ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1127/2009)
20 Σεπτεμβρίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μαρίνα Ιεροκηπιώτου (κα), για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, (το «Πανεπιστήμιο»), προσβάλλει την απόφαση του καθ' ου η αίτηση, ημερομηνίας 6/7/2009, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος - Δέσπω Φάττα-Κάσινου - ανελίχθηκε, κατόπιν επανεξέτασης, σε θέση Επίκουρης Καθηγήτριας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, (η «θέση»), με αναδρομική ισχύ από 15/7/2007.
Απόφαση του καθ' ου η αίτηση για ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους στην ίδια θέση Επίκουρης Καθηγήτριας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος - (το «Τμήμα») - ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πέτρος Κωμοδρόμος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1581/07, 5/2/09. Διαπιστώθηκε ότι υπήρξε παράβαση του Κ. 7(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 έως 2001, (Κ.Δ.Π. 36/96 και Κ.Δ.Π. 145/01), (οι Κανονισμοί»), σε σχέση με την επιλογή των μελών της προβλεπόμενης Ειδικής Επιτροπής, που διορίζεται από τη Σύγκλητο για σκοπούς εκλογής στις βαθμίδες του Επίκουρου Καθηγητή και του Λέκτορα και, πιο συγκεκριμένα, ότι η επιλογή είχε γίνει από κατάλογο δύο και όχι έξι ονομάτων μελών του Πανεπιστημίου.
Κατά τη συνεδρία της 6/5/2009, η Σύγκλητος, κατόπιν Γνωματεύσεως εσωτερικού νομικού συμβούλου του Πανεπιστημίου και αφού, όπως σημείωσε στα πρακτικά της, μελέτησε τη νέα νομότυπη εισήγηση του Συμβουλίου του Τμήματος και του Συμβουλίου της Πολυτεχνικής Σχολής, όρισε πενταμελή Ειδική Επιτροπή, από δύο εξωτερικούς και τρεις εσωτερικούς Εισηγητές, για την αξιολόγηση και ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους. Στα πρακτικά της, σε σχέση με το θέμα αυτό, αναφέρονται τα εξής:-
«Αξιολόγηση για ανέλιξη Λέκτορος Δέσπως Φάττα
Μιχάλης Πέτρου (Εσωτερικό Μέλος) - Πρόεδρος
Ιωάννης Γιαπιντζάκης (Εσωτερικό Μέλος)
Πάνος Παπαναστασίου (Εσωτερικό Μέλος)
Charles Banks (University of Southampton, Ηνωμένο Βασίλειο)
Jes la Cour Jansen (Lund University, Σουηδία)
Ως αναπληρωματικό μέλος ορίστηκε ο Thomas Christensen (Technical University of Denmark, Δανία).
Η Σύγκλητος αποφάσισε να διορίσει τον Μ. Πέτρου ως Πρόεδρο της Ειδικής Επιτροπής αν και ο ίδιος είναι υπό διαδικασία ανέλιξης επειδή: (α) είναι σε ανώτερη βαθμίδα από τη βαθμίδα στην οποία αιτείται ανέλιξη η Λέκτορας Δ. Φάττα.»
Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω πρόσωπα επιλέγηκαν από κατάλογο έξι εσωτερικών και τεσσάρων εξωτερικών Εισηγητών, που είχαν προταθεί στη Σύγκλητο από την Πολυτεχνική Σχολή.
Η Ειδική Επιτροπή (Evaluation Committee) συνεδρίασε στις 29/5/2009 και αξιολόγησε το έργο του ενδιαφερομένου μέρους, με βάση τα έγγραφα που είχαν υποβληθεί κατά την αρχική διαδικασία, το Μάιο του 2007. Ενώπιόν της βρίσκονταν οι εμπιστευτικές αξιολογήσεις τριών εξωτερικών ειδικών και τρεις συστατικές επιστολές καθηγητών, που είχαν προταθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος. Αφού έλαβε υπόψη της όλα τα σχετικά έγγραφα, τα επαγγελματικά προσόντα, την πείρα και το ακαδημαϊκό έργο του ενδιαφερομένου μέρους κατά την περίοδο 2003 - 2006, με βάση το φάκελο που αυτό είχε υποβάλει το Νοέμβριο του 2006, τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις του, καθώς και την εντύπωση από σχετική συνέντευξη, ομόφωνα, αποφάσισε να εισηγηθεί στο Εκλεκτορικό Σώμα την προαγωγή του στη θέση.
Το Εκλεκτορικό Σώμα συνήλθε την 1/6/2009 και, αφού εξέτασε το φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους, τις συστατικές επιστολές και τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών και τις ακαδημαϊκές δραστηριότητές του, υπό το φως της ΄Εκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, την οποία και υιοθέτησε, αποφάσισε ομόφωνα να το προτείνει για ανέλιξη στη θέση.
Ακολούθησε η συνεδρία της Συγκλήτου ημερομηνίας 10/6/2009, κατά την οποία αποφασίστηκε ομόφωνα η ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους.
Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου στη συνεδρία της ημερομηνίας 6/7/2008, κατά την οποία καθορίστηκε, ως ημερομηνία ανέλιξης, η 15/7/2007.
Εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση εγείρεται προδικαστικό ζήτημα έλλειψης αμέσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτητή. Ο δικηγόρος του, επισημαίνοντας την ιδιαιτερότητα της διαδικασίας ανέλιξης των ακαδημαϊκών, που, κατά τον ίδιο, δεν επιτρέπει την εφαρμογή των γενικών αρχών που ισχύουν σε περιπτώσεις προαγωγών στο δημόσιο τομέα - (όπως το προβάδισμα αρχαιότητας ή η ιεραρχική σχέση προϊσταμένου - υφισταμένου) - ισχυρίζεται ότι η ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους δεν επηρεάζει την έννομη σχέση μεταξύ αυτού και του αιτητή, γιατί, ακόμα και μετά την ανέλιξή του, με βάση τις πρόνοιες του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989, (Ν. 144/89), και του Κώδικα Δεοντολογίας αναφορικά με τη Σύσταση και τη Λειτουργία Ειδικών Επιτροπών για Ανελίξεις και Εκλογές Ακαδημαϊκού Προσωπικού, (ο «Κώδικας Δεοντολογίας») - (παράγραφος Β.2) - αυτό δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε οποιοδήποτε εκλεκτορικό σώμα, που, πιθανόν, να εξετάσει μελλοντική ανέλιξη και υπηρεσία του αιτητή.
Παρόμοια θέση υποστηρίζει και το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο εισηγείται ότι οι εξελίξεις που ακολούθησαν την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή του αιτητή Αρ. 1581/07, δηλαδή η αντιδικία και η οξεία αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε μεταξύ του και του αιτητή, δεν επιτρέπουν σ' αυτό να συμμετέχει σε οποιοδήποτε σώμα ή όργανο, που θα ασχοληθεί με ζητήματα που αφορούν τον αιτητή, όπως, άλλωστε, προβλέπεται και στην παράγραφο Β.2 του Κώδικα Δεοντολογίας. Εφόσον, ισχυρίζεται, εξέλιπε η δυνατότητα συμμετοχής του σε διαδικασίες που αφορούν τον αιτητή, πάνω στην οποία είχε στηρίξει την επίκληση του εννόμου συμφέροντός του ο αιτητής στην Προσφυγή του Αρ. 1581/07, και επειδή, επιπρόσθετα, η ανέλιξη των ακαδημαϊκών είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη και δεν επηρεάζει, ούτε σχετίζεται με την ανέλιξη άλλων συναδέλφων τους - (αυτός και ο αιτητής διδάσκουν σε χωριστούς τομείς του Τμήματος) - η παρούσα προσφυγή έχει ασκηθεί χωρίς έννομο συμφέρον, αφού απουσιάζει το στοιχείο της προσωπικής βλάβης του αιτητή. Για το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος ακαδημαϊκού να προσβάλει ανέλιξη ομοιόβαθμού του σε ανώτερη θέση, γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη «Το ΄Εννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι - Κομοτηνή 1998, σελ. 87-89. Επιπρόσθετα, όπως υποδεικνύεται από τη δικηγόρο του, μετά την επιτυχή έκβαση μιας άλλης προσφυγής του αιτητή - (Πέτρος Κωμοδρόμος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1461/08, 10/2/10) - η οποία αφορούσε την απόρριψη αιτήματός του για ανέλιξη στη θέση Επίκουρου Καθηγητή, κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης, με θετική εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής. Το δε ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος για κάποια θέματα διαδικαστικής φύσεως. Ως αποτέλεσμα, αναφέρει, θα εκλείψει και οποιοδήποτε έννομο συμφέρον του σε σχέση με την εκκρεμότητα της δικής του ανέλιξης και η δίκη θα καταργηθεί.
Ο αιτητής απαντά ότι το ζήτημα του εννόμου συμφέροντός του, ήδη, αποτελεί δεδικασμένο (inter partes), με βάση την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1581/07, η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί, η δε επανεξέταση αφορά τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου και, επομένως, η έγερση του προδικαστικού ζητήματος σε αυτό το στάδιο συνιστά απαράδεκτη ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. Υποδεικνύει ότι η απόφαση ανέλιξης του ενδιαφερομένου μέρους είχε και παρεπόμενες συνέπειες, αφού αυτό συμμετείχε, με το βαθμό του Επίκουρου Καθηγητή, στο Εκλεκτορικό Σώμα που αποφάσισε, στις 14/9/2007, την ανανέωση του συμβολαίου του στη θέση του Λέκτορα, δίδοντας αρνητική ψήφο και, επίσης, κλήθηκε, μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1581/07, να λάβει μέρος στη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 28/5/2012, για το ίδιο ζήτημα, όπου, παρά τη μη εμφάνισή του, η απουσία του θεωρήθηκε ως αρνητική ψήφος - (ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά) - γεγονός που, κατά τον ίδιο, καθιστά αβάσιμες τις εισηγήσεις περί μη συμμετοχής του σε διαδικασίες που τον αφορούν. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται από τον αιτητή ότι η ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους μειώνει τη δική του προοπτική ανέλιξης, αφού ο αριθμός των ανώτερων ακαδημαϊκών βαθμίδων είναι περιορισμένος και καθορισμένος από τον Προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου.
Προβάλλει, τέλος, ο αιτητής ότι αυτός έχει ηθικό έννομο συμφέρον, αφού, ο ίδιος, ως μέλος του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού αλλά και του Συμβουλίου συγκεκριμένου Τμήματος, ενδιαφέρεται για την ορθή τήρηση του σχετικού νομικού πλαισίου και νομιμοποιείται να προσβάλει την ανέλιξη κάποιου άλλου μέλους, όταν αυτό, κατά την άποψή του, δεν κατέχει τα προσόντα και η ανέλιξή του δε θα προωθήσει τους στόχους και τους σκοπούς του Τμήματος, αλλά, αντίθετα, θα προκαλέσει προβλήματα στο ερευνητικό - διδακτικό έργο και θα μειώσει το κύρος του Τμήματος.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης, που έγινε υπό το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1581/07, στην οποία είχε, επίσης, τεθεί ζήτημα εννόμου συμφέροντος του αιτητή. Απορρίπτοντας τη σχετική εισήγηση, το Δικαστήριο υπέδειξε τα ακόλουθα:-
«Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης. Υποβάλλουν ότι η διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφορούσε αποκλειστικά στην αξιολόγηση της ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους για τη θέση Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος. Η αξιολόγηση της ανέλιξης του αιτητή για την ίδια θέση, έγινε στα πλαίσια ξεχωριστής διαδικασίας από Ειδική Επιτροπή υπό άλλη σύνθεση. Και εφόσον ο αιτητής δεν ήταν αξιολογούμενος στη διαδικασία δεν τον αφορούσε ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν προσβάλλει οποιοδήποτε συμφέρον του υλικό ή ηθικό, παρόν ή προβλεπτό.
Η θέση του αιτητή επί της προδικαστικής ένστασης είναι ότι τόσο αυτός όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία στη βαθμίδα του Λέκτορα. Η αξιολόγησή τους για ανέλιξη στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή άρχισε την ίδια ημέρα με ξεχωριστές διαδικασίες που προχώρησαν παράλληλα μέχρι την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή χωρίς όμως να είχε μέχρι τότε συμπληρωθεί και η διαδικασία σχετικά με τη δική του ανέλιξη. Ο αιτητής εισηγείται πως με αυτά τα δεδομένα, διατηρεί ηθικό έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης η οποία, με την παράνομη προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, ανέτρεψε τη μεταξύ τους ιεραρχία ενώ κατ' άνιση μεταχείριση και μεροληπτικά δεν συμπληρώθηκε η διαδικασία που αφορά στην αξιολόγηση της δικής του ανέλιξης με αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο μέρος, μέσα από πάσχουσα διαδικασία βρέθηκε σε ιεραρχικά ανώτερη βαθμίδα.
Είναι γεγονός ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν για σκοπούς ανέλιξης με ξεχωριστές και ανεξάρτητες μεταξύ τους διαδικασίας και χωρίς να υπήρχε το στοιχείο της σύγκρισης. Είναι επίσης γεγονός ότι κατά το χρόνο που υπέβαλαν αίτηση για αξιολόγηση, βρίσκονταν στην ίδια βαθμίδα της ιεραρχίας και ήταν προσοντούχοι για ανέλιξη στην αμέσως επόμενη βαθμίδα. Η ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή συνεπάγεται μισθολογικά και άλλα ωφελήματα και προνόμια και οπωσδήποτε προβάδισμα στην ιεραρχία έναντι του αιτητή. Αυτά ακριβώς τα δεδομένα, συνιστούν επαρκώς λόγο στοιχειοθέτησης εννόμου συμφέροντος του αιτητή για προσβολή της επίδικης απόφασης εφόσον δι' αυτής, ανατράπηκε σε βάρος του η αμέσως πριν από την απόφαση υπάρχουσα μεταξύ τους έννομη σχέση. Σχετικό επί του θέματος είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Επαμ. Σπηλιωτόπουλου που αναφέρει:
'Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δε ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ' αυτόν.'
Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης Χαρ. Σουρουλλά κα ν. ΕΔΥ, συνεκδ. υποθ. αρ. 424/04 και 430/04, ημερ. 10.10.2005, Κουτσού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1085/91, ημερ. 30.11.1992 και Λοχίας Γεωργίου κα ν. Παναγή κα & Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 81.»
Είναι φανερό ότι το θέμα έχει λυθεί από την ακυρωτική απόφαση, η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί και, ως εκ τούτου, η πιο πάνω θεώρηση δημιούργησε δεδικασμένο (inter partes), το οποίο δεν μπορεί να παρακαμφθεί για τους λόγους που ανέφεραν οι δικηγόροι του καθ' ου η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους - (βλ. Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Τα μεταγενέστερα γεγονότα, που αυτοί επικαλέστηκαν, δεν αφορούν στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, στον οποίο ανατρέχει η επανεξέταση, οι δε παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1581/07 σε σχέση με τα μισθολογικά και άλλα ωφελήματα, τα προνόμια και το ιεραρχικό προβάδισμα, που συνεπάγεται η κατοχή της θέσης, συνεχίζουν να ισχύουν, παρέχοντας νομιμοποίηση στον αιτητή για προώθηση της προσφυγής του.
Σε ό,τι αφορά την ουσία της προσφυγής, αναφέρω ότι, στο Μέρος ΙΙΙ των Κανονισμών - (Κ. 7 και 8) - καθορίζεται ο διορισμός της Ειδικής Επιτροπής, για σκοπούς εκλογής στις βαθμίδες Επίκουρου Καθηγητή και Λέκτορα, ως ακολούθως:-
«7. (1) Για σκοπούς εκλογής στις βαθμίδες του Επίκουρου Καθηγητή και Λέκτορα η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή αποτελείται από δύο εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου από δύο ξένες χώρες και τρεις εσωτερικούς εισηγητές, ένας εκ των οποίων ορίζεται Πρόεδρος της Επιτροπής.
(3) Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα τεσσάρων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα έξι μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.
8. Η διαδικασία ετοιμασίας από την Επιτροπή και η τελική εκλογή γίνονται σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 5 και 6 των παρόντων Κανονισμών.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει, γιατί τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της - (Μιχάλης Πέτρου, Πάνος Παπαναστασίου, Charles Banks και Jes La Cour Jansen) - συμμετείχαν στην Ειδική Επιτροπή, η σύσταση της οποίας κρίθηκε ως πάσχουσα στην ακυρωτική απόφαση της Προσφυγής Αρ. 1581/07, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζονται τα εχέγγυα αμεροληψίας, εφόσον τα συγκεκριμένα μέλη «είχαν ήδη παραβιάσει τους σχετικούς κανόνες και κανονισμούς κατά την πρώτη διαδικασία ανέλιξης του ενδιαφ. προσώπου», αφαίρεσαν στοιχεία του φακέλου, αντικαθιστώντας δυσμενείς επιστολές με άλλες ευνοϊκού για το ενδιαφερόμενο μέρος περιεχομένου και είχαν μαζί του - (ο κ. Π. Παναπαναστασίου) - στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης και επαγγελματικής συνεργασίας αλλά και προσωπικές σχέσεις, κατά παράβαση της παραγράφου Β.2 του Κώδικα Δεοντολογίας, του ΄Αρθρου 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99) και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πιο πάνω ιδιάζουσα σχέση του κ. Π. Παπαναστασίου με το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τεθεί από τον ίδιο ενώπιον του Συμβουλίου του Τμήματος, με Σημείωμά του ημερομηνίας 23/3/2009, με επίκληση δηλώσεων του κ. Π. Παπαναστασίου στον Τύπο, το οποίο, όμως, αγνοήθηκε και δεν κοινοποιήθηκε προς τα ανώτερα σώματα - (Συμβούλιο Πολυτεχνικής Σχολής και Σύγκλητο) - όπως είχε ζητηθεί. Επιπρόσθετα, αναφέρει, για τον κ. Π. Παπαναστασίου, υπήρχε σε εκκρεμότητα έγγραφη σε βάρος του καταγγελία, από μέρους του προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, (ο «Πρύτανης»), για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα, που σχετίζονταν με την εφαρμογή των Κανονισμών κατά την ακυρωθείσα διαδικασία, γεγονός που επέβαλλε, όπως εισηγήθηκε, τη μη συμμετοχή του στη διαδικασία επανεξέτασης.
Κατά τον αιτητή, η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει και για το λόγο της συμμετοχής του κ. Μ. Πέτρου, ο οποίος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υποψήφιος για ανέλιξη και θα έπρεπε, σύμφωνα με την παράγραφο Β.4 του Κώδικα Δεοντολογίας, να απέχει από διεργασίες που αφορούσαν την ανέλιξη άλλου μέλους του Τμήματός του. Είναι, περαιτέρω, η θέση του ότι πάσχει η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, λόγω μη συμμετοχής «ειδικών» σ' αυτήν. Κανένα από τα εσωτερικά μέλη, ισχυρίζεται, είχε σχέση με το γνωστικό αντικείμενο του ενδιαφερομένου μέρους - (Χημικός Μηχανικός) - παρά το ότι υπήρχαν αρκετοί υψηλόβαθμοι καθηγητές της ιδίας ειδικότητας, τους οποίους αυτός είχε αναφέρει στο Σημείωμά του και οι οποίοι αγνοήθηκαν, ενώ και οι ειδικότητες των εξωτερικών μελών δε φαίνεται να είναι συναφείς και δεν είχαν κοινοποιηθεί στη Σύγκλητο, κατά παράβαση των παραγράφων Α.2 και Γ.3 του Κώδικα Δεοντολογίας και των νομολογηθέντων στην Πέτρος Κωμοδρόμος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1461/08, 10/2/10.
Ο καθ' ου η αίτηση απαντά, υποστηρίζοντας ότι οι αιχμές του αιτητή για έλλειψη αμεροληψίας των μελών της Ειδικής Επιτροπής δεν έχουν αρκούντως τεκμηριωθεί και ότι το γεγονός ότι τέσσερα μέλη της συμμετείχαν στην προηγούμενη διαδικασία που ακυρώθηκε δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης της νέας Ειδικής Επιτροπής, που συστάθηκε σύμφωνα με τον Κ. 7(2) των Κανονισμών και τις υποδείξεις της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1581/07. Ειδικότερα, για το θέμα της συμμετοχής του κ. Π. Παπαναστασίου, η θέση του καθ' ου η αίτηση είναι ότι οι ισχυρισμοί για ιδιαίτερες επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις του με το ενδιαφερόμενο μέρος είναι γενικοί και αόριστοι και οι εναντίον του καταγγελίες από τον αιτητή είχαν εξεταστεί από Πειθαρχική Επιτροπή, η οποία ενημέρωσε τη Σύγκλητο ότι αυτές δεν είχαν τεκμηριωθεί.
Αναφορικά με την παρουσία του κ. Μ. Πέτρου, ο καθ' ου η αίτηση απαντά ότι η Σύγκλητος αιτιολόγησε ρητά την επιλογή του στο πρακτικό της ημερομηνίας 6/5/2009, σημειώνοντας ότι αυτός, αν και βρισκόταν υπό διαδικασία ανέλιξης, επελέγη, διότι ήταν σε ανώτερη βαθμίδα από τη βαθμίδα στην οποία αιτείτο ανέλιξη το ενδιαφερόμενο μέρος.
Αντικρούοντας την εισήγηση περί μη συμμετοχής «ειδικών» στην Ειδική Επιτροπή, ο καθ' ου η αίτηση απαντά ότι, σύμφωνα με τον Κ. 7(2) των Κανονισμών, η συνάφεια γνωστικού αντικειμένου απαιτείται μόνο για τα εξωτερικά μέλη, ενώ για τα εσωτερικά μέλη ο Κώδικας Δεοντολογίας - (παράγραφος Β.1) - προνοεί τα εξής:-
«Β. Εσωτερικά Μέλη
1. Σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό τα εσωτερικά μέλη Ειδικής Επιτροπής δεν χρειάζεται να είναι επίσης ειδικότητας, με αυτή του υποψηφίου για ανέλιξη ή του γνωστικού αντικειμένου επίσης προκήρυξης. Η απαίτηση είναι για συνάφεια αντικειμένου σε ευρύτερο επίπεδο, και ως εκ τούτου τα γνωστικά αντικείμενα των ακαδημαϊκών μελών του ιδίου Τμήματος, κρίνονται ως αμοιβαία συναφή.»
Για τα δύο εξωτερικά μέλη της Ειδικής Επιτροπής, υποβάλλεται, από τον καθ' ου η αίτηση, ότι αυτά, με βάση τα ενώπιον της Συγκλήτου βιογραφικά τους, δραστηριοποιούνται σε ερευνητικό και διδακτικό πεδίο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο του ενδιαφερομένου μέρους.
Η εισήγηση ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής κατέστη πάσχουσα, λόγω της συμμετοχής σ' αυτήν τεσσάρων μελών που συμμετείχαν στην Ειδική Επιτροπή η σύσταση της οποίας κρίθηκε ως πάσχουσα στην ακυρωτική απόφαση της Προσφυγής Αρ. 1581/07, δεν ευσταθεί. Στην απόφαση, το σφάλμα εντοπίστηκε στον τρόπο της επιλογής των μελών και όχι στα πρόσωπα, κατά παράβαση κανονιστικής διάταξης, που επέβαλλε την επιλογή τους από κατάλογο έξι ονομάτων, χωρίς περιθώριο παρέκκλισης.
Η επιχειρηματολογία, όμως, του αιτητή αναφορικά με τη συμμετοχή του κ. Π. Παπαναστασίου στη συνεδρία της Ειδικής Επιτροπής της 29/5/2009 είναι βάσιμη. Από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, προκύπτει ότι, κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου του Τμήματος ημερομηνίας 29/4/2009, κατά την οποία εξετάστηκε το θέμα της ανέλιξης του ενδιαφερομένου μέρους και εγκρίθηκε η σύσταση της Ειδικής Επιτροπής, με τα ονόματα που θα υποβάλλονταν στη Σύγκλητο, ο αιτητής έθεσε ευθέως ζήτημα μη συμμετοχής του κ. Π. Παπαναστασίου, για τους λόγους που αναφέρονταν σε σχετικό Σημείωμά του, που κατατέθηκε στη συνεδρία. Αφήνονταν, με το Σημείωμα, σοβαρές αιχμές εναντίον του κ. Π. Παπαναστασίου για παρανομίες, παρατυπίες και αδικίες σε σχέση με την ανέλιξη μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος και, επίσης, ότι αυτός κατέλαβε τη θέση του Καθηγητή μέσω μιας «άκρως πάσχουσας και στημένης διαδικασίας», χωρίς καν να διαθέτει τα προσόντα της θέσης που, ήδη, αναξιοκρατικά κατείχε. Είχε προηγηθεί ένα άλλο Σημείωμα του αιτητή προς το Συμβούλιο του Τμήματος, ημερομηνίας 23/3/2009, με το οποίο αυτός έθετε ζήτημα κωλύματος συμμετοχής του κ. Π. Παπαναστασίου σε οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας ανέλιξης του ενδιαφερομένου μέρους, για λόγους αμεροληψίας, επικαλούμενος, προς τούτο, σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Πολίτης», ημερομηνίας 18/2/2009, σύμφωνα με το οποίο ο κ. Π. Παπαναστασίου, κληθείς να σχολιάσει την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή του Αρ. 1581/07, δήλωσε ότι θα επανεξεταζόταν η υπόθεση και ότι «η Δρ. Κάσινου δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει πρόβλημα ενώπιον οποιασδήποτε επιτροπής, καθώς αποτελεί λαμπρό επιστήμονα στο πεδίο της». Στο ίδιο Σημείωμα, ο αιτητής υποστήριζε ότι «ο κ. Παπαναστασίου καταπάτησε βάναυσα και κατά συρροή τους Νόμους, Κανόνες και Κανονισμούς, αλλά και την ακαδημαϊκή δεοντολογία κατά τις προηγούμενες διαδικασίες ανέλιξης στο Τμήμα ΠΜΜΠ, προκαλώντας κακόβουλα ανεπανόρθωτη ζημιά σε άτομα αλλά και στο Πανεπιστήμιο μας». Ο αιτητής είχε ζητήσει να τεθούν τα πιο πάνω Σημειώματά του ενώπιον του Συμβουλίου της Πολυτεχνικής Σχολής και της Συγκλήτου. Σημειώνεται ότι είχε υποβάλει, στις 30/10/2007, έγγραφη καταγγελία προς τον Πρύτανη για ενδεχόμενη διάπραξη, εκ μέρους του κ. Π. Παπαναστασίου και ενός άλλου Καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής, πενήντα πειθαρχικών παραπτωμάτων, ενώ το θέμα έλαβε ευρύτερες διαστάσεις, με την υποβολή σχετικού παραπόνου από τον αιτητή στην Επίτροπο Διοικήσεως - (Αρ. Φακ.: Α/Π 1801/2008) - η οποία, στο Πόρισμά της, ημερομηνίας 4/7/2011, αποφάνθηκε ότι επιβαλλόταν η περαιτέρω και σε βάθος διερεύνηση όλων των καταγγελιών του παραπονουμένου.
Στα πρακτικά του Συμβουλίου του Τμήματος ημερομηνίας 29/4/2009, σημειώθηκε ότι ο κ. Π. Παπαναστασίου είχε διαψεύσει το δημοσίευμα του «Πολίτη» με ηλεκτρονικό μήνυμά του προς τον Πρύτανη και ότι, κατά την άποψη του Συμβουλίου, η συμμετοχή του δεν ήταν παράνομη, ούτε παράτυπη, εφόσον η διαδικασία ανέλιξής του είχε επικυρωθεί από όλα τα αρμόδια σώματα του Πανεπιστημίου και, επίσης, ότι ο κ. Π. Παπαναστασίου «έχει μεγάλη εμπειρία συμμετοχής σε Ειδικές Επιτροπές».
Τα πιο πάνω θέματα, στο μέτρο που αφορούσαν τις ενστάσεις του αιτητή για τη συμμετοχή του κ. Π. Παπαναστασίου, θα έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον της Συγκλήτου, στην οποία εναπόκειτο η τελική επιλογή των μελών της Ειδικής Επιτροπής. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Συγκλήτου ημερομηνίας 6/5/2009, κατά την οποία διορίστηκε η Ειδική Επιτροπή για την ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους, δεν προκύπτει ότι εξετάστηκε οποιοδήποτε ζήτημα κωλύματος συμμετοχής του κ. Π. Παπαπαναστασίου σε αυτή.
Είναι προφανές ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο της κρίσιμης συνεδρίας της Ειδικής Επιτροπής, ημερομηνίας 29/5/2009, που αυτή κατέληξε ομόφωνα στη σύσταση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, υπήρχε μια σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ του αιτητή και του κ. Π. Παπαναστασίου, η οποία καθιστούσε τη συμμετοχή του τελευταίου, ως μέλους της, προβληματική. Η αναφορά της δικηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους ότι, σε μεταγενέστερη συνεδρία της Συγκλήτου, ημερομηνίας 14/7/2010, καταγράφηκε πως η Σύγκλητος ενημερώθηκε από την Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου ότι οι καταγγελίες του αιτητή εναντίον του κ. Π. Παπαναστασίου δεν είχαν τεκμηριωθεί, δε διαφοροποιεί τα δεδομένα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η Σύγκλητος προέβη, στις 6/5/2009, στο διορισμό της Ειδικής Επιτροπής, καθ' υπόδειξη του Συμβουλίου του Τμήματος, χωρίς να εξετάσει τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί κατά της συμμετοχής συγκεκριμένου μέλους, από συνάδελφό του, άμεσα εμπλεκόμενο, και, στη συνέχεια, η εν λόγω Επιτροπή, με τον κ. Π. Παπαναστασίου στη σύνθεσή της, πρότεινε ομόφωνα την ανέλιξη του ενδιαφερομένου μέρους - (ενδιαφερόμενο μέρος και στην Προσφυγή Αρ. 1581/07, η προσβαλλόμενη απόφαση της οποίας ακυρώθηκε).
΄Οπως έχει νομολογηθεί, τα διοικητικά όργανα πρέπει να παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, όταν δε τα μέλη τους συνδέονται με δεσμούς ή με ιδιάζουσα σχέση με τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση, ή έχουν συμφέρον στην έκβασή της, δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού τους, που κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης των οργάνων. Το θέμα κρίνεται όχι υποκειμενικά, στη βάση πραγματικού επηρεασμού της πράξης, αλλά αντικειμενικά, στη βάση της αντίληψης του κοινού εξωτερικού παρατηρητή - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 111· Cyprus Sulphar and Copper Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 471· Σισμάνη κ.ά. ν. Θεοδώρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420). Η αρχή της τήρησης των εχεγγύων αμερόληπτης κρίσης βρίσκεται κωδικοποιημένη στο ΄Αρθρο 42 του Ν. 158(Ι)/99.
Τα περιστατικά που τέθηκαν πιο πάνω καθιστούσαν το αντικειμενικό κριτήριο αμερόληπτης κρίσης του κ. Π. Παπαναστασίου, λόγω της σχέσης του με τον αιτητή, αμφισβητούμενο και, ως εκ τούτου, τη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής κατά τη συνεδρία της της 29/5/2009 τρωτή, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακυρότητα ό,τι ακολούθησε.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ