ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 418/2010)

 

 

13 Αυγούστου 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

REZA ESMAEILIGHEZ JEHMEIDA Ή ΑΛΛΩΣ

ΜΑΡΚΟΣ ESMAEILIGHEZ JEHMEIDA,

Αιτητής,

ν. 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α. Πραξιτέλους (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Ιρανός στην καταγωγή, υπέβαλε στις 12/8/2009 αίτηση Μ125 για εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη λόγω γάμου του με Ελληνοκύπρια. Η αίτηση του, αφού εξετάστηκε απορρίφθηκε δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002 λόγω παράνομης παραμονής του στην Κύπρο.

 

Αντιδρώντας έγκαιρα ο αιτητής στην απορριπτική απόφαση των καθ'ων η αίτηση, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή είναι περιληπτικά τα πιο κάτω.

 

O αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 14/9/1996. Του χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως τουρίστας, η οποία έληγε στις 21/9/1996. Χωρίς να ανανεώσει την εν λόγω άδεια όταν αυτή έληξε, ο αιτητής συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία μέχρι τις 10/8/2001, οπότε και συνελήφθηκε. Εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Το διάταγμα απέλασης όμως δεν εκτελέστηκε, επειδή στο μεταξύ είχε υποβάλει αίτηση για να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως αιτητής ασύλου μέχρι τις 27/11/2001. Την 1/3/2002, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του χορηγηθεί άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως αιτητής ασύλου, η οποία του δόθηκε με ισχύ μέχρι τις 19/2/2003.

 

Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 23/8/2002, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λεμεσού με Ελληνοκύπρια και στις 4/10/2003 τέλεσαν θρησκευτικό γάμο, αφού προηγουμένως ο αιτητής βαφτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος. Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 13/11/2002, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του χορηγηθεί άδεια προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Κύπριας υπηκόου, η οποία και του χορηγήθηκε με ισχύ μέχρι τις 30/11/2003.

 

Ο αιτητής χωρίς να υποβάλει αίτηση για παράταση της εν λόγω άδειας, συνέχισε να παραμένει στην Κύπρο παράνομα, μέχρι τις 17/3/2004, οπότε και αιτήθηκε ανανέωση της άδειας του, η οποία του παραχωρήθηκε μέχρι τις 31/3/2005. Χωρίς να επιδιώξει ανανέωση της άδειας του, ο αιτητής συνέχισε και αυτή τη φορά, μετά τη λήξη της, να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία. Νέα άδεια του χορηγήθηκε με ισχύ μέχρι τις 31/12/2007. Πριν τη λήξη της και συγκεκριμένα στις 20/12/2007, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του, η οποία όμως δεν εγκρίθηκε επειδή κατά την εξέταση της απουσίαζε στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου υπέβαλε εκ νέου αίτηση στις 18/2/2009, ότε και του χορηγήθηκε άδεια προσωρινής εργασίας μέχρι τις 11/3/2010.

 

Στο μεταξύ, και συγκεκριμένα στις 12/8/2006, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση Μ125 για εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη λόγω του γάμου του με την Ελληνοκύπρια.  Σ΄αυτό το στάδιο κρίνω σκόπιμο να σημειώσω ότι, τόσο στο δικόγραφο του αιτητή και στις γραπτές αγορεύσεις του συνηγόρου του, αλλά και στην καταχωρηθείσα από τους καθ΄ων η αίτηση Ένσταση, αναφέρεται σαν ημερομηνία υποβολής από τον αιτητή της αίτησης για πολιτογράφηση, η 12.8.2009.  Στο φάκελο όμως όπως και σ΄αυτό το ίδιο το έντυπο της αίτησης, ως ημερομηνία της αίτησης αναγράφεται η 12.8.2006.  Ενόψει τούτου θεωρώ τις αναφορές στα δικόγραφα των συνηγόρων ως λανθασμένες και ως ορθή ημερομηνία υποβολής της αίτησης την 12.8.2006. 

 

Η εισήγηση της Αστυνομίας, από την οποία ζητήθηκαν απόψεις, ήταν θετική για τον αιτητή, επειδή από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος διέμενε κάτω από την ίδια στέγη και είχε αποκτήσει δυο παιδιά.  

 

Η αίτηση του αιτητή για πολιτογράφηση, εξετάστηκε 3½ περίπου χρόνια αργότερα και απρρίφθηκε δυνάμει της δεύτερης, όπως έχω ήδη αναφέρει, επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν.141(Ι)/2002, λόγω προηγούμενης παράνομης διαμονής στην Κύπρο. Συγκεκριμένα ο αιτητής είχε, σύμφωνα με την επιστολή ημερομηνίας 15/1/2010 που του κοινοποίησε την απορριπτική απόφαση της διοίκησης, παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία τις πιο κάτω χρονικές περιόδους:

 

1)    14/09/1996 - 10/08/2001

2)    27/11/2001 - 01/03/2002

3)    20/11/2003 - 17/03/2004

4)    08/10/2005 - 11/10/2005

5)    31/12/2007 - 18/02/2009

 

Για σκοπούς τεκμηρίωσης των επί του προκειμένου θέσεων του ο αιτητής επικαλείται τις προσωπικές του περιστάσεις που, κατά την άποψη του, υποστήριζαν την ενσωμάτωση του στο κυπριακό περιβάλλον και το αίτημα του. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι εργάστηκε κατά καιρούς σε διάφορους εργοδότες μέχρι που ίδρυσε την δική του εταιρεία, την MARΚOS PAINTERS LTD και ότι έκτοτε εργάζεται σ' αυτήν ως αυτοεργοδοτούμενος. Αναφέρει επίσης ότι συνεισφέρει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και πληρώνει όλες τις προβλεπόμενες από το Νόμο εισφορές προς τη Δημοκρατία. Συντηρεί με δικά του εισοδήματα την οικογένεια του (σύζυγο και δυο παιδιά που γεννήθηκαν στην Κύπρο) και δεν έχει αιτηθεί ποτέ κρατικών επιδομάτων. Έχει συνάψει δάνειο από κοινού με τη σύζυγο του για σκοπούς ανέγερσης ιδιόκτητης οικογενειακής στέγης. Γνωρίζει απταίστως την ελληνική γλώσσα και έχει αποκτήσει αρκετούς Κύπριους φίλους, ενώ έχει ενσωματωθεί πλήρως στην κυπριακή κοινωνία. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ωστόσο, ο λόγος απόρριψης δεν σχετίζεται καθόλου με τα προαναφερόμενα στοιχεία. Σχετίζεται αποκλειστικά με την παράνομη παραμονή του αιτητή.

 

Το άρθρο 110(2) των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2010                  (Ν. 141(Ι)/2002, ως έχει τροποποιηθεί), στην έκταση που μας αφορά έχει ως εξής:

 

"(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι -

 

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας,

 

(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων,

 

(γ) είναι καλού χαρακτήρα και

 ... ... ... ... ... ... ... ... .. ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... .....

 

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία

... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...."

(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

Η σχετική με το θέμα που εξετάζουμε προσέγγιση της νομολογίας μας σκιαγραφείται με περιεκτικό τρόπο στις αποφάσεις της Ολομέλειας στην υπόθεση Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18 και Δημοκρατία ν. Ζ. Μ., Α.Ε. 193/2007, ημερομηνίας 21/1/2011. Στη μεν πρώτη λέχθηκε πως, «Η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης», ενώ παράλληλα, υπεμνήσθη, ότι, παρά το γεγονός ότι στη σχετική νομοθετική διάταξη η λέξη «παραμένει» είναι στον ενεστώτα, αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι καλύπτει και παράνομη παραμονή που έλαβε χώρα στο παρελθόν. Στη δε δεύτερη, η οποία, όπως και η παρούσα περίπτωση, αφορούσε αίτημα για πολιτογράφηση, κρίθηκε ότι η παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία δεν καθίσταται νόμιμη εκ του γεγονότος ότι εγκρινόταν μεταγενέστερα αίτημα προσωρινής διαμονής. Ο νόμος δεν παρέχει στους καθ'ων η αίτηση, ούτε και στο διοικητικό δικαστήριο, περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με το πόσο μακρά ή βραχεία υπήρξε η διακοπή της νομιμότητας στη διαμονή. (Βλ. Motilla v. Δημοκρατίας (2008)           3 Α.Α.Δ. 29).

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, εξάλλου επ΄αυτού δεν προέκυψε διαφωνία, είναι ότι οι εκάστοτε αιτήσεις τις οποίες ο αιτητής υπέβαλε για ανανέωση της άδειάς του για παραμονή του στη Δημοκρατία, χρονολογικά, υποβάλλοντο μετά τη λήξη της περιόδου της νόμιμης παραμονής του.  Όπως επίσης από τον ίδιο φάκελο προκύπτει, η αιτιολογία που εδόθηκε για τις περιόδους παράνομης παραμονής του αιτητή, σε δύο περιπτώσεις δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου.  Συγκεκριμένα κατά την περίοδο 20.11.2003-30.11.2003 που σύμφωνα με την αιτιολογία, η παραμονή του αιτητή ήταν παράνομη, υπήρχε σε ισχύ άδεια παραμονής του, στη Δημοκρατία.  Επίσης σε σχέση με την περίοδο 31.12.2007-18.2.2009, η οποία επισημαίνω ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση, ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του, στις 20.12.2007, η οποία όμως δεν εγκρίθηκε όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο αλλά γιατί αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό λόγω ασθένειας της μητέρας του.  Με την επάνοδό του όμως στην Κύπρο υπέβαλε εκ νέου αίτηση στις 18.2.2009, η οποία εγκρίθηκε, με αποτέλεσμα η άδεια παραμονής του να ανανεωθεί μέχρι 11.3.2010.

 

Όμως η ελλιπής έρευνα αναφορικά με τις πιο πάνω δύο περιόδους, ήτοι την περίοδο από 20.11.2003-30.11.2003 και την περίοδο 31.12.2007-18.2.2009, και η ενδεχόμενη πλάνη, δεν αναιρούν την τελική απόφαση αφού τα υπόλοιπα διαστήματα παράνομης παραμονής και ιδιαίτερα η πενταετής αρχική παραμονή του αιτητή στην Κύπρο, τεκμηριώνουν την έλλειψη της τυπικής προϋπόθεσης της νόμιμης διαμονής.  Ούτε και η ανανέωση της άδειας παραμονής εξαλείφει τον παράνομο χαρακτήρα, της άνευ αδείας παραμονής του αιτητή.  Ο τελευταίος όφειλε να διασφαλίσει τη νόμιμη παραμονή του και να φροντίσει όπως υποβάλει αίτηση για παράταση πριν από τη λήξη της άδειάς του.

 

Από το ενώπιον μου υλικό δεν προκύπτει πως στην κρινόμενη περίπτωση, η διοίκηση παρέβη την υποχρέωσή της να ενεργεί καλόπιστα.  Η αναφορά των καθ΄ων η αίτηση στο συγκεκριμένο λόγο απόρριψης, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου ότι η διοίκηση παραγνώρισε όλους τους άλλους παράγοντες που επικαλείται ο αιτητής και λειτουργούσαν υπέρ του αιτήματος της πολιτογράφησής του, αφού αυτοί διερευνήθηκαν επαρκώς και συνεκτιμήθηκαν.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), δικαίωμα ακρόασης, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά στο νόμο, παρέχεται σε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση απόφασης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσεως. Δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης «... όταν η κρίση του διοικητικού οργάνου για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της έκδοσης της δυσμενούς διοικητικής πράξης (βάσει δέσμιας αρμοδιότητας) στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (ΣΕ 2594/1977, 796/1987, 3100, 4139/1988) ...» - (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτοπούλου, ΄Εκτη ΄Εκδοση, 1993, σελ. 160).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή εδώ έγινε σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (2) του Άρθρου 110, του Νόμου, λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία. Συνεπώς εφόσον επρόκειτο για αντικειμενικό δεδομένο του φακέλου του που εύλογα αναιρούσε την τυπική προϋπόθεση της προηγούμενης νόμιμης διαμονής, ήταν αχρείαστη η οποιαδήποτε διερεύνηση μέσω συνέντευξης οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. Σημειώνεται δε ότι ο Νόμος δεν προνοεί ρητά για το δικαίωμα ακρόασης σε αντίθεση με την ελληνική νομοθεσία που σε αντίστοιχες περιπτώσεις αλλοδαπών καλούνται υποχρεωτικά σε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Πολιτογράφησης.(βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας Ζωη Παπασιώπη-Πασιά σελ.131). Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1250 υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                  Α. Πασχαλίδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο