ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1359/2011)
4 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 28, 30(2) ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Στ. Στυλιανού, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, εγείρεται, μεταξύ άλλων λόγων ακύρωσης και το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσας σύνθεσης του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας, θέμα το οποίο απασχόλησε πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο και σε άλλες αποφάσεις παρόμοιας φύσεως.
Λόγω της φύσεως του θέματος τούτου, και των ενδεχόμενων επιπτώσεων τις οποίες δυνατό να έχει η απόφανση επί θέματος κακής σύνθεσης διοικητικού οργάνου, θα το εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Ο αιτητής ανήκει στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και από τις 12.9.2011 εκτελεί καθήκοντα υπεύθυνου σε Πυροσβεστικό Σταθμό στη Λευκωσία. Στα πλαίσια αξιολόγησης των προσόντων υποψηφίων μελών της Δύναμης για προαγωγή κατά το 2005, διαπιστώθηκε ότι αντίγραφο πιστοποιητικού εξετάσεων στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο είχε παλαιότερα προσκομίσει ο αιτητής, δεν ήταν γνήσιο. Ποινικές κατηγορίες οι οποίες προσήχθησαν εναντίον του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δεν ευστάθησαν και ο αιτητής αθωώθηκε. Παράλληλα όμως, εναντίον του ηγέρθηκε πειθαρχική υπόθεση σε σχέση με τα ίδια γεγονότα η οποία και εκδικάστηκε από Πειθαρχική Επιτροπή στις 23.2.2011. Το Κατηγορητήριο Έγγραφο στο οποίο εκτίθεντο η Έκθεση και Λεπτομέρειες τριών πειθαρχικών αδικημάτων, είχε συνταχθεί και υπογράφετο από τον τότε Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας κ. Μιχ. Παπαγεωργίου κατά τον Απρίλιο του 2007. Ο αιτητής βρέθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε η ποινή της αυστηρής επίπληξης σε μια από τις κατηγορίες, ενώ άλλες κατηγορίες απορρίφθηκαν.
Ο τότε Βοηθός Αρχηγός της Αστυνομίας κ. Θ. Αχιλλέως στις 28.2.2011, έκρινε ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν ανεπαρκής και ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του Καν. 28(3) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών 1989-2004, εφεσίβαλε την απόφαση ως προς την ποινή, ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας. Παράλληλα, την καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής, εφεσίβαλε και ο αιτητής θεωρώντας την εσφαλμένη.
Το Συμβούλιο Εφέσεων του οποίου προήδρευσε, σύμφωνα με τον σχετικό Κανονισμό ο Αρχηγός Αστυνομίας κ. Μιχ. Παπαγεωργίου επιλήφθηκε της έφεσης σε συνεδρία του ημερ. 13.9.2011 και αποφάσισε όπως αυξήσει την επιβληθείσα ποινή, επιβάλλοντας πρόστιμο €1200 και όπως απορρίψει την έφεση του αιτητή εναντίον της καταδίκης του.
Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση - Συμβουλίου Εφέσεων είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας ηγέρθη και ο προαναφερθείς λόγος ακύρωσης περί πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας.
Ο λόγος τούτος ακύρωσης και η καταλογιζόμενη μεμπτότητα στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων, έγκειται στο γεγονός ότι ενώ τόσο οι οδηγίες για τη διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από τον αιτητή, όσο και ο καταρτισμός και υπογραφή του Κατηγορητηρίου, δόθηκαν και έγιναν από τον τότε Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας κ. Μιχ. Παπαγεωργίου, το ίδιο πρόσωπο ως Αρχηγός τώρα της Αστυνομίας, μετέσχε και προήδρευσε του Συμβουλίου Εφέσεων το οποίο και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση περί της απόρριψης της έφεσης του αιτητή και περί της αυστηρότερης ποινής η οποία του επιβλήθηκε. Τίθενται έτσι, από την πλευρά του αιτητή θέματα αντικειμενικής αμεροληψίας του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και καταστρατήγησης των σχετικών αρχών φυσικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα του αξιώματος nemo judex in causa sua potest.
Όπως έχω ήδη προαναφέρει, παρόμοιο θέμα, όχι ακριβώς το ίδιο, απασχόλησε πρόσφατα και σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα στην Αναθ. Έφεση Αρ. 47/2009 Νίκος Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Αστυνομίας ημερ. 27.7.2012 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιλήφθηκε του θέματος της συμμετοχής του Αρχηγού Αστυνομίας στο Συμβούλιο Εφέσεων του οποίου και προήδρευσε, μετά που είχε ο ίδιος προηγουμένως, ως Βοηθός Αρχηγός, αξιολογήσει και κρίνει ότι η υπόθεση ήταν αρκούντως σοβαρή, ώστε να παραπεμφθεί σε Πειθαρχική Επιτροπή. Έκρινε δε η Ολομέλεια, ότι αυτή η διττή συμμετοχή του ιδίου προσώπου στις ξεχωριστές διαδικασίες, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα όπως δικαστεί από αμερόληπτο Δικαστήριο, όπως προνοείται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και στις σχετικές πρόνοιες της Ε.Σ.Δ.Α.
Στην Υπόθεση Αρ. 1260/2012 Κ. Τούμπα ν. Δημοκρατίας, ημερ. 21.8.2012 το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, επιλήφθηκε του ιδίου θέματος όπως εκείνου στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) πλην όμως έκρινε ότι δεν εγειρόταν εκεί θέμα θεσμικής ή λειτουργικής αμεροληψίας του διοικητικού οργάνου εφόσον ο Αρχηγός Αστυνομίας που έκρινε ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή ώστε να παραπέμπετο ενώπιον Πειθαρχικής Επιτροπής, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο που συμμετέσχε και προήδρευσε του Συμβουλίου Εφέσεων ως Πρόεδρος (κ. Χ. Κουλέντης - κ. Μιχ. Παπαγεωργίου) και επομένως η υπόθεση εκείνη, όπως κρίθηκε, διαφοροποιείτο από την υπόθεση Νικολάου ως προς τα γεγονότα της,.
Στην Υπόθεση Αρ. 1226/2012 Α. Παναγή ν. Συμβουλίου Εφέσεων ημερ. 28.9.2012 το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, επιλαμβανόμενο του ιδίου θέματος με εκείνου στην προσφυγή 1260/2012, έκρινε πως παρά το γεγονός ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας ο οποίος έκρινε τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την παρέπεμψε σε Πειθαρχική Επιτροπή, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Αρχηγό ο οποίος προήδρευσε του Συμβουλίου Εφέσεων, εν τούτοις, υπήρχε παραβίαση του εχεγγύου της αμεροληψίας, εφόσον ο Αρχηγός ως θεσμός, δεν μπορούσε νόμιμα να ήταν κατήγορος, κριτής και δικαστής στην ίδια υπόθεση.
Ακολούθησε η έκδοση απόφασης σε μια τρίτη προσφυγή όπου σε ενδιάμεση διαδικασία απασχόλησε ο ίδιο θέμα. Πρόκειται για την Υπόθεση Αρ. 1299/2012 Α. Ευσταθίου ν. Συμβουλίου Εφέσεων ημερ. 2.10.2012. Στο σημείο τούτο, επισημαίνω ότι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως στις Υποθέσεις Αρ. 1260/10 και 1226/2012, όπως και αυτή στην Υπόθεση Αρ. 1299/2012, ήσαν ενδιάμεσες αποφάσεις στο πλαίσιο των προσφυγών, σε αίτηση των αντίστοιχων αιτητών για αναστολή εκτέλεσης των προσβαλλόμενων με τις προσφυγές αποφάσεων του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας. Στην προαναφερθείσα λοιπόν Υπόθεση Αρ. 1299/2012, την τρίτη στη σειρά των συνδεόμενων αυτών προσφυγών, κρίθηκε ότι για σκοπούς απόφανσης επί προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι η συμμετοχή του Αρχηγού στις δύο διαδικασίες αλλ΄ όχι από το ίδιο πρόσωπο, συνιστούσε «έκδηλη παρανομία» που θα δικαιολογούσε την απόδοση προσωρινής θεραπείας, και έτσι το θέμα αφέθηκε να εξεταστεί στην ουσία της προσφυγής, ως προς το κατά πόσο υπήρχε ή όχι οποιαδήποτε παρανομία λόγω παραβίασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Και οι τρεις προαναφερθείσες ενδιάμεσες αποφάσεις στις Υποθέσεις Αρ. 1260/2012, 1226/2012 και 1299/2012 εφεσιβλήθηκαν από τους αποτυχόντες διαδίκους και οι εφέσεις συνεκδικάστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση της Ολομέλειας εκδόθηκε πρόσφατα, στις 6.6.2013 (Κώστας Τούμπας ν. Δημοκρατίας κ. άλλοι, Αναθ. Εφέσεις Αρ. 189/2012, 195/2012 και 196/2012, ημερ. 6.6.2013). Με την απόφασή της, η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη του στοιχείου της «έκδηλης παρανομίας» για σκοπούς έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης λόγω της διττής συμμετοχής του Αρχηγού που δεν ήταν εκεί το ίδιο πρόσωπο και επομένως το θέμα της οποιασδήποτε παρανομίας λόγω εκείνου του στοιχείου, θα έπρεπε να εξετασθεί στην ουσία των προσφυγών.
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι η αρχή η οποία τέθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω), τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στην περίπτωση αυτή. Εδώ, ουσιαστικά ο κ. Μ. Παπαγεωργίου υπό την ιδιότητα του τότε ως Βοηθός Αρχηγός, καθηκόντως μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν υπόψη του και έκρινε ότι μπορούσε να στοιχειοθετηθούν εναντίον του αιτητή οι συγκεκριμένες πειθαρχικές κατηγορίες. Ενεργώντας δε ουσιαστικά ως κατήγορος, προσήψε τις κατηγορίες ετοιμάζοντας και επιδίδοντας στον αιτητή σχετικό κατηγορητήριο. Είναι γεγονός ότι εδώ, η ειδοποιός διαφορά από τις προαναφερθείσες αποφάσεις έγκειτο στο ότι ο κ. Παπαγεωργίου δεν ήταν το πρόσωπο που έκρινε ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν ανεπαρκής και την εφεσίβαλε. Όμως, ο κ. Παπαγεωργίου ήταν το ίδιο πρόσωπο το οποίο παρακάθησε και προήδρευσε του Συμβουλίου που επιλήφθηκε της έφεσης του αιτητή εναντίον της καταδίκης του και την απέρριψε. Και αυτό, ενώ είχε προηγουμένως ενεργήσει αξιολογώντας την υπόθεση και προσάπτοντας τις κατηγορίες εναντίον του αιτητή. Με αυτό ως δεδομένο, η εδώ εξεταζόμενη περίπτωση είναι ακόμα πιο έντονη από την περίπτωση στη Νικολάου και από τις προαναφερθείσες άλλες αποφάσεις, αφού πέραν του ότι επρόκειτο εδώ για τη συμμετοχή του ίδιου προσώπου στις δύο διαδικασίες, ο ρόλος τον οποίο ουσιαστικά διαδραμάτισε ο κ. Παπαγεωργίου στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, ήταν πολύ πιο ενεργός από το ρόλο του απλού κριτή της σοβαρότητας της φύσης της υπόθεσης που θα αντιμετώπιζε ένα μέλος της Δύναμης. Η διπλή εκείνη συμμετοχή του ίδιου προσώπου στα δύο κρίσιμα στάδια της διαδικασίας, δεν παρείχε την απαιτούμενη εγγύηση εξασφάλισης του τεκμηρίου αμεροληψίας, το οποίο τεκμήριο ήταν απαραίτητο προσόν για την άσκηση των καθηκόντων του Αρχηγού ως κριτή συμμετέχοντος στο Συμβούλιο Εφέσεων. Υπήρχε επομένως ξεκάθαρη παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, χωρίς βέβαια αυτό να εξυπονοεί οποιαδήποτε έλλειψη υποκειμενικής αμεροληψίας ή άλλη μομφή εναντίον του ιδίου του προσώπου του Αρχηγού της Αστυνομίας.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει και αυτόματα οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση χωρίς την αναγκαιότητα εξέτασης οποιωνδήποτε άλλων λόγων ακύρωσης.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
ΣΦ.