ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.951 /2010)

 

26 Ioυλίου, 2013

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

 

MIXAΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

                                                              Αιτητής,

-και -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

 

Ξ.Ευγενίου, (κα.), για Α.Σ.Αγγελίδη, για τον αιτητή

Ρ.Πασιουρτίδου, (κα.), για Α.Τριανταφυλλίδης & Yιοί, ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ων η αίτηση

Ρ.Καλλιγέρου, (κα.), για το ενδιαφερόμενο μέρος

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Ο επαναδιορισμός του κ.Σταύρου Ιεζεκιήλ (ενδιαφερομένου) στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών («η θέση»), στο Πανεπιστήμιο Κύπρου έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής χαρακτηρίζει την απόφαση για επαναδιορισμό, ως άκυρη και παράνομη, επιδιώκοντας την ανατροπή της. 

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση  είναι αντικείμενο επανεξέτασης, πλην όμως, θα πρέπει να καταγραφεί το ιστορικό της υπόθεσης για να καταδειχθούν τα θέματα τα οποία εγείρονται. 

 

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου («οι καθ΄ων η αίτηση») είχαν προκηρύξει μια θέση στη βαθμίδα Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή στις ειδικότητες Τηλεπικοινωνίες και Επεξεργασία Σημάτων, Μικροηλεκτρονική και Υλικά (αναλογικά, ψηφιακά), Ηλεεκτρομαγνητικά Πεδία και Τεχνολογία Ηλεκτρικής Ενέργειας, Τεχνολογία Βιοϊατρικών Συστημάτων, Ευφυή Συστήματα ή άλλες συναφείς ειδικότητες αιχμής του κλάδου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών.  Υπέβαλαν προς τούτο αίτηση ο ενδιαφερόμενος και ο αιτητής. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση με απόφαση τους ημερ. 8 Νοεμβρίου 2005, διόρισαν τον ενδιαφερόμενο στην επίδικη θέση.  Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο με απόφαση του ημερ. 26 Μαρτίου 2009, ακύρωσε τον εν λόγω διορισμό.  Ο ενδιαφερόμενος άσκησε έφεση η οποία και πάλι απερρίφθη στις 13 Ιουλίου 2012 (Α.Ε. 71/2009 Ιεζεκιήλ ν. Δημητρίου κ.ά.). 

 

Ως αποτέλεσμα τούτου επανάρχισε η διαδικασία επανεξέτασης. 

 

Το Συμβούλιο του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών (ΗΜΜΥ), έκαμε εισήγηση αναφορικά με τους εσωτερικούς εισηγητές που θα απάρτιζαν την Ειδική Επιτροπή για Πρόσληψη Ακαδημαϊκού Προσωπικού στο Τμήμα ΗΜΜΥ.  («η Ειδική Επιτροπή») Το Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής με απόφαση του ημερ. 1ης Ιουνίου 2009 ενέκρινε την εισήγηση του Συμβουλίου του Τμήματος και την  προώθησε για έγκριση προς τη Σύγκλητο. 

 

Η Σύγκλητος σε συνεδρία ημερ. 10 Ιουνίου 2009, προχώρησε στη σύσταση της Ειδικής Επιτροπής η οποία αποτελείτο από δύο εσωτερικά μέλη και τρία εξωτερικά.  Σε μεταγενέστερη συνεδρία ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2009, η Σύγκλητος ενέκρινε εκ νέου τη σύσταση της Ειδικής Επιτροπής.

 

Στις 16 Ιανουαρίου 2010 η Ειδική Επιτροπή, με έκθεση της, εισηγήθηκε την εκλογή του ενδιαφερόμενου στην επίδικη θέση.  Στη συνέχεια, το Εκλεκτορικό Σώμα του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών («το Εκλεκτορικό Σώμα»), αποφάσισε την εκλογή του ενδιαφερόμενου, και προέβη προς τούτο σε εισήγηση προς τη Σύγκλητο για επικύρωση της εκλογής. 

 

Η Σύγκλητος με τη σειρά της με απόφαση ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2010 ενέκρινε, κατά πλειοψηφία, την εκλογή του ενδιαφερόμενου στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή. 

 

Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου και αποφάσισε την εκλογή του ενδιαφερόμενου στην επίδικη θέση. 

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε επί τούτου με επιστολή ημερ. 25 Μαϊου 2010 και ακολούθησε η υπό εξέταση προσφυγή. 

 

΄Ηταν η αρχική εισήγηση του αιτητή ότι στην προκείμενη περίπτωση πάσχει η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής.  Προβλήθηκε ότι, το αντικείμενο των εσωτερικών εισηγητών δεν είχε συνάφεια με το αντικείμενο της επίδικης θέσης.  Αντίθετη επί του προκειμένου η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, προβάλλοντας ότι, δεν απαιτείται όπως το αντικείμενο των εσωτερικών εισηγητών είναι συναφές με το αντικείμενο της θέσης.

 

Ο Κανονισμός 4(2) των περί Πανεπιστήμιου Κύπρου (Εκλογή, ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 (ΚΔΠ 36/96) αναφέρει:

 

«Η επιτροπή αποτελείται από εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικείμενου που είναι καθηγητές πανεπιστήμιου και προέρχονται από πανεπιστήμια δυο τουλάχιστον ξένων χωρών και δυο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής»

 

Η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση με βρίσκει σύμφωνο.  Ο εν λόγω Κανονισμός δεν απαιτεί όπως οι εσωτερικοί εισηγητές είναι του ιδίου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου.  Τούτο ισχύει μόνο, στην περίπτωση των εξωτερικών εισηγητών.  (Βλ. Υποθ. αριθμ. 1210/2007 Βαλανίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 9 Σεπτεμβρίου 2009, και Υποθ. αριθμ.166/2010 Παπαλεοντίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 28 Σεπτεμβρίου 2009). 

 

Προβλήθηκε επίσης από τον αιτητή ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει καθότι δεν είχαν επισυναφθεί τα βιογραφικά σημειώματα των εξωτερικών εισηγητών ώστε να καθίσταται δυνατή η διαπίστωση συνάφειας του γνωστικού αντικειμένου.  Όπως διαπιστώνεται από το φάκελο της υπόθεσης τα βιογραφικά σημειώματα των εξωτερικών εισηγητών ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση, όταν προχώρησαν στη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής.  Από απλή μελέτη των βιογραφικών σημειωμάτων διαπιστώνεται η ύπαρξη συνάφειας του αντικειμένου.  Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παπαλεοντίου πιο πάνω  οι πρόνοιες του Κανονισμού 4(2) της ΚΔΠ 145/2001, εκείνο που στην πραγματικότητα απαιτείται είναι η διαπίστωση συνάφειας, σ΄ένα ευρύ επίπεδο. 

 

Η τρίτη εισήγηση επί του θέματος της κακής συνθέσεως έχει σχέση με τη συμμετοχή του καθηγητή Μάριου Πολυκάρπου, ως προέδρου της Ειδικής Επιτροπής.  Ο αιτητής έθεσε θέμα αμεροληψίας του, ισχυριζόμενος ότι υπάρχουν εχθρικές σχέσεις μεταξύ του ιδίου και του κ.Πολυκάρπου. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση αντέταξαν επί του προκειμένου, ότι ο αιτητής στερείται της δυνατότητας προβολής αυτού του ισχυρισμού, καθότι συμπεριλαμβανόταν στους λόγους ακυρώσεως της πρώτης προσφυγής που καταχώρησε (736/2007) και ο οποίος  δεν εξετάστηκε.  Υπαρχούσης τότε έφεσης, που καταχωρήθηκε από τον ενδιαφερόμενο, χωρίς την προώθηση αντέφεσης από τον αιτητή για τη μη εξέταση του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως, σήμερα, δεν είναι εφικτό να προωθείται. 

 

Είχα την ευκαιρία να εξετάσω ανάλογο θέμα στην Υπόθ. Αριθμ. 969/2009 Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Μαϊου 2011, όπου ανέφερα τα εξής:

«Βρίσκω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό από τη στιγμή που δεν το ήγειρε στην προηγούμενη προσφυγή (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008)3 ΑΑΔ 413, Α.Ε. 195/07 και 202/07 ΕΔΥ ν. Κούλουμου, 16.6.2010). Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι «δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». Εάν είχε προβληθεί τέτοιος λόγος και δεν εξετάστηκε μπορούσε να ασκηθεί έφεση για να αποφασιστεί το εν λόγω θέμα. Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν θέματα τα οποία προσέβαλλε με την προσφυγή του αλλά δεν αποφασίστηκαν. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008)3 ΑΑΔ 82 αναφέρεται ότι «μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτοδίκη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα». Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Ακόμα και αν κάποια θέματα είχαν τεθεί σε προηγούμενη διαδικασία και δεν εξετάστηκαν, δεν μπορούν να επαναληφθούν σε νέα διαδικασία ελέγχου διοικητικής πράξης που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση (Υπόθ. αρ. 2137/06 Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ 22.12.2008, και Υπόθ. αρ. 687/08 Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, 13.8.2010). Όπως αναφέρεται στη Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.»

 

Ανεξαρτήτως, όμως, θα προχωρήσω να εξετάσω την εισήγηση για κακή σύνθεση, καθότι αποτελεί θέμα δημοσίας τάξεως και μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην υπόθεση ΑΕ94/2009 Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19 Μαρτίου 2013. 

 

Περαιτέρω, και κατ΄επέκταση του πιο πάνω, το άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) προβλέπει ότι, δεν πρέπει να λαμβάνουν μέρος στην έκδοση διοικητικής πράξης άτομα που βρίσκονται σε οξεία έχθρα με τον υπό εξέταση, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.

 

Θα πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από τα ίδια τα γεγονότα, όπως αυτά περιλαμβάνονται στο φάκελο της υπόθεσης, είτε μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα από τα γεγονότα της υπόθεσης.  Ιδιαιτέρως όταν ο ισχυρισμός για έλλειψη αμεροληψίας εδράζεται σε έχθρα προς τον ενδιαφερόμενο, κάτι το οποίο θα πρέπει να αποδεικνύεται.  (Βλ. Medcon Construction Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441 και Νεοφύτου ν. ΕΔΥ, (2007)3, Α.Α.Δ. 8).  Παράλληλα, οι προβληθέντες ισχυρισμοί εκτός από το γεγονός ότι πρέπει να αποδεικνύονται επαρκώς, το βάρος απόδειξης τους βρίσκεται στους ώμους του αιτητή. 

 

Με γνώμονα τα γεγονότα όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον μου δεν έχει αποδειχθεί μεροληπτική συμπεριφορά, με τη βεβαιότητα που απαιτεί η νομολογία.  Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τέτοια περιστατικά που να θεμελιώνουν εχθρική διάθεση, το δε υλικό που υπάρχει ενώπιον μου, δεν περιέχει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας του Προέδρου της Ειδικής Επιτροπής.  Ούτε παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν μεροληπτική συμπεριφορά.  Ο αιτητής αρκέστηκε σε γενικούς και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς. 

 

Προβλήθηκε τέλος από τον αιτητή ένα επιπρόσθετο στοιχείο, με το οποίο αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής.  Τούτο εδραζόταν στη διπλή ιδιότητα του κ.Πολυκάρπου, ο οποίος ενεργούσε ως Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής και παράλληλα ήταν Μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος.  Σημειώνω επί του προκειμένου ότι η συμμετοχή του συγκεκριμένου στο Εκλεκτορικό Σώμα, ως μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού του τμήματος,  προβλέπεται από το άρθρο 22(1) του Νόμου.  Ταυτοχρόνως,  σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1) η Ειδική Επιτροπή συγκροτείται από τη Σύγκλητο, με στόχο την ετοιμασία εκθέσεως αναφορικά με το επιλεγόμενο πρόσωπο, η δε συμμετοχή, στην προκείμενη περίπτωση του κ.Πολυκάρπου ως μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού, προβλέπεται από τον εν λόγω Κανονισμό. 

 

Η νομική αρχή αναφορικά με το θέμα του τι αποτελεί κώλυμα συμμετοχής, αναλύεται στο Σύγγραμμα του Ε.Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, παραγρ.128, όπου αναφέρεται:

«Δεν αποτελεί κώλυμα συμμετοχής, το γεγονός ότι το μέλος του συλλογικού οργάνου μετείχε σε προγενέστερη συνεδρίαση, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση που αφορά το ίδιο πρόσωπο ( ΣΕ 3543/1872). Ειδικότερα επιτρέπεται η εξέταση του ίδιου θέματος, προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση του ΣΕ, από το αρμόδιο συλλογικό όργανο που έχει την ίδια σύνθεση ( ΣΕ 3417/1982,2581/1987). Υπάρχει κώλυμα, εάν το μέλος του συλλογικού οργάνου ..είχε μετάσχει σε συλλογικό όργανο που γνωμοδότησε στην ίδια υπόθεση.. εκτός εν η διατύπωση της γνώμης ζητήθηκε από την προϊσταμένη αρχή ή προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.»

 

Στο ίδιο πλαίσιο υπάρχει και επί τούτου νομολογία και αναφέρομαι στην Υποθ. αριθμ.116/2009 Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 27 Ιανουαρίου 2010, όπου εγερθέντος θέματος αντικειμενικότητας λόγω της συμμετοχής του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή η οποία εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή εναντίον αποφάσεως του Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρθησαν από το Δικαστή Ναθαναήλ τα εξής:

«Οι αιτήτριες, εν πάση περιπτώσει, πέραν της επίκλησης της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της έλλειψης αντικειμενικότητας, δεν εξηγούν πώς η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής επηρέασε την απόφαση κατά μεροληπτικό ή μη αντικειμενικό τρόπο, δημιουργώντας έτσι δυσμενείς επιπτώσεις γι΄ αυτές. Όπως υποδείχθηκε, διαφορετικό ήταν το όργανο εξέτασης της αίτησης και διαφορετικό το όργανο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής. Παρόμοιο, ουσιαστικά, επιχείρημα απορρίφθηκε στην απόφαση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 905/07, ημερ. 21.10.99.»

 

Επί του προκειμένου, θα κάμω επίσης αναφορά στην Υποθ. αριθμ. 645/2008 Pentafarma-Sociedade Tecnico-Medicinal SA ν. Δημοκρατίας, ημερ. 12 Ιανουαρίου 2009, όπου ηγέρθη θέμα συνύπαρξης της ιδιότητας γνωμοδοτικού και αποφασιστικού οργάνου στο ίδιο πρόσωπο, όπου αναφέρθηκε από το δικαστή Κραμβή το εξής:

«Είναι καλά θεμελιωμένο στη νομολογία μας ότι δεν είναι δυνατή η συνύπαρξη της ιδιότητας γνωμοδοτικού και αποφασιστικού οργάνου στο αυτό πρόσωπο. Μια τέτοια συνύπαρξη καθιστά το μέλος του οργάνου, δικαστή της ίδιας αυτού υπόθεσης κατά παράβαση του σχετικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης. (AJ Pericleous Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 410/98, 29/3/01, Κοινοπραξία Carl Bros A/S, LDK Consultants Engineers and Planners S.A. και Roikos Engineering Consultants S.A. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 674/2007 ημερ. 13/1/09).

 

Στην συνεδρία που εδώ μας απασχολεί, η επιστημονική υποεπιτροπή συνεδρίασε με 7 μέλη, από τα οποία τα πέντε, άσκησαν ταυτόχρονα γνωμοδοτική και αποφασιστική αρμοδιότητα αφού ήταν και μέλη του Συμβουλίου. Δεν προκύπτει κακή σύνθεση αφού ειδική νομοθεσία διέπει το θέμα. Η υποεπιτροπή ενήργησε αρμοδίως και το γεγονός ότι κάποια από τα μέλη της ήταν μεταξύ των μελών του Συμβουλίου που τελικά εξέδωσε την απόφαση, δεν επηρεάζει το κύρος της συγκρότησης και σύνθεσης του Συμβουλίου.»

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι με βάση τα πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής ημερ. 16 Ιανουαρίου 2010 (παράρτημα Ζ) επί της ενστάσεως, αυτή αποτελείτο από τους Μ. Πολυκάρπου, Πρόεδρο (Κύπρος), Π.Ραζή (Κύπρος), Ν.Οζούνογλου (Πολυτεχνείο), J Van Schuppen (Ολλανδία) και J. Werner (Γερμανία).  Η Επιτροπή προχώρησε σε ανάλυση των στοιχείων και από την προκαταρκτική εξέταση κατέληξαν σε κατάλογο τεσσάρων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και ο ενδιαφερόμενος.  Αυτοί κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη. 

 

Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής συνεντεύξεως, η Ειδική Επιτροπή αφού παραθέτει το αιτιολογικό της, καταλήγει ομοφώνως να μη εισηγηθεί για διορισμό τον αιτητή, κατ΄αντίθεση προς την περίπτωση του ενδιαφερόμενου, όπου η Επιτροπή, εντόνως, αισθάνεται ότι θα επιτελέσει με επιτυχία τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα και ομοφώνως τον συστήνει για διορισμό.  Αυτή ήταν και η τελική σύσταση της Επιτροπής. 

 

Με βάση το Παράρτημα Η επί της ενστάσεως, το Εκλεκτορικό Σώμα αποτελείτο από τους Π.Παπαναστασίου (Κοσμήτορα), Α.Αλεξάνδρου, Μ.Πολυκάρπου και Χ.Χαραλάμπους (Καθηγητές).   Όπως καταδεικνύεται από το σχετικό πρακτικό, ο κ.Παπαναστασίου έδωσε το λόγο στον κ.Πολυκάρπου, ο οποίος «παρουσίασε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Ειδική Επιτροπή.»

 

Στη συνέχεια, ο κ.Χαραλάμπους ανέφερε τους λόγους για τους οποίους διαφωνούσε με την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, καταλήγοντας ότι δεν θα υποστήριζε την εισήγηση της εν λόγω Ειδικής Επιτροπής.  Όπως σημειώνεται περαιτέρω, ο κ.Πολυκάρπου, υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου της Ειδικής Επιτροπής, διευκρίνισε τα εγερθέντα θέματα συγκρίνοντας τη συνολική εικόνα του αιτητή και του ενδιαφερομένου.  Τρία από τα μέλη του εκλεκτορικού σώματος υποστήριξαν τη συνολική εικόνα του ενδιαφερόμενου θεωρώντας ότι υπερέχει έναντι των άλλων υποψηφίων κρίνοντας δικαιολογημένη την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής.  Σε ψηφοφορία που ακολούθησε η εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής έγινε με πλειοψηφία αποδεκτή.  «Υπέρ της εισήγησης ψήφισαν τρία μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος (Π. Παπαναστασίου, Α. Αλεξάνδρου και Μ. Πολυκάρπου) και εναντίον ένα (Χ. Χαραλάμπους)». 

 

Με το πιο πάνω αποτέλεσμα προτάθηκε στη Σύγκλητο για επικύρωση η εκλογή του ενδιαφερομένου. 

 

Με γνώμονα αυτή τη θεώρηση πραγμάτων ευλόγως διαπιστώνεται ότι η συμμετοχή του κ.Πολυκάρπου στη λήψη απόφασης ήταν καθοριστική.  Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η παρουσία του κ.Πολυκάρπου στο μεν στάδιο της επιλογής, στην Ειδική Επιτροπή και στο επόμενο στάδιο στο Εκλεκτορικό Σώμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεμπτή, με βάση την υπάρχουσα νομική αρχή ότι, δεν μπορεί ένα μέλος γνωμοδοτικού οργάνου να αναλαμβάνει ενεργό μέρος στον καθορισμό της απόφασης ενός άλλου συλλογικού οργάνου.

 

Όπως επισημαίνεται στο Σύγγραμμα του Ε.Σπηλιωτόπουλου, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω, δημιουργείται κώλυμα συμμετοχής, εκτός εάν, η γνώμη ζητήθηκε από την προϊστάμενη αρχή ή προβλέπεται σε σχετικές διατάξεις.  Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει μια πρόνοια στο άρθρο 22(1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου  Νόμο του 1989, Ν.144(Ι)/89, το οποίο προβλέπει:

 

«Η εκλογή ή ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται μετά από την έκθεση ειδικής επιτροπής που συγκροτείται σύμφωνα με τους κανονισμούς.  Η απόφαση λαμβάνεται με ψηφοφορία στην οποία παίρνουν μέρος όλα τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού και του Συμβουλίου της οικείας σχολής των υψηλότερων βαθμίδων, στην περίπτωση όμως θέσης Καθηγητή ψηφίζουν οι ισόβαθμοι».

 

Από τα πρακτικά της συνεδρίας του Εκλεκτορικού Σώματος, Παράρτημα Η, το οποίο τιτλοφορείται «ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ».

 

Δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο καταδειχθεί ότι η συμμετοχή του κ.Πολυκάρπου στο εν λόγω εκλεκτορικό σώμα ήταν με οποιονδήποτε τρόπο ενάντια στην κείμενη νομοθεσία και συγκεκριμένα στο άρθρο 22(1) του Νόμου, το οποίο έχω αναφέρει πιο πάνω.  Από τη στιγμή που η συμμετοχή ήταν νόμιμη και η συγκεκριμένη διάταξη δεν έτυχε αμφισβήτησης, θεωρώ ότι ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει κακή σύνθεση και συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται. 

 

Ο αιτητής πρόβαλε περαιτέρω ότι κατά το στάδιο της διαδικασίας ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής δεν είχαν τηρηθεί άρτια πρακτικά.  Ειδικώς, εισηγήθηκε, ότι ελλείπουν πρακτικά που προηγήθηκαν της Συνεδρίας, ημερ. 16 Ιανουαρίου 2010, στην οποία αποφασίστηκε ποίοι υποψήφιοι θα καλούνταν για προφορική συνέντευξη.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν ότι δεν είχε προηγηθεί άλλη συνεδρία, ούτε και επιβαλλόταν η διενέργεια της με στόχο να αποφασιστεί ποίοι θα καλούνταν για συνέντευξη.  ΄Εκαμαν προς τούτο αναφορά στον Κανονισμό 5 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών, ΚΔΠ36/96, όπου ο Πρόεδρος της Επιτροπής ετοιμάζει τελικό κατάλογο των υποψηφίων που θα κληθούν σε συνέντευξη. 

 

Δεν ήταν συνεπώς απαραίτητη η διενέργεια συνεδρίας και δεν συμφωνώ με την εισήγηση του αιτητή ότι ο εν λόγω Κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση επανεξέτασης.  Η εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο της Επιτροπής, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί αρχικής επιλογής ή επανεξέτασης.  Πέραν τούτου, ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη, συνεπώς δεν νομιμοποιείται να προσβάλει τη διαδικασία.  Ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

 

΄Ηταν μια άλλη εισήγηση του αιτητή, ότι, με τη διενέργεια νέων προφορικών συνεντεύξεων, παραβιάστηκε το δικαστικό δεδικασμένο.  Η Επιτροπή συνέχισε, όφειλε να επανεξετάσει με βάση τα στοιχεία που είχε και δεν έπρεπε να καλέσει τους υποψήφιους σε νέες προφορικές συνεντεύξεις.  Το επιχείρημα του ευπαίδευτου  συνήγορου επεξετάθη, εισηγούμενος ότι η διενέργεια αυτών των νέων συνεντεύξεων παραβίασε την αρχή της ισότητας, με τον ισχυρισμό ότι από τη στιγμή που ο ενδιαφέρομενος κατείχε τη συγκεκριμένη θέση για τέσσερα χρόνια, απέκτησε εμπειρίες και γνώσεις. 

 

Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί.  Ο Καν.5(2) των ΚΔΠ36/96 επιβάλλει τη διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων, συνεπώς η Ειδική Επιτροπή που συγκροτήθηκε είχε υποχρέωση να διενεργήσει νέες προφορικές συνεντεύξεις.  Εν πάση περιπτώσει, η ακυρωτική απόφαση αφορούσε το στάδιο της διαδικασίας επιλογής των μελών της Ειδικής Επιτροπής, επομένως, η κρίση και οι εντυπώσεις που απεκόμισαν δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη.  Δεδομένης της υποχρέωσης διενέργειας προφορικής συνέντευξης, τα αποτελέσματα της οποίας έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως στοιχείο κρίσης, ορθώς η Επιτροπή διεξήγαγε νέες προφορικές συνεντεύξεις.  Περαιτέρω, η απόφαση για τη διενέργεια τέτοιων συνεντεύξεων δεν απαιτούσε οποιαδήποτε αιτιολογία, ούτε ο ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας ευσταθεί. 

 

Ο αιτητής πρόβαλε ότι εσφαλμένα η Ειδική Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη επιστολές αξιολόγησης από τρεις ανεξάρτητους κριτές, που υπήρχαν κατά το στάδιο που λήφθηκε η προηγούμενη, ακυρωθείσα, απόφαση.  Από τη στιγμή που η σύσταση της τότε Ειδικής Επιτροπής κρίθηκε ότι έπασχε, οι επιστολές που υπήρχαν ορθώς παραγνωρίστηκαν.  Δεν είναι παράλληλα νομοθετικά επιβεβλημένη η αξιολόγηση από ανεξάρτητους κριτές, έτσι ώστε να ζητηθεί, κατά το στάδιο της επανεξέτασης, για να αποτελέσουν επίσης στοιχείο κρίσεως. 

 

 Με έτερο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαστικό δεδικασμένο.  Η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει, όπως είπε, είναι αναιτιολόγητη, υπάρχει πλάνη ως προς το ερευνητικό έργο και τις δημοσιεύσεις του αιτητή και παράλληλα λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια. 

 

Η επίδικη θέση ήταν στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, στις ειδικότητες Τηλεπικοινωνίες και Επεξεργασία Σημάτων, Μικροηλεκτρονική και Υλικά (αναλογικά, ψηφιακά), Ηλεκτρομαγνητικά Πεδία και Τεχνολογία Ηλεκτρικής Ενέργειας, Τεχνολογία Βιοϊατρικών Συστημάτων, Ευφυή Συστήματα ή άλλες συναφείς ειδικότητες αιχμής του κλάδου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών.

 

Η Ειδική Επιτροπή στην έκθεση της αναφορικά με την υποψηφιότητα του αιτητή αναφέρει μεταξύ άλλων: 

"The Committee has concerned about the fact that the candidate has no academic experience in departments of Electrical and Computer Engineering".

 

΄Ηταν συναφώς δικαιολογημένος ο προβληματισμός και η επιφύλαξη που καταγράφεται από την Επιτροπή, έχοντας υπόψη την εμπειρία που απαιτείτο για τη θέση.

 

Περαιτέρω η Ειδική Επιτροπή στην έκθεση της αναφέρει τους λόγους για τους οποίους κατέληξε να συστήσει τον ενδιαφερόμενο, συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση στην οποία είχε σημειωθεί η έλλειψη αιτιολογίας και συνακόλουθης πλάνης. 

 

΄Εγινε ειδική αναφορά ότι η παρουσίαση του αιτητή ήταν ελλιπής ως προς τεχνικά θέματα, συνοχής και διατήρησης χρόνου.  Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι, οι απαντήσεις έδειχναν έλλειψη θεωρητικής εμβάθυνσης και εμπειρίας.   Υπήρχε ειδική αναφορά στο ερευνητικό έργο του αιτητή χωρίς, όμως, να προκύπτει, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής ότι προτιμήθηκε ο ενδιαφερόμενος λόγω του δικού του ερευνητικού έργου. 

 

Ως προς το ότι η Ειδική Επιτροπή έκρινε ότι ο αιτητής είχε περιορισμένη διεθνή συνεργασία, τούτο, δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, αφού άπτεται εξειδικευμένων ζητημάτων με ειδικές γνώσεις.  Ούτε το Δικαστήριο μπορεί να υπεισέλθει και να αξιολογήσει το επίπεδο των εργασιών και δημοσιεύσεων του αιτητή.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω ότι υπήρχε έλλειψη δέουσας έρευνας και από το Εκλεκτορικό Σώμα.  Ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι το εν λόγω σώμα, χωρίς την άσκηση οποιουδήποτε ελέγχου και χωρίς αιτιολογία, προτίμησε τον ενδιαφερόμενο υιοθετώντας απλώς την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής.

 

Ούτε ο λόγος αυτός ακυρώσεως ευσταθεί.  ΄Ολες οι αιτήσεις οι φάκελοι των υποψηφίων και η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής ήταν ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος.  Εξετάστηκε το έργο  και η επιστημονική προσφορά των υποψηφίων.  Σημειώνω ότι ήδη έχω αποδεχθεί ότι η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής ήταν δεόντως αιτιολογημένη, συνεπώς ορθώς το Εκλεκτορικό Σώμα την υιοθέτησε.  Σημειώθηκε επί του προκειμένου η διαφωνία ενός εκ των μελών του, διευκρινίστηκαν τα όσα αναφέρθηκαν στην αρχική διαφωνία και αντικρούστηκαν.  Είμαι της γνώμης ότι η δοθείσα αιτιολογία ήταν εύλογα επιτρεπτή και επαρκής.

 

Ως αναιτιολόγητη επίσης, ο αιτητής, χαρακτήρισε την απόφαση της Συγκλήτου και της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου. 

 

Το θέμα εκλογής και ανέλιξης των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού, όπως έχω αναλύσει πιο πάνω, ρυθμίζεται από το άρθρο 22(1) του Νόμου 144/89Περαιτέρω, ο Κανονισμός 9(8) προβλέπει ότι:

«Το Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψήφιου, λαμβάνει την απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στη Σύγκλητο για επικύρωση.»

 

Καθίσταται επομένως έκδηλο, ότι η Σύγκλητος ενεργεί μόνο ως επικυρωτικό σώμα και δεν απαιτείται όπως παρέχει αιτιολογία για την απόφαση της.  Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την Παπαλεοντίου (ανωτέρω):

 

«Ο Κανονισμός 4(2) των περί Πανεπιστήμιου Κύπρου (Εκλογή, ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 (ΚΔΠ 36/96) αναφέρει:

 

«Η επιτροπή αποτελείται από εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικείμενου που είναι καθηγητές πανεπιστήμιου και προέρχονται από πανεπιστήμια δυο τουλάχιστον ξένων χωρών και δυο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής».

 

Ταυτοχρόνως, είμαι της γνώμης ότι ούτε ο προβληθείς ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση του Συμβουλίου ευσταθεί. 

 

Ο Κανονισμός 9(9) προβλέπει ότι η Σύγκλητος υποβάλλει την απόφαση της στο Συμβούλιο για επικύρωση.  Καθίσταται συνεπώς μη απαραίτητη η ύπαρξη αιτιολογίας είτε για την απόφαση της Συγκλήτου, είτε για την απόφαση του Συμβουλίου, εφόσον πρόκειται περί επικύρωσης.  Σε περίπτωση μη επικύρωσης τότε θα έπρεπε να δινόταν αιτιολογία.  Ο εν λόγω λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

 

Τέλος, ήταν η εισήγηση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά πρώτο, ισχυρίστηκε ότι αρμόδιο όργανο για εκλογή στη βαθμίδα καθηγητή είναι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου ενώ η συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου.

 

Κατά δεύτερο, προβλήθηκε ότι και σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η εν λόγω Επιτροπή είχε αρμοδιότητα στη λήψη απόφασης, αυτή έπασχε λόγω κακής συγκρότησης επειδή σε αυτή συμμετείχε άτομο που δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου. 

 

Το άρθρο 6(Α) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν.144(Ι)/89, προσδίδει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να καταρτίζει επιτροπές, οι οποίες αποτελούνται από μέλη του και να μεταβιβάζει σ΄αυτές τις αρμοδιότητες του. 

 

Το Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 8 Ιουλίου 2008 κατήρτισε την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στην οποία μεταβίβασε, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα για επικύρωση εισηγήσεων της Συγκλήτου για διορισμό Ακαδημαϊκού Προσωπικού.  Συναφώς η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών είχε εξουσία να επικυρώσει την απόφαση για εκλογή του ενδιαφερόμενου στην επίδικη θέση. 

 

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του προβληθέντος επιχειρήματος, παρατηρώ ότι στην Επιτροπή έλαβε μέρος ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών, ο οποίος είναι μέλος του Συμβουλίου, αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου και επομένως η συμμετοχή του στην Επιτροπή Προσωπικού, ήταν νόμιμη.  Ανεξαρτήτως τούτου, το εν λόγω μέλος δεν είχε συμμετοχή στην επικύρωση της απόφασης.  Πανομοιότυπος ισχυρισμός είχε εγερθεί και στην Υποθ. αρ.1086/2009 Μαυρή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2011, όπου ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης, Δ., απέρριψε την ως άνω εισήγηση αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Βρίσκω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό από τη στιγμή που δεν το ήγειρε στην προηγούμενη προσφυγή (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008)3 ΑΑΔ 413, Α.Ε. 195/07 και 202/07 ΕΔΥ ν. Κούλουμου, 16.6.2010). Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι «δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». Εάν είχε προβληθεί τέτοιος λόγος και δεν εξετάστηκε μπορούσε να ασκηθεί έφεση για να αποφασιστεί το εν λόγω θέμα. Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν θέματα τα οποία προσέβαλλε με την προσφυγή του αλλά δεν αποφασίστηκαν. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008)3 ΑΑΔ 82 αναφέρεται ότι «μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτοδίκη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα». Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση, διενεργείται πάντοτε με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Ακόμα και αν κάποια θέματα είχαν τεθεί σε προηγούμενη διαδικασία και δεν εξετάστηκαν, δεν μπορούν να επαναληφθούν σε νέα διαδικασία ελέγχου διοικητικής πράξης που εκδόθηκε μετά από επανεξέταση (Υπόθ. αρ. 2137/06 Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ 22.12.2008, και Υπόθ. αρ. 687/08 Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, 13.8.2010). Όπως αναφέρεται στη Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.»

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                  Κ. Παμπαλλής,

                                                            Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο