό ύψους €50.091,99, πλέον €26.430,93 δυνάμει της παραγράφου 4(1) του Δέκατου Παραρτήματος των ίδιων Νόμων.

 

Η προαναφερθείσα απόφαση της Εφόρου σ΄ ότι αφορά μόνο το μέρος με το οποίο βεβαιώθηκε ποσό €50.091,99 ως οφειλόμενος φόρος δεν έγινε αποδεκτή από την αιτήτρια, η οποία προχώρησε σε καταχώρηση της παρούσας προσφυγής για ακύρωσή της στη βάση τριών νομικών λόγων. Ωστόσο, με τη γραπτή αγόρευση (αρχική και απαντητική), των  συνήγορων της προώθησε ως λόγους ακύρωσης ότι  η προσβαλλόμενη απόφαση είναι (α) προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας και (β) στερείται της δέουσας αιτιολογίας.

 

Σ΄ ότι αφορά τον πρώτο από τους πιο πάνω δύο λόγους ακύρωσης, αυτός προωθήθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της στη βάση των πιο κάτω αδιαμφισβήτητων πραγματικών περιστατικών:

 

Το 2007 η αιτήτρια άρχισε να ανεγείρει στα Λατσιά αποθήκη με σκοπό, όπως πρόβαλε, να τη χρησιμοποιήσει για δικούς της σκοπούς  και με την αποπεράτωσή της, το 2008,  αφαίρεσε από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας που όφειλε να καταβάλει ποσό €49.560,06  για τα έξοδα ανέγερσης της.

 

Για την περίοδο, όμως, από 1.7.2008-30.6.2010 η αποθήκη είχε ενοικιασθεί στην εταιρεία G. CHRYSOSTOMOU TRADING CO LTD, η οποία, αφενός δεν ήταν συνεπής στην καταβολή του ενοικίου και αφετέρου αρνείτο να εγκαταλείψει και το υποστατικό. Με αποτέλεσμα η αιτήτρια να αναγκασθεί να κινηθεί δικαστικώς εναντίον της με την υπ΄ αριθμό 2047/2009 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση ημερομηνίας 17.2.2010 προς όφελος της για το συνολικό ποσό των €73.800, εκ των οποίων ποσό €61.500 αντιπροσώπευε ενδιάμεσα οφέλη μέχρι 31.1.10 περαιτέρω εκδόθηκε και διάταγμα έξωσης με αναστολή μέχρι 30.3.10.

 

Είναι θέση της αιτήτριας ότι η μη πληρωμή του ενοικίου επέφερε τερματισμό της ενοικίασης και κατά συνέπεια αναίρεσε την έννοια της συναλλαγής. Με υπόβαθρο αυτή τη θέση, υποστηρίχθηκε από τους συνηγόρους της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάρθηκε χωρίς οι καθ΄ ων η αίτηση  να ερευνήσουν και διαπιστώσουν (α) το χρονικό διάστημα που ο ενοικιαστής κατείχε νόμιμα το υποστατικό και (β) το γεγονός ότι μετά ανάκτηση της κατοχής της αποθήκης αυτή χρησιμοποιείται αποκλειστικά από την ίδια.

 

Εξέτασα όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, ως επίσης και τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα και κατέληξα ότι και τα δύο παράπονα της αιτήτριας στη βάση των οποίων προωθήθηκε ο πρώτος λόγος ένστασης δεν ευσταθούν. Προς τούτο είναι αρκετό να γίνει παραπομπή στον Κανονισμό 71(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001, στη βάση του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση, ο οποίος συναρτά την αναπροσαρμογή αφαίρεσης φόρου εισροών από την πρόθεση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου να πραγματοποιήσει φορολογητέες ή εξαιρούμενες συναλλαγές ή και τα δύο. Παραθέτω, συναφώς, αυτούσιες τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού:

 

«71.-(1) Ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται όταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει αφαιρέσει ποσό φόρου εισροών που έχει αποδοθεί σε φορολογητέες συναλλαγές επειδή προτίθετο να χρησιμοποιήσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες για την πραγματοποίηση -

 

(α) Είτε φορολογητέων συναλλαγών,

 

(β) είτε και φορολογητέων και εξαιρούμενων συναλλαγών, και κατά τη διάρκεια περιόδου 6 ετών που αρχίζει την πρώτη ημέρα της καθορισμένης φορολογικής περιόδου κατά την οποία καθορίστηκε η απόδοση και πριν να πραγματοποιηθεί η εν λόγω πρόθεση, χρησιμοποιεί ή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες για την πραγματοποίηση μόνο εξαιρούμενων συναλλαγών ή, στην περίπτωση απόδοσης που εμπίπτει στην υποπαράγραφο (α) πιο πάνω, για την πραγματοποίηση τόσο φορολογητέων όσο και εξαιρούμενων συναλλαγών.

 

(2) Τηρουμένου του Κανονισμού 73 και εκτός αν ο Εφορος επιτρέψει διαφορετικά, όταν εφαρμόζεται ο παρών Κανονισμός, το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο στη φορολογική δήλωση της καθορισμένης φορολογικής περιόδου κατά την οποία τα αγαθά ή υπηρεσίες χρησιμοποιούνται ή δημιουργείται η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν, ανάλογα με την περίπτωση, αποδίδει λογαριασμό για ποσό ίσο προς το φόρο εισροών που έχει πάψει να αποδίδεται πλέον σε φορολογητέες συναλλαγές σύμφωνα με τη μέθοδο που απαιτείτο να χρησιμοποιήσει όταν αρχικά αποδόθηκε ο φόρος εισροών και καταβάλλει το ποσό αυτό στον Εφορο.

 

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού οποιοδήποτε ζήτημα όσον αφορά τη φύση οποιασδήποτε συναλλαγής καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων εκδίδονται δυνάμει αυτού που ισχύουν κατά το χρόνο που ο φόρος εισροών αποδόθηκε την πρώτη φορά.»

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, οι αιτητές ενοικίασαν την αποθήκη αμέσως μετά την αποπεράτωσή της στην εταιρεία G. CHRYSOSTOMOU TRADING CO LTD. Το γεγονός αυτό, αφ΄ εαυτού, καταδεικνύει κατά την άποψή μου ότι, αντικειμενικά, η πρόθεση της αιτήτριας ήταν να χρησιμοποιήσει το υποστατικό για την πραγματοποίηση αποκλειστικά εξαιρούμενων συναλλαγών (ενοικίαση) και τούτου δοθέντος κρίνω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν υπείχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να διερευνήσουν την σχέση αιτήτριας - ενοικιαστή καθότι μια τέτοια διερεύνηση δεν θα διαφοροποιούσε με οποιοδήποτε τρόπο την επίδικη απόφαση. Όπως - ενόψει των ξεκάθαρων προνοιών του σχετικού κανονισμού - δεν θα διαφοροποιούσε την επίδικη απόφαση και η μετέπειτα χρησιμοποίηση της αποθήκης από την αιτήτρια,  μετά δηλαδή την εκκένωσή της από την ενοικιάστρια. Υπενθυμίζεται, συναφώς, αυτό που τονίστηκε στην υπόθεση Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) ΑΑΔ 3376, ότι το κριτήριο για τη διαπίστωση των προθέσεων ενός αιτητή είναι αντικειμενικό, καθότι αν δεν ήταν, η φορολογία των πολιτών θα μετατρεπόταν σε υποκειμενική τους υπόθεση και υπό τα περιστατικά της κρινόμενης περίπτωσης η ενοικίαση της αποθήκης, αμέσως μετά την αποπεράτωσή της, αποκαλύπτει - όπως ήδη σημειώθηκε - κατά τρόπο αντικειμενικό ότι η πρόθεσή της ήταν η πραγματοποίηση εξαιρούμενων συναλλαγών. Σ΄ ότι δε αφορά το παράπονο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάρθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα και πλήρης έρευνα, υπενθυμίζεται ότι το στοιχείο για δέουσα και πλήρη έρευνα ικανοποιείται όταν το διοικητικό όργανο ζητά και λαμβάνει όλα τα σχετικά και αναγκαία στοιχεία ως προς το ιστορικό της υπόθεσης (βλ. Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 ΑΑΔ 339) και η φύση της υπό κρίση περίπτωσης ήταν τέτοια που η εξέταση των αρχείων και βιβλίων της αιτήτριας ικανοποιούσε την εκπλήρωση του υπό αναφορά καθήκοντος. Παραπέμπω, επί του προκειμένου, στις επισημάνσεις που έγιναν στην υπόθεση Gootones Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 707, οι οποίες αυτούσιες έχουν ως ακολούθως:

 

 

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις της φύσεως αυτής η εξουσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμόδιου οργάνου, ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός εάν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Εφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 793, ημερ. 16.10.90 και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346).»

 

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, θεωρώ πως στην παρούσα περίπτωση η Εφορος, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, ορθά προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και σ΄ ότι αφορά τον δεύτερο λόγο ακύρωσης είναι αρκετό να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μια απόφαση θεωρείται αιτιολογημένη όταν περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά γεγονότα όσο και τη νομική βάση επί των οποίων το διοικητικό όργανο βασίστηκε για να καταλήξει στην τελική του κρίση. Με βάση τόσο το περιεχόμενο της ίδιας της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και το περιεχόμενο του σχετικού σημειώματος του αρμόδιου λειτουργού ημερομηνίας 22.8.2011, αλλά και τα εν γένει στοιχεία του φακέλου, αιτιολογείται πλήρως η έκδοση της επίδικης απόφασης και κατά συνέπεια ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο