ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1429/2010)
6 Σεπτεμβρίου, 2013
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΣΟΛΑΚΗΣ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Μ. Μούρος, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
Γ. Ζ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η διαδικασία πλήρωσης δύο μόνιμων θέσεων Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, οι οποίες είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, και η πλήρωση των οποίων προκηρύχθηκε με δημοσίευση ημερομηνίας 13.7.2009.
Προσήλθαν για προφορική εξέταση επτά υποψήφιοι ενώπιον της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, κατόπιν αξιολόγησης, περιέλαβε στον κατάλογο των συστηνομένων και τους επτά, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Σε προφορική εξέταση κλήθηκαν οι υποψήφιοι και ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, πλην ενός ο οποίος είχε εν τω μεταξύ αφυπηρετήσει. Ο παριστάμενος κατά την εξέταση Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (ο Διευθυντής) αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, συστήνοντας για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα άλλο πρόσωπο. Προβαίνοντας ακολούθως στη δική της αξιολόγηση, η καθ΄ης η αίτηση έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και το άλλο πρόσωπο ήσαν τα πλέον κατάλληλα για προαγωγή, οπότε και τους πρόσφερε προαγωγή στις επίδικες θέσεις, την οποία και αυτοί αποδέχθηκαν.
Προσβάλλοντας τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση μέσω της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής ήγειρε και προώθησε τρεις λόγους ακύρωσης, τη βασιμότητα των οποίων θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραγνώριση και μη αιτιολόγηση της παραγνώρισης των υπέρτερων πρόσθετων προσόντων του αιτητή.
Όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της καθ΄ης η αίτηση, ημερομηνίας 14.7.2010, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με το θέμα των κατεχομένων προσόντων, η καθ΄ης η αίτηση σημείωσε ότι, τόσο οι επιλεγέντες υποψήφιοι, όσο και οι μη επιλεγέντες, διέθεταν "το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης πλεονέκτημα όσο και επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα των θέσεων και, επομένως, λαμβάνονται υπόψη, συνυπολογίζονται με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και αποδίδεται σ΄ αυτά η ανάλογη βαρύτητα".
Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, η καθ΄ης η αίτηση εσφαλμένα εξίσωσε κατά τον πιο πάνω τρόπο τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή με εκείνα του ενδιαφερόμενου μέρους, καθ΄ην στιγμή τα προσόντα του πρώτου υπερτερούν κατά πολύ εκείνων του δεύτερου. Πιο συγκεκριμένα, το μόνο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους είναι το δίπλωμα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο Δημόσιο Δίκαιο. Αντίθετα, ο αιτητής, πέραν του ότι κατέχει το πτυχίο Νομικής και είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος και κατέχει επίσης:
α. Δίπλωμα του Empire State College B.Sc στη Διαχείριση και Εκτίμηση των Ακινήτων - State University of New York.
β. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στο Land Information Management, University of New Brunswick.
γ. Master of Engineering in Surveying Engineering, University of New Brunswick.
Περαιτέρω, ο αιτητής προβάλλει και το στοιχείο ότι εργάστηκε μεταξύ 1995-1998 στη Νομική Υπηρεσία και εμφανιζόταν ενώπιον Δικαστηρίων για διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν ακίνητη ιδιοκτησία.
Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, είναι γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, πλην όμως, επειδή οι επίδικες είναι θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αυτό το στοιχείο ενέχει μόνο οριακή σημασία. Δεδομένου δε ότι, τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, είχαν την ίδια βαθμολογημένη αξία κατά τα τελευταία πέντε έτη, η καθ΄ης η αίτηση θα έπρεπε να αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στα υπόλοιπα πρόσθετα προσόντα του αιτητή. Αντ΄ αυτού, όμως, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η καθ΄ης η αίτηση, παρέλειψαν να προβούν σε έρευνα του θέματος των πρόσθετων προσόντων, ούτε και αιτιολόγησαν την παράλειψή τους όπως λάβουν αυτά υπόψη.
Διαφωνώντας με αυτές τις θέσεις του αιτητή, τόσο η καθ΄ης η αίτηση, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, επισημαίνουν ότι:
α. Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν την ίδια βαθμολογημένη αξία για τα έτη 2001-2008, αμφότεροι βαθμολογηθέντες "Εξαίρετοι".
β. Ο αιτητής αξιολογήθηκε από την καθ΄ης η αίτηση κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση ως "Σχεδόν Εξαίρετος", ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως "Εξαίρετος".
γ. Το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και όχι ο αιτητής.
Η καθ΄ης η αίτηση δέχεται ότι πράγματι ο αιτητής κατέχει πρόσθετα προσόντα, πέραν εκείνων τα οποία διαθέτει το ενδιαφερόμενο μέρος, τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και τα οποία κρίθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Όμως, αυτά τα προσόντα, ενώ λήφθηκαν υπόψη μαζί με τα άλλα στοιχεία κρίσης, τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, πλην όμως, δεν κρίθηκαν ικανά να οδηγήσουν στην επιλογή του αιτητή.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, η καθ΄ης η αίτηση, μετά που αναφέρθηκε στο θέμα της κατοχής πρόσθετων προσόντων από μη επιλεγέντες υποψηφίους, όπως ο αιτητής, τα οποία δε διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος, παρατήρησε τα ακόλουθα:
"Ωστόσο, συγκρινόμενος ο επιλεγείς Κουρουσίδης με τους μη επιλεγέντες Θεοδοσίου - Δημητρίου Ελένη, Τσολάκη Κυριάκο και Χατζηράφτη Ανδρέα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός υπερέχει στην αξιολόγηση κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στην οποία, μάλιστα, απέδωσε βαρύνουσα σημασία, σύμφωνα και με την ισχύουσα νομολογία, καθότι η υπό πλήρωση θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία. Συγκεκριμένα, ο Κουρουσίδης αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογήθηκε, δηλαδή, στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης, ενώ ο μη επιλεγείς Τσολάκης αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετος και οι μη επιλεγέντες Χατζηράφτης και Θεοδοσίου - Δημητρίου ως Πολύ Καλοί, δηλαδή αξιολογήθηκαν σε χαμηλότερο από τον συγκεκριμένο επιλεγέντα επίπεδο. Πέραν αυτού, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Κουρουσίδης δεν υστερεί έναντι των ανωτέρω αναφερόμενων μη επιλεγέντων σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπερέχει σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα θέση και, πρόσθετα, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή. Συνεπώς, η Επιτροπή, σε ένα συνυπολογισμό όλων των νόμιμων κριτηρίων επιλογής, έκρινε ότι τα επιπρόσθετα προσόντα που διαθέτουν οι εν λόγω μη επιλεγέντες δεν είναι αρκετά, από μόνα τους, να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ των κατόχων τους και ο επιλεγείς είναι γενικά καταλληλότερος για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση."
Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση είναι 2 ½ χρόνια. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το στοιχείο της αρχαιότητας σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία έχει σημαντική βαρύτητα και ερμηνεύεται και σε υπεροχή σε κτηθείσα πείρα, στοιχείο που προσδίδει αξία σε ένα υποψήφιο. [Piperi and others v. Republic (1984) 3 CLR 1306].
Περαιτέρω, έχει επίσης με συνέπεια νομολογηθεί ότι πρόσθετα προσόντα, μη προνοούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, δεδομένου ότι είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία συνεκτιμώνται από το διορίζον όργανο και απόκειται σ΄ αυτό να σταθμίσει τη βαρύτητά τους.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374, έγινε εμπεριστατωμένη και εκτενής ανάλυση του θέματος της σημασίας και βαρύτητας πρόσθετων προσόντων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και το παραθέτω αυτούσιο:
"Παρίσταται όμως ανάγκη να επεκταθούμε κάπως σε αυτό το ζήτημα. Από τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας, ξεχωρίζουμε τη Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186. Στην οποία έγινε αναφορά στις σημαντικότερες ως τότε αποφάσεις, όχι μόνο της Ολομέλειας αλλά και πρωτόδικες. Λέχθηκε ότι:
"Η νομολογία μας πάνω στο θέμα της εκτίμησης των προσόντων, που δεν αποτελούν επιπρόσθετο προσόν σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως και γενικά των προσόντων πέραν των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι σαφής. Προσόν που δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας σαν πλεονέκτημα είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Δεν παραγνωρίζεται αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες αποφάσεις: (Andreou v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 379, Michaelides v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 963, Michael Michaelides and Another v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 2170, Nicos Dometakis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1673, Hadjioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041-1046 Ολομέλεια, Papadopoulos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 405, 414, 415, Δημοκρατία ν. Πέτρου Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823, Μίκης Ζαπίτης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098, Ιωάννης Κ. Ιωνά και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, Δρ. Χρυσόστομος Χριστοφή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2245, Πολυδώρου και Άλλος ν. Επιτροπής Σιτηρών και Άλλου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2440, Τάκης Πάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2941."
Από τις εκεί αναφερθείσες αποφάσεις αξίζει νομίζουμε ειδική μνεία της HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041. Κι αυτό για να υπενθυμίσουμε, διευκρινιστικά, τα όρια της βαρύτητας που μπορεί να έχουν τα πρόσθετα προσόντα. Το ακόλουθο απόσπασμα βρίσκεται στις σελ. 1046-1047:
"Possession of academic qualifications additional to those required by the scheme of service, which are not specified in the scheme of service as an advantage, should not weigh greatly in the mind of the Commission who should decide in selecting the best candidate on the totality of the circumstances before them. Additional academic qualifications to those provided by the scheme of service do not indicate by themselves a striking superiority. (See Elli Chr. Korai and Another v. The Cyprus Broadcasting Corporation, (1973) 3 C.L.R. 546; Andreas D. Georghakis v. The Republic, (1977) 3 C.L.R. 1; Evangelos HadjiGeorghiou v. The Republic, (1977) 3 C.L.R. 35; Cleanthis Cleanthous v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 320).
As was aptly observed by Hadjianastassiou, J., in Bagdades v. The Central Bank of Cyprus (1973) 3 C.L.R. 417, at p. 428:-
"Had it been otherwise, I would be inclined to the view that there would be no reason in inviting other candidates for that particular post once they knew in advance that amongst the candidates there was a person with higher qualifications."
Υπάρχουν όμως και δύο αποφάσεις της Ολομέλειας, με τις οποίες εκφράζεται άποψη διαφορετική από ό,τι στην Ανδρέου και στη Χρυσοστόμου (ανωτέρω). Στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, η οποία δόθηκε λίγο μετά την Ανδρέου (ανωτέρω), λέχθηκε ότι:
"..... προσόντα πρόσθετα από εκείνα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής μόνο σημασίας για διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή."
Η Ολομέλεια εκεί παρέπεμψε, σε σχέση με το ζήτημα, σε μια πρωτόδικη απόφαση και στη Χρυσοστόμου (ανωτέρω), στη σημασία της οποίας έχουμε ήδη αναφερθεί. Να προσθέσουμε ωστόσο ότι, καθώς μας φαίνεται, τα εν λόγω λεχθέντα έλαβαν τη μορφή παρατήρησης στο πλαίσιο εξέτασης ζητήματος για έκδηλη υπεροχή κατόπιν αναφοράς στη HjiIoannou v. Republic (ανωτέρω). Η προϋπάρχουσα άποψη επανεβεβαιώθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, υποδείχθηκε ότι:
"Είναι σταθερά νομολογημένο ότι δεν παραγνωρίζονται προσόντα που δεν προβλέπονται μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως συναφή με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Τα επιπρόσθετα αυτά προσόντα συνεκτιμούνται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου (Βλέπε: Ανδρεστίνος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405, Αλέκος Χρυσοστόμου ν. ΕΕΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186.)"
Ωστόσο, λίγο αργότερα, σημειώθηκε ξανά διαφορά όταν η Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 698, ακολούθησε την Κουκκουρή (ανωτέρω) χωρίς άλλη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Η υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά 16½ μήνες δεν αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα ικανό να υπερνικήσει την υπεροχή του ενδιαφερόμενου προοσώπου στο κριτήριο της αξίας. Το προσόν που κατείχε ο εφεσείων της Ανώτερης Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου είναι οπωσδήποτε οριακής σημασίας εφόσον τούτο δεν απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας έστω και αν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κα (1993) 3 Α.Α.Δ. 598."
Πάντως, η ασυμφωνία της Θρασυβούλου και της Κουκκουρή (ανωτέρω) με την καθιερωθείσα νομολογιακή επί του ζητήματος γραμμή, δεν εξασθενίζει το λόγο των προηγούμενων αποφάσεων αλλά ούτε και μας φαίνεται να απέβλεπε σε αυτό. Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής( και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων."
Υπό το φως των προαναφερθέντων στοιχείων τα οποία είχε ενώπιόν της η καθ΄ης η αίτηση αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή, πιστεύω ότι ο τρόπος προσέγγισης του θέματος από την ίδια, συνάδει με τις νομολογημένες αρχές και η κρίση της ότι τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή δεν ήσαν ικανά όπως από μόνα τους κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ του, ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ο αιτητής δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν στοιχειοθετείται.
2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό αντίθεση της απόφασης της καθ΄ης αίτηση με τα στοιχεία των φακέλων και η λανθασμένη αποδοχή του στοιχείου της απόδοσης κατά τις συνεντεύξεις ως του μοναδικού κριτηρίου επιλογής.
Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων τα οποία είχε ενώπιόν της η καθ΄ης η αίτηση, ουσιαστικά αυτό που προσμέτρησε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η αξιολόγηση της απόδοσής του κατά την προφορική συνέντευξη ως "Εξαίρετου", ενώ ο αιτητής αξιολογήθηκε ως "Σχεδόν Εξαίρετος", μια διαφορά η οποία είναι οριακή και έχει μηδενική αξία. Παρά ταύτα όμως, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η καθ΄ης η αίτηση κατά μη συμμόρφωση προς τις αρχές της νομολογίας, απέδωσε σ΄ αυτό τον παράγοντα υπέρμετρη και αποφασιστική σημασία.
Ο λόγος αυτός ακύρωσης εμφανώς δεν μπορεί να ευσταθήσει, δεδομένου ότι εδράζεται σε ανακριβή δεδομένα.
Όπως και ο ίδιος ο αιτητής δέχεται, αλλά και αυτό διαπιστώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, το στοιχείο της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση δεν ήταν το μόνο που λήφθηκε υπόψη από την καθ΄ης η αίτηση, ούτε και το μόνο στοιχείο που προσμέτρησε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Όπως έχει προαναφερθεί, ενώ ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία κατά τα προηγούμενα έτη, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε του αιτητή κατά 2 ½ σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση και, επίσης, διέθετε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος. Αυτά τα στοιχεία, μαζί με την ελαφρά έστω υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην απόδοση κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, λήφθηκαν υπόψη, όπως βέβαια λήφθηκε υπόψη, από την άλλη, το γεγονός ότι ο αιτητής διέθετε περισσότερα μη απαιτούμενα προσόντα. Κρίθηκε όμως ότι αυτή η υπεροχή του αιτητή σε πρόσθετα προσόντα δεν ήταν ικανή να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του, ενόψει των άλλων στοιχείων που προσμέτρησαν. Όπως δε έχω ήδη παρατηρήσει, αυτή η προσέγγιση και τελική κρίση της καθ΄ης η αίτηση δεν είχε τίποτε το μεμπτό, ενώ ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.
Ένας τρίτος λόγος ακύρωσης, ο οποίος εμφανιζόταν στην αρχή της αγόρευσης του αιτητή και αναφερόταν στην καλύτερη αξιολόγηση του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν αναπτύχθηκε τελικά, ούτε προωθήθηκε και, επομένως, θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκε.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ακολουθώντας δε το αποτέλεσμα, τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ης αίτηση όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ