ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1159/2011)

 

5 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ Λ. ΜΑΝΩΛΗ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Α. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Ο αιτητής ζητά «δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 9.6.2011 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή δι' επιστολής των καθ' ων η αίτηση με ημερομηνία 24.6.2011 και με την οποία απέρριψαν κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση την αίτηση του αιτητή για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής για ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο με αρ. 774, Φ/ΣΧ. XVIII.41 στον Παχύαμμο είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Κρίνω σκόπιμη την παράθεση των γεγονότων όπως βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή του αιτητή αρ. 606/2008, ημερ. 10.12.2010 για το ίδιο ζήτημα, καθώς και την εν τέλει κατάληξη:-

«Ο αιτητής, με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του τεμαχίου αρ. 774, του Φ/Σχ. XVIII.41 στον Παχύαμμο, υπέβαλε στις 19 Οκτωβρίου 2004, στην Πολεοδομική Αρχή, αίτηση με σκοπό τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας εντός της ζώνης προστασίας της παραλίας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής στην περιοχή, δυνάμει του άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Η Πολεοδομική Αρχή κατόπιν μελέτης της αίτησης του αιτητή και κατόπιν επιτόπιας επίσκεψης στο χώρο της προτεινόμενης ανάπτυξης προέβηκε στη σύνταξη έκθεσης ημερομηνίας 13 Μαρτίου 2006 στην οποία κατέγραψε τις διαπιστώσεις της μαζί με την εισήγησή της ως προς το αίτημα του αιτητή.

 

Εισηγείτο συγκεκριμένα, «την καταρχήν χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της παραγράφου 3Α (12) της Δήλωσης Πολιτικής» με τον όρο ότι θα υιοθετηθούν από τον αιτητή οι εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής που περιγράφονταν στις παραγράφους 5(α) και (β) στην έκθεσή της.

 

Παρατίθεται απόσπασμα από την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής:

 «. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

6. Η Πολεοδομική Αρχή αξιολόγησε την αίτηση με βάση τις πρόνοιες του σχεδίου ανάπτυξης που εφαρμόζεται στην περιοχή, καθώς και τις αρχές του Κανονισμού 19(1), και αφού έλαβε σοβαρά υπόψη της τα πιο κάτω:

 

(α) ότι η θέση της κατοικίας λόγω της υψομετρικής διαφοράς που βρίσκεται δεν θα επηρεάσει την παραλία, το γύρο περιβάλλον και τη διακίνηση του κοινού προς αυτή, νοουμένου ότι θα επανασχεδιαστεί η ανάπτυξη για να ενταχθεί στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου και το περιβάλλον,

 

(β) ότι πρόκειται για ανάπτυξη που θα εξυπηρετεί τις στεγαστικές ανάγκες του αιτητή και όχι για κερδοσκοπικούς σκοπούς,

 

(γ) τη σημείωση προς τον αιτητή όπως περιγράφεται στη γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας (παράρτημα 4) που τον ενημέρωνε να επανέλθει αν επιθυμεί με αίτηση για παραχώρηση χαλάρωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο,

 

 (δ) ότι είναι το μόνο τεμάχιο του αιτητή στην ευρύτερη διοικητική περιοχή του χωριού που προσφέρεται άμεσα για ανέγερση της κατοικίας του και τέλος και το βασικότερο,

 

 (ε) ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο, παράλληλα με την ένταξή του στη ζώνη προστασίας της παραλίας εμπίπτει και εντός της οικιστικής ζώνης Η4 με κατοχυρωμένα τα αναπτυξιακά δικαιώματα τα οποία θα κληθεί το κράτος σε μεταγενέστερο στάδιο να αντισταθμίσει άλλως πως,

 

εισηγείται κατ' αρχάς τη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της παραγράφου 3Α(12) της Δήλωσης Πολιτικής, θεωρώντας ότι αυτή μπορεί να αιτιολογηθεί με βάση το κριτήριο (ε) του Κανονισμού 19(1) που αφορά την προσαρμογή της προτεινόμενης ανάπτυξης στα χαρακτηριστικά του χώρου με τον όρο ότι θα υιοθετηθούν από τον αιτητή οι εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής που περιγράφονται στις παραγράφους 5(α) και (β) πιο πάνω και θα προταθεί οικοδομή η οποία να εντάσσεται αρμονικά στο χώρο. Στην συνέχεια απαιτείται παραχώρηση χαλάρωσης των προνοιών της Κ.Δ.Π. 82/83 σύμφωνα με το άρθρο 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου.»

  

Την έκθεση της, η Πολεοδομική αρχή, διαβίβασε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων.

 

Απόψεις αναφορικά με το αίτημα του αιτητή, προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, διατύπωσε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας με επιστολή του ημερομηνίας 31 Ιανουαρίου 2007, ο οποίος εισηγείτο όπως το αίτημα του αιτητή για παρέκκλιση αντιμετωπισθεί θετικά, σύμφωνα με τους όρους και τις εισηγήσεις που η Πολεοδομική Αρχή διετύπωσε στην έκθεσή της.

 

Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου θεωρώντας ότι η αίτηση του αιτητή δεν ενέπιπτε στα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999.

 

Οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο δεν ήταν υπέρ της έγκρισης του αιτήματος του αιτητή διατυπώθηκαν στην παράγραφο Β της Εισήγησής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο και είναι οι ακόλουθοι:

 

 «(α) Η προτεινόμενη κατοικία χωροθετείται σε Ζώνη Προστασίας της Παραλίας και τυχόν έγκριση της θα οδηγήσει σε υποβάθμιση του τοπίου και του τοπικού περιβάλλοντος (παρ. 1.2 του Κεφ. 1). Συνεπώς, τυχόν έγκριση της αίτησης επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωσης Πολιτικής) (Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99).

 

(β) Ο αιτητής είναι κάτοχος άλλου τεμαχίου, εντός της Οικιστικής Ζώνης Η4, κατάλληλου για ανέγερση κατοικίας εφόσον προβεί σε κατάλληλες ενέργειες για την εξασφάλιση δικαιώματος διάβασης.

 

(γ) Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για εξαιρετική ειδική περίπτωση ώστε να γίνει προσπάθεια για εξασφάλιση άδειας κατά παρέκκλιση, ειδικά μέσα σε Ζώνη Προστασίας της Παραλίας όπου απαιτείται η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος γι' αυτό.

 

(δ) Τυχόν αδειοδότηση της προτεινόμενης ανάπτυξης θα δημιουργήσει κακό προηγούμενο και την υποχρέωση για παρόμοια αντιμετώπιση και άλλων αιτήσεων.»

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνέχεια, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, στη συνεδρία του ημερομηνίας 17 Ιανουαρίου 2008 και υιοθετώντας την εισήγηση του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή, θεωρώντας ότι η αίτησή του «δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 και επειδή η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωσης Πολιτικής) Κανονισμός 19(2) (ΚΔΠ 309/99)».

 

Στις 18.3.2008 η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποίησε στον αιτητή την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 17.1.2008, δυνάμει της οποίας η αίτηση του αιτητή απερρίφθη, σύμφωνα με την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων».

 Το Δικαστήριο συναφώς κατέληξε πως:- 

«Από τα ενώπιον μου όμως στοιχεία και κατόπιν εξέτασης των αντίστοιχων θέσεων των διαδίκων στη βάση της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας τους, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολόγησης της απόρριψης του αιτήματος του, είναι βάσιμοι. Πράγματι προκύπτει ότι το Συμβούλιο Παρεκκλίσεων το οποίο είναι αρμόδιο σύμφωνα με το Νόμο να συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του που προκύπτουν από το εδάφιο (2) του άρθρου 26 του Νόμου, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή χωρίς να διερευνήσει τα ουσιώδη δεδομένα της συγκεκριμένης αίτησης του αιτητή που είχαν τεθεί στη διάθεσή του και χωρίς να προβεί σε αξιολόγηση και κατ΄ επέκταση συνεκτίμηση των θέσεων των αρμοδίων τμημάτων.

 

 Οι απόψεις των αρμοδίων φορέων, έθεταν προϋποθέσεις που αφορούσαν την προτεινόμενη ανάπτυξη στο επίδικο τεμάχιο του αιτητή, ως όρο για να συστήσουν την κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Από τη στιγμή που υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις επί των ιδίων δεδομένων, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν, κατά την κρίση μου, να παραθέσουν τα στοιχεία εκείνα που τους οδήγησαν σε αντίθετη άποψη από εκείνην των άλλων εμπλεκομένων φορέων.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(1) και (2) της ΚΔΠ 309/99:

 

«15.-(1) Κατά τη μελέτη της αίτησης, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

 

 (α) Έκθεση της οικείας Πολεοδομικής Αρχής,

 

 (β) Έκθεση της οικείας Τοπικής Αρχής, σε περίπτωση που η Τοπική Αρχή είναι διαφορετική από την Πολεοδομική Αρχή,

 

 (γ) Έκθεση του οικείου επάρχου, σε περίπτωση Τοπικής Αρχής άλλης από το δήμο,

 

 (δ) Έκθεση άλλης υπηρεσίας ή φορέα, σύμφωνα με το Παράρτημα 2 των παρόντων Κανονισμών, νοουμένου . . . . . ..

 

 (ε) Έκθεση του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όταν αυτός δεν είναι Πολεοδομική Αρχή.

 

(2) Το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει την υποβολή επιπρόσθετων στοιχείων ή δικαιολογητικών από τον αιτητή ή οποιανδήποτε αρχή, υπηρεσία ή φορέα, μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα.»

 

Με δεδομένο ότι ο ίδιος ο Νόμος περιέχει τη φράση «λαμβάνει υπόψη», η άποψη των αρμοδίων υπηρεσιών αποκτά ιδιαίτερη σημασία και συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή ότι πρέπει να αξιολογείται και να συνεκτιμάται, από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, η έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής, κατά τη διαδικασία κατάρτισης της σχετικής εισήγησής του, προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Την αποφασιστική αρμοδιότητα λήψης της τελικής απόφασης την έχει ασφαλώς το αποφασίζον όργανο, αυτό όμως δεν εξυπακούει ότι απαλλάσσεται της υποχρέωσής του να παρέχει επαρκή και δέουσα αιτιολόγηση σε περίπτωση απόκλισης του από την άποψη των διαφόρων γνωμοδοτικών οργάνων, την οποία, δια νόμου, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του.

 

Επίσης στον ίδιο Κανονισμό 15 της ΚΔΠ 309/99 προνοούνται και τα ακόλουθα σχετικά:

 

«(3) Το Συμβούλιο εξετάζει την αίτηση με βάση τα δεδομένα που τίθενται στη διάθεσή του, όπως και τα συμπεράσματα του από ενδεχόμενη δημόσια ακρόαση, και καταλήγει σε αιτιολογημένη Εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

 (4) Η εισήγηση του Συμβουλίου είναι δυνατό να προνοεί για απόρριψη της αίτησης ή για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με την αίτηση ή με τροποποιήσεις, κατά την κρίση του Συμβουλίου.

 

(5) Σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης, αυτή αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19 και το Συμβούλιο μπορεί να εισηγηθεί την επιβολή όρων, περιλαμβανομένων και όρων που αφορούν αντισταθμιστικά μέτρα, (όπως αυτά καθορίζονται στους Κανονισμούς 20 και 21).»

 

 Η απλή και γενική αναφορά του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, στο ότι «τυχόν έγκριση της (αίτησης) θα οδηγήσει σε υποβάθμιση του τοπίου και του τοπικού περιβάλλοντος» δεν συνιστά επαρκή αιτιολόγηση, κατά την κρίση μου, εφόσον αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα η Πολεοδομική Αρχή αναφέρει στην Έκθεση της ημερομηνίας 13.3.2006, ότι δηλαδή «η θέση της κατοικίας λόγω της υψομετρικής διαφοράς που βρίσκεται δεν θα επηρεάσει την παραλία, το γύρο περιβάλλον και τη διακίνηση του κοινού ...».

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη ότι είχαν ζητηθεί και οι απόψεις του αρμοδίου για θέματα περιβάλλοντος φορέα, που είναι η Υπηρεσία Περιβάλλοντος. Σημειώνω συναφώς ότι τα όσα διαλαμβάνονται στην εισήγηση της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος αποτέλεσαν και τους όρους που έθεσε η Πολεοδομική Αρχή για την έγκριση της αίτησης.

 

Είναι επομένως ορθή η παρατήρηση της κας Ευσταθίου ότι η Υπηρεσία Περιβάλλοντος κατέληξε, όχι σε εισήγηση για απόρριψη της αίτησης, αλλά στην υπόδειξη ότι πρέπει να διασφαλιστεί ότι «η προτεινόμενη ανάπτυξη είναι ορθά χωροθετημένη ώστε να συνεισφέρει σε περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους».

 

Συνακόλουθα, ενόψει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι η αναφορά της Διοίκησης στο ότι «τυχόν έγκριση της (αίτησης) θα οδηγήσει σε υποβάθμιση του τοπίου και του τοπικού περιβάλλοντος», συνιστά γενική και αόριστη κατάληξη της οποίας δεν διαφαίνεται ούτε και επεξηγείται το σκεπτικό.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι απόφαση η οποία λαμβάνει υπόψιν τις αντιφατικές προτάσεις, χωρίς συγκεκριμένη και σαφή αιτιολογία για το αποτέλεσμα, είναι νομικά μεμπτή. .

 

Υπό το φως των προαναφερομένων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση Συμβουλίου Παρεκκλίσεων είναι αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία βασίστηκε σ' αυτή, είναι νομικά μεμπτή».

 

 

Κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων υπέβαλε προς το Υπουργικό Συμβούλιο Αιτιολογημένη Εισήγηση ημερ. 10.5.2011, ως ακολούθως:- 

«(α) Η ανάπτυξη την οποία επιδιώκει ο αιτητής απαγορεύεται δυνάμει των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης. Με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 12 της Πολιτικής 3(A) των Γενικών Προνοιών Πολιτικής της Δήλωσης Πολιτικής, που σχετίζεται άμεσα με το λόγο εξέτασης της αίτησης κατά παρέκκλιση:

 

«Μέσα στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας που καθορίστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου δεν θα επιτρέπεται οποιαδήποτε ανάπτυξη. Νοείται ότι στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας είναι δυνατό να επιτραπούν μικρής κλίμακας κατασκευές (πλακόστρωτα, κλίμακες, μικροί τοίχοι αντιστήριξης, πεζόδρομοι, αναβαθμίδες, κλπ.), εφόσον τα έργα αυτά κρίνονται απαραίτητα για τη λειτουργία της ανάπτυξης και της περιοχής σαν σύνολο, εμπλουτίζουν/βελτιώνουν το παραλιακό περιβάλλον και δεν επηρεάζουν αρνητικά τις ανέσεις του ευρύτερου κοινού στην παραλία».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάπτυξη που προτείνεται βρίσκεται κατά πολύ εκτός των επιτρεπόμενων από το Σχέδιο Ανάπτυξης κατασκευών, χωροθετείται σε ένα τεμάχιο που παρουσιάζει έντονες υψομετρικές διαφορές και απότομη κλίση του εδάφους προς τη θάλασσα, γεγονός που κάνει την όποια επέμβαση σ' αυτό ιδιαίτερα προβληματική και μόνο με την υποβάθμιση / αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος και της τοπογραφίας της περιοχής θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί η εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής. Τονίζεται ότι, μεταξύ των στρατηγικών στόχων της Δήλωσης Πολιτικής [Κεφ.1, παρ.1.8(γ)] περιλαμβάνεται η προστασία, διατήρηση, αναβάθμιση και προβολή του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, ως ενιαίου συνόλου. Η προτεινόμενη κατοικία, με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό το στόχο στρατηγικής σημασίας.

 

Η, υπό προϋποθέσεις, εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής για επανασχεδιασμό της οικοδομής και ένταξη της στο περιβάλλον, παρ' όλα τα πολλαπλά αρνητικά στοιχεία που εντοπίζει προηγουμένως για τη συγκεκριμένη πρόταση, αποτελεί μία καθαρά θεωρητική και υποκειμενική προσέγγιση που δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα δραστικής και επιζήμιας επέμβασης στο ευαίσθητο φυσικό περιβάλλον που θα προκύψει από την ανάπτυξη ενώ δημιουργεί προσδοκίες στον αιτητή, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση και σε αντίθεση με όσα αναφέρονται πιο πάνω για τους στόχους της Δήλωσης Πολιτικής.

 

Επίσης με την παράθεση των απόψεων του ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, (του οποίου την άποψη, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας ζήτησε το Συμβούλιο όπως προβλέπουν ρητά οι σχετικοί Κανονισμοί) ενώ στην ουσία απαριθμεί, σειρά στοιχείων και γενικές αρχές που συμπερασματικά δεν αιτιολογούν την έγκριση της αίτησης, αποφεύγει να τοποθετηθεί σαφώς.

 

(β) Οι απόψεις των αρμόδιων Τμημάτων/Υπηρεσιών, αν και είναι σημαντικές ως συμβουλευτικές δεν είναι δεσμευτικές και το κατ' εξοχή γνωμοδοτικό όργανο στην περίπτωση αιτούμενης παρέκκλισης, είναι το ίδιο το Συμβούλιο το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν διάφορες Αρχές μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία που έχει ενώπιον του. Στην προκειμένη περίπτωση η ανάπτυξη που επιδιώκεται από τον αιτητή απαγορεύεται από το Σχέδιο Ανάπτυξης. Επομένως, κανένα νόμιμο ιδιοκτησιακό ή αναπτυξιακό δικαίωμα του αιτητή δεν αποστερείται ή περιορίζεται με την όποια απόφαση του Συμβουλίου. Η παρέκκλιση στη χορήγηση πολεοδομικής άδειας αποτελεί την εξαίρεση στον Κανόνα και εφόσον πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο, δεν χρειάζεται τεκμηρίωση και αιτιολόγηση της απόρριψης όπως θα χρειαζόταν η χορήγηση της άδειας κατά παρέκκλιση, η οποία τότε θα έπρεπε οπωσδήποτε να τεκμηριωθεί ανάλογα.

(γ) Η αναφορά ότι το εν λόγω τεμάχιο είναι το μόνο που προσφέρεται άμεσα για ανέγερση κατοικίας δεν ισχύει, γιατί κατ' αρχή αυτό δεν είναι επιτρεπτό από τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης και επιπρόσθετα δεν μπορεί να χορηγηθεί άμεσα πολεοδομική άδεια αλλά απαιτείται η εξέταση της αίτησης κατά παρέκκλιση, μια χρονοβόρα σχετικά διαδικασία. Ο αιτητής αντί αυτής της διαδικασίας θα μπορούσε να προέβαινε στις απαραίτητες ενέργειες για εξασφάλιση δικαιώματος διάβασης μέσω του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, για άλλο ιδιόκτητο τεμάχιο που δεν παρουσιάζει τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει το υπό συζήτηση τεμάχιο και στο οποίο θα μπορούσε να ανεγείρει την κατοικία του χωρίς τη διαδικασία της παρέκκλισης. Εδώ σημειώνεται ότι, καθ' όσον αφορά άλλες αναπτύξεις που ανεγέρθηκαν στην υπό αναφορά περιοχή, με βάση το αρχείο που τηρεί η Πολεοδομική Αρχή φαίνεται ότι δεν χορηγήθηκαν πολεοδομικές άδειες για αναπτύξεις μέσα στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας, αλλά όσες χορηγήθηκαν αφορούν αναπτύξεις εκτός αυτής.

 

Επί πλέον το γεγονός ότι, η Πολεοδομική Αρχή στη Γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας, ενημέρωνε τον αιτητή για τη δυνατότητα του να επανέλθει αν το επιθυμεί με αίτηση «για παραχώρηση χαλάρωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο», δεν αποτελεί παρά μια διαδικαστική ενημέρωση, που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δημιουργεί δικαίωμα ή προσδοκία στον αιτητή.

 

(δ) Δεν διαπιστώνεται η συνδρομή οποιουδήποτε από τα προβλεπόμενα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 [Κ.Δ.Π.309/99]. Η προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον ούτε αποτελεί ειδική περίπτωση ώστε να δικαιολογείται από τα κριτήρια του προαναφερόμενου Κανονισμού. Εάν ο αιτητής είχε ή έχει οποιοδήποτε δικαίωμα για πιθανή επιζήμια επίδραση από το γεγονός ότι το εν λόγω τεμάχιο εμπίπτει και σε Ζώνη Η4, αυτή θα πρέπει να ικανοποιηθεί όπως στο Νόμο προβλέπεται και όχι με τη διαδικασία της παρέκκλισης.

 

Με βάση τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3.1 πιο πάνω, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως αυτό, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, απορρίψει την αίτηση για χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 [Κ.Δ.Π.309/99] και επειδή η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης [Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99]».

 

Οι νομικοί ισχυρισμοί στους οποίους ο αιτητής στηρίζει το παράπονό του αφορούν στην παραβίαση του δεδικασμένου, στην ελλιπή έρευνα και αιτιολογία και στην ουσιώδη πλάνη.

 

Ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δεδικασμένου ο αιτητής παρατηρεί πως το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων και πάλιν προβαίνει σε απλή και γενική αναφορά σε υποβάθμιση/αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, πάλιν σε αντίθεση με τα όσα η Πολεοδομική Αρχή είχε αναφέρει στην Έκθεσή της ημερομηνίας 13.3.2006 σύμφωνα με την οποία η υψομετρική διαφορά δεν θα επηρεάσει την παραλία και το περιβάλλον. Ούτε, κατά την εισήγηση, αποτελεί συμμόρφωση προς το δεδικασμένο όταν το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής «πρέπει να αξιολογείται και να συνεκτιμάται» και ότι σε περίπτωση απόκλισης απαιτείται «επαρκής και δέουσα αιτιολόγηση» και το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων να εμμένει στην αντίθετη άποψη θέτοντας ως αιτιολογία ότι η Πολεοδομική Αρχή προσεγγίζει το θέμα θεωρητικά και υποκειμενικά. Αυτό, κατά τον αιτητή, όχι μόνο παραβιάζει το δεδικασμένο αλλά επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής και δέουσα αιτιολόγηση όταν σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 των σχετικών Κανονισμών (ΚΔΠ 309/99) «Στο Συμβούλιο παρέχεται επιστημονική υποστήριξη από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως .». Η Πολεοδομική Αρχή υπέδειξε ότι η θέση της κατοικίας λόγω της υψομετρικής διαφοράς της «δεν θα επηρεάσει την παραλία, το γύρο περιβάλλον και τη διακίνηση του κοινού» και το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων δεν εξηγεί στη βάση ποιών δεδομένων έκρινε εντελώς το αντίθετο.

 

Το ίδιο αναιτιολόγητη είναι η αναφορά στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ότι ενώ απαριθμεί στοιχεία που δεν αιτιολογούν την έγκριση της αίτησης «αποφεύγει να τοποθετηθεί σαφώς».  Όμως, συνεχίζει ο αιτητής, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εισήγηση της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος δεν ήταν εισήγηση για απόρριψη της αίτησης αλλά υπόδειξη ότι πρέπει να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη είναι ορθά χωροθετημένη, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από την Πολεοδομική Αρχή στην Έκθεσή της εξ ου και τέθηκε ο σχετικός όρος για την έγκριση της αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή.

 

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο απόρριψης της επίδικης αίτησης, ότι δηλαδή οι απόψεις των αρμοδίων Τμημάτων/Υπηρεσιών αν και είναι σημαντικές ως συμβουλευτικές εν τούτοις δεν είναι δεσμευτικές και ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων «συλλέγει και συνθέτει» τις απόψεις που υποβάλλουν οι Αρχές μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία που έχει ενώπιον του και «δεν χρειάζεται τεκμηρίωση και αιτιολόγηση της απόρριψης» ο αιτητής παρατηρεί πως αυτό αποτελεί έκδηλη παραβίαση του δεδικασμένου αφού ουσιαστικά υπογραμμίζουν ότι «δεν χρειάζεται τεκμηρίωση και αιτιολόγηση» της απόρριψης του αιτήματος  παραγνωρίζοντας πως πρόκειται για επανεξέταση συνεπεία ακυρωτικής απόφασης Δικαστηρίου.

 

Σε σχέση με τον τρίτο λόγο απόρριψης όπως τον προβάλλει το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, δηλαδή ότι το τεμάχιο του αιτητή δεν είναι το μόνο που προσφέρεται για ανέγερση κατοικίας και για το οποίο εν πάση περιπτώσει απαιτείται η χρονοβόρα διαδικασία της παρέκκλισης ενώ ο αιτητής θα μπορούσε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να εξασφαλίσει δικαίωμα διάβασης για άλλο τεμάχιο, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση προσθέτει πως, όπως ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος επισημαίνει στην επιστολή του, κατά μήκος του ορίου του δημόσιου δρόμου και του επίδικου τεμαχίου υφίσταται προστατευτικό κιγκλίδωμα, απαγορεύοντας την άμεση προσπελασιμότητα στο τεμάχιο. Ο αιτητής παρατηρεί πως στην Έκθεσή της η Πολεοδομική Αρχή σημειώνει πως από τα άλλα πέντε ιδιόκτητα τεμάχιά του, τα τέσσερα βρίσκονται σε γεωργική ζώνη ενώ το πέμπτο στερείται προσπέλασης που δεν επιτρέπει την άμεση ανάπτυξή του. Στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής της ακίνητης ιδιοκτησίας στο οποίο δεικνύεται πως το εν λόγω πέμπτο τεμάχιο συνορεύει με τεμάχια τα οποία ανήκουν σε Τουρκοκύπριους και συνεπώς είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η εξασφάλιση προσπέλασης μέσω των τεμαχίων αυτών. Συνεπώς, κατά τον αιτητή, δεν υπήρχε άλλο κατάλληλο τεμάχιο πέραν του επίδικου.

 

Σε σχέση με την αναφορά του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων για τις άλλες αναπτύξεις που ανεγέρθησαν στην περιοχή και ότι αυτές αφορούν σε αναπτύξεις εκτός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας ο αιτητής παραπέμπει στη γραπτή του αγόρευση σε συνημμένες φωτογραφίες ακινήτων τα οποία βρίσκονται κοντά στο επίδικο στις οποίες φαίνονται ήδη κτισμένες κατοικίες και για τις οποίες είχαν ήδη δοθεί άδειες, καθώς και σε πρόσφατο επίσημο τοπογραφικό του Κτηματολογίου. Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παραπέμπει στα στοιχεία τα οποία εξασφαλίστηκαν από τον αρμόδιο Ανώτερο Τεχνικό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τα οποία φανερώνουν πως τα εν λόγω κτήματα δεν εμπίπτουν στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας. Η δικηγόρος του αιτητή δεν επανέρχεται εν προκειμένω στην απαντητική της αγόρευση και συνεπώς θα θεωρήσω ότι η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε, ώστε εν τέλει εντός της εν λόγω Ζώνης να μην έχουν χορηγηθεί πολεοδομικές άδειες για αναπτύξεις.

 

Ο αιτητής υπογραμμίζει ότι τα όσα το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων παραθέτει ως αιτιολόγηση της απόρριψης της αίτησης του κατά την επανεξέταση, είχαν ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής αρ. 606/2008. Ειδικότερα, κατά τις διευκρινίσεις είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 30.4.2010 στην οποία γινόταν αναφορά στο ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων δεν δεσμεύεται να υιοθετήσει πλήρως τις απόψεις και εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, στο ότι ανεξάρτητα από τη θέση της Πολεοδομικής Αρχής η επέμβαση στο περιβάλλον από την ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα προβληματική και ότι η απόφαση του Συμβουλίου στηρίζεται επιστημονικά καθώς και στο ότι το επίδικο τεμάχιο δεν είναι το μόνο το οποίο άμεσα προσφέρεται για ανέγερση κατοικίας.

 

Ο αιτητής περαιτέρω παραπονείται πως το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων δεν ασχολήθηκε με τη θέση της Πολεοδομικής Αρχής ότι το επίδικο τεμάχιο, παράλληλα με την ένταξή του στη ζώνη προστασίας της παραλίας, ενέπιπτε και «εντός της οικιστικής ζώνης Η4 με κατοχυρωμένα τα αναπτυξιακά δικαιώματα». Και η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δέχεται στην αγόρευσή της πως μέρος του επίδικου τεμαχίου εμπίπτει εντός οικιστικής ζώνης. Αναφορικά με το σημείο αυτό, όμως, το παράπονο του αιτητή δεν ευσταθεί εφόσον το Συμβούλιο είχε καταγράψει πως «Εάν ο αιτητής είχε ή έχει οποιοδήποτε δικαίωμα για πιθανή επιζήμια επίδραση από το γεγονός ότι το εν λόγω τεμάχιο εμπίπτει και σε Ζώνη Η4, αυτή θα πρέπει να ικανοποιηθεί όπως στο Νόμο προβλέπεται και όχι με τη διαδικασία της παρέκκλισης».

 

Ως προς δε τον τέταρτο λόγο απόρριψης της αίτησής του, πως δηλαδή η προκείμενη περίπτωση δεν αποτελεί ειδική περίπτωση ώστε να δικαιολογείται η παρέκκλιση, ο αιτητής εισηγείται ότι ακριβώς επειδή δεν διέθετε άλλη κατάλληλη ιδιοκτησία για ανέγερση κατοικίας αλλά και λόγω της θέσης της κατοικίας σύμφωνα με την επιστημονική άποψη της Πολεοδομικής Αρχής, λόγω της υψομετρικής διαφοράς που βρίσκεται, δεν θα επηρεάσει το τοπίο και το περιβάλλον, η περίπτωση του αιτητή ήταν ειδική.

 

Η κατάληξη

Η προσφυγή θα πρέπει να αποτύχει.  Αποτελεί δεδικασμένο πως το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων όφειλε να λάβει υπόψη τις απόψεις των συμβουλευτικών οργάνων και να αιτιολογήσει επαρκώς τυχόν αντίθετη άποψη. Δεν ήταν αρκετό δηλαδή για το Συμβούλιο να καταγράψει τις πηγές της δικής του έρευνας και να αιτιολογήσει τη δική του απόφαση αλλά η έρευνα αυτή να συνδεθεί με τις απόψεις των συμβουλευτικών οργάνων ώστε να δίδεται και η ανάλογη αιτιολογία για την παραγνώρισή τους. Αυτό φαίνεται να έχει πράξει το Συμβούλιο.

 

Κατά την επανεξέταση το Συμβούλιο κάνει αναφορά σε δύο από τα συμβουλευτικά όργανα: την Πολεοδομική Αρχή και το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Η Πολεοδομική Αρχή έδωσε την επιστημονική της άποψη (όπως ο Καν. 11 προβλέπει), μεταξύ άλλων, πως υπό την αίρεση του επανασχεδιασμού της ανάπτυξης με σκοπό την ένταξη στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου και το περιβάλλον, η θέση της κατοικίας λόγω της υψομετρικής διαφοράς δεν θα επηρεάσει την παραλία, το γύρο περιβάλλον και τη διακίνηση του κοινού προς αυτή. Το υποκειμενικό της προσέγγισης δεν μπορεί, βεβαίως, από μόνο του να αποτελέσει λόγο απόκλισης από την άποψη της Πολεοδομικής Αρχής. Όμως, το Συμβούλιο δεν περιορίστηκε σ' αυτό. Για λόγους που εξειδικεύει, εξήγησε πως μόνο με την υποβάθμιση/αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος και της τοπογραφίας της περιοχής θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί η εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής. Κατά παράβαση βεβαίως των στρατηγικών στόχων της Δήλωσης Πολιτικής. Αναφορικά με την εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής στη βάση του Καν. 19(3) για επανασχεδιασμό της οικοδομής και ένταξή της στο περιβάλλον, εξηγεί πως ο λόγος μη αποδοχής της είναι διότι αυτή δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα δραστικής και επιζήμιας επέμβασης στο φυσικό περιβάλλον που θα προκύψει από την ανάπτυξη.

 

Αναφορικά δε με την παράθεση των απόψεων του Γενικού Διευθυντή το Συμβούλιο σημειώνει πως αν και απαριθμεί σειρά στοιχείων που συμπερασματικά δεν αιτιολογούν την έγκριση της αίτησης, εν τούτοις αποφεύγει να τοποθετηθεί σαφώς.

 

Το Συμβούλιο αναφέρεται και στους άλλους παρατιθέμενους λόγους στην εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής, ότι πρόκειται για το μόνο τεμάχιο του αιτητή που προσφέρεται άμεσα για ανέγερση της κατοικίας του αλλά και ότι αυτό εμπίπτει και εντός της οικιστικής ζώνης με κατοχυρωμένα αναπτυξιακά δικαιώματα. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο καταγράφει πως πέραν του ότι η ανάπτυξη δεν επιτρέπεται από το ισχύον Σχέδιο Ανάπτυξης, δεν μπορεί να χορηγηθεί άμεσα πολεοδομική άδεια αλλά απαιτείται η χρονοβόρα διαδικασία της εξέτασης της αίτησης κατά παρέκκλιση. Ενώ ο αιτητής θα μπορούσε να εξασφαλίσει δικαίωμα διάβασης μέσω του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για άλλο ιδιόκτητο τεμάχιο με διαφορετικά από τα ειδικά χαρακτηριστικά του επίδικου τεμαχίου αποφεύγοντας τη διαδικασία της παρέκκλισης. Σημειώνω εδώ πως ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το «πέμπτο» τεμάχιό του στερείται προσπέλασης εφόσον συνορεύει με τεμάχια τα οποία ανήκουν σε Τουρκοκύπριους και συνεπώς είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η εξασφάλιση προσπέλασης μέσω των τεμαχίων αυτών δεν ήταν ζήτημα το οποίο τέθηκε ενώπιον των καθ' ων η αίτηση ώστε εν προκειμένω να υπάρχει διοικητική κρίση επ' αυτού η οποία βεβαίως να αναθεωρηθεί από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε πρωτογενή κρίση.

 

Αναφορικά με το ότι το τεμάχιο εμπίπτει μερικώς σε οικιστική ζώνη το Συμβούλιο κατέγραψε πως η οποιαδήποτε πιθανή επιζήμια επίδραση από το εν λόγω γεγονός θα πρέπει να ικανοποιηθεί στη βάση του νόμου και όχι διαδικασίας παρέκκλισης.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικά ορθή. Το Συμβούλιο, σε αντίθεση με τα όσα περιέλαβε στην απόφασή του στην ακυρωθείσα διαδικασία, ήταν κατά την επανεξέταση περιεκτικό στην αιτιολογία του η οποία φανέρωνε πως είχε προηγηθεί η δέουσα έρευνα, εξειδικεύοντας πλέον τους λόγους μη υιοθέτησης της έκθεσης της Πολεοδομικής Αρχής, κατά συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Νομίμως συνεπώς το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε την εισήγηση του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο